Ανδρούλα Κανάρη: “Να σκοτώσουν εμένα πρώτα, μη δω το μωρό μου νεκρό”

Διαβάζεται σε 31'
Ανδρούλα Κανάρη
Ανδρούλα Κανάρη Κύπρος 1974-2024, Βίντεο-Ντοκιμαντέρ του NEWS 24/7

Στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024-Οι άνθρωποι που δεν ξέχασαν”, το NEWS 24/7 μίλησε με ανθρώπους που βίωσαν το τραύμα της εισβολής. Η μαρτυρία της εγκλωβισμένης Ανδρούλας Κανάρη.

Η Ανδρούλα Κανάρη, η οποία κατάγεται από το χωριό Άγιος Επίκτητος στην Κερύνεια, δεν έζησε μόνο τα γεγονότα του Ιουλίου του 1974 στην Κύπρο, αλλά βίωσε και τα όσα ακολούθησαν τους επόμενους μήνες, καθώς για δύο χρόνια ήταν εγκλωβισμένη στις κατεχόμενες περιοχές και το 1976 κατάφερε να διαφύγει στις ελεύθερες περιοχές.

Στο πλαίσιο του βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7, η η Ανδρούλα Κανάρη καταθέτει τη μαρτυρία της και περιγράφει τα όσα θυμάται από τις μέρες της εισβολής, το πώς έζησε εκείνα τα δύο χρόνια στα Κατεχόμενα, μαζί με Τουρκοκύπριους που ήταν επίσης πρόσφυγες, αλλά και το πώς είναι να ξεριζώνεσαι από τον τόπο σου.

Η μαρτυρία της Ανδρούλας Κανάρη στο NEWS 24/7

«Είμαι η Ανδρούλα Κανάρη από τον Άγιο Επίκτητο Κερύνειας και θα σας διηγηθώ την ιστορία που μείναμε εγκλωβισμένοι.

Ήταν 20 Ιουλίου του 1974, η ώρα 5.30 το πρωί, χτύπησαν οι σειρήνες, πανικοβληθήκαμε, πήραμε τα μωρά μας, το ένα μου το μωρό ήταν 6 μηνών, το άλλο 3 χρονών, ο άντρας μου ήταν άρρωστος. Έβαλα κάτι ρούχα μέσα σε μία τσάντα και το γάλα, ξεκινήσαμε και βγήκαμε έξω στα χωράφια. Μόλις προχωρήσαμε είδαμε κι άλλους χωριανούς που πηγαίνανε.

Τα αεροπλάνα, στο μεταξύ, μας πυροβολούσαν από πάνω. Δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ. Προχωρήσαμε καλά καλά, φτάσαμε κάπου μακριά και κάπως ησύχασαν τα πράγματα. Αποφασίσαμε να πάμε λίγο πιο πάνω.

Ξεκινήσαμε, πήγαμε σε ένα χωράφι, το οποίο ήταν γεμάτο λεμονόδεντρα. Ήταν κάποιας θείας μου και ήταν ποτισμένα γιατί ήταν καλοκαίρι. Πιάσαμε τα μωρά, τα βάλαμε κάτω από τα δέντρα, πάλι άρχισαν τα αεροπλάνα, όλη μέρα. Δεν μπορούσαμε ούτε χάμω να βάλουμε τα μωρά γιατί ήταν ποτισμένα, όλο λάσπες. Ταλαιπωρηθήκαμε.

Εν τω μεταξύ, την τσάντα που είχα εγώ και την κρατούσα πάνω μου, όπως προσπάθησα να περάσω έναν όχτο εκεί, μου την πήρανε. Κάποιος την πήρε, ίσως από λάθος, και δεν είχα ούτε γάλα για το μωρό. Τίποτα τίποτα. Η θεία μου είχε ένα σπιτάκι που ήταν κι ο θείος μου μαζί, ο οποίος ήταν άρρωστος, και είχε γάλα εβαπορέ. Μας έδωσε λίγο και έδωσα στα μωρά.

Εγώ ήθελα να φύγω, να επιστρέψω στο χωριό, για να πάρω κάτι για να βάλω το μωρό μέσα. Πού θα το έβαζα; Είχε μια κοπέλα στον δρόμο, μόλις ξεκινήσαμε, που είχε ένα μικρό μπανάκι στο οποίο έλουζε το μωρό της και μου το έδωσε. Αφού το βρήκαμε είπαμε να μείνουμε και να φύγουμε όταν γυρίσει η μέρα, το επόμενο πρωί. Όλη νύχτα κρατούσα το μωρό πάνω μου να μην πέσει κάτω, εγώ καθόμουν μέσα στις λάσπες με τον άντρα μου και τους άλλους. Το μωρό το κρατούσα πάνω μου όλη νύχτα και το άλλο μέσα στο μπανάκι.

Την Κυριακή το πρωί ξεκινήσαμε να φύγουμε, να πάμε στο χωριό, για να πάρουμε ορισμένα πράγματα. Τα μωρά έκλαιγαν, ήθελαν γάλα. Από το προηγούμενο πρωί που φύγαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν πολλές οι ώρες. Φύγαμε εγώ και μία ξαδέρφη μου και ήρθαμε στο χωριό. Τα αεροπλάνα μας πυροβολούσαν συνέχεια από πάνω, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω τα μωρά χωρίς γάλα. Ήρθαμε σπίτι, πήραμε κάποια ρούχα για τα μωρά, γάλα, φαγώσιμα και επιστρέψαμε πίσω.

Μέσα στο δρόμο, είχε ένα μικρό σπίτι. Ήταν ο παππούς του άντρα μου. Ήταν ο πατέρας της Νίτσας Χατζηγεωργίου, της αγωνίστριας της ΕΟΚΑ. Είδα κάποιον πεθαμένο εκεί. Δεν είδα το πρόσωπο, είδα το κορμί, δεν ξέρω αν ήταν εκείνος ή κάποιος άλλος.

Φύγαμε, προσπαθούσαμε να πάμε πάλι πίσω στο χωράφι και τα αεροπλάνα πυροβολούσαν συνέχεια. Οι χωριανοί φώναζαν: «Σας είδαν και τώρα πυροβολούν». Περάσαμε τρεις μέρες εκεί, αλλά είχαμε πάει λίγο πιο πάνω. Γιατί εκεί που ήμασταν δεν μπορούσαμε, ήταν ποτισμένα. Πήγαμε στα Κλήματα. Ήρθε μια κοπέλα από τον Άγιο Γεώργιο και μας είπαν ότι μπήκαν οι Τούρκοι και έπιασαν τον χωριό τους.

Ήρθε κι ένα παιδί, χωριανός μας, και μας είπε ότι χτύπησαν τις τορπιλάκατες και ότι ο Γιαννής Κανάρης, ο κουνιάδος μου, είναι σκοτωμένος. Ο άντρας μου έπαθε νευρικό κλονισμό. Έκλαιγε και φώναζε «πάει ο αδερφός μου, πάει ο αδερφός». «Περίμενε να δούμε, μπορεί να είναι ψέματα» του έλεγα. «Όχι, το είδα» έλεγε ο χωριανός. Πράγματι. Ήταν η μία, όμως, η τορπιλάκατη. Πέθαναν όλοι οι Έλληνες που ήταν μέσα. Στην άλλη, που ήταν ο κουνιάδος μου, χτύπησαν αλλά όχι σοβαρά. Έζησαν.

Περάσαμε εκεί δυο μέρες και δυο νύχτες και φύγαμε. Είπαμε να πάει ο καθένας σπίτι του, ότι είναι καλύτερο. Μόλις ήρθαμε, μόλις μπήκαμε στο σπίτι, ξεκίνησαν τα αεροπλάνα. Εν τω μεταξύ, τα φαγητά μέσα στα ψυγεία είχαν βρωμίσει. Φοβηθήκαμε, γιατί ήταν σε κεντρικό δρόμο το σπίτι μου. Είχε μια σπηλιά λίγο πιο κάτω και πήγαμε και μπήκαμε μέσα: ο πατέρας μου, η μητέρα μου, εγώ, τα δυο μωρά μου και ο άντρας μου. Η σπηλιά ήταν γεμάτη ψύλλους, επειδή είχε κότες. Μας τσίμπησαν οι ψύλλοι, ήμασταν και άλουστοι τόσες μέρες. Ούτε μπάνιο είχαμε κάνει, ούτε είχαμε αλλάξει ρούχα. Περάσαμε 2-3 μέρες εκεί, υπήρχε λίγη ησυχία. Πυροβολούσαν τα αεροπλάνα, αλλά ήμασταν μέσα στη σπηλιά και δεν τα ακούγαμε.

“Μείναμε σε ένα δωμάτιο 36 άτομα”

Φύγαμε και αντί να πάω στο σπίτι μου, που ήταν εκεί, πήγα στο σπίτι της μητέρας και του πατέρα μου, γιατί ήταν πιο πίσω από τον δρόμο. Στο δικό μου φοβόμουν να μείνω. Εκεί βρήκαμε άλλα 30 άτομα και γίναμε 36. Μείναμε σε ένα δωμάτιο 36 άτομα.

Πέρασαν 3-4 μέρες και ήρθε η αδερφή μου από τον Άγιο Αμβρόσιο, είχε λεωφορείο, και έφεραν κάποιους χωριανούς. Ήταν και τα πεθερικά μου ανάμεσά τους, οι κουνιάδες και οι κουνιάδοι μου. Ήρθαν για να μας πάρουν στον Άγιο Αμβρόσιο. Μιλάμε για το Σάββατο. Από το ένα Σάββατο φτάσαμε στο άλλο Σάββατο. Μας είπαν ότι την Κυριακή θα έρχονταν κι αυτοί πίσω. Η μάνα μου και ο πατέρας μου δεν ήθελαν να φύγουν. Έλεγε η μητέρα μου «αφού αύριο θα έρθουν, γιατί να πάμε;». Εγώ ήθελα να φύγω. Ο άντρας μου μου λέει «αφού η μητέρα σου δεν πηγαίνει, να μείνουμε κι εμείς». Και μείναμε.

Την Κυριακή το πρωί σηκωθήκαμε και μου είπε να πάμε να δούμε τους δικούς του, τι κάνουν. Πήγαμε στα πεθερικά μου, ήταν όλοι εκεί και οι κουνιάδες και οι κουνιάδοι μου, και τους είδαμε. Τα μωρά μας δεν τα πήραμε μαζί. Να τα πάρουμε φοβόμασταν, να τα αφήσουμε φοβόμασταν. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Σκεφτόμασταν πως μπορεί να μας σκοτώσουν εμάς, τουλάχιστον να μην σκοτώσουν τα μωρά. Πήγαμε, τους είδαμε και γυρίσαμε.

Μόλις μπήκαμε στο σπίτι, αρχίσαμε να ακούμε περπατησιές (=βήματα, περπατήματα). Το σπίτι ήταν μεγάλο και είχε κι ένα παράθυρο πάνω, ψηλά. Ανέβηκα πάνω στην καρέκλα, ήταν ο στρατός που ερχόταν από το Καζάφανι στο χωριό μου. Ο πατέρας μου ήταν στο καφενείο. Ήρθε σπίτι και μας είπε ότι τα πλοία πυροβολούν συνέχεια κάτω στη θάλασσα. Ήταν πολύ κοντά η θάλασσα. «Έχει πολλά τούρκικα πλοία και μας είπαν ότι έρχονται οι Τούρκοι από το Καζάφανι» είπε ο πατέρας μου.

Δεν ήξερα αν τα πεθερικά μου είχαν φύγει. Ήταν πολύ πιο κοντά στο Καζάφανι. Είχαν μοτοσικλέτες εκείνοι, έκατσαν πάνω οι κουνιάδοι μου με τις γυναίκες τους και τα μωρά, έκατσε και η πεθερά μου η καημένη, ήταν μεγάλη γυναίκα, είχε και πίεση. Την πήραν στα χέρια τους οι κουνιάδες μου. Δεν ξέραμε εμείς ότι έφυγαν, νομίζαμε ότι έμειναν.

Λέω στον πατέρα μου «να φύγουμε τότε». «Όχι» μου λέει. «Όσους βρίσκουν τώρα μέσα στον δρόμο, θα τους σκοτώνουν» λέει. Είχε ζήσει τον πόλεμο του ’40 ο πατέρας μου και ήξερε από πολέμους. Μου λέει «θα μείνουμε και δεν θα μας κάνουν τίποτα». Δεν έπιασαν το χωριό μας εκείνη την ώρα, εκείνη την μέρα. Προχωρούσαν προς τα στρατόπεδα, προς τον Παχύαμμο, Άγιο Αμβρόσιο. Έφυγαν, το βράδυ κοιμηθήκαμε και οι 36 εκεί. Δεν έμειναν στο χωριό οι Τούρκοι, έμεναν πιο έξω. Δεν είδαμε Τούρκους εμείς.

Ύστερα από 2-3 μέρες, πήγαμε δίπλα στη θεία μου. Όπως καθόμασταν, ήρθε μια γυναίκα. Ήταν 50 άτομα που έμεναν σε ένα σπίτι έξω από το χωριό, ανάμεσά τους ο κουνιάδος μου με τη γυναίκα του και τη μητέρα του. Τους έπιασαν όλους και τους πήγαν κάτω στη θάλασσα να τους σκοτώσουν. Όλους.

Όπως πήγαιναν στον δρόμο, η συνυφάδα μου είδε σε μια χαρουπιά έναν χωριανό μας σκοτωμένο. Είδε και το πρόσωπό του, τον κατάλαβε. Γύρισε και τον είδαν σκοτωμένο. Πήγαν κάτω. Της μίας γυναίκας ο άντρας πρόσεχε πρόβατα. Δεν τον βρήκαν εκεί. Βρήκαν τα πρόβατα, αλλά όχι εκείνον. Μάλλον ήταν μέσα στους αγνοούμενους.

Τους άφησαν λίγη ώρα εκεί. Έπιασαν τον κουνιάδο μου τον Τάκη Κανάρη, τον κουνιάδο του τον Τάκη Αβραάμ, έπιασαν τον Χρίστο και τον Γρηγόρη Ριαλά και τους πήγαν στα Άδανα, ήταν αιχμάλωτοι εκεί. Οι άλλοι επέστρεψαν, τους είπαν να γυρίσει ο καθένας στο σπίτι του.

Μία γυναίκα, όπως επέστρεφε, γύρισε το πρόσωπό της προς το σπίτι και είδε τρία άτομα σκοτωμένα. Ήρθε και μας το είπε. Εμείς, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε δει Τούρκο μέσα στο χωριό. Βλέπαμε εκείνους που περνούσαν. Χιλιάδες περνούσαν, όχι 100 και 200. Χιλιάδες, με τις κάσκες και τα όπλα που κρατούσαν.

Μας το είπε, λοιπόν, η γυναίκα και έτρεξαν δύο άτομα από εμάς να δουν. Και όντως ήταν νεκροί. Μάλλον τους είχαν σκοτώσει από πριν, από τις πρώτες μέρες, γιατί είχαν μυρίσει. Ο πατέρας μου ήξερε τούρκικα και έβγαλε άδεια μέσω ενός Τούρκου και πήγε με άλλους να τους θάψουν. Άνοιξαν ένα λάκκο και με ασβέστη και φτυάρια τους έθαψαν. Πήγαν αργότερα στο σημείο και δεν ήταν εκεί. Δεν ξέρουμε τι έγινε.

Μετά από 1-2 μέρες, όπως ήμασταν μέσα στο σπίτι, έρχονται, χτυπούν την πόρτα και μπαίνουν μέσα. Έπιασαν τον άντρα μου και τον πατέρα μου, φώναζαν, παναγία μου. Λέμε «θα μας σκοτώσουν». Δεν μας σκότωσαν, όμως, δεν έκαναν κακό σε κανέναν. Ο πατέρας μου ήξερε τούρκικα, γιατί ήταν από την Κερύνεια και εκεί που έμενε ήταν τουρκομαχαλάς (τουρκική συνοικία). Τους λέει «Τι σας κάναμε εμείς; Αν έχουν διαφορές οι μεγάλοι, εμείς δεν φταίμε σε κάτι». Μάλλον μας λυπήθηκαν; Δεν ξέρω. Πάντως έφυγαν.

Είχαμε ένα ράδιο που ήταν με μπαταρίες. Δεν είχαμε ούτε ρεύμα, ούτε νερό, ούτε τίποτα. Μετά από λίγες μέρες ακούσαμε στο ράδιο ότι έκαναν ανταλλαγή τους Κύπριους με τους Τούρκους. Ο Ντενκτάς έδωσε 300 και ο Κληρίδης έδωσε 700. Δηλαδή τους διπλάσιους. Τους είχαν μετακινήσει από το χωριό Τριμίθι. Λέει ο πατέρας μου «ετοιμαστείτε, αφού μετακίνησαν άλλους, θα μετακινήσουν κι εμάς τις επόμενες μέρες». Μέχρι εκείνη τη μέρα δεν μας είχε βρει ο Ερυθρός Σταυρός. Άργησε να μας βρει. Αν μας είχε βρει, θα ήμασταν πιο ασφαλείς. Πέρασαν τουλάχιστον 15-17 μέρες για να μας βρουν, στις 3 του Αυγούστου μας πήγαν στη Λευκωσία.

“Φώναζα να μην πάρουν το νερό, γιατί δεν θα έχω να κάνω γάλα στο μωρό”

Δεν είχαμε ούτε νερό. Δεν φτάνει που δεν είχαμε φαγητά, δεν είχαμε ούτε νερό να κάνουμε γάλα στα μωρά μας. Είχα ένα θείο από την Κερύνεια, ήρθε στο χωριό και κρατούσε κάτι φουσέκια (φυσίγγια) και τα έριξε με τα κιβώτια μέσα στον λάκκο. Οπότε δεν μπορούσαμε να πάρουμε νερό από ΄κει.

Είπα στην ξαδέρφη μου να πάμε σε ένα σπίτι που ήξερα για να φέρουμε λίγο νερό για να κάνουμε γάλα στα μωρά. Δεν πήγαμε από τον κεντρικό δρόμο, είχε ένα μονοπάτι. Βάλαμε μια σκάλα, βγήκαμε πάνω σε ένα δώμα, κατεβήκαμε και πήγαμε. Σε εκείνο το σπίτι, που ήταν σε κατηφόρα, όταν έκοβαν το νερό, πάντα έτρεχε λίγο. Το είχα υπόψιν μου, γιατί ήμασταν γείτονες.

Μόλις φτάσαμε εκεί, είχε ένα δωμάτιο με φρούτα μέσα και είχε δύο Τούρκους στρατιώτες. Εκείνη την ώρα τους είδαμε. Μόλις άκουσαν τον θόρυβο, φοβήθηκαν, έτρεξαν με τα όπλα και τα έβαλαν πάνω μας. Εγώ κρατούσα ένα παγούρι για να πάρω νερό. Από τον φόβο μου, έτρεμε το χέρι μου και δεν μπορούσα να το γεμίσω με νερό. Δεν φτάνει που δεν έτρεχε πολύ. Μα όταν βλέπεις τον άλλον με το όπλο… Μπήκαν μέσα, όμως, δεν μας σκότωσαν. Πήραμε το νερό, ούτε καν είχα γεμίσει το παγούρι καλά-καλά από τον φόβο μου.

Κάναμε την σκέψη, μήπως μας ακολουθήσουν. Κι έτσι δεν πήγαμε από τον δρόμο που ήρθαμε, αλλά πήγαμε από τον κεντρικό. Ο δρόμος ήταν γεμάτος με στρατιώτες, με αυτοκίνητα και φορτηγά, και άδειαζαν το Συνεργατικό Παντοπωλείο. Τα λάδια, διάφορα πράγματα, τα φόρτωναν. Πιάσαμε άκρη άκρη, πεζοδρόμιο, και προχωρήσαμε, στρίψαμε, μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι.

Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, άρχισα και εφώναζα. Προηγουμένως, δεν… από τον φόβο μου. Άρχισα και φώναζα: «Να μην πάρει κανείς το νερό, το νερό είναι του μωρού, δεν θα έχω να του κάνω γάλα». Έτσι μου ήρθε εκείνη την ώρα. Όσο φώναζα, μου φώναζαν “εντάξει, δεν θα το πάρει κανείς το νερό”. Το είχα έγνοια.

Στο μεταξύ, συνεχίζαμε να μην έχουμε νερό. Γιατί οι δικοί μας, όταν έφυγαν, πυροβόλησαν την τορπίνα (τουρμπίνα/αντλία) και το μηχάνημα που διακλάδωνε στο χωριό όλο το νερό, χωρίς να σκεφτούν ότι μπορεί να μείνουν εγκλωβισμένοι. Αφού δεν ήξερε ο κόσμος από πόλεμο. Γι’ αυτό δεν είχαμε νερό. Δεν φτάνει που δεν είχαμε και ρεύμα.

Όταν είπε το ράδιο ότι έγιναν ανταλλαγές… Όπως καθόμασταν, έρχεται ο στρατός, χτυπά την πόρτα και μπαίνει μέσα. Εν τω μεταξύ, εγώ είχα πάντα την πιπίλα του μωρού πάνω μου και την τσάντα πάνω στο τραπέζι και τους έλεγα, αν τυχόν έρθουν οι Τούρκοι να μας πιάσουν, φωνάξετε μου να πάρω την τσάντα για το μωρό. Επίσης, καθόμουν και συνέχεια κοντά στο μωρό, μήπως το ξεχάσω. Ήταν 6 μηνών και καθόμουν δίπλα στο κρεβάτι. Από τη σύγχυση, ξέρεις. Ή μπορεί να σε τραβήξουν να φύγεις και να μην σε αφήσουν να πάρεις το μωρό. Έτυχε στη Βασίλεια να αφήσουν το μωρό και να φύγουν, πάνω στον πανικό, και είναι αγνοούμενο μέχρι σήμερα.

Μπήκαν κι άρχισαν να φωνάζουν, κρατώντας τα όπλα. Μας έπιασαν και μας πήγαν αρκετό δρόμο πιο κάτω, στην είσοδο του χωριού. Οι δρόμοι στο χωριό ήταν στενοί, στρατός από ‘δω, στρατός κι από ‘κει. Εμείς με τις σαγιονάρες, με τα ρούχα τα βρώμικα, άλουστοι. Καλοκαίρι, 3 του Αυγούστου. Εκεί είδαμε ότι είχε πολλούς χωριανούς, βρεθήκαμε 236 άτομα. Δεν τους είχαμε δει, μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμασταν εμείς οι 36 γείτονες που μέναμε μαζί. «Είσαι κι εσύ εδώ; Κι εσύ;». Είχε μια μεγάλη σπηλιά, μόλις μπεις στο χωριό, και από κάτω είχε βρύση. Ήταν γεμάτη στρατό. Είχαμε και πολλούς Άγλλους. Τα σπίτια εκείνα ήταν των Άγγλων και είχαν συνέχεια στρατό από πάνω.

Μας έβαλαν σε δύο λεωφορεία, 236 άτομα, εκτός από τους στρατιώτες που ήταν μαζί μας. Φαντάζεστε πώς καθόμασταν, πώς ήμασταν; Στριμωγμένοι, κρατούσα το ένα μωρό, το άλλο το κρατούσε η ξαδέρφη μου και έκλαιγε, 3 χρονών ήταν. Ούτε που μπορούσα να κουνηθώ. Μας πήγαν στην Κερύνεια κι από ‘κει στη Λευκωσία, στο Σεράγιο. Φτάσαμε εκεί, κατέβηκε από το λεωφορείο ένας Τούρκος αξιωματικός και μίλησε με κάποιους. Περίπου 2-3 ώρες ήμασταν εκεί. Δεν μας άφηναν ούτε να κατέβουμε από το λεωφορείο. Φαντάζεσαι τρεις ώρες να κάθεσαι εκεί στριμωγμένος; Καλοκαίρι κιόλας, 3 του Αυγούστου.

Μίλησαν και είπαν ότι δεν δεχόταν ο Κληρίδης να μας πάει στις ελεύθερες περιοχές, γιατί οι Τούρκοι ήθελαν πολλούς δικούς τους για ανταλλαγή. Ο Κληρίδης δεν δεχόταν να δώσει 236, γιατί οι Τούρκοι ήθελαν πχ 700. Μας είπαν ότι θα μας πάνε πίσω.

Μας έφεραν πίσω στο χωριό. Είχε μια πλατεία, που ήταν και τα καφενεία εκεί, και μας είπαν οι άντρες να μείνουν εκεί και τα γυναικόπαιδα να φύγουν. Εγώ φώναζα στον άντρα μου «Πιάσε το μωρό το μικρό, πιάσε το μωρό το μεγάλο να φύγουμε. Πιάσε το ένα το μωρό και προχώρα μπροστά για να φύγουμε και οι δυο μας». Για να μην πάει από ‘κει. Πήρε το ένα μωρό ο άντρας μου και προχώρησε, κι εγώ από πίσω.

Ο πατέρας μου και τρεις άλλοι – ο Θεοδουλής, ο Ασπρής και ο Γιώργος ο Λυποδύτης – είχε ένα γέρο που τον πήραν με την κουβέρτα. Έπιασαν την κουβέρτα και οι τέσσερις και γλίτωσαν κι εκείνοι. Ο Χαράλαμπος, ο Αλάθκιαστος και ο Μπλάκης, τους έπιασαν και είναι μέχρι σήμερα αγνοούμενοι. Μετά από λίγη ώρα ακούσαμε πυροβολισμούς. Να δούμε, δεν είδαμε, αν τους σκότωσαν. Μπορεί να έριξαν στον αέρα. Δεν ξέρουμε. Μέχρι σήμερα δεν τους βρήκαν, είναι αγνοούμενοι.

Προχωρήσαμε, πήγαμε στα σπίτια μας. Πέρασαν λίγες μέρες, πάλι μας χτύπησαν την πόρτα και μπήκε ο στρατός. Ήταν εκείνες τις μέρες που οι δικοί μας στην Τόχνη σκότωσαν Τούρκους, τάχα ότι θα τους περνούσαν απέναντι, και τους έθαβαν με τις μπουλντόζες. Έθαψαν πάρα πολλούς εκεί.

“Να με σκοτώσουν εμένα πρώτα, μη δω το μωρό μου σκοτωμένο”

Μπήκαν οι στρατιώτες. Το μωρό μου 6 μηνών ήταν, ξάπλωνε στο κρεβάτι κι εγώ δίπλα του. Όπως ήταν με τα όπλα, αρπάζει ένα μαχαίρι μεγάλο και πάει να το κάνει πάνω από το μωρό. Άρχισα έκλαιγα και φώναζα, ο πατέρας μου του λέει στα τούρκικα «Τι σου έκανε το μωρό; Τι σου φταίει τώρα το μωρό;». Του λέει «Μην φοβάσαι, δεν θα το σκοτώσω». «Να σας πω ότι αν ήταν οι δικοί σας» του λέει, «θα σκότωναν αυτό το μωρό τώρα». Μα εγώ πού ήξερα; Φοβήθηκα όταν είδα να παίρνει το μαχαίρι και να το κάνει έτσι πάνω από το μωρό. Τους έλεγα, «Παναγία μου, να με σκοτώσουν εμένα πρώτα, να μην σκοτώσουν το μωρό μου και να το δω σκοτωμένο». Έκλαιγα, φώναζα, μου έλεγαν «μην φοβάσαι». Έφυγαν, μας λυπήθηκαν; Δεν ξέρω.

Μετά από κάμποσες μέρες, μας είπαν να πάμε όλοι κάτω στην πλατεία. Να μην μείνει κανένας. Αν έχουμε στρατιώτες να πάνε και να παραδοθούν, αλλιώς θα μας σκότωναν όλους αν έβρισκαν στρατιώτες. Είπαν πως θα έριχναν αέρια να σκοτώσουν όλο τον κόσμο. Φοβήθηκαν όλοι. Δεν είχαμε, όμως, εμείς στρατιώτες στο χωριό.

Πήγαμε στην πλατεία. Ήταν ένας διοικητής της Τουρκίας και φώναζε. Εγώ καθόμουν σε μια γωνιά και κρατούσα πάνω μου το μωρό. «Ποιανού είναι εκείνο το μωρό;» λέει. «Α, μάνα μου» λέω «θα σκοτώσει το μωρό». Πάλι φοβήθηκα, έκλαιγα, φώναζα. Λέει «Μην φοβάστε, δεν θα του κάνουμε τίποτα του μωρού». «Εγώ είμαι από την Τουρκία, έχω κι εγώ ένα μικρό μωρό σαν αυτό και θέλω να μάθω αν έχει γάλα να πιει». Μας λυπήθηκε. Του είπαμε ότι δεν είχε, αφού πράγματα δεν είχαμε. Διέταξε να μας φέρουν ένα κιβώτιο με γάλατα και δύο ψωμιά. Μας ρώτησε πού είναι το σπίτι και τους έστειλε να μας τα φέρουν. Από εκείνα που έκλεψαν, βέβαια, αλλά σημασία έχει ότι μας έφεραν.

Μετά από λίγες μέρες ήρθαν άλλοι στρατιώτες. Ο στρατός δεν έμενε μέσα στο χωριό, έμενε έξω, είχαν πιάσει τα στρατόπεδα που ήταν έξω από το χωριό. Ήρθαν, έπιασαν τον άντρα μου, τον πατέρα μου και τον Θεοδουλή. Τους έδεσαν τα χέρια πίσω με τα σχοινιά και τους πήγαν πάνω να τους σκοτώσουν. Μόλις τους πήγαν εκεί, ο Θεοδουλής είπε σε έναν: «Δεν δικαιούστε να με σκοτώσετε, είμαι Άγγλος υπήκοος». Ήταν Κύπριος, αλλά της Αγγλίας. Είχε έρθει για διακοπές και βρέθηκε στον πόλεμο. Τους έδειξε τα χαρτιά του και σταμάτησαν. Τους λέει «Γιατί μόνο εμένα; Να αφήσετε κι αυτούς τους ανθρώπους ελεύθερους, να μην τους κάνετε τίποτα». Άρπαξαν τον σταυρό του άντρα μου, του τον έκοψαν, του άρπαξαν και το ρολόι, και τους άφησαν ελεύθερους.

Άλλη μέρα έπιασαν τον πατέρα μου. Έβαλαν σε μια καρότσα όλους τους χωριανούς τους άντρες και τους πήγαν στη Λευκωσία. Έλιωσαν τα πόδια τους και τα παντελόνια που φορούσαν, επειδή ήταν γονατιστοί. Πάλι Αύγουστο. Έλιωσαν τα πόδια τους γιατί δεν μπορούσαν να σηκωθούν, ήταν συνέχεια γονατιστοί. Τους έφεραν πίσω, τελικά.

Μετά μας βρήκε ο Ερυθρός Σταυρός και τους έγραψε όλους. Εμάς, δεν ξέρω, αν έγινε κάποιο λάθος, η οικογένειά μου πάντως δεν ήταν γραμμένη. Η αδερφή μου που έφυγε, πήγε στη Λευκωσία. Είχε 7 παιδιά και πήγαν στο χωριό Καπέδες να μείνουν γιατί είχε μια συννυφάδα. Κάθε μέρα κατέβαιναν στη Λευκωσία για να δουν αν μας έχει γράψει ο Ερυθρός Σταυρός. Δεν ήμασταν γραμμένοι. Έφευγε και έλεγε «Παναγία μου, μάλλον τους σκότωσαν, αφού δεν είναι γραμμένοι ενώ άλλοι είναι γραμμένοι». Μετά σκέφτηκε κι έστειλε μήνυμα μέσω του Ερυθρού Σταυρού σε μια χωριανή μας και τη ρώτησε αν είδε τους δικούς της. Και της απάντησε «ναι, είδα και τη μάνα σου και την αδερφή σου, είναι όλοι καλά, μην έχεις έγνοια». Το είπε στον Ερυθρό Σταυρό, ότι «πώς γίνεται να μην είναι γραμμένοι οι δικοί μας», και μας έγραψε.

Εγκλωβισμένοι στα Κατεχόμενα για δύο χρόνια

Ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός, μας βρήκε όλους, και μας έφερνε πράγματα. Ρούχα, φαγητά, γάλατα, τα πάντα. Μαζί με τον στρατό των Τούρκων. Πάντα ήταν μαζί. Είχε ένα σπίτι που μας ειδοποίησαν όλους, μας έγραψαν και κατά τα άτομα μας έδιναν και τόσα τρόφιμα. Εγώ πήρα πράγματα πολλά, γιατί είχα και 2 μωρά.

Έφεραν Τουρκοκύπριους από τη Λεμεσό, τους πήγαν στο χωριό μου. Από την Αυδήμου, από την Ανώγυρα, από την Επισκοπή, από το Καντού. Εν τω μεταξύ, τα σπίτια ήταν άδεια. Είχαν έρθει από τα γύρω χωριά και είχαν πάρει τις τηλεοράσεις, τα ψυγεία, ακόμα και τα πολύφωτα. Δεν είχε τίποτα μέσα στα σπίτια. Έφεραν τους ανθρώπους, τους έβαλαν στα σπίτια, χωρίς να έχουν κάτι μέσα.

Ήρθαν κάποιοι γείτονες. Οι Τουρκοκύπριοι αυτοί ήξεραν όλοι ελληνικά, γιατί δούλευαν στις βάσεις στην Επισκοπή και στο Ακρωτήρι. Μου είπε ο άντρας μου να πάμε να τους γνωρίσουμε, είχαν 5 μωρά. Τους μίλησε ο άντρας μου που ήξερε τούρκικα, του είπαν ότι μιλάνε ελληνικά. «Από πού είστε;». Η μια οικογένεια ήταν από την Αυδήμου και η άλλη από την Ανώγυρα.

Έκλαιγαν τα μωρά. Μόλις είδα τα μωρά που δεν είχαν τίποτα, πήγα πήρα γάλατα, ζάχαρη, ψωμί και άλλα πράγματα και τους τα πήγα. Τα ευχαριστήθηκαν. Μας είπαν 100 φορές ευχαριστώ οι άνθρωποι, γιατί ήταν νηστικά τα μωρά. Πιο πολύ τα μωρά λυπήθηκα. Κάναμε δύο χρόνια και ήμασταν παρέα με τους ανθρώπους εκεί και με όλη την γειτονιά. Ακόμα διατηρώ σχέσεις μαζί τους.

Η περιπέτεια στο νοσοκομείο

Αρρώστησε το μωρό μου. Από τις πυρκαγιές και από τις βόμβες που έριχναν, έλιωσε το κορμί του, έπαθε μόλυνση και έπαθε και σαν αναφυλαξία. Είχε αναλάβει πια η αστυνομία και ό,τι γινόταν έπρεπε να πας να το πεις στην αστυνομία. Τους είπαμε τι έγινε και ότι πρέπει να πάρουμε το μωρό στον γιατρό. Γι’ αυτό έχουμε και τις κάρτες του γιατρού. Μου είπε ότι πρέπει να το πάρω στον γιατρό, αλλά ότι δεν γίνεται να έρθει κάποιος μαζί μου, ότι πρέπει να πάω μόνη μου.

Φοβόμουν. Λέω «αν πάω και με σκοτώσουν κι εμένα και το μωρό; Να μην πάω και να αφήσω το μωρό να πεθάνει;». Άλλοι μου έλεγαν «ντάξει κόρη μου, πήγαινε και δεν πειράζει, είναι δυνατόν να σε σκοτώσουν;». Άλλοι μου έλεγαν «μα θα πας; Δεν φοβάσαι;». Ήμουν στη μέση. Λέω «θα πάω και ό,τι είπε ο Θεός». Το αποφάσισα. Δεν θα άφηνα το μωρό μου.

Πήγαμε. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και με πήγε ο άνθρωπος στη Λευκωσία, στα τούρκικα, στη μητέρα του. Η μητέρα του είχε φούρνο. Έβγαζαν ψωμιά ζεστά και διάφορα άλλα. Ήρθαν να με περιποιηθούν, εγώ φοβόμουν. Μου λέει «μείνε εδώ, θα πάω κάπου που έχω μια δουλειά και θα έρθω να σε πάω στο νοσοκομείο». «Εντάξει» του είπα και έμεινα εκεί. Μου είπαν να μου κάνουν καφέ ή τσάι, τους λέω «δεν θέλω τίποτα».

Ήρθε ο άνθρωπος και με πήγε στο νοσοκομείο. Μου λέει «δεν θέλω να μιλήσεις καθόλου. Μην μιλήσεις. Αν σου μιλήσει κανείς, μην απαντήσεις. Για να νομίζουν ότι είσαι Τουρκάλα». Ξέρεις, εκείνο τον καιρό ήταν όλοι οι Τούρκοι που δεν ήθελαν τους Χριστιανούς. Ε, δεν μίλησα καθόλου. Πήγε έγραψε το μωρό και σε κάποια φάση φωνάζει ο γιατρός «Κυριάκος Κανάρης». Μόλις φώναξε «Κυριάκος Κανάρης» με κοιτούσαν και σκέφτονταν «είναι Χριστιανή αυτή», γιατί νόμιζαν ότι ήμουν Τουρκάλα προηγουμένως. Μπήκαμε μέσα στον γιατρό, «μην μιλήσεις καθόλου» μου λέει ο άνθρωπος. Ήταν πάρα πολύ καλός ο γιατρός. Μας έγραψε φάρμακα και αλοιφές. Μου τα αγόρασε κιόλας ο άνθρωπος και δεν πήρε λεφτά. Πόσα ήταν δεν ξέρω, πάντως δεν πήρε λεφτά. Ήταν από την Λάπηθο ο αστυνομικός, λοχίας. Γυρίσαμε σπίτι, έκανε καιρό να γίνει καλά το μωρό.

Η συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους πρόσφυγες

Μετά άρχισαν και έδιωχναν τους χωριανούς οι Τούρκοι, ήθελαν να φύγουν για να πάρουν τα σπίτια τους. Μας είπαν «ο καθένας να πάει στο σπίτι του». Δεν μπορούσα να μείνω με τη μητέρα μου, γιατί είχε πάει στο σπίτι του αδερφού μου. Εγώ πήγα στο σπίτι της αδερφής μου, όχι στο δικό μου, γιατί τα παράθυρα ήταν σιδερένια και φοβόμουν.

Με τους γείτονές μας ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι. Τους δίναμε πράγματα, πίναμε καφέδες. Παίρναμε τρόφιμα και δίναμε και σ’ αυτούς. Γιατί κι εκείνοι δεν είχαν, τράβηξαν πολλά κι αυτοί, σαν εμάς. Το να σε φέρουν και να σε βάλουν σε ένα σπίτι άδειο, που δεν έχει τίποτα, και να κλαίνε τα μωρά σου – είτε τουρκάκια είτε χριστιανά – είναι μεγάλη ταλαιπωρία. Επειδή τους βοηθήσαμε και τους δώσαμε πολλά, μας ήθελαν. Μας έλεγαν «τι φταίμε εμείς, τι φταίτε εσείς; Οι μεγάλοι είναι που τα έκαναν αυτά τα κακά».

Εν τω μεταξύ, άρχισαν να φέρνουν και τους αιχμάλωτους. Ο κουνιάδος μου δεν επέστρεψε στο χωριό, ούτε ο κουνιάδος του. Φοβήθηκαν γιατί τους έκαναν πολλά βάσανα έξω. Ο σύγαμπρός του ο Αντωνής, ο Χρίστος και ο Γρηγόρης Ριαλάς, επέστρεψαν. Στο μεταξύ, μετά από λίγο καιρό ήταν έγκυος η αρραβωνιαστικιά του ενός. Πήραμε άδεια και φέραμε παπά από το Μπέλλα-Πάις (μάθαμε ότι είχε μείνει ένας) και τους παντρέψαμε. Κάναμε και γάμο στα τούρκικα, με τον στρατό, με την αστυνομία, με τα όπλα. Σε λίγο καιρό γέννησε κιόλας, γεννήθηκε στα κατεχόμενα το μωρό.

Άρχισαν και τους έδιωχναν λίγους – λίγους, να φύγουν. Εμένα ειδοποίησαν τον άντρα μου. Είχε πάει και είχε κάνει παράπονο η αδερφή μου, ότι ο άντρας μου είναι άρρωστος και παίρνει ορισμένα φάρμακα και βάζει ορισμένες ενέσεις και έπρεπε να έρθει στις ελεύθερες περιοχές. Δεν μας άφηναν, όμως, να πάμε μαζί του και ο άντρας μου δεν έφευγε μόνος του. Δεν ήθελε να φύγει και να μας αφήσει. Έτσι, μείναμε. Όσους έλεγε ο Ερυθρός Σταυρός να φύγουν, έφευγαν. Η μητέρα μου έφυγε προηγουμένως με τον γιο μου, γιατί ήταν να πάει στο σχολείο. Ήταν 3,5 χρονών και είχε γίνει 5,5 και θα πήγαινε σχολείο. Ήρθαν στη Λεμεσό, στην αδερφή μου, παρόλο που είχε 7 παιδιά.

Η ιστορία με την κρυφή μεταφορά όπλου

Είχαμε έναν χωριανό που θα έφευγε και μας είπε ότι θέλει τη βοήθειά μας, εμένα και μιας άλλης φιλενάδας μου. Εμείς δεν ξέραμε ότι είχε όπλο στο σπίτι. «Έχω όπλο, με ειδοποίησαν να φύγω και θέλω να το πάρω. Αν το αφήσω και το βρουν, θα σας σκοτώσουν όλους» μας λέει. Σκεφτόμασταν τι να κάνουμε. Τα κρεβάτια τότε, τα στρώματα, ήταν από βαμβάκι. Σκεφτήκαμε να ανοίξουμε το βαμβάκι, να βάλουμε το όπλο μέσα και να το τυλίξουμε και να το δέσουμε. Πήγαμε και τον βοηθήσαμε ένα φτιάξει τα πράγματά του. Γιατί η γυναίκα του είχε αρρωστήσει και είχε φύγει νωρίτερα και είχε μείνει μόνος του.

Έρχονταν οι Τούρκοι στρατιώτες και τα Ηνωμένα Έθνη για τη μεταφορά. Δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει. Είπαμε στον γνωστό μας να το βάλει μπροστά το κρεβάτι για να το φορτώσουν πρώτο. Έπιαναν το κρεβάτι, δεν τους βόλευε, το τραβούσαν πίσω, το ξαναέβαζαν. Τρεις – τέσσερις φορές. Εμείς φοβόμασταν, σκεφτόμασταν ότι από το βάρος μπορεί να καταλάβουν ότι έχει κάτι μέσα. Όταν το έβαλαν και φόρτωσαν και τα άλλα πράγματα μπροστά, εκεί ανακουφιστήκαμε. Μας έστειλε μήνυμα ότι «το γλυκό είναι εντάξει, ήρθε μια χαρά» και καταλάβαμε.

Μείναμε τελευταίοι εμείς να φύγουμε. Είχαν φύγει όλοι. Εν τω μεταξύ, δίπλα μας, έμενε ένας τσιγγάνος που ήταν παντρεμένος με Τουρκάλα, έπινε όλη μέρα, ήταν ο μόνος που δεν μας ήθελε. Είπε στη γειτονιά «όταν φύγει η Αντρούλλα με τον Λοΐζο, θα πάω τη νύχτα να τους κλέψω τα χρυσαφικά και τα λεφτά τους, θα τους φοβερίσω και θα τους τα πάρω». Είχα φιλενάδες μου εκεί και τους το είπα.

Ο άντρας μιας φιλενάδας μου (Τουρκοκύπριας) έκατσε απ’ έξω όλη νύχτα και μας πρόσεχε. Μου λέει «έλα να σου πω, για να μην μας κάνουν κακό, θέλω να δώσεις τα πράγματά σου και τα λεφτά σου, να τα δώσεις στη γυναίκα μου να σου τα φυλάξει, και να σου τα δώσει το πρωί. Της είχα τόση πολλή εμπιστοσύνη – μέχρι σήμερα – που της τα έδωσα. Της έδωσα και τα χρυσαφικά μου, τύλιξα και τα λεφτά μου, και της τα έδωσα. Πήγα το πρωί, αποχαιρετιστήκαμε και μου τα έδωσε.

Μας έβγαλαν και ταυτότητες. Μας είπαν «τη μέρα που θα φύγετε, για να προχωρήσετε, πρέπει να παραδώσετε τις ταυτότητες». Ο άντρας μου ήθελε τις ταυτότητες, ήθελε να τις φέρουμε εδώ. Τι να κάνουμε; Σκέφτηκα την φωτογραφοθήκη. Έβγαλα τη φωτογραφία, έβαλα τις ταυτότητες μέσα και έβαλα ξανά τη φωτογραφία απ’ έξω. Μπαίνουμε μέσα στο αυτοκίνητο, μας λέει «τις ταυτότητές σας». «Δεν τις έχουμε» του λέω, «έδωσα στη μάνα μου ρούχα δικά μας να τα φέρει μέσα στη βαλίτσα και μπήκαν και οι ταυτότητες μέσα και τις πήρε μαζί της». Μας πίστεψαν και τις φέραμε. Για αυτό τις έχουμε.

Ήμασταν οι τελευταίοι κάτοικοι που έφυγαν. Ο πατέρας μου, ο άντρας μου, εγώ και το ένα μωρό. Ήμασταν οι τελευταίοι που φύγαμε.

Τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς

Πήγαμε στη Λευκωσία, φύγαμε με τα αυτοκίνητα του στρατού τα τούρκικα και τα ηνωμένα έθνη. Μας πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές. Ήταν εκεί ο Ερυθρός Σταυρός και μας εξήγησε τι θέλουμε να κάνουμε, πού θέλουμε να πάμε, αν έχουμε κάποιον. Τους είπαμε ότι θέλουμε να έρθουμε στη Λεμεσό, έβαλε ο Ερυθρός Σταυρός άλλο αυτοκίνητο και μας έφερε.

Μείναμε με την αδερφή μου, ήταν και η μητέρα μου με το ένα το μωρό, η αδερφή μου, ο γαμπρός μου και άλλα 7 μωρά που είχαν. Μείναμε εγώ, ο άντρας μου, ο πατέρας μου και το άλλο μωρό, ήμασταν πάρα πολλοί.

Σκεφτόμασταν να βρούμε κάτι να ενοικιάσουμε, κανένα τούρκικο, να δούμε τι θα κάνουμε. Πήγαμε στη Μέριμνα και πήγαμε και είδαμε ένα κάτω στα τούρκικα, στον μιναρέ, μια κάμαρα ήταν, δεν χωρούσαμε. Ήθελα να πάρω και τη μάνα μου και τον πατέρα μου, αφού ήμασταν μαζί. Μετά μας είπαν ότι έχει στις Παράγκες, πάνω στα Πολεμίδια, που είναι η Βερεγκάρια απέναντι. Ήταν του στρατού εκείνα. Πήγαμε με τον αδερφό μου και την νύφη μου τα είδαμε, ήταν ένα δωμάτιο μεγάλο. Τι θα κάναμε, πού θα μέναμε; Πήγαμε εκεί. Εν τω μεταξύ, δεν είχαμε τίποτα. Πήραμε τα πράγματα που είχαμε στην αδερφή μου, ό,τι φέραμε μαζί μας από τα Κατεχόμενα. Τα βάλαμε εκεί και μείναμε όλοι.

Μας βοήθησε ένας αστυνομικός που ήταν εκεί, γιατί κάποιος την είχε κρατήσει εκείνη την παράγκα και δεν μας την έδιναν. Του είπαμε «είμαστε εγκλωβισμένοι, τώρα ήρθαμε και δεν έχουμε πού να μείνουμε». Μας έλεγαν να πάμε να μείνουμε στην Αυδήμου. Μα έφυγα από εκεί που ήμουν εγκλωβισμένη και θα πάω να μείνω στην Αυδήμου τόσο μακριά; «Δεν πάω» τους λέω. Μείναμε εκεί. Μετά από 2-3 μήνες ήρθαν και μας την χώρισαν την παράγκα, έκαναν μια μικρή κουζίνα στη μητέρα μου και μια εμένα, πήραμε από μισή.

Το 1976 πήγαμε εκεί και μείναμε 4 χρόνια, ως το 1980. Μετά ήρθαν κι άλλοι σε εκείνη την περιοχή. Είχε νηπιαγωγείο, έπαιρνα το μωρό μου και το άλλο πήγαινε δημοτικό. Ερχόμουν κι εγώ κάτω, έβρισκα σπίτια και τα καθάριζα. Το 1981 μας είπαν ότι έχει στους συνοικισμούς σπίτι για να μας δώσουν. Μου έδωσαν ένα σπίτι εδώ, με τον άντρα μου και το μωρό μου, και η μητέρα μου πήγε στον Άγιο Αθανάσιο. Μετά από λίγα χρόνια, μας χάλασαν το σπίτι λόγω του σεισμού, χάλασαν την πολυκατοικία και την ξαναέφτιαξαν. Φύγαμε 2 χρόνια, πήγαμε αλλού, και μετά ήρθαμε ξανά εδώ.

“Δεν πιστεύω ότι θα επιστρέψουμε πίσω”

Δεν πιστεύω ότι θα επιστρέψουμε πίσω. Αποκλείεται. Κάθε φορά λένε θα επιστρέψουν οι Βαρωσιώτες και ότι οι Κερυνειώτες δεν θα πάνε. Ούτε οι Βαρωσιώτες πάνε, ούτε οι Κερυνειώτες πάνε. Τίποτα δεν γίνεται. Ο Τούρκος εκείνα που πήρε δεν τα δίνει πίσω. Πήρε την Κωνσταντινούπολη, πήρε την Αγία Σοφία. Ο Τούρκος δεν δίνει τίποτα πίσω. Εμείς θα πεθάνουμε, θα μείνουν τα παιδιά μας. Κάθε φορά λέμε θα γίνει κάτι, θα γίνει κάτι , τίποτα δεν γίνεται. Έχει 50 χρόνια, τίποτα δεν γίνεται. Θα γίνει τώρα και στο εξής; Δεν το πιστεύω. Δεν πιστεύω τίποτα.

Εμένα τα παιδιά μου θέλουν και πήγαν να δουν τα Κατεχόμενα. Έχει άλλα παιδιά, όμως, που δεν θέλουν να πάνε να τα δουν. Η νύφη μου, ο αδερφός μου, οι κουνιάδες μου δεν πήγαν να τα δουν. Εμείς μόλις άνοιξαν, ο άντρας μου πήγε από την πρώτη στιγμή, γιατί είχαμε Τούρκους φίλους – και έχουμε ακόμα. Τον υποδέχτηκαν πάρα πολύ καλά.

Φαντάζεσαι τώρα οι άλλοι, που δεν ξέρουν, που δεν έζησαν εκείνους τους τόπους; Τελείωσε πλέον. Όταν φύγει η γενιά η δική μου, η γενιά των παιδιών μας, που τους πήγαμε και τα είδαν και ξέρουν, τελείωσε. Τίποτα δεν γίνεται. Δεν πιστεύω ότι θα επιστρέψουμε πίσω. Αποκλείεται.

Ειδικά οι Κερυνειώτες. Αφού πρώτα πρώτα την Κερύνεια ήθελαν. Δεν ήθελαν να πάρουν το Βαρώσι και όλα τα άλλα. Το λιμάνι της Κερύνειας 40 χιλιόμετρα είναι μέχρι την Τουρκία. Τι είναι 40 χιλιόμετρα; Στέκεσαι στο λιμάνι και βλέπεις τα βουνά της Τουρκίας. Αφού οι δικοί μας έφυγαν, ήταν προδομένα, τα άφησαν άδεια και τα πήραν οι Τούρκοι. Όλοι αυτοί δεν είδαν πόλεμο. Ούτε οι Βαρωσιώτες, ούτε οι Μορφίτες. Πόλεμο εμείς είδαμε. Καραβάς, Λάπηθος, Κερύνεια, Άγιος Αμβρόσιος, Βασίλεια, Άγιος Γεώργιος. Απλώς οι άλλοι πήραν τα πράγματά τους και έφυγαν.

Βλέπαμε τα πλοία στη θάλασσα, γεμάτη τουρκικά πλοία. Δεν ήταν μακριά. Τα χωριό μας ήταν ανάμεσα βουνού και θάλασσας, ήμασταν στη μέση. Στεκόσουν και γύριζες πάνω έβλεπες τα βουνά, γύριζες κάτω έβλεπες τη θάλασσα. Την μέρα που ξεκινήσαμε να φύγουμε τις 5.30 το πρωί, εμείς δεν πήγαμε από τον κεντρικό δρόμο, πήγαμε από ένα δρόμο παραπάνω. Όπως πηγαίναμε, περνούσαν αυτοκίνητα δικά μας και τα αεροπλάνα πυροβολούσαν τα αυτοκίνητα του στρατού. Τα βλέπαμε.

Όλη η θάλασσα ήταν γεμάτη φυλάκια. Δεν χρησιμοποιήσαν ούτε ένα φυλάκιο οι δικοί μας. Ήταν όλα προδομένα. Ούτε ένα φυλάκιο. Δεν είχε δικούς μας να πολεμήσουν. Αν ήθελαν, αφού είχαμε στρατό. Αφού έπαιρναν τον κόσμο και δεν είχαν όπλα να τους δώσουν. Τους έδιναν αεροβόλα. Με το αεροβόλο θα σκοτώσεις Τούρκο;”.

“Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν”: Δείτε το βίντεο-ντοκιμαντέρ του NEWS 24/7

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα