Γιωργούλα Αγαπίου: “Όταν έμαθα ότι ο άντρας μου είναι αγνοούμενος, άρχισαν να πέφτουν τα δόντια μου”

Διαβάζεται σε 16'
Γιωργούλα Αγαπίου
Γιωργούλα Αγαπίου Κύπρος 1974-2024, Βίντεο-Ντοκιμαντέρ του NEWS 24/7

Στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024-Οι άνθρωποι που δεν ξέχασαν”, το NEWS 24/7 μίλησε με ανθρώπους που βίωσαν το τραύμα της εισβολής. Η μαρτυρία της Γιωργούλας Αγαπίου, συζύγου πρώην αγνοούμενου.

Η Γιωργούλα Αγαπίου, που κατάγεται από το κατεχόμενο χωριό Τραχώνι Κυθρέας στην Λευκωσία, ήταν μόλις 25 ετών, όταν βίωσε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Επί δύο μήνες ήταν ανάμεσα στους άμαχους αιχμαλώτους των Τούρκων, μαζί με τα μικρά παιδιά της, έως ότου τον Νοέμβριο του 1974 κατάφερε να περάσει στις ελεύθερες περιοχές. Χωρίς, όμως, τον σύζυγό της, ο οποίος ήταν αγνοούμενος, με τα οστά του να εντοπίζονται 35 χρόνια μετά μέσα σε ένα πηγάδι στο χωριό Τζιάος, μαζί με άλλους 18 Κύπριους.

Στο πλαίσιο του βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7, η Γιωργούλα Αγαπίου καταθέτει τη μαρτυρία της και περιγράφει τον πόνο και τον ξεριζωμό, αλλά και το πώς είναι να μην ξέρεις εάν ο άνθρωπός σου είναι ζωντανός ή νεκρός.

Η μαρτυρία της Γιωργούλας Αγαπίου στο NEWS 24/7

«Είμαι η Γιωργούλα Αγαπίου από το Τραχώνι Κυθρέας, πρόσφυγας, σύζυγος αγνοουμένου, μητέρα τριών παιδιών, γιαγιά τώρα 8 εγγονών και τριών δισέγγονων. Ευχαριστώ που ήρθατε να μας πάρετε αυτή τη συνέντευξη, να μάθει ο κόσμος τι περάσαμε στο πραξικόπημα πρώτα και στην τουρκική εισβολή.

Δυστυχώς, όμως, εγώ έχασα τον άντρα μου. Ήμουν 25 χρονών εγώ και 27 άντρας μου. Ήταν αγνοούμενος από τις 14 του Αυγούστου μέχρι το 2009, που βρέθηκαν τα οστά του σε ένα πηγάδι στο Τζιάος. Οι αγνοούμενοί μας ήταν όλοι 1619. Οι 19 ήταν μέσα στο πηγάδι. Δυστυχώς, είναι μεγάλη η απώλεια του συζύγου, του αδερφού, του παππού, γιατί ήταν από όλες τις τάξεις οι αγνοούμενοί μας.

Οι περισσότεροι γονείς πέθαναν με τον καημό του παιδιού τους. Με το όνομα στα χείλη τους. Εμένα η πεθερά μου πέθανε 7 Σεπτεμβρίου, της Παναγίας, μέσα στην εκκλησία που είχε αγρυπνία και είπε την λέξη «παναγία μου, βοήθα με να έρθει ο γιος μου στη γυναίκα του και στα παιδιά του». Δεν είπε «να τον δω εγώ». Τόσο καημό είχε, που είπε να γυρίσει στη γυναίκα του και τα παιδιά του. Και βγήκε η ψυχή της.

Όλα άρχισαν από τη μέρα του πραξικοπήματος

Άρχισαν τα προβλήματά μας από τον Ιούνιο του 1974, που ήταν η αρχή του πραξικοπήματος. Εμένα το σπίτι μου ήταν μέσα στον νέο δρόμο Αμμοχώστου – Λευκωσίας και έβλεπα πάρα πολλά που γίνονταν. Ήρθαν κάποιοι συγχωριανοί μας και μου είπαν «Γιωργούλλα μου πρέπει να φύγεις, να πας στη μητέρα σου». Τους λέω «γιατί να φύγω πάω στη μαμά μου;». «Διότι βλέπεις πολλά εδώ». Έφυγα εγώ, ο άνδρας μου ήταν δουλειά.

Την ημέρα του πραξικοπήματος, ήταν Δευτέρα, έφυγε ο άνδρας μου και πήγε στη δουλειά. Μετά ήρθαν πάλι οι πραξικοπηματίες στο σπίτι μου και μου είπαν «γρήγορα φύγε, για να μην σε σκοτώσουν». Έφυγα, γιατί φοβήθηκα, και πήγα στη μητέρα μου. Ο άνδρας μου, οι αδερφές μου, τα αδέρφια μου, έμειναν στη Λευκωσία όπου είχαν πάει για δουλειά.

Επέστρεψαν μόνο όταν έγινε η εισβολή. Ήρθαν το Σάββατο, στην πρώτη εισβολή των Τούρκων. Όταν ήρθαν σπίτι, τους έδωσαν όπλα να πάνε στον πόλεμο. Τι όπλα, όμως; Δεν είχε όπλα. Τα όπλα τα πήραν που έκαναν το πραξικόπημα. Για να πολεμήσουμε τον εχθρό, δεν είχαμε όπλα.

Μετά ήρθε ο άνδρας μου 13 του Αυγούστου, που ήταν η δεύτερη εισβολή, στο σπίτι, για να πάει να πάρει το χαρτί για να έρθει πίσω στη δουλειά, για να μην φύγει λιποτάκτης, να φύγει κανονικά απ’ τον στρατό. Πήγε τη νύχτα στο στρατό. Εμείς κάναμε φαγητό, η μητέρα μου έκανε από όλα τα φαγητά, για να πάρει μαζί του να φάνε με τους φίλους του στο στρατόπεδο, στον Κορνόκηπο, δίπλα απ’ το Τζιάος.

Το πρωινό της 20ής Ιουλίου 1974

Έγινε η εισβολή τα ξημερώματα, δεν ήρθε σπίτι. Εμείς ξεκινήσαμε να φύγουμε από το σπίτι μας. Ο πατέρας μου είχε μεγάλο φορτηγό και μπήκαμε όλοι οι χωριανοί, ήμασταν 124 χωριανοί, και πήγαμε μέχρι το Παλαίκυθρο.

Μπήκε μπροστά μας ένας άνθρωπος, ήταν παιδί δεν ήταν μεγάλος, με το όπλο, και σταμάτησε τον πατέρα μου. Του λέει «Σταμάτα». Του απαντάει «Γιε μου, γιατί να σταματήσω; Να προσπαθήσουμε να φύγουμε». Είχε στρατιώτες μαζί μας, εγώ με τα μωρά μου, πολλοί χωριανοί. «Όχι» λέει. «Εμένα με ξεγέλασαν, έφυγαν και με άφησαν και αν προχωρήσετε θα σας σκοτώσω». Ήταν πραξικοπηματίας, ζωσμένος με το όλο με τις πολλές σφαίρες. Του λέει ο πατέρας μου «φύγε από μπροστά μου γιατί θα σε χτυπήσω». Μας χτύπησε τους τροχούς και μείναμε εγκλωβισμένοι. Έμεινε το αυτοκίνητο, πού να πας να βρεις να το διορθώσεις;

Μετά από 2 ώρες ήρθαν οι Τούρκοι και παραδοθήκαμε στο Παλαίκυθρο. Μείναμε την νύχτα στην αυλή του Παλαικύθρου. Αλλά εγώ είχα και μια θεία εκεί στο σχολείο που ήταν δίπλα και με βοήθησαν με τα μωρά.

Εγώ φοβήθηκα που ήταν να παραδοθούμε. Πήρα τα τρία μωρά μου και μπήκα κάτω από το τραπέζι. Τους λέω «μην πείτε ότι είμαστε κάτω απ’ το τραπέζι, μήπως μας πυροβολήσουν». Για τα μωρά μου, δεν με ένοιαζε για μένα, μην πυροβολήσουν τα μωρά μου. Ήρθε ο Τούρκος, του είπαν ότι έχει μια κοπέλα που φοβάται να βγει έξω. Ήρθε, Τουρκοκύπριος, με όλη του την καλή θέληση και μου λέει «Έλα, μάνα μου. Μην φοβάσαι. Απλώς πρέπει να παραδοθείτε. Διότι εμείς είμαστε καλοί τώρα εδώ, μπορεί να έρθει ύστερα άλλος κακός και να σας πυροβολήσει». Πήγαμε έξω. Του λέω «μην κάνεις τίποτα στα μωρά μου». Μου λέει «όχι, σου έδωσα τον λόγο μου». Παραδοθήκαμε, μείναμε τη νύχτα στο σχολείο.

Την επόμενη μέρα μας είπαν να φύγουμε και όσων ήταν κοντά τα χωριά τους, να πάνε στα σπίτια τους. Εμάς ούτε 5 λεπτά δρόμος δεν ήταν το Παλαίκυθρο με το χωριό μου, ήταν ενωμένα τα χωριά αυτά, και πήγαμε σπίτι μας. Μείναμε στη μητέρα μου, όλοι οι χωριανοί. Το απόγευμα ήρθαν άλλοι, να παραδοθούμε πάλι. Παραδοθήκαμε. Είχαν λεωφορεία έτοιμα, να μπούμε μέσα… Δεν ήξερε κανένας πού θα πηγαίναμε. Πηγαίναμε με βάρκα στο άγνωστο.

Εκεί που ήταν τα λεωφορεία, όμως, ήταν το σπίτι μου. Ήταν μεγάλη η απόσταση από το σπίτι μου στο σπίτι της μητέρας μου. Εγώ έκλαιγα και τους είπα ότι αυτό που φαίνεται είναι το σπίτι μου. Με είδε που έκλαιγα ένας Τούρκος αξιωματικός και λέει στον διερμηνέα που μιλούσε τούρκικα «γιατί κλαίει η κοπέλα;». Του είπε «είναι το σπίτι της». Τον έβαλε να με ρωτήσει εάν θέλω να πάω στο σπίτι μου να πάρω κάποια πράγματα για τα μωρά μου. Του είπα «πάω, αλλά φοβάμαι». Ήρθε κοντά μου ο Τούρκος με τον διερμηνέα και του λέει «θα πάει μαζί της αυτός ο στρατιώτης. Αν της πει κάτι, όταν επιστρέψει θα τον πυροβολήσουμε μπροστά της».

Πήγαμε στο σπίτι μου. Είχε τριφύλλι κάτω. Ήταν πλούσια τα χωριά μας, με την γεωργία και την κτηνοτροφία, είχαμε πολλή ζωή. Όταν περνούσαμε μέσα από το τριφύλλι, φοβόμουν μήπως βρουν κάποιον στρατιώτη από τους δικούς μας που να είχε κρυφτεί. Όταν φτάσαμε σπίτι μου, εγώ δεν μπορούσα να περπατήσω. Έμεινα μέχρι τα σκαλιά. Μου λέει ο στρατιώτης «έλα, έλα, μην φοβάσαι». Όταν ανέβηκα τα σκαλιά πάνω και έκλαιγα, μου έδειξε ότι τον πονούσε η καρδιά του. Σαν να έλεγε «μην κλαις, γιατί θα πεθάνω».

Με βοήθησε. Βρήκα μια κουβέρτα. Και τι έβαλα μέσα; Ένα δυο κομμάτια ρούχα για το μωρό μου. Την κουβέρτα την έχω στο σπίτι μου. Έκατσε μετά ο στρατιώτης πάνω στην πολυθρόνα στο σπίτι μου και έκλαιγε. Πήρα εκείνα που ήθελα, πήγαμε στο λεωφορείο, του έδωσε συγχαρητήρια ο αξιωματικός του και από ‘κει πήγαμε στο Τζιάος.

Η μεταφορά στο Τζιάος και η μεγάλη απορία που την βασανίζει ως σήμερα

Μας πήγαν στο χωριό Τζιάος. Εγώ ήξερα ότι ο άντρας μου ήταν εκεί στον στρατό, έφεδρος. Αλλά δεν είπαμε κάτι. Μας έβαλαν στο σχολείο του Τζιάος, έφεραν κουβέρτες, τις άπλωσαν κάτω και μείναμε όλοι οι χωριανοί.

Στο χωριό μας, όμως, ερχόταν ένας Τουρκοκύπριος, που είχε ένα αυτοκίνητο και πουλούσε φθαρτά και απ’ όλα τα πράγματα. Ήταν πλανόδιος πωλητής και ψωνίζαμε απ’ αυτόν. Μόλις έμαθε ότι μας πήγαν στο χωριό, ότι πήραν από το Τραχώνι εγκλωβισμένους, ήρθε στην πόρτα και ένας στρατιώτης ρώτησε «Έχει καμία Γιωργούλλα που έχει τρία μωρά;». Εγώ φοβήθηκα να απαντήσω. Όταν ρώτησε ξανά και ξανά, του λέω «ναι, εγώ είμαι».

Αμέσως μπήκε ο Τουρκοκύπριος που είχε το μπακάλικο. «Γιωργούλα μου γιατί μείνατε;» με ρώτησε. Με πήρε με τα μωρά μου, πήγαμε σπίτι του, τα έκανα μπάνιο, μαγείρεψε η γυναίκα του, έκανε ρύζι με κοτόπουλο, και γυρίσαμε όλοι στο σχολείο και έφερε φαγητό να φάμε. Του είπαμε ευχαριστώ και έφυγε. Στο μεταξύ, με είχε ρωτήσει «Ο Νίκος;». «Δεν ξέρω», του είπα, «είναι στον πόλεμο, όπως πήγαν όλοι». Δεν είπα ότι ήταν σ’ εκείνη την περιοχή.

Τα μεσάνυχτα που άλλαζε ο φρουρός στην πόρτα του σχολείου που ήμασταν, ήρθε ένας στρατιώτης Τουρκοκύπριος και φώναξε: «Έχει καμιά Γιωργούλα μαζί σας που έχει τρία μωρά;». Απάντησα. «Ναι», του λέω, «εγώ είμαι». Μου λέει «κυρία κάποιος σε θέλει έξω». Του λέω «αφού εκείνος που ξέραμε, είχε έρθει και είχαμε μιλήσει. Δεν ξέρω κάποιον άλλον στον χωριό». Έφυγε, ξαναήρθε. Μου λέει «κυρία, θα έρθεις;». Του είπα «όχι». Ε την τρίτη φορά ρώτησε τις μεγάλες κυρίες που ήταν μαζί μου, τους λέω «έρχεται καμιά μαζί μου να βγω έξω να δω ποιος είναι;» Φοβήθηκαν οι άλλες. Αν έβγαινε κάποια μαζί μου, θα πήγαινα, θα έβγαινα έξω.

Μετά, όμως, που βρέθηκε ο άντρας μου που ήταν στο Τζιάος, που βρέθηκαν τα οστά τους στο πηγάδι, η ψυχή μου και το μυαλό μου μέχρι τώρα, λένε ότι θα ήταν ο άντρας μου. Θα πήγε ο Τουρκοκύπριος που κάναμε την σούπα και θα του είπε ότι έγινε αυτό κι αυτό και θα ήρθε ο άντρας μου εκεί. Έχω αυτή την θλίψη, γιατί δεν βγήκα έξω. Διότι, αν ήταν για κακό, δεν θα περίμεναν να βγω, θα με τραβούσαν να με βγάλουν με το ζόρι έξω. Έχω αυτή την θλίψη.

Μετά από το Τζιάος, μείναμε μία νύχτα, μας πήγαν στο χωριό Μαραθόβουνος. Εγώ με τα μωρά μου, με κρατούσε η Ντινούλα μου από τη μία πλευρά, ο Σαββάκης μου από την άλλη, και είχα το βρέφος μέσα στην αγκαλιά μου. Και προχωρούσαμε.

Στον Μαραθόβουνο, είχε διπλοκατοικία και χωριστήκαμε οι χωριανοί. Οι μισοί στο ένα σπίτι και οι άλλοι μισοί στο άλλο, για να ζήσουμε, δεν μπορούσαμε όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι. Ο κόσμος είχε φύγει, τα σπίτια τους ήταν γεμάτα από τα φαγητά που είχαν, τα λουβιά τους, τον τραχανά τους, ήταν εκεί οι κότες τους, τα κοπάδια τους. Έτσι, δεν ταλαιπωρηθήκαμε στο φαγητό. Όσο είχαν φαγητά τα σπίτια, τρώγαμε. Μετά, μας έφερνε ο Ερυθρός Σταυρός, αλλά εμείς ήμασταν άγραφοι, δεν μας είχαν γράψει ακόμα.

Μείναμε μία εβδομάδα στον Μαραθόβουνο. Ο Τούρκος αξιωματικός που σας είχα πει προηγουμένως, ερχόταν, έβλεπε τα μωρά μου κι έκλαιγε. Κι έλεγε στον διερμηνέα «πες στην κοπέλα να μην μαραζώνει και δεν θα πάθουν τίποτα τα μωρά της». Ήρθε μια μέρα και ήθελε τον Σαββάκη μου. Τον έβγαλε έξω στη βεράντα, φώναξε του στρατιώτη, έβγαλε το κράνος του, το έβαλε πάνω στο κεφάλι του μωρού μου, 3 χρονών ήταν. Ήταν 3 χρονών το μεγάλο μου, 2 χρονών η κόρη μου και 10 μηνών το μικρό μου το παιδί. Του έβαλε το κράνος στο κεφάλι, έβαλε το όπλο ανάποδα κάτω, τον αγκάλιασε και έβγαλε φωτογραφία. Ήθελε να τη στείλει στην Τουρκία για να δείξει ότι δεν ήρθε στην Κύπρο για να σκοτώσει μωρά, αλλά ότι βοηθά τα παιδιά. Εγώ φοβήθηκα, λέω στον διερμηνέα «θα βγάλει φωτογραφία, μήπως πάρει το μωρό μου για κανένα κακό». «Όχι» μου λέει, «είναι η αλήθεια». Από εκείνη την μέρα, μας έφερναν το αθάνατο πράγμα για τα μωρά. Όχι για τους μεγάλους, για τα παιδιά. Ήταν τα μωρά μου και άλλα δύο, πιο μεγάλα.

Μετά από μια βδομάδα, μας πήγαν στο χωριό Βιτσάδα. Κι εκείνο είναι κατεχόμενο σήμερα. Μείναμε κι εκεί μια βδομάδα. Εκεί ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πολύ. Δεν είχε τίποτα, ούτε νερό, ούτε φαγητό. Ας έφερνε ο Ερυθρός Σταυρός, αλλά ένα κομματάκι ψωμί και ένα κομματάκι χαλούμι. Πώς θα ζήσεις μωρά έτσι; Αλλά, ευτυχώς μια βδομάδα μείναμε εκεί.

“Το μικρό μου το μωρό δεν μιλούσε, είπε για πρώτη φορά “μπαμπά” τον Τούρκο”

Μετά, μας πήγαν στο τελευταίο χωριό, στη Γύψου. Εκεί ήταν διαφορετική η ζωή μας, καλύτερη παρά στη Βιτσάδα. Είχε έναν Τούρκο αξιωματικό που μου έφερνε κόκκινες κορδελίτσες για την κόρη μου. Τις έβαζα στα μαλλιά της, τις έδενα, ήταν ξανθούλα όμορφη. Είχε δίπλα μας κήπο και την πήγαινε εκεί για να χαρεί το μωρό.
Το μικρό μου ακόμα ούτε περπατούσε ούτε μιλούσε. Τον περπάτησαν οι Τούρκοι και φώναξε την πρώτη του λέξη “παπά” του Τούρκου. “Άπα, άπα, άπα”, που τον βοηθούσε να περπατήσει ο Τούρκος ο στρατιώτης. Φώναξε πρώτη φορά «παπά» του Τούρκου.

Αυτή την εμπειρία… Τα ξεχνάς; Την προδοσία; Που έγιναν αυτά τα κακά και έχασε ο κόσμος τη ζωή του, τα παιδιά του, τους συζύγους τους, τους γιους του . Δεν τους συγχωρούμε, όμως, δεν τους συγχωρούμε. Γιατί μαύρισαν την Κύπρο. Άνοιξαν την πόρτα του εισβολέα και μπήκε αμέσως ο Τούρκος. Τώρα γιατί δεν πάνε οι αγωνιστές, οι πατριώτες, να διώξουν τον εισβολέα; Πρώτα τους έφεραν. Αλλά το κακό έγινε. Και ο Θεός να μας λυπηθεί να μην ξαναγίνει αυτό το κακό, διότι θα πάει όλη η Κύπρος. Δεν έχει πια σωτηρία.

Η ανταλλαγή πληθυσμών και η απελευθέρωση

Μετά από τη Γύψου, μας ήρθε μήνυμα ότι θα γίνουν ανταλλαγές. Ήρθαμε τρεις φορές στο Λήδρα Πάλλας. Χωματόδρομος, σκόνη. Λεωφορεία όχι σαν τα σημερινά, ήταν παλιά. Δεν είχαμε ούτε μπουκαλάκια με νερό, ούτε τρόφιμα, ούτε τίποτα. Αναπνέαμε τόση σκόνη μέχρι να έρθουμε. Ήταν ο Κληρίδης τότε που γίνονταν οι ανταλλαγές. Έδινε ένα λεωφορείο με Τουρκοκύπριους να πάνε προς τα εκεί και σε εμάς οι Τούρκοι έδιναν πέντε άτομα. Αν έδιναν οι δικοί μας τρία λεωφορεία να πάνε στα Κατεχόμενα, αυτοί έδιναν ένα λεωφορείο. Ερχόμασταν και επιστρέφαμε πίσω, γιατί δεν υπήρχαν άλλοι στρατιώτες για ανταλλαγή.

Εγώ για να έρθω με τα μωρά μου. Πιαστήκαμε 15 του Αυγούστου, της Παναγίας, και ήρθαμε 21 Νοεμβρίου, πάλι της Παναγίας. Έπαθαν τα μωρά μου αφυδάτωση. Δεν είχαν τροφή, δεν είχαν τα απαραίτητα να ζήσουν ως μωρά. Μας έφερε ο Ερυθρός Σταυρός με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Και ήρθα από την Γύψου 21 Νοεμβρίου.

Μόλις ήρθαμε, όμως, στο νοσοκομείο, ήταν ενημερωμένοι οι δημοσιογράφοι και με ρώτησαν για τις κακουχίες, τα βάσανα, τις ατιμίες. Εμείς δεν είδαμε ούτε να χτυπήσουν, ούτε να ατιμάσουν, ούτε να σκοτώσουν. Διότι ήμασταν σε άλλο κλοιό. Ο Θεός. Ο Θεός μας βόλευε. Εγώ τους είπα ότι δεν έχω παράπονο. Ως μάνα τριών ανήλικων μωρών, δεν έχω παράπονο από τους Τούρκους, ως άτομο. Διότι περάσαμε καλά. Να πούμε ψέματα;

Ο φόβος, όμως; Α Παναγία μου! Ο φόβος. Μέναμε σε ένα δωμάτιο 20 άτομα, μέσα στα σκοτεινά. Φανταστείτε αυτές τις στιγμές, πώς περάσαμε. Αύγουστος και φορούσαμε τις ζακέτες για να μην φαινόμαστε. Ούτε ζεσταινόμασταν, ούτε να τρέξει ο ιδρώτας μας. Ο Θεός μας βόλευε.

Αλλά έχουμε απώλειες. Μας έμειναν ψυχολογικά. Ναι τα μωρά μου ήταν βρέφη, αλλά ψυχολογικά καταλάβαιναν τον φόβο. Υπάρχουν μέχρι σήμερα. Δυστυχώς, ο πόνος είναι πολύς. Εγώ έχασα το σπίτι μου, χάσαμε τις περιουσίες μας, αλλά το πολυτιμότερο πράγμα είναι ο άντρας μου που έχασα. Αν δεν έχανα τον άντρα μου…. Θα σκεφτόμουν πάλι το σπίτι, τον τόπο που γεννήθηκα, που βαφτίστηκα, που γέννησα τρία μωρά. Σκέφτομαι τον τόπο μου και το σπίτι μου, αλλά όχι τόσο όσο τον άντρα μου. Δυστυχώς.

Η κασέτα είναι μέσα μου. Βγαίνει μόνη της.

“Όταν έμαθα ότι ο άντρας μου ήταν εξαφανισθέντας, άρχισαν να πέφτουν τα δόντια μου”

Όταν ήμασταν εγκλωβισμένοι, ανταλλάζαμε μηνύματα. Μας έστελναν από τις ελεύθερες περιοχές και εμείς το ίδιο. Τους έγραψα εγώ «Ο Νίκος γιατί δεν μας γράφει;». Μου έγραφαν «Είναι αιχμάλωτος, όπως εσείς. Τον κρατάνε οι Τούρκοι». Δεν ήξεραν, όμως, ούτε αυτοί τα απέγιναν.

Εγώ όταν ήρθα 21 Νοεμβρίου από την αιχμαλωσία, τους είδα όλους μαζεμένους για να μας υποδεχτούν. Μόνο του άντρα μου οι συγγενείς. Τα αδέρφια μου και οι γονείς μου ήταν αιχμάλωτοι. Εγώ έφυγα προηγουμένως λόγω των μωρών.

Τους λέω «μα ο Νίκος γιατί δεν ήρθε να μας δει; Τόση αγάπη, τα μωρά του, εμένα». Μου είπαν ότι είναι αιχμάλωτος. Μετά από μία εβδομάδα μάθαμε ότι ήταν μέσα στους αγνοούμενους. Ήταν αδήλωτος. Δεν ήταν τα ονόματά τους ως αιχμάλωτοι. Εγώ τη μέρα που έμαθα ότι ο άντρας μου ήταν εξαφανισθέντας, έπεφταν τα δόντια μου. Μα 25 χρονών μωρό ήμουν. Έπεφταν τα δόντια μου, χωρίς να βγει αίμα. Αλλά όλο το δόντι, με τη ρίζα του.

Από το 1976 έχω σιαγόνες από πάνω και από κάτω, επειδή έπεφταν τα δόντια από το μαράζι μου. Ευτυχώς, όμως, μου είπε ο γιατρός – είχε θείο παιδίατρο ο άντρας μου – «Γιωργούλα μου, να χαίρεσαι που σου «χτύπησε» στα δόντια και όχι στο φως (μάτια) ή στον εγκέφαλο». Για να ζήσω να μεγαλώσω τα μωρά μου.
Αλλά, είμαι περήφανη για τα μωρά μου. Είμαι περήφανη. Και για τα εγγόνια μου. Δεν έχω κανένα παράπονο, με έβγαλαν ασπροπρόσωπη και είμαι ευτυχισμένη που τους βλέπω».

“Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν”: Δείτε το βίντεο-ντοκιμαντέρ του NEWS 24/7

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα