ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ: ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ “ΥΠΑΡΧΩ”
Το The Magazine επισκέφθηκε τα γυρίσματα της βιογραφικής ταινίας του Στέλιου Καζαντζίδη, είδε, μίλησε με τον σκηνοθέτη Γιώργο Τσεμπερόπουλο και τον πρωταγωνιστή Χρήστο Μάστορα, και γύρισε με αποκλειστικά stills της ταινίας.
Σε ένα παλιό σπίτι κάπου στην Κυψέλη, τρεις άντρες κάθονται γύρω από ένα τραπέζι κρατώντας μουσικά όργανα. Καπνός γεμίζει το σαλόνι, καθώς ένας από αυτούς γράφει και σβήνει σημειώσεις σε ένα τσαλακωμένο τετράδιο πάνω στο τραπέζι.
Μουρμουράνε στίχους, παίζουν νότες, διορθώνουν, το ξαναπάνε. Υπάρχω / Κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω… Κάποιες λέξεις αλλάζουν σειρά. Η φωνή αρχίζει να πατάει στους στίχους με μεγαλύτερη φόρα. Το τραγούδι γίνεται δήλωση.
Πίσω από τους τρεις άντρες, το κινηματογραφικό συνεργείο, αεικίνητο ανάμεσα στις λήψεις και απόλυτα ακινητοποιημένο και σιωπηλό κατά τη διάρκειά τους. Με τη σειρά τους κι αυτοί μοιάζουν σα να προσπαθούν να πετύχουν κάτι τέλειο, δοκιμάζοντας ξανά και ξανά, γράφοντας και σβήνοντας, αλλάζοντας μικρές λεπτομέρειες που όμως μπορεί στο τέλος να κάνουν όλη τη διαφορά.
Είναι πάντα εντυπωσιακό να βλέπεις από μια γωνιά καλλιτέχνες να δημιουργούν. Κι αναρωτιέσαι: Πώς να ήταν σε εκείνο το δωμάτιο, όταν γράφτηκε ένα κομμάτι σαν το Υπάρχω; Εδώ, ακριβώς μπροστά μας, παρακολουθούμε μια εκδοχή.
Είναι η σκηνή της ταινίας Υπάρχω, της πολυαναμενόμενης βιογραφικής ταινίας του Στέλιου Καζαντζίδη, όπου δημιουργείται το τραγούδι-συνώνυμο με τον μεγάλο τραγουδιστή. Πάντα στην καρδιά μιας μουσικής βιογραφίας βρίσκεται μια τέτοια σκηνή, όπου φίλοι και συνεργάτες καταφέρνουν να συνθέσουν κάτι τέτοιο, όπου ένας μεγάλος ερμηνευτής το τραγουδάει – όπου όλα φαίνονται να κλικάρουν στη θέση τους.
Και στο Υπάρχω δε θα μπορούσε να ισχύει κάτι διαφορετικό. Είμαστε στο σπίτι του Πυθαγόρα, τον οποίο παίζει ο Γιώργος Γάλλους. Απέναντι από την κάμερα σε αυτή τη λήψη, βρίσκεται ο Χρήστος Νικολόπουλος, που παίζει ο Περικλής Σιούντας. Ο ένας γράφει, ο άλλος παίζει. Ανάμεσά τους, ο Στέλιος Καζαντζίδης. Όταν όλα έχουν βρει το δρόμο τους, μπαίνει με φόρα στο ρεφρέν. Είμαι της ζωής σου ο ένας, τραγουδά βροντερά, κι όλα μοιάζουν στη θέση τους.
ΠΩΣ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΕΜΕΝΕ ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΛΗΨΕΙΣ
Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε είναι πως ανάμεσα στις λήψεις, ο Καζαντζίδης δε μοιάζει ποτέ να εξαφανίζεται. Ο Χρήστος Μάστορας, τραγουδιστής του συγκροτήματος ΜΕLΙSSES, ερμηνεύει ερμηνεύει τον Καζαντζίδη, αλλά ανάμεσα στα cut και όσο προετοιμάζονται οι πάντες για την επόμενη λήψη, ο ίδιος μοιάζει να βρίσκεται κάπου αλλού. Κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο, φαίνεται να κουβαλάει το ίδιο βάρος, με όσο οι κάμερες γράφουν. Σα να βρίσκεται σε κάποιο trance, από το οποίο δεν θέλει να βγει.
«Είναι οδηγίες του Γιώργου Τσεμπερόπουλου αυτές, τις οποίες ακολουθώ ευλαβικά», μας εξηγεί μετά το τέλος των γυρισμάτων. «Τα αστεία που κουβαλάω σαν Χρήστος, δεν περνάνε εδώ», γελάει. «Με έχει βοηθήσει να μένω κοντά του. Και να βγαίνει η ερμηνεία όχι αβίαστα φυσικά –πάντα έχει προσπάθεια– αλλά με λιγότερη δυσκολία. Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος μου ζήτησε να αφήσω κάποια χαρακτηριστικά δικά μου πίσω, όσο αυθόρμητα κι αν βγαίνουν πολλές φορές. Και να αρχίσω να αισθάνομαι το πώς θα συμπεριφερόταν ο Στέλιος».
«Περνώντας μήνες έτσι, νιώθω ότι έχω αλλάξει κι εγώ σαν Χρήστος», ομολογεί. Ένα χαρακτηριστικό του Καζαντζίδη που του έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «Δεν κόμπιαζε. Δεν έκανε δηλαδή αυτό που κάνω εγώ. Αυτός είναι λες και τα είχε γραμμένα όλα στο κεφάλι του και πορευόταν σύμφωνα με αυτό. Πράγμα που ζηλεύω στους ανθρώπους γιατί εγώ διαρκώς αμφισβητώ τον εαυτό μου. Εκείνος ποτέ».
Τι είναι όμως αυτό που έφερε τον Μάστορα σε έναν τόσο απαιτητικό ρόλο, από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξεις, τόσο μουσικά όσο και ερμηνευτικά; Για τον σκηνοθέτη της ταινίας, Γιώργο Τσεμπερόπουλο, υπήρχαν πολλοί παράγοντες που έκαναν τη αναζήτηση του κινηματογραφικού Καζαντζίδη τόσο δύσκολη. «Πρέπει να είναι αρσενικό εκείνης της εποχής», λέει αρχικά. Να διαθέτει δηλαδή μια τέτοιου τύπου αρρενωπότητα. Επίσης, επειδή η ταινία ακολουθεί πολλά χρόνια της ζωής του, πρέπει να είναι κάποιος που να μπορεί να γράψει από μικρότερη ηλικία μέχρι αρκετά μεγαλύτερη. Και θες, φυσικά, και υποκριτική δεινότητα. «Πόσοι να είναι;», αναρωτιέται ο Τσεμπερόπουλος.
Κι επίσης; Να μην απασχολείται με παράλληλους ρόλους. «Είμαι παλιάς κοπής», παραδέχεται γελώντας ο σκηνοθέτης. «Θέλω ηθοποιό που να μην είναι διεσπαρμένος, να πηγαίνει σε άλλες πρόβες, και σε σίριαλ και σε θέατρα, και να έρχεται λαχανιασμένος να πει και τα δικά μας λόγια». Να που επιστρέφουμε στην προηγούμενη παρατήρηση. Για το πώς ο Μάστορας έμοιαζε να βρίσκεται διαρκώς in the zone.
«Θέλεις από υπέρμετρο εγωισμό;», αναρωτιέται. «Αν δεν έχεις υπέρμετρο εγωισμό δεν μπορείς να κάνεις ταινίες. Και δεν είναι δικό σου καν, είναι της ταινίας. Είσαι η ταινία. Κάποιος πρέπει να είναι η ταινία. Οπότε πρέπει να το προασπίσεις», τονίζει. «Είναι ένας εγωισμός παλιάς κοπής. Όταν το σινεμά ήταν σινεμά, και δεν ήταν τμήμα του οπτικοακουστικού», λέει χαμογελώντας. «Κι όσο ζω, θα το κρατήσω. Δεν ξέρω καλύτερο τρόπο, από το να ζητάω την αφοσίωση – όπως τη δίνω εγώ».
«ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ, ΣΕΦΕΡΗΣ, ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ… ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΑ ΘΕΜΑΤΑ, ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ»
Για τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, το Υπάρχω είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλειά εδώ και μια δεκαετία, από το Ο Εχθρός Μου του 2013 με τον Μανώλη Μαυροματάκη. Έχοντας ξεκινήσει με τα Μέγαρα του 1974 (σε σκηνοθεσία μαζί με τον Σάκη Μανιάτη), ένα από τα σημαντικότερα ντοκιμαντέρ στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, με μεγάλες οικολογικές και πολιτικές προεκτάσεις, ο Τσεμπερόπουλος δε σταμάτησε ποτέ να υπηρετεί το ελληνικό σινεμά είτε πίσω από την κάμερα, είτε μέχρι πρόσφατα ως Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Και έρχεται να σκηνοθετήσει μια μεγάλη παραγωγή για ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής κουλτούρας, ακολουθώντας άλλες πρόσφατες απόπειρες της παραγωγού Tanweer, όπως την Ευτυχία ή τη Φόνισσα, βασισμένη στο διήγημα του Παπαδιαμάντη.
«Εγώ σαν Πρόεδρος της Ακαδημίας είχα προτρέψει όσο μπορούσα το industry στην Ελλάδα να ασχοληθούμε με τα μεγάλα θέματα», λέει. «Πρέπει να γίνονται αυτές οι ταινίες. Όχι μόνο λόγω εμπορικότητας, αλλά και σημασίας. Καζαντζίδη, Σεφέρη, Παπαγιαννοπούλου… είναι μεγάλα θέματα, κάποιος πρέπει να τα κάνει». Εξηγεί πως το Υπάρχω του προτάθηκε επειδή ο παραγωγός Διονύσης Σαμιώτης θεωρούσε πως το Άντε Γεια (η πολυβραβευμένη ταινία του Τσεμπερόπουλου από το ‘91 με τον Άλκη Κούρκουλο) είναι μια λαϊκή ταινία με λαϊκό ήρωα, άρα υπήρχε εκεί μια σημαντική σύνδεση.
Όταν του προτάθηκε το Υπάρχω, ενδιαφέρθηκε κατευθείαν. «Μερικά σημεία της ζωής μου έχουν συνδεθεί με τα τραγούδια του Καζαντζίδη», λέει. Παρότι εξίσου ενδιαφέρον θα του φαινόταν οποιοσδήποτε από αυτούς τους λαϊκούς ήρωες –ο Μητροπάνος, ο Διονυσίου– ομολογεί πως με τη μουσική του Καζαντζίδη υπάρχει μια συγκεκριμένη ανάμνηση. «Εγώ πάντα άκουγα Stones, Beatles, Pink Floyd, Μπομπ Ντίλαν. Ποτέ γαλλικά, ποτέ ιταλικά. Μόνο εγγλέζικη κι αμερικάνικη ροκ. Μέχρι εκεί στα 21-22 που ερωτοχτυπήθηκα κι εγκαταλείφθηκα και βρέθηκα μόνος».
Θυμάται τότε να ακούει το Υπάρχω. «Ήμουν βέβαιος ότι είχε γραφτεί για εμένα», γελάει. Πήρε τον δίσκο, κι αυτή η επαφή αποτέλεσε τη γέφυρά του ώστε να πάει προς το ρεμπέτικο. «Όπου και έμεινα για πολλά χρόνια. Ρεμπέτικο και ροκ. Δεν με έχουν εγκαταλείψει αυτά», θυμάται.
«Είναι στην κυτταρική μας μνήμη ο Καζαντζίδης», εξηγεί ο Χρήστος Μάστορας. «Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την Παναγιά σε εικόνισμα, και δίπλα τον Καζαντζίδη. Μίλησε για προσφυγιά, για πόνο. Ο κόσμος τον αγάπησε. Κι είναι ένα πρόσωπο που με τα κακά και τα καλά του, ανήκει σε μια άλλη εποχή. Δεν μπορούμε να τον κρίνουμε από το τώρα. Αυτό που θα δει ο κόσμος είναι μια κλειδαρότρυπα στο παρελθόν, με αυτό το φίλτρο».
«Είναι άλλες εποχές», τονίζει κι ο Τσεμπερόπουλος. «Τότε δέρνανε τα παιδιά τους και βαράγανε το χέρι στο τραπέζι. Τι θα κάνουμε, θα το κρύψουμε; Έτσι είναι – για να κρίνεις την εποχή και για να κάνεις και μια σωστή ταινία».
«ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ ΤΟ ΒΑΡΟΣ, ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ, ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ, ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΕΙ»
Με τον Τσεμπερόπουλο στη σκηνοθεσία, και με σενάριο από την Κατερίνα Μπέη (Ευτυχία, Φόνισσα), το φιλμ είναι ένα χρονικό της ζωής του μεγάλου τραγουδιστή, που διατρέχει τις δεκαετίες. Και πλέον χρειαζόταν τον άνθρωπο που θα αναλάμβανε όχι απλά να ενσαρκώσει τον Καζαντζίδη, να μπει στα παπούτσια του, αλλά να «βρει» και τη φωνή του.
«Έβρισκε τρόπο να γεμίζει τον χώρο με συχνότητες», μας λέει ο Μάστορας. «Σε όποια μίξη κι αν τον έβαζες, είναι πάνω από τα όργανα». Σκέφτεται για λίγα δευτερόλεπτα. «…άβολο να πρέπει να συγκριθείς με αυτόν», συμπληρώνει γελώντας σα να διαλύει μια σκέψη από μπροστά του.
«Αισθάνθηκα το βάρος, του ονόματος, της τεχνικής, των τραγουδιών που έχει πει. Είμαι μίμος, αλλά δεν είχα επιχειρήσει ποτέ να τραγουδήσω Καζαντζίδη!», ομολογεί. «Αλλά να, ήρθε από μόνο του».
Ο Τσεμπερόπουλος θυμάται πως τίποτα δεν ήταν εξαρχής βέβαιο, όταν αναζητούσαν τον πρωταγωνιστή τους. «Όλα ήταν ανοιχτά στην αρχή. Όταν τραγουδάει, θα τον ντουμπλάρουμε; Θα τραγουδάει ηθοποιός αλλά θα έχουμε σε playback τη φωνή του Καζαντζίδη; Αλλά στο ντουμπλάζ, πρέπει ο ηθοποιός που θα βρεις, όταν μιλάει να μοιάζει με τη φωνή του Καζαντζίδη. Λες, θα τον βρω ποτέ αυτόν;»
Έβλεπαν πολλούς ηθοποιούς, έκαναν πολλά τεστ. Το κλειδί τελικά, ήταν οι λέξεις: αρρενωπότητα και λαϊκότητα. Σύμφωνα με τον Τσεμπερόπουλο, ο διευθυντής κάστινγκ Μάκης Γαζής –με τον οποίο ο Τσεμπερόπουλος πάει πίσω πολλά χρόνια– είχε την ιδέα. «Με το που τον γκουγκλάρω διαβάζω μια συνέντευξή του, βλέπω ένα πρόσωπο που του φέρνει, βλέπω ένα παιδί που δεν έχει γεννηθεί στα Βόρεια Προάστια και σπουδάσει στις καλύτερες σχολές του Λονδίνου, είδα ένα παιδί που μιλάει με απλές λαϊκές αξίες, με σημερινές αλλά που καταλαβαίνει από τις παλιές».
«Όταν συναντηθήκαμε ήξερα ότι δε μπορώ να κάνω πίσω – κι αισθάνθηκε κι αυτός το ίδιο. Και τη φωνή, την είχε», λέει ο σκηνοθέτης. Ύστερα από κάποιο διάστημα, ο Τσεμπερόπουλος πήρε την απόφαση να προχωρήσουν μαζί.
«Κατάφερε να με φέρει στα γυρίσματα κι από το πρώτο γύρισμα να νιώθω αυτοπεποίθηση», θυμάται ο Μάστορας. «Κατάφερα να αφεθώ και να νιώσω τον διάλογο σαν συζήτηση. Γιατί εκεί το χάνουν πολλοί: περιμένουν να πουν την ατάκα τους και κατά τα άλλα είναι απλώς παρόντες».
Στο να βάζει τον εαυτό του στη θέση του Καζαντζίδη (και να μένει εκεί!) ο δημοφιλής τραγουδιστής βρέθηκε σε αχαρτογράφητα νερά για τον ίδιο. Με πολλές έννοιες. «Είμαι ένας άνθρωπος που στη δική του δουλειά έχει τον απόλυτο έλεγχο, έχω λόγο για ό,τι συμβαίνει στη μπάντα, πώς θα ηχογραφηθεί κάτι, πώς μιξαριστεί. Εδώ αναγκάστηκα –κι αυτό ήταν το υπέροχο του πράγματος αλλά κι αυτό που με στρεσάρει απόλυτα– να αφήσω τον έλεγχο στους άλλους»
«Αφέθηκα στα καλύτερα χέρια, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος είναι ο άνθρωπος που με σμίλεψε σαν ηθοποιό – αν μπορέσω ποτέ να πάρω αυτό τον τίτλο πάνω μου», χαμογελάει.
«Έχω αυτοπεποίθηση σαν καλλιτέχνης, αλλά στις πρόβες ένιωσα μικρός κι ανήξερος. Ήταν πολύωρες οι πρόβες, και επίμονες, και αν δεν δει αυτό που φαντάζεται ο ίδιος δεν σταματά. Δε θα του πάρεις χαμόγελο», ομολογεί ο Μάστορας. «Αυτό που μπορεί να του πάρεις είναι τα υγρά του μάτια, όταν τον δεις ευχαριστημένο», συμπληρώνει με ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο τώρα στο δικό του πρόσωπο.
«Είμαστε στα βαθια νερά τώρα, και κολυμπάμε», λέει αποφασισμένος. Πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης, μαζί, μοιάζουν σε ειρήνη. Δοκίμασαν, έγραψαν, έσβησαν, άλλαξαν πράγματα, και τελικά μπήκαν στη στιγμή και την είδαν να ζωντανεύει. Η σκηνή είναι έτοιμη.
Το Υπάρχω κυκλοφορεί στις αίθουσες στις 19 Δεκεμβρίου από την Tanweer.