Ο DEVENDRA BANHART ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΕΙ ΨΕΜΑΤΑ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο αμερικανοβενεζουελάνος μουσικός μίλησε στον Παναγιώτη Μένεγο εν όψει της επικείμενης εμφάνισής του στο ΚΠΙΣΝ στις 25/7. Για τον καινούριο του δίσκο και το μπλε φόρεμα, τα παιδικά του χρόνια στο Καράκας και τις διαφορές Σαν Φρανσίσκο και Λος Άντζελες και, φυσικά, για τον Ντόναλντ Τραμπ.

Στο εξώφυλλο του Flying Wig, του ενδεκάτου άλμπουμ της καριέρας του που κυκλοφόρησε πέρυσι τον Σεπτέμβριο, ο Devendra Banhart περίπου φοράει (περισσότερο καλύπτεται από) ένα μπλε φόρεμα. Είναι του διάσημου ιάπωνα σχεδιαστή Issey Miyake, που έφυγε από τη ζωή το 2022,  και του το χάρισε η ουαλή μουσικός Cate Le Bon, παραγωγός του δίσκου. 

To μπλε φόρεμα είναι κομβικό στην ατμόσφαιρα του δίσκου («έχω υπάρξει και πιο δανδής στο παρελθόν, όμως τώρα ήμουν αρκετά θλιμμένος και κατάλαβα ότι μόνο αν το φορούσα θα μου έφτιαχνε η διάθεση»), ως το βασικό ένδυμα στις φωτογραφίες που τον συνοδεύουν, ουσιαστικά προετοιμάζει για έναν διαφορετικό Devendra. Με κοντο μαλλί εδω και πολλά χρόνια, τόσο κομψός ώστε το περιοδικό GQ να τον αναδείξει «πιο κομψό άνδρα της δεκαετίας» όταν έφυγαν τα 10s, πολύ μακριά από τις μέρες που ήταν το poster boy του freak folk, ενός μουσικού είδους που ποτέ δεν αποδέχθηκε αλλά με το οποίο καλώς η κακώς ταυτίστηκε. 

Κι αν καταλαβαίνει κανείς απόλυτα αυτήν την σταδιακή μεταμόρφωση, είναι ακούγοντας το άλμπουμ. Στο Flying Wig, ο Banhart είναι ένας εσωστρεφής crooner που τραγουδά εξομολογητικά πάνω από αιθέριες, ηλεκτρονικές ατμόσφαιρες, έχοντας διανύσει μεγάλη απόσταση από τον τύπο που σχεδόν είκοσι χρόνια πριν γιόρταζε “I Feel Just Like a Child” εμπνέοντας μια ακόμα γενιά νεοχίπηδων. Δε θα το κρύψω, κάπου μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, τον έχασα. Κι ενόψει της εμφάνισής του στο ΚΠΙΣΝ στις 25/7, για δεύτερη φορά στην Αθήνα μετά το 2006, προσπάθησα να καλύψω το χαμένο έδαφος ακούγοντας την πιο πρόσφατη μουσική του και διαβάζοντας τις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του. Είναι όλες, μα όλες, πολύ ενδιαφέρουσες. Αντικρουόμενες, σχεδόν αντιφατικές, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, ενδιαφέρουσες. Τόσο ώστε, η πρώτη μου ερώτηση όταν συνδεόμαστε μέσω Zoom, πρωί στο Λος Άντζελες – αργά το απόγευμα στην Αθήνα, τον ξαφνιάζει. Αλήθεια, λέει πάντα την αλήθεια στους δημοσιογράφους;

(γέλια) «Αν σου πω ναι, θα είναι μια ακόμα φορά που θα λέω ψέματα –  άρα θα είμαι κατά κάποιον τρόπο συνεπής. Κι αν σου πω όχι, θα είναι σαν να επιστρέφω στις πρώτες συνεντεύξεις της καριέρας μου που ήμουν απόλυτα, και με σκληρό τρόπο, ειλικρινής. Τότε ήμουν πολύ περήφανος για τον εαυτό μου, θεωρούσα πολύ πανκ την στάση μου. Μέχρι που μια μέρα διάβασα μια από αυτές τις συνεντεύξεις. Είχαν μεταφερθεί τόσο αποσπασματικά αυτά που είχα πει που απογοητεύτηκα πλήρως, έχασα την εμπιστοσύνη μου στους δημοσιογράφους. Κι αποφάσισα να πάω στο άλλο άκρο, να τους δίνω μόνο επινοημένες απαντήσεις – με το ζόρι τους έλεγα σωστά το όνομά μου. 

Από την άλλη, ο Devendra είναι πάντα ο εαυτός μου, δεν είναι κάποιος χαρακτήρας που υποδύομαι. Θα μου πεις, ξέρω στ’ αλήθεια ποιος είμαι; Συζητήσιμο κι αυτό. Όσο μεγαλώνω, αμφιβάλλω όλο και περισσότερο. Στην σκηνή νιώθω ο εαυτός μου, δεν έχω σενάριο. Προσπαθώ κάθε βράδυ να ζω την στιγμή, να λέω κάτι καινούριο, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Έτσι και με τις συνεντεύξεις. Προσπαθώ, στις ίδιες ερωτήσεις, να βρίσκω διαφορετικές απαντήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ψεύτικες. Είναι απλά διαφορετικοί τρόποι να πεις το ίδιο πράγμα».

 

 

5 λεπτά λοιπόν μετά τη σύνδεσή μας κι έπειτα από αυτήν την απολαυστικά μεγάλη και διφορούμενη απάντηση, ξέρω ότι θα πάει πολύ καλά με τον τύπο που βλέπω στην οθόνη μου. Μιλάει αργά, σχετικά χαμηλόφωνα, είναι πολύ ευγενικός και -σε αντίθεση με τους περισσότερους- καθόλου διεκπεραιωτικός. Ανοίγει παρενθέσεις, αυτοαναιρείται, δεν καταλήγει κατ’ ανάγκη κάπου. Κάνει τη διαδρομή «είμαι εκκεντρικός weirdo – θα μπορούσα να είμαι ο καλύτερος σου φίλος» σε λίγα δευτερόλεπτα. Λέω ότι αυτό το κόλπο με τα «ψέματα», το έκανε κι ο Aphex Twin στις λιγοστές του συνεντεύξεις στα 90s. Βέβαια, αυτός ήταν prankster, ήθελε να ξεγελά τον Τύπο…«Περιμένω πώς και πώς να γυριστεί ένα ντοκιμαντέρ για τον Aphex Twin. Νομίζω θα είναι πολύ, πολύ καλό. Γιατί είναι μια φιγούρα που έχει καταφέρει να παραμείνει μυστηριώδης. Μπορείς να φανταστείς να έσκαγε τώρα, στην εποχή του Instagram; Είναι δύσκολο σήμερα να διατηρήσεις το μυστήριο από την στιγμή που ο καθένας μπορεί να σηκώσει το τηλέφωνό του και να τραβήξει τα πάντα. Ο Jandek, ας πούμε, είναι ένας μουσικός που το έχει καταφέρει».

Του επισημαίνω τη μεγάλη απόσταση που έχει διανύσει από όταν πρωτοεμφανίστηκε με το ντεμπούτο του το 2002 – ηχητικά, εμφανισιακά, κονσεπτικά. «Μιλάς για επανεφεύρεση. αλλά για μένα δεν ήταν ποτέ σκόπιμη. Απλά, κάθε φορά θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό ώστε να αντανακλά τη ζωή μου. Γιατί η ζωή μου και η τέχνη μου συνήθως ταυτίζονται. Εγώ πάντα χαζεύω το σκοτάδι και τελικά εγκαταλείπω πριν βρω τον διακόπτη που ανοίγει το φως. Το ίδιο συμβαίνει και με τα εικαστικά μου, αυτήν την εποχή ζωγραφίζω κυρίως έργα αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Είναι κάτι που δεν είχα ξανακάνει και με συναρπάζει ιδιαίτερα.

Καμιά φορά, ναι, ίσως παίρνω απόσταση, τα κοιτάζω όλα αυτά για ένα δευτερόλεπτο κι απλά συνειδητοποιώ πόσο χαίρομαι που είμαι ακόμα εδώ χρησιμοποιώντας τα ίδια σύμβολα και τραγουδώντας για παρόμοια συναισθήματα με το ξεκίνημά μου. Νιώθω περήφανος για μια στιγμή και την αμέσως επόμενη… λέω πόσο θλιβερός είμαι που ακόμα χρησιμοποιώ τα ίδια σύμβολα και τραγουδάω για παρόμοια συναισθήματα. Κι αυτό μπορεί να με τρελάνει. 

Αν λοιπόν θέλουμε να εστιάσουμε στην αυθεντικότητα, θα σου πω ότι ο Sly Stone μιλούσε συχνά για το πώς έγραφε μουσική κοιτώντας τον καθρέφτη. Τραγουδούσε έναν στίχο και καμιά φορά τον απέρριπτε γιατί το έβλεπε ότι δεν τον εννοούσε. Φυσικά, μπορείς να το κάνεις και χωρίς καθρέφτη. Για μένα, το να είσαι αυθεντικός σημαίνει να είσαι ειλικρινής. Κι αυτό σου αφαιρεί ένα βάρος, γιατί το κοινό σχεδόν πάντα μπορεί να καταλάβει αν το εννοείς ή όχι».

Το στόμα του στάζει μέλι μιλώντας για την Cate Le Bon. Τη χαρακτήρισε ως «τον δικό του Brian Eno», πόσο μεγαλύτερο κομπλιμέντο να κάνει κανείς στην παραγωγό του; «Της ανήκει ένα πολύ μεγάλο μέρος του άλμπουμ. Της πήγα τα τραγούδια και κατάφερε να τους δώσει το sci-fi συναίσθημα που περίμενα/ήλπιζα. Είναι πολύ σημαντικό να κάνεις κάτι με κάποιον που θαυμάζεις, γι’ αυτό έκανα την παρομοίωση με τον Eno. Να σου πω όμως κάτι; Το παίρνω πίσω. Προτιμώ να είναι “η Cate Le Bon μου”. Όσο φτιάχναμε τον δίσκο, σχεδόν μου ερχόταν να κλάψω από το πόσο βαθιά κατάφερε να μπει μέσα στο μυαλό μου, αλλά και παράλληλα να το επεκτείνει με τρόπους που δεν μπορούσα να φανταστώ. 

Αυτό το άλμπουμ θα έχει πάντα για μένα τον δικό του πολύ μικρό κόσμο. Έκτός από το φόρεμα ήταν κι αυτή η περούκα στη μέση του σαλονιού μου, με την οποία σταδιακά ανέπτυξα μια σχέση – έγινε κάτι σαν χαρακτήρας. Κι έτσι ο δίσκος, το Flying Wig, πήρε τη μορφή σχεδόν μιας ταινίας. Η ανταπόκριση του κοινού είναι τούτι φρούτι για την ώρα, τώρα διαμορφώνεται. Απλά εγώ δεν την αντιλαμβάνομαι ακριβώς, γιατί έχω μια ροπή προς τον αυτοεξευτελισμό (γέλια). Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντα κάποια τραγούδια θα βρουν τον δρόμο και θα αναπτύξουν ιδιαίτερη σχέση με το κοινό. Τουλάχιστον 4-5 από αυτά, τα συμπεριλαμβάνω στο setlist. Όμως, φροντίζω να είναι δίπλα σε παλιότερα κι αγαπημένα γιατί ξέρω ότι κι εγώ ως ακροατής έτσι συμπεριφέρομαι – θέλω να έρθει η ώρα που το γκρουπ θα παίξει τα αγαπημένα μου», μας δίνει και το τρέιλερ της εμφάνισής του στο Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ.

Αν το έχετε απορία, το Devendra Banhart είναι το κανονικό του όνομα. Γεννήθηκε στο Χιούστον, αλλά στις φλέβες του κυλά και βενεζουελάνικο αίμα από τη μητέρα του. Όταν χώρισαν οι γονείς του, μετακόμισε στο Καράκας όπου έζησε μέχρι την εφηβεία. «Θα έλεγα ότι το πιο βενεζουελάνικο πράγμα στον εαυτό μου είναι η δυσπιστία απέναντι στους κυβερνητικούς αξιωματούχους κι ο απεριόριστος σεβασμός για τη ζούγκλα. Ειναι φοβερό ότι μόλις πρόσφατα, μετά από 20 χρόνια προσπαθειών, κατάφερα να παίξω για πρώτη φορά στο Καράκας. Ήταν κάτι υπέροχο και πολύ ουσιαστικό για μένα προσωπικά. Εντυπωσιάστηκα επίσης από το πόσο hip και “καλλιτεχνικό” ήταν το κοινό. Το λέω αυτό γιατί δεν είναι μια κοινωνία που υποστηρίζει την τέχνη και τους εκπροσώπους της. Δεν υπάρχουν χώροι, γκαλερί και κρατική χρηματοδότηση αλλά αντίθετα κυριαρχεί η άγνοια και η απόρριψη. Κι όμως η τοπική σκηνή μάλλον έχει κάτι καταφέρει με τα δικά της labels, με το κύκλωμά της. Κάπως έτσι είναι και στην Κίνα. Ο πιο εκκεντρικός, και με την καλή έννοια παράξενος, άνθρωπος που έχω γνωρίσει ήταν ένα μουσικός που συνάντησα όταν παίξαμε εκεί. Είναι εκπληκτικό σε ένα ολοκληρωτικό, δικτατορικό καθεστώς να βλέπεις αυτούς τους μονόκερους, αυτά τα λουλούδια που ανθίζουν σε πραγματικά δύσκολες συνθήκες. 

Σημαίνει πολλά για μένα αυτό ότι έπαιξα εκεί φορώντας το μπλε φόρεμα. Είμαι ένας στρέιτ τύπος που του αρέσει να φοράει φορέματα, κάτι που δεν καταλάβαινα όταν ήμουν παιδί. Κι αν το είχα καταλάβει, μπορεί και να με σκότωναν έτσι και το επιχειρούσα. Αν λοιπόν κάποιος από το κοινό είδε σε μένα κάτι από τον εαυτό του και πήρε θάρρος, θα μου είναι πολύ ευχάριστο».

 

Μετά το Καράκας, Λος Άντζελες και μετά το ΛΑ, Σαν Φρανσισκο. Την εποχή του μεγάλου boom με τα startups, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τους νέους ροκ σταρ που ήταν τύποι σαν τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ. Έχει φανταστεί πώς θα ήταν η ζωή του αν ακολουθούσε το «όνειρο του Σαν Φρανσίσκο»; «Κατά μια έννοια, το έκανα. Παράτησα το κολλέγιο κι άρχισα να γράφω τραγούδια, έφτιαξα μια μπάντα, έβγαλα δίσκους, βγήκα σε περιοδείες. Αλλα, ναι, δεν εφηύρα το Facebook. Όμως έχεις δίκιο το San Francisco dream είναι κάτι σαν “ίδρυσα το Uber”. Όχι, ούτε για ένα δευτερόλεπτο δε με απασχόλησε αυτός ο δρόμος. Αν και θα ήθελα να έχω εφεύρει ένα app: εκείνο που θα σου λέει σε ποιο μέρος δεν έχει καθόλου κόσμο, κανέναν απολύτως. Γιατί, ξέρεις, το αγαπημένο μου είναι εκείνο το άδειο μπαρ που παίζει τζαζ, είναι πολύ ήσυχο, μπορείς να κάτσεις, να πιεις ένα ποτό και να γράψεις».

Τον διακόπτω για να του πω ότι θα ήμουν από τους πρώτους που θα το κατέβαζαν και συνεχίζει «…πάντως ήμουν στην πόλη εκείνη την εποχή της έκρηξης των startups. Ξαφνικά όλα τα μέρη που ήταν μουσικά venues ή γκαλερί άρχισαν να κλείνουν. Πετούσαν τους καλλιτέχνες έξω από τα λοφτ, η πόλη ζούσε ένα μεγάλο eviction party (σ.σ. Πάρτυ εξώσεων). Παντού κυκλοφορούσαν flyers “ελάτε στο τελευταίο πάρτι του τάδε”, “ελάτε στο closing του δείνα”. ΟΚ, η φύση των πραγμάτων είναι να τελειώνουν ή να κλείνουν. Αλλά, στο Σαν Φρανσίσκο αυτό έγινε με τρόπο βίαιο κι άκομψο. Και στο τέλος της ημέρας, νομίζω ότι δεν έκανε καλό στην πόλη. Είναι πια μια πόλη πανάκριβη που, δίπλα στους tech εκατομμυριούχους, έχει πάρα πολύ κόσμο που ζει στον δρόμο ουρλιάζοντας εξαθλιωμένος. 

Το Λος Άντζελες, από την αλλη, σου προκαλεί σύγχυση. Είναι μια πόλη που δεν έχει κέντρο, δεν έχει ακριβώς downtown. Στην πραγματικότητα, είναι έξι χωριά ενωμένα από τον αυτοκινητόδρομο. Άρα κάθε σημείο της είναι και χαρακτηριστικό της. Εγώ ζω στο Echo Park που μοιάζει περισσότερο με αποικία καλλιτεχνών και είναι ένα από τα λίγα μέρη στο Λος Άντζελες που μπορείς να μετακινείσαι περπατώντας. Νιώθω πολύ τυχερός που ζω εδώ».

 

Η κουβέντα μας έγινε κάποιες εβδομάδες πριν την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ. Σε ένα κλιμα, έτσι κι αλλιώς, έντονης αντιπαράθεσης. Πολλοί ομότεχνοί του δε θέλουν να μιλάνε για πολιτική, δε θέλουν να συμμετέχουν στην τοξικότητα. Εκείνος; «Σε ευχαριστώ που ρωτάς, βεβαίως, εννοείται μιλάω και για πολιτική. Μου αρέσει κιόλας. Είμαστε πολύ διχασμένοι, η φράση “εμφύλιος πόλεμος” είναι στα χείλη τόσο πολλών ανθρώπων. Και δεν μπορείς να τους πεις υπερβολικούς, γιατί εκεί οδηγούν τα στατιστικά. Δείχνουν ένα απόλυτα διαιρεμένο έθνος. Εγώ, όπως σου είπα πριν, ζω σε μια φούσκα όπου όλοι είναι αρκετά προοδευτικοί κι ανεκτικοί. Αλλά, ακόμα και μέσα σε αυτό το πλήθος, αρχίζουν να αλλάζουν λίγο οι συμπεριφορές. 

Στη Βενεζουέλα μεγάλωσα, ξέρω πώς είναι να είσαι θυμωμένος και σκληρός. Αλλά αυτή η ρεπουμπλικανική δυσανεξία των ημερών μας είναι κάτι άλλο. Είναι μια έκφραση του πόσο οι άνθρωποι δεν βρίσκουν ικανοποίηση στις ίδιες τους τις ζωές. Γι΄αυτό πάει κάποιος να διαμαρτυρηθεί για τις αμβλώσεις, γιατί είναι απογοητευμένος από τη δική του ζωή. Γι’ αυτό χώνουμε τη μύτη μας στις ζωές των άλλων, γιατί οι ζωές μας είναι πολύ οδυνηρές για να τις αντιμετωπίσουμε. Κι εκεί έρχεται ο περισπασμός. Η ακροδεξιά τους δίνει ένα καταφύγιο έκφρασης, ένας μέρος να ανήκουν και να αναζητούν σκοπό. Κι αυτό τους φαίνεται σαγηνευτικό και συναρπαστικό. Δεν είναι κάτι καινούριο, είναι βασική ανθρώπινη συμπεριφορά».

Πάω να βάλω τον επίλογο. Αλλά σερβίρει μόνος του. Πασάρει στον εαυτό του. Και καρφώνει…«Περίμενα να με ρωτήσεις αν θεωρώ ότι η τέχνη μου είναι πολιτική. Δεν το έκανες, αν και με ρωτάνε συνέχεια γι’ αυτό. Θα σου ζητήσω λοιπόν εγώ κάτι. Την επόμενη φορά που θα μιλήσεις με έναν πολιτικό, ρώτησέ τον, η πολιτική του είναι έντεχνη; Έχει η τέχνη κάποια θέση στη ρητορική κια τις πράξεις σου; Γιατί εγώ πιστεύω ότι μπορεί να έχει. Ότι πρέπει να έχει. Γιατί η τέχνη είναι ο τρόπος που ψάχνουμε νόημα σε έναν παράλογο κόσμο. Κι αυτό είναι που την κάνει πολιτική. 

Η πολιτική φυσικά δεν ενθαρρύνει την πνευματική υγεία. Αυτή η επιδίωξη της νίκης με κάθε κόστος. Μου είναι τρομερά δύσκολο ακόμα και να βάλω τις λέξεις “ο Τραμπ θα επανεκλεγεί” στη σειρά. Μου έρχεται να μην ξαναμιλήσω ποτέ, να με βάλω στο mute εις το διηνεκές».

Info:

Ο Devendra Banhart εμφανίζεται στο Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ την Πέμπτη 25/7, στο πλαίσιο της σειράς Parklife, με ελεύθερη είσοδο. Special guests: Amalia and the Architects.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα