Χρυστάλλα Καρόλου: Πάντα αποφάσιζαν άλλοι για μας, ακόμη και το Σύνταγμά μας είναι δοτό

Διαβάζεται σε 27'
Χρυστάλλα Καρόλου: Πάντα αποφάσιζαν άλλοι για μας, ακόμη και το Σύνταγμά μας είναι δοτό
Χρυστάλλα Καρόλου Κύπρος 1974-2024, Βίντεο-Ντοκιμαντέρ του NEWS 24/7

Στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024-Οι άνθρωποι που δεν ξέχασαν”, το NEWS 24/7 μίλησε με ανθρώπους που βίωσαν το τραύμα της εισβολής. Η μαρτυρία της Χρυστάλλας Καρόλου.

Στην τρυφερή ηλικία των 10 ετών, η Χρυστάλλα Καρόλου δοκίμασε τις πολύ πικρές εμπειρίες του πολέμου του 1974 στην Κύπρο και της προσφυγιάς.

Πενήντα χρόνια μετά, θυμάται τα γεγονότα με εξαιρετική ακρίβεια γεγονός που αποδεικνύει ότι έχουν χαραχτεί στη μνήμη της για πάντα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους τους πρόσφυγες, κάθε ηλικίας.

Από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974 μέχρι και τη δραματική και επίπονη αναγνώριση σορών συγγενών της, η κα Καρόλου ξετύλιξε το νήμα όλων των αναμνήσεών της στο πλαίσιο του βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7.

Η μαρτυρία της Χρυστάλλας Καρόλου στο NEWS 24/7

«Oνομάζομαι Χρυστάλλα Καρόλου, κατάγομαι από το κατεχόμενο Δίκωμο, ένα μικρό χωριό της επαρχίας Κερύνειας το οποίο όμως βρίσκεται πιο κοντά στη Λευκωσία, μόλις 10 λεπτά. Η περιοχή που κατοικώ τώρα, το Καϊμακλί, είναι πολύ κοντά στο χωριό μου, κατ’ επιλογή των γονιών μου. Οταν το 1984 έψαχναν γη για να χτίσουν, αποφάσισαν ότι η πλησιέστερη περιοχή είναι το Καϊμακλί, οπότε θα ήταν πολύ εύκολο να βρίσκονται κοντά στο χωριό τους σε μία ενδεχόμενη λύση.

Θεωρώ ότι ανήκω στην τελευταία γενιά που έχει αναμνήσεις από τα γεγονότα. Το 1974 ήμουν δέκα χρονών, παιδί που γύρισε μέσα στο χωριό. Το Δίκωμο αποτελείται από δύο χώρια. Πήγαινα δημοτικό σχολείο στο Πάνω Δίκωμο αλλά κατοικούσα στο κάτω. Οι φίλες μου ήταν στο ένα χωριό και οι συγγενείς από το κάτω. Ετρωγα ξύλο από τη μητέρα μου γιατί μ’ έχανε. Με κάνει και αισθάνομαι όμορφα το γεγονός ότι εχω αναμνήσεις, θυμάμαι τα σπίτια και τις γειτονιές, ακόμα και σήμερα.

Η ζωή μας άλλαξε τον Ιούλιο του 1974. Οι Δικωμίτες ήταν άνθρωποι ειρηνικοί, προοδευτικοί, εργατικοί. Δεν υπήρχε αστυφυλία λόγω της κοντινής γειτνίασης με τη Λευκωσία. Κάθε πρωί 20 λεωφορεία κατέβαζαν κόσμο στις βιομηχανικές περιοχές. Εγώ προέρχομαι από οικογένεια που ήταν ιδεολογικά τοποθετημένη στο χώρο της Αριστεράς, ο πατέρας μου ήταν ενεργός στις συντεχνίες και τους μορφωτικούς συλλόγους του χωριού. Στο σπίτι μας άκουγα πάντα κουβέντες για το τι γίνεται. Ακούγαμε τότε για τη δράση της φασιστικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β που είχε τη στήριξη της ελληνικής χούντας. Εκαναν ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών, δολοφονίες πολιτών κτλ. Υπήρχε ένας αναβρασμός στην κοινωνία αλλά κανείς δεν περίμενε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.

Στα χωριά οι σχέσεις των ανθρώπων είναι λίγο διαφορετικές. Η μητέρα μου εργαζόταν. Τότε μία μεγάλη εταιρία ειδών ένδυσης είχε ανοίξει εργοστάσια σε διάφορα χωριά της Κύπρου για να μπορέσουν οι γυναίκες να εργαστούν. Εκείνη τη Δευτέρα το πρωί μου ετοίμασε η μητέρα μου ένα σημείωμα με τα πράγματα που έπρεπε να αγοράσω από τον μπακάλη. Μαζευτήκαμε όλα τα κορίτσια της περιοχής να πάμε για τα ψώνια μας. Ενώ ήμασταν στο μπακάλικο, ξαφνικά είδαμε στρατιωτικά αυτοκίνητα να μεταβαίνουν στο πάνω χωριό και να επιστρέφουν πίσω με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ηταν Ελλαδίτες αξιωματικοί που είχαν μέσα τις οικογένειές τους.

Απέναντι από το παντοπωλείο υπήρχε ένα καφενείο το οποίο είχε στη διαπασσών το ραδιόφωνο. Επαιζε το “Πουκάμισο το θαλασσί”. Ξαφνικά διακόπηκε η μετάδοση του τραγουδιού και ακούσαμε την Μαίρη Κοντογιάννη, μία πολύ γνωστή εκφωνήτρια, να ανακοινώνει ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Εμείς, 10 ετών που ήμασταν, δεν αντιληφθήκαμε τι συνέβαινε. Μας είπε όμως ο μπακάλης ότι πρέπει να πάμε σπίτι μας γιατί έγινε πραξικόπημα. Μία νέα λέξη, άγνωστη για μας.

Μπροστά από το σπίτι μου ήταν η κεντρική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Θυμάμαι ότι ο τότε κοινοτάρχης του χωριού έπαιζε χαρμόσυνα την καμπάνα και φώναζε εμφανώς χαρούμενος “επέθανεν ο Μούσκος, επέθανεν ο Μούσκος”. Εγώ δεν ήξερα ότι το επίσημο όνομα του Μακαρίου, πριν γίνει κληρικός, ήταν Μούσκος.

Πήγα στη γιαγιά μου και της είπα ότι “επέθανεν ο Μούσκος και έγινεν πραξικόπημα. Τι κάμνουμεν;“. Δεν πέρασε πολλή ώρα και σχόλασαν τις γυναίκες από το εργοστάσιο, ήρθε στο σπίτι η μάνα μου. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το χωριό γέμισε με οχήματα στρατιωτικά με πραξικοπηματίες συγχωριανούς μας οι οποίοι πυροβολούσαν στον αέρα. Η μητέρα μου ήξερε ότι τα παιδιά της αδελφής της έμεναν πιο κάτω από το σπίτι μας και γι’ αυτό μαζευτήκαμε όλοι στο δικό μας.

Αρχισε ο κατ’ οίκον περιορισμός, δεν μας άφηναν να βγούμε ούτε στην αυλή. Μέχρι το απόγευμα σταμάτησαν έξω από το σπίτι μας αρκετά αυτοκίνητα. Ανδρες μπήκαν πολλές φορές μέσα στο σπίτι για έρευνα, ο μπαμπάς μου ήταν αριστερός θυμίζω. Μεταξύ αυτών που συνόδευαν τους στρατιωτικούς ήταν και κάποιοι χωριανοί από αυτούς που άνηκαν στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Αρχισαν να ψάχνουν παντού.

Οι Αμερικανοί μιλούσαν μέρες για απόβαση των Τούρκων

Υπήρχε μία συνήθεια, που κάποιες γιαγάδες την έχουν ακόμη, να φυλούν, μεταξύ των σεντονιών, μέσα στα ερμάρια τα λεφτά τους. Οπότε ψάχνοντας αυτοί μέσα στο ερμάριο της μαμάς μου στο υπνοδωμάτιό της, βρήκαν τα λεφτά και χαριτολογώντας είπε ο ένας του άλλου “έλα ρε να δεις τα ρούβλια του Καραλή”. Ο μπαμπάς ήταν Γιώργος Κάρολος, τον έλεγαν Καραλή. Ηταν η πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη “ρούβλι”. Εννοείται ότι υπήρχε μεγάλος φόβος γιατί δεν ξέραμε τι συνέβαινε ακριβώς. Είχαν ψάξει μέχρι και τα ντουλάπια της κουζίνας, έβγαζαν μεγάλες νταμιτζάνες με λάδι και κρασί, τα έχυναν μέσα στο νεροχύτη απλά για να δουν αν υπάρχουν μέσα σφαίρες. Εψαξαν μέχρι και το κοτέτσι!

Όσοι χωριανοί είχαν πάει στη Λευκωσία, στις δουλειές τους, δεν μπορούσαν να επιστρέψουν. Τους άφησαν να επιστρέψουν την Τετάρτη. Ηρθη ο κατ’ οίκον περιορισμός, μάς επέτρεψαν να πάμε να ψωνίσουμε, κάποιες γυναίκες άρχισαν και ζύμωναν.

Ο πατέρας μου δούλευε σε μία πολυεθνική εταιρία τσιγάρων η οποία έφερε αυτοκίνητο για να μεταφέρει στη Λευκωσία τις κοπέλες που εργάζονταν. Την Παρασκευή το απόγευμα ο πατέρας μου σχόλασε πιο νωρίς και ήρθε στο σπίτι πολύ ανήσυχος. Θυμάμαι κρύφτηκα πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Τον άκουσα να λέει στη μητέρα μου ότι πρέπει να πάει να ψωνίσει γιατί αναμένεται απόβαση των Τούρκων στη Λεμεσό. Οντως, τότε είχαν εμφανιστεί τουρκικά πλοία στην περιοχή κοντά στο Ακρωτήρι. Ο πατέρας μου μιλούσε άψογα αγγλικά. Λόγω ότι μιλούσε Αγγλικά είχε ακούσει τους Αμερικανούς διευθυντές της εταιρίας που μιλούσαν για την απόβαση των Τούρκων. Οντως η μητέρα μου πήγε και ψώνισε τα πάντα για το σπίτι. Γέμισε το ψυγείο και αυτό μου έκανε εντύπωση γιατί το ψυγείο το βλέπαμε γεμάτο μόνο τις γιορτές. Ηταν Παρασκευή, αργά το απόγευμα.

Η αρχή του ξεριζωμού

Το Σάββατο το πρωί ακούσαμε εκρήξεις αλλά κανενός το μυαλό δεν πήγε στο κακό. Νομίσαμε ότι είναι βροντές. Και αναρωτηθήκαμε “μα στις 20 Ιουλίου βροντές;” Γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι στη δυτική πλευρά του χωριού, που βρισκόταν το Κιονελί, αμιγώς τουρκικό χωριό, έπεφταν αλεξιπτωτιστές από τον ουρανό. Θυμάμαι ότι βγήκαμε στην αυλή μας, κοιτάξαμε πάνω και ο ουρανός ήταν ολόμαυρος από τους αλεξιπτωτιστές.

Σιγά-σιγά μαζεύτηκε όλη η γειτονιά στην αυλή μας. Ακόμη αναρωτιώμασταν ποιοι είναι αυτοί που πέφτουν και τι θέλουν να κάνουν. Την ίδια ώρα το ράδιο της Κύπρου μετέδισε γυμναστικές ασκήσεις. Δεν είχαμε, όπως καταλαβαίνετε, καμία επίσημη πληροφορία. Κάποια στιγμή, ενώ ήμασταν στην αυλή, κάποιο τουρκικό μεταγωγικό έκανε στροφή πάνω από το χωριό, σχεδόν άγγιξε το καμπαναριό της εκκλησίας, ήταν τόσο χαμηλά που θυμάμαι τη σημαία στο χέρι του Τούρκου πιλότου.

Συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε πόλεμο, ότι γινόταν εισβολή από την Τουρκία. Είπαμε ότι κάτι πρέπει να γίνει. Το ραδιόφωνο άρχισε να μεταδίδει πληροφορίες, οι μεγάλοι αποφάσισαν για κάποιο λόγο ότι έπρεπε να μπούμε σ’ ένα σπίτι πιο καινούργιο και πιο ανθεκτικό. Βρεθήκαμε περίπου στα 40-45 άτομα στο σπίτι ενός ξαδέρφου της μητέρας μου που ήταν πίσω από το δικό μας. Η μητέρα μου, μαζί με μία άλλη κυρία που είχαν και μικρά παιδιά, ήταν σε μία φάση που δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον, ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Μια γιαγιά όμως είχε αναλάβει μαζί με την κόρη της τα παιδιά. Μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι, που φύγαμε από το χωριό, ασχολούνταν συνέχεια μαζί μας, μάς έλεγαν παραμύθια, φρόντιζαν να μας ταϊσουν, ήμασταν περίπου 15 παιδιά από 12 ετών και πιο κάτω.

Την Κυριακη το μεσημέρι, και ενώ είχαν αρχίσει ήδη οι βομβαρδισμοί, οι μεγάλοι άρχισαν να συζητούν για τη φυγή μας. Ενας από τους κυρίους που ήταν μαζί μας στο σπίτι είχε δικό του ένα μεγάλο λεωφορείο. Κατά τις 2 επιβιβαστήκαμε σ’ αυτό χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας, είχαμε στο μυαλό μας ότι θα επιστρέψουμε όταν τελειώσουν οι βομβαρδισμοί. Μηχανικά εγώ, πριν φύγουμε, μπήκα στο σπίτι και μάζεψα τα χρυσαφικά της μητέρας μου.

Το τελευταίο σπίτι του χωριού ήταν ο αστυνομικός σταθμός ο οποίος είχε καταληφθεί από πραξικοπηματίες. Δεν μας επέτρεψαν να φύγουμε. Μπήκαν μπροστά με τα όπλα και μάς είπαν ότι δεν έχουμε να πάμε πουθενά. Ο οδηγός του λεωφορείου τους είπε τα εξής: “Ακούτε να δείτε. Είτε με πυροβολήσετε εσείς είτε οι Τούρκοι αν είναι να πάω από σφαίρα, θα πάω. Αλλά εγώ τα γυναικόπαιδα θα τα φυγαδεύσω”.

Εκείνη τη στιγμή, όπως ήμουν στη δεξιά πλευρά του λεωφορείου και έβλεπα στο δρόμο, είδα ότι έφτασε τρέχοντας ένας συγχωριανός μας που εργαζόταν τότε στην εφημερίδα του πραξικοπηματία Σαμψών. Κουνούσε ένα χαρτί στον αέρα και έλεγε: “Τηλεγράφημα, τηλεγράφημα από τον πρόεδρο Σαμψών, πρέπει να φύγουν τα γυναικόπαιδα”. Και όντως, μάς επέτρεψαν να φύγουμε.

“Φάε το φαϊ σου, διαφορετικά θα φωνάξουμε τους πρόσφυγες να σε φάνε”

Είχα πει ότι προηγούμενως ότι οι Δικωμίτες δεν εγκατέλειπαν εύκολα το χωριό. Δεν υπήρχαν άρα συγχωριανοί μας που διέμεναν κάπου αλλού για να πάμε να τους βρούμε. Καταλήξαμε να πάμε στο μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου, ένα μοναστήρι στη δυτική πλευρά της Λευκωσίας. Φτάνοντας όμως εκεί, με μεγάλη μας έκπληξη, διαπιστώσαμε ότι οι πραξικοπηματίες συγχωριανοί μας κάθονταν με την άνεσή τους με τα πλαστικά τραπεζάκια και τις καρέκλες σαν να ήταν σε πικ νικ. Οι δικοί μας, μόλις τους είδαν, έγιναν έξω φρενών και αρνήθηκαν να κατεβούν.

Μην έχοντας που να πάμε, μία κυρία πρότεινε να πάμε στο χωριό Καμπιά, ήταν το χωριό του άντρα της. Πήγαμε, πράγματι, σ’ αυτό το χωριό, πρόσφυγες. Καινούργιες λέξεις για μας. Επρεπε κάπου να φιλοξενηθούμε. Ανοιξαν ένα σπίτι ενός συγχωριανού τους εκεί οι άνθρωποι που έμενε στην Αγγλία. Εμείς ήμασταν περίπου 45 άτομα. Εφτασε εν συνεχεία και άλλο λεωφορείο με κόσμο από διάφορα χωριά. Μείναμε σε εκείνο το σπίτι. Το χωριό αυτό δεν είχε καμία σχέση με το δικό μας. Το δικό μας ήταν μεγάλο, είχε τρία σινεμά, καφετέρια, μορφωτικούς συλλόγους. Στην Καμπιά δεν υπήρχε καν νερό στο σπίτι. Πηγαίναμε με τα δοχεία μας να μαζέψουμε νερό από το νεκροταφείο που είχε βρύση.

Την Πέμπτη μάθαμε ότι είχαν έρθει κάποιοι άλλοι συγχωριανοί μας στο δημοτικό σχολείο ενός άλλου χωριού λίγο πιο κάτω από εκεί που ήμασταν εμείς. Αποφασίσαμε να τους αναζητήσουμε. Πήγαμε εκεί και διαπιστώσαμε ότι μας έψαχναν κάποια ξαδέρφια μου. Τους βρήκαμε, συνδεθήκαμε και καταλήξαμε όλοι μαζί στη Λεμεσό. Πρόσφυγες. Εκεί μείναμε σχεδόν τρεις μήνες, πήγα και σχολείο όταν άνοιξαν. Είναι εκεί που ακούσαμε τη φράση “φάε το φαϊ σου διαφορετικά θα φωνάξουμε τους πρόσφυγες να σε φάνε”.

Επειδή ο πατέρας μου διατηρούσε τη θέση του σε εκείνη την πολυεθνική, εμείς δεν ζήσαμε την πείνα και τη φτώχεια που βίωσαν άλλα τα παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν χάσει τις δουλειές τους. Νοικιάσαμε στη Λεμεσό βοηθητικά δωμάτια πίσω από ένα σπίτι. Προσπαθώντας να μας έχουν ήρεμους οι γονείς, συνεχίσαμε κάποιες από τις συνήθειες που είχαμε στο χωριό. Μία από αυτές τις συνήθειες ήταν το Σάββατο το απόγευμα να μας φτιάχνει ο πατέρας μου σουβλάκια, ήταν μία αγαπημένη συνήθεια. Η οικοκυρά έλεγε “να έρθει το τέλος του μήνα και αν δεν μου πληρώσει το ενοίκιο η πρόσφυγας, θα δείτε τι θα κάνω. Πρόσφυγας και κάθε εβδομάδα ταϊζει κρέας τα παιδιά της. Τους κάνει σουβλάκια”.

Μετά από τρεις κάτι μήνες επιστρέψαμε στη Λευκωσία όπου μεγαλώσαμε πάνω στο τείχος της παλιάς πόλης. Είναι πολύ έντονες στο μυαλό οι μέρες της επιστροφής των αιχμαλώτων. Ενας μεγάλος αριθμός στρατιωτών αλλά και πολιτών είχαν μεταφερθεί στην Τουρκία. Νοέμβριο άρχισαν να επιστρέφουν. Ηταν αξύριστοι, ρακένδυτοι και φοβισμένοι. Είχαν μαζευτεί και συγγενείς αγνοούμενων με τις φωτογραφίες των αγαπημένων τους και ρωτούσαν τους αιχμαλώτους αν κάποιος είδε το δικό τους άνθρωπο. Ηταν σκηνές ελληνικής τραγωδίας. Πολύ έντονα θυμάμαι και την επιστροφή του Μακαρίου στις 7 Δεκεμβρίου. Το σπίτι που μέναμε ήταν κοντά στην αρχιεπισκοπή. Είδαμε χιλιάδες κόσμο να υποδέχεται το νόμιμο πρόεδρο.

Στα σχολεία ήμασταν τα παιδιά του συσσιτίου. Μεγαλώσαμε με το συσσίτιο. Και ξέρετε, με την κρίση του 2013 στην Κύπρο, όταν άρχισε και πάλι το συσσίτιο για κάποια παιδιά και ενώ ήμουν τότε σε συνδέσμους γονέων λόγω των παιδιών μου, ξύπνησαν πάλι εκείνες οι αναμνήσεις.

Μεγάλη συμπαράσταση υπήρχε και από την Ελλάδα. Δεχόμασταν πακέτα από παιδιά. Με ρούχα, με γλυκά, με γράμματα, με φωτογραφίες. Πάντα όμως ήμασταν οι πρόσφυγες. Φοιτούσα σ’ ένα σχολείο όπου πήγαιναν τα παιδιά της αστικής τάξης της Λευκωσίας. Ηταν τα κορίτσια που έκαναν μπαλέτο και μουσικά όργανα. Θέλαμε και εμείς αλλά δεν μπορούσαμε. Και εγώ άνηκα σε μία οικογένεια που ο πατέρας μου έπαιζε ντραμς και ακορντεόν. Ηταν ένας πολύ προοδευτικός άνθρωπος και αν είχαμε την οικονομική δυνατότητα αυτές τις ανέσεις θα μας τις παρείχε. Αλλά ήμασταν πρόσφυγες. Και αυτό συνεχίστηκε και στο Γυμνάσιο όπου το συσσίτιο πάντως δινόταν πιο διακριτικά. Νιώθαμε και πάλι ότι ήμασταν περιθωριοποιημένοι.

Για μένα όμως το πιο συνταρακτικό είναι η ιστορία της βαλίτσας (σσ μας τη δείχνει). Την αγόρασε η μητέρα μου το 1964 όταν πήγε να με γεννήσει στη Λευκωσία. Μέσα σε τούτη τη βαλίτσα είχαμε βάλει 5-6 πράγματα βασικά για μας και όλα τα όνειρά μας, κυρίως οι γονείς που στα χρόνια της εισβολής ήταν 35-36 ετών. Για παρά πολλά χρονιά όταν άκουγα αεροπλάνο μάζευα τα πράγματα σ’ αυτή τη βαλίτσα και ήμουν έτοιμη για φευγιό. To έκανα πολύ έντονα στη Λεμεσό όταν είχαμε πάει ως προόσφυγες γιατί ήταν κοντά το αεροδρόμιο των βρετανικών βάσεων. Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο να το ξεπεράσω αυτό.

Ευτυχώς μπορέσαμε να μεγαλώσουμε και να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Οι αναμνήσεις όμως είναι εκεί. Σε τοίχο του σπιτιού μου υπάρχει ένας πίνακας με τα ματσικόριδα.Τα ματσικόριδα είναι το χαρακτηριστικό λουλούδι της ζωής μου. Υπήρχε ένα συγκεκριμένο χωράφι το οποίο την περίοδο από τα τέλη Ιανουαρίου μέχρι τις αρχές του Φεβρουαρίου που ανθίζουν αυτά τα λουλούδια υποδεχόταν όλους τους Δικωμίτες. Πήγαιναν να κόψουν έστω ένα. Είχα φέρει μία δέσμη και παρακάλεσα το γιο της αδερφής μου να μου ζωγραφίσει αυτόν τον πίνακα (σσ μας τον δείχνει).

Οι Δικωμίτες συνεχίζουν τη ζωή τους στην προσφυγιά. Εχουν δημιουργήσει δικό τους σωματείο. Ενα σταθερό σημείο αναφοράς που μας επιτρέπει να βρισκόμαστε οι παλαιότεροι με τους νεότερους. Στις 8 Σεπτέμβρη που γιορτάζουμε τη γέννηση της Παναγίας μεταβαίνουμε, με άδεια των τουρκικών αρχών, στο χωριό και λειτουργούμε την εκκλησία. Είναι και αυτό μία αφορμή για ένα ευχάριστο συναπάντημα των Δικομιτών. Μετά τη λειτουργία βλέπεις τον κάθε Δικωμίτη έξω από το σπίτι του.

“Πας στο σπίτι σου, χτυπάς την πόρτα, ανοίγει ξένος”

Η πρώτη φορά που επισκέφτηκα το χωριό ήταν το 2003 όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα. Θυμάστε τις ουρές που είχαν δημιουργηθεί τη Μεγάλη Τετάρτη εκείνης της χρονιάς όταν άνοιξε αιφνιδίως το οδόφραγμα εκεί στο Λήδρα Πάλας. Εγώ με τους γονείς μου πήγαμε το Πάσχα το μεσημέρι. Πήγαμε στο σπίτι μας. Επρεπε να χτυπήσουμε την πόρτα για να μπούμε. Οι γονείς μου ήταν σε φάση σοκ, δεν κατάλαβαν καν πως φτάσαμε έξω από το σπίτι.

Αλλοιωμένο το οίκημα εξωτερικά εν τω μεταξύ. Για καλή μας τύχη στο σπίτι μένει ένας Τουρκοκύπριος με τον οποίο μπορούμε να συνεννοηθούμε. Μάς άνοιξε ο άνθρωπος τις πόρτες αλλά…Ενιωθα και λίγο άβολα γιατί έμπαινα στο χώρο τους, στο σπίτι τους. Ηθελα να μπω στο υπνοδωμάτιό μου αλλά κάτι με κρατούσε πίσω. Η μητέρα μου είδε ένα σκαλιστό έπιπλο το οποίο είχε από τη μητέρα της. Πήγε κοντά του, το αγκάλιασε και το χαϊδευε και έλεγε “είναι δικό μου, είναι της μάνας μου”.

Δεν μπορώ να πω ότι δεν ήταν φιλόξενοι οι Τουρκοκύπριοι που έμεναν στο σπίτι. Μάς έλεγαν ότι “ξέρετε τώρα, αν θέλετε να σκεφτόμαστε ευρωπαϊκά, είμαστε όλοι ιδιοκτήτες αυτού του σπιτιού. Εγώ το αγόρασα από τον Ντενκτάς. Αλλά είσαι και εσύ ιδιοκτήτης, και ο μπαμπάς σου και εγώ και τα παιδιά μου”. Εννοείται ότι εμείς δεν πήγαμε να τσακωθούμε ούτε να δημιουργήσουμε θέματα. Αντιλαμβανόμασταν όμως ότι μας δήλωναν την κατοχή. Εκ των υστέρων, μάθαμε ότι ο ιδιοκτήτης, ενώ είχε σπουδάσει ξενοδοχειακά στη Σμύρνη, έγινε τελικά μουσικός, ήταν ο άνθρωπος που προσπάθησε να βάλει τη μουσική στα σχολεία. Μου έδωσε ένα cd του μ’ ένα τραγούδι το οποίο ακούστηκε πολύ το 2004 στις μαζικές διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων στα κατεχόμενα.

Δεν θέλω να επισκέφτομαι συχνά το σπίτι μου. Υπήρχαν και φαινόμενα στα οποία Τούρκοι έποικοι αλλά και Ευρωπαίοι πολίτες δεν επιτρέπουν καθόλου στους παλιούς ιδιοκτήτες να πλησιάσουν τα σπίτια τους. Χρησιμοποιούν πια και άλλα ονόματα στους δρόμους κτλ.Το 2003 όταν κάποιος επισκέφθηκε το παλιό του σπίτι στο Κάρμι, έκοψε τριαντάφυλλα από την αυλή και στο Λήδρα Πάλας τον σταμάτησαν γιατί θεώρησαν ότι είχε προχωρήσει σε παραβίαση του σπιτιού.

Ο συγκλονισμός της αναγνώρισης αγνοούμενου

Στην οικογένειά μας είχαμε και τους δικούς μας αγνοούμενους. Ηταν ένας πολύ αγαπημένος μου ξάδερφος ο οποίος έπαιζε μπουζούκι, μου έχει μάθει και ένα τραγούδι σε γλώσσα που μιλούσαν στην περιοχή της Τηλλυρίας για να μην καταλαβαίνουν οι Οθωμανοί τι λένε οι ντόπιοι και έτσι να αποφεύγουν τη φορολογία. Σε ανύποπτο χρόνο μου τηλέφωνησαν οι ξαδέρφες μου και μου είπαν ότι βρέθηκαν τα οστά του Νίκου μας. Για να είμαι ειλικρινής, είχα πάντα μία ελπίδα μέσα μου ότι υπάρχουν ζωντανοί. Το λέω αυτό γιατί ενώ ήμουν φοιτήτρια στη Σοβιετική Ένωση διαπίστωσα ότι βρίσκονταν αδέλφια μεταξύ τους 40 χρόνια μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Εντονα θυμάμαι την περίπτωση δύο αδελφών. Ο ένας ήταν στη Γαλλία χρόνια και η αδερφή ήταν στη Μόσχα. Είχα και εγώ τη δική μου ελπίδα ότι κάποιοι ζούσαν.

Η αναγνώριση των οστών του Νίκου έγινε πριν από 15 περίπου χρόνια. Μαζευτήκαμε στο παλιό αεροδρόμιο της Λευκωσίας όπου βρίσκεται το Ινστιτούτο Γενετικής που γίνεται η σχετική διαδικασία. Μπήκαμε σ’ ένα χώρο όπου άρχισαν να μας διηγούνται που βρέθηκαν τα οστά κτλ. Ηταν ο πρώτος συγκλονισμός. Στη συνέχεια πήγαμε στο χώρο όπου βρίσκονταν τα οστά. Είχαμε την τύχη η σορός του δικού μας αγνοούμενου να βρεθεί ολόκληρη. Πάνω στο τραπέζι ήταν ο σκελετός. Εκείνη την ώρα αρχικά νιώθεις ότι είσαι σ’ ένα μουσειακό χώρο. Γυρίζοντας όμως το κεφάλι βλέπεις τη φωτογραφία του ανθρώπου σου με το καντίλι αναμμένο και συνειδητοποιείς τη σκληρή πραγματικότητα. Απερίγραπτος αυτός ο συγκλονισμός. Ευτυχώς η μητέρα του είχε πεθάνει 1-2 χρόνια πριν και δεν έζησε αυτό το μαρτύριο.

Συνομιλώντας μετά με τις αρχαιολόγους τις ρώτησα πως την βιώνουν καθημερινα όλη αυτή τη διαδικασία. Μου είπαν ότι πρώτα από όλα είναι συγκλονιστικό να το ζουν αυτό οι γονείς που είχαν ηλικιακά μεγαλώσει. Εκεί αντιλαμβάνεσαι ότι δεν μπορείς να διαχειριστείς τον πόνο της μάνας. Σκεφτείτε επίσης ότι αυτά τα οστά τα πλύναμε ένα ένα τον τελευταίο χρόνο και μετά ξαναστήσαμε όλο το σκελετό. Kαι αρχίζουμε και σκεφτόμαστε: Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, τι βιώματα είχε, πως πέθανε; Ηταν ακαριαίος ο θάνατος; Πόνεσε; Ηταν μόνος του; Αν ζούσε, τι θα ήταν σήμερα;

Μετά πρέπει να κάνεις μία κηδεία και να αποχαιρετίσεις έναν άνθρωπο 23 χρονών που θα μπορούσε να ήταν 55-60 αν ζούσε. Ξέρεις όμως ότι έχεις ένα σταθερό χώρο για το δικό σου άνθρωπο μέσα στο κοιμητήριο. Εγώ τουλάχιστον προσπαθώ να κρατώ τις όμορφες στιγμές που είχα μαζί με τον Νίκο. Τις αναμνήσεις από το μπουζούκι του και τα τραγούδια του.

“Οσοι άνοιξαν την κερκόπορτα, εξακολουθούν να νέμονται τον πλούτο της Κύπρου”

Ας όψονται οι αίτιοι. Αλλά ξέρετε τι; Ζουν ανάμεσά μας. Οι άνθρωποι που ήταν η αιτία να ανοίξει η κερκόπορτα στους Τούρκους είναι ανάμεσά μας. Μας κυβέρνησαν. Ηταν μέλη των κυβερνήσεων της Κύπρου από το 1974 μέχρι σήμερα. Εξακολουθούν να νέμονται τον πλούτο της Κύπρου, εξακολουθούν να βρίσκονται σε βασικές θέσεις λήψης αποφάσεων. Κανένας όμως από αυτούς τους ανθρώπους δεν μπήκε στη διαδικασία να σκεφτεί τον κόσμο που έφυγε. Και αλήθεια είναι ότι στην Κύπρο ήρθαν πολλά εκατομμύρια μετά την εισβολή, ακριβώς για να στηθεί η ζωή των προσφύγων.

Ο κόσμος βρέθηκε σκορπισμένος. Δικομίτη θα βρεις και στη Λεμεσό και στην Πάφο και στη Λάρνακα. Κανένας δεν έκανε μία προσπάθεια να βάλει αυτόν τον κόσμο κάπου μαζί για να κρατηθούν οι σχέσεις. Μήπως αυτό έγινε επίτηδες για να ξεχάσουμε; Μήπως σκορπίστηκε ο κόσμος στους τέσσερις ανέμους για να σταματήσει να σκέφτεται την επιστροφή;

Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι κάποια στιγμή κάποια λύση θα βρεθεί στο κυπριακό. Δεν θέλω να πιστεύω ότι θα είναι η διπλή ένωση. Ακόμη έχουμε κόσμο στις ελεύθερες περιοχές που ονειρεύεται την ένωση με την Ελλάδα. Ξεχνούν ότι η Ελλάδα πάντα λέει ότι είμαστε μακριά. Ξεχνούν ότι είμαστε ανεξάρτητο κράτος και ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα κληθούμε να ζήσουμε μαζί με τους Τουρκοκύπριους. Η δική μου γενιά, εγώ είμαι γεννημένη το 1964, δεν είχε αυτή την ευκαιρία. Μετά τα γεγονότα του 63, είχαν δημιουργηθεί τουρκοκυπριακοί θύλακες, σχεδόν εξαναγκάσαμε τους Τουρκοκύπριους να ζουν μόνοι τους. Γνωρίσαμε Τουρκοκύπριους κάποιοι αργότερα, στο χώρο των σπουδών μας και μετά μέσα από τις δικοινοτικές εκδηλώσεις που διοργανώνονταν, πρώτα από τα πιο προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας και στη συνέχεια και από άλλους. Βλέπουμε τη νέα γενιά να παίρνει τη σκυτάλη ως προς αυτό και να κάνει όμορφα πράγματα.

Οι Τουρκοκύπριοι σιγά-σιγά εγκαταλείπουν την κατεχόμενη περιοχή. Νιώθουν και αυτοί ότι ζουν πάρα πολύ δύσκολα με τους έποικους. Αυτή η τάση του εκτουρκισμού και της επιβολής του μουσουλμανισμού δεν είναι καλή επιλογή. Οι Τουρκοκύπριοι ήταν πάντα πιο φιλελεύθεροι άνθρωποι. Μέσα από την εμπειρία που έχω από το γυναικείο κίνημα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το αίτημα είναι ένα: πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε ως Κύπριοι. Κανένας δεν θα άλλαξει την καταγωγή μας. Είμαστε Ελληνες Κύπριοι, είναι Τούρκοι Κύπριοι. Αλλά είμαστε Κύπριοι και πρέπει να αρχίσουμε να πονούμε αυτόν τον τόπο. Και να λέμε ναι, μπορούμε να έχουμε μία χώρα, ένα κράτος ανεξάρτητο στο οποίο μπορούμε να ζήσουμε όλοι μαζί. Πάντα ζούσαν στην Κύπρο διάφορες φυλές.Και δεν είναι τυχαίο ότι το ΝΑΤΟ ονειρεύεται την Κύπρο σαν ένα αβύθιστο αεροπλανοφόρο και σαν μόνιμη βάση.

Αυτό ήθελαν στον μεσαίωνα οι Σταυροφόροι, οι Ρωμαίοι πιο πριν κτλ. Πάντοτε η Κύπρος, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, θα τραβά ξένους λαούς. Ομως εμείς που γεννηθήκαμε και ζήσαμε σ’ αυτόν τον τόπο, δεν μάθαμε να τον αγαπάμε. Πάντα αποφάσιζαν κάποιοι άλλοι για μας. Ακόμα και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι δοτό. Αποφάσισαν οι εγγυήτριες δυνάμεις και μας έφεραν ένα Σύνταγμα. Και μετά ήρθε ως εγγυήτρια δύναμη η Τουρκία να σώσει, τάχα, τους Τουρκοκυπρίους.

“Πόσα μάτια έχουν οι Τουρκοκύπριοι;”

Μιλώντας με νέους Τουρκοκύπριους έχουν το επιχείρημα ότι είμαστε Κύπριοι και πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε την Κύπρο ως Κύπριοι. Ξέρετε, την πρώτη φορά που είχα πάρει τις κόρες μου, πριν ανοίξουν τα οδοφράγματα, σε εκδήλωση με τουρκοκυπρίους είχα ακούσει την ερώτηση: “Μαμά, οι Τουρκοκύπριοι πόσα μάτια έχουν; Είναι άνθρωποι, σαν εμάς;” Σοκαρίστηκα γιατί μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που λέγαμε πάντα ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι φίλοι μας. Στη γιορτή σταθήκαμε σ’ ένα σημείο όπου έκαναν στα παιδιά facepainting. Δίπλα μας ήταν παιδιά Τουρκοκυπρίων, μίλησα με τους γονείς στα αγγλικά. Οταν είπα στις κόρες μου ότι τα παιδιά δίπλα τους είναι τουρκοκύπρια, η αντίδρασή τους ήταν να τα αγγίξουν, να δουν πως είναι.

Το 2000, ως γυναικείο κίνημα, είχαμε μεταβεί στα κατεχόμενα για συνάντηση με το γυναικείο τμήμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Μίλησε μία κυρία με καταγωγή από την Πάφο η οποία ήταν βουλευτής και έλεγε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Οταν ήρθαν για πρώτη φορά ελληνοκύπριοι από τη Πάφο και είχα πει στα παιδιά μου ότι θα γνωρίσουμε ελληνοκύπριους φίλους μας, η ερώτηση ήταν “είναι ανθρώποι σαν και μας; Πόσα μάτια και πόσα χέρια έχουν;”.

Ακούγοντας ακριβώς τα ίδια πράγματα με έπιασαν τα κλάματα και πήγα κοντά της και της είπα ότι και τα δικά μου παιδιά ρώτησαν το ίδιο.Κρίμα. Δεν μπορώ να δεχθώ, της είπα, ότι εμείς οι προοδευτικές οικογένειες των ελληνοκυπρίων και των τουρκοκυπρίων που μιλάμε στα παιδιά μας με τα καλύτερα λόγια ακούμε αυτά τα πράγματα. Ξέρουμε τι έχουν περάσει και οι Τουρκοκύπριοι. Ξέρουμε ότι τους Τουρκοκύπριους που ζούσαν στη Λεμεσό τους εξεβίασαν να πάνε να ζήσουν στα κατεχόμενα. Είχαν απλώς την ευχέρεια να μαζέψουν κάποια προσωπικά τους πράγματα.

Ημουν 10 χρονών στην εισβολή, έχω τόσες πολλές αναμνήσεις από τη ζωή μου μέχρι τότε. Τα ποιήματα που λέγαμε, τις επισκέψεις που κάναμε στην Αμμόχωστο, στη Σαλαμίνα, στον Απόστολο Βαρνάβα. Τα παιχνίδια μας, τις κούκλες μας. Τις εκδηλώσεις, τα πανηγύρια. Οταν σε μία εκδήλωση μέσα στο 2024 έκανα πάλι μία αναφορά στη βαλίτσα, είχα πει ότι αν αξιωθώ και βγω με σύνταξη από τη δουλειά μου, θα κρατώ τη βαλίτσα μου και θα προσπαθώ να μιλώ για το Δίκομο και για την ανάγκη να επιστρέψουμε στους τόπους μας με όποιον τρόπο γίνεται. Ακόμα και οι επισκέψεις που κάνουμε στα χωριά μας, θεωρώ ότι μάς δίνουν δύναμη για να συνεχίσουμε να ζούμε, για να σκεφτόμαστε ότι αυτοί οι τόποι είναι δικοί μας. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι μπορώ να πω στον Τουρκοκύπριο που ζει μέσα στο σπίτι μου να φύγει για να πάω να μείνω εγώ. Πενήντα χρόνια είναι πενήντα χρόνια. Εχουν αλλάξει οι συνθήκες, έχουν γεννηθεί οι νέοι άνθρωποι. Οι τουρκοκύπριοι που έχουν γεννηθεί στο σπίτι μου έχουν ζήσει εκεί περισσότερα χρόνια από μένα. Σε μία ενδεχέμενη λύση που θα πάνε να ζήσουν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι;

Υπάρχουν προβλήματα. Πάρα πολλά. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να ξεριζώσει από μέσα μας την αγάπη μας για τον τόπο μας. Το ότι έχω μέσα στο σαλόνι το φορεματάκι και τα παντοφλάκια που φορούσα πριν από 50 χρόνια αποδεικνύει ότι αυτά είναι οι ρίζες μου, ο δεσμός μου με το παρελθόν. Θέλουμε να πάμε πίσω γιατί θέλουμε να ξέρουμε ότι έχουμε σταθερό σημείο αναφοράς. Τα χωριά μας, τους τόπους μας, τις αναμνήσεις μας.

Η κρυφή ιστορία των βιασμένων γυναικών

Θυμώνω πολύ με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν σήμερα οι Κύπριοι τους πρόσφυγες που έρχονται από τη θάλασσα. Από τη Συρία, το Αφγανιστάν, παλαιότερα από το Λίβανο. Εμείς ξέρουμε τι σημαίνει να φεύγεις με τα ρούχα από φοράς. Ξέρουμε την απελπισία του να φορτώσεις τα παιδιά σου σ’ ένα πλοίο και να τα στείλεις στην Ελλάδα. Ξέρουμε τι σημαίνει να έχεις κόρη και να την στέλνεις στο εξωτερικό για να αποφύγει ένα ενδεχόμενο βιασμό σε μία πιθανή τρίτη εισβολή.

Μάζευαν στην Κύπρο τις κοπέλες που είχαν βιαστεί που έπρεπε να καταθέσουν στην Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφορίων σε ένα δωμάτιο. Στη συνέχεια τις έστελναν στη Λεμεσό για να γίνουν οι αποβολές. Το θέμα είναι ακόμη ταμπού για τη μικρή κοινωνία της Κύπρου, δεν έχει μελετηθεί. Με πρωτοβουλία πριν κάποια χρόνια της βουλευτού του ΑΚΕΛ Σκεύης Κουκουμά έγινε μία προσπάθεια να καταγραφούν τα ονόματα αυτών των γυναικών οι οποίες, όπως αντιλαμβάνεστε, ανεβαίνουν έναν Γολγοθά.

Eγινε μία προσπάθεια τότε με προσωπικές συνεντεύξεις που έκανε η κυρία Κουκουμά σε χώρους υπό πλήρη μυστικότητα γιατί προφανώς οι οικογένειες των θυμάτων δεν ξέρουν τίποτα. Είχε δοθεί, επίσης, και ένα χρηματικό βοήθημα σε μηνιαία βάση. Είχε διαφανεί ότι υπήρχε και ένας άνδρας που είχε βιαστεί. Στην αρχή δέχθηκε για την εμπειρία του αλλά στη συνέχεια μετάνιωσε. Εννοείται ότι υπήρχαν περιπτώσεις κοριτσιών που βιάστηκαν μπροστά στους γονείς τους ή μπροστά στα πεθερικά τους.

Σε συγκεκριμένη περίπτωση όταν επέστρεψε ο σύζυγος της κοπέλας από το στρατό, οι δικοί του δεν τον άφηναν να δει τη γυναίκα του γιατί “την εχάλασαν οι Τούρκοι”. Αυτές οι γυναίκες, πέρα από το τι είχαν ζήσει και το οποίο κουβαλούν ακόμη, είχαν να αντιμετωπίσουν και την κοινωνία. Γι’ αυτό είχε δοθεί άδεια και για τις αμβλώσεις. Είναι μία πτυχή της εισβολής εντελώς άγνωστη, μόνο τελευταία σιγοψιθυρίζεται. Με τις σχέσεις που δημιουργήσαμε με τους Τουρκοκύπριους, ανακαλύψαμε και μία τουρκοκύπρια η οποία αποτελεί προϊόν βιασμού Τούρκου στρατιώτη στην τουρκοκύπρια μάνα της. Αυτή η κοπέλα ήθελε να το μοιραστεί μαζί μας.

Αρχίσαμε δειλά-δειλά να διοργανώνουμε εκδηλώσεις για τη γυναίκα γενικά στις οποίες βάζαμε και αυτό το κομμάτι. Εχει γράψει ένας Κύπριος δημοσιογράφος, ο Σταύρος ο Χριστοδούλου, ένα βιβλίο γι’ αυτήν την πτυχή της ιστορίας και με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου βγάλαμε στην επιφάνεια αυτό το κομμάτι. Σε διαφορετική περίπτωση οι γυναίκες θα ήταν δαχτυλοδεικτούμενες.

Παραλίγο πρόσφυγας στην Ελλάδα

Mία άλλη τρομερή εμπειρία που έζησα όσο ήμουν πρόσφυγας στη Λεμεσό ήταν η παρολίγο αναχώρησή μου για την Ελλάδα. Υπό το φόβο μίας τρίτης τουρκικής εισβολής, οι γονείς, ανήσυχοι για την τύχη των παιδιών τους, έψαχναν να βρουν τρόπους να τα σώσουν. Ακούστηκε τότε ότι μπορούν κάποια παιδιά να μεταβούν στην Ελλάδα και είτε να φιλοξενηθούν από ελληνικές οικογένειες είτε να πάνε σε οικοτροφεία.

Η μητέρα μου μου έβαλε ένα καινούργιο φορεματάκι, βγάλαμε φωτογραφίες, και χωρίς άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα πήγαμε στο λιμάνι της Λεμεσού που ήταν καινούργιο. Μπήκαμε στην προβλήτα και σταθήκαμε δίπλα από το πλοίο χωρίς έλεγχο. Μου είχε φτιάξει η μητέρα μου μία άλλη βαλίτσα με λίγα ρούχα. Εγώ ήμουν ενθουσιασμένη γιατί θα έμπαινα για πρώτη φορά σε καράβι. H μητέρα μου όμως, βλέποντας παιδιά που ανέβαιναν τη σκαλά του καραβιού να κλαίνε το μετάνιωσε και μου είπε “όχι, δεν θα πας πουθενά”.

Πριν από μερικά χρόνια όταν αναδείχθηκε το ζήτημα αυτό των ασυνόδευτων παιδιών του 74, αποδείχθηκε ότι πολύ λίγος κόσμος στην Κύπρο ήξερε. Τα παιδιά αυτά τα συνόδευε μόνο ένας επιθεωρητής του Υπουργείου Παιδείας. Ενιωθαν τα παιδιά που ταξίδεψαν ότι ήταν αντικείμενα προς επιλογή όπως τα ζώα στα παζάρια και στα πανηγύρια. Τα επέλεγαν από την εξωτερική τους εμφάνιση και το φύλο τους».

“Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν”: Δείτε το βίντεο-ντοκιμαντέρ του NEWS 24/7

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα