ΜΑΚΗΣ ΜΑΛΑΦΕΚΑΣ: ΤΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΚΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΑΧΟΡΤΑΓΟ, ΤΑ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙ ΟΛΑ
Ο Πύργος Αθηνών, τα έξυπνα παιδιά των ’90s και η “Καραγατσιάδα”. Μια συζήτηση με τον γνωστό συγγραφέα στα Εξάρχεια, “που είναι πια μια ανάμνηση”, με αφορμή το νέο του βιβλίο, “Deepfake”.
Η “Μεσακτή” του Μάκη Μαλαφέκα ήταν το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που διάβασα το καλοκαίρι του 2020, όταν επαναπατρίστηκα στη χώρα. Μου το είχε προτείνει ο Στέφανος, ο Ικαριώτης φίλος από τα χρόνια του Δουβλίνου. “Ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί με φόντο την Ικαρία”, είχε πει κοφτά. Δεν έπεσε έξω.
Τέσσερα καλοκαίρια αργότερα βρίσκομαι στον κατάμεστο από κόσμο κήπο του Νομισματικού Μουσείου για τη βιβλιοπαρουσίαση του “Deepfake”, της τελευταίας περιπέτειας με πρωταγωνιστή τον Μιχάλη Κρόκο, τον συνομήλικο με μένα ήρωα της τριλογίας που ξεκίνησε με το “Δε λες κουβέντα” το 2018. Στο τέλος της παρουσίασης, ζητώ από τον Μαλαφέκα να υπογράψει το βιβλίο.
Τρεις εβδομάδες μετά, πάω με τον Στέφανο τον Ικαριώτη στο πάρκο πίσω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου στην Ασκληπιού στη συνάντηση της λέσχης ανάγνωσης του “Εκτός Γράμμης”, να συζητήσουμε το “Deepfake” παρέα με το συγγραφέα. “Μάκη, να κάνουμε μια συνέντευξη;”, τον ρωτάω στο τέλος.
Μια εβδομάδα μετά βρισκόμαστε στο “Διπλό” στα Εξάρχεια. “Έχω να ’ρθω στο ‘Διπλό’ είκοσι χρόνια”, του λέω. “Κοίτα, το ‘Διπλό’ είναι θεσμός επειδή ακριβώς δεν ήταν θεσμός. Δεν ήταν μία πολιτικοποιημένη κατάσταση. Ήταν απλώς καφετέρια, μια καθαρή καφετέρια. Είχε μια λαϊκότητα, κάτι το συνοικιακό που θα μπορούσες να βρεις σε μια οποιαδήποτε πλατεία του λεκανοπεδίου. Σε αντίθεση με το ‘Φλοράλ’ ή την καλτ ‘Μαρονίτα’ ή το ‘Καφενείο’ απέναντι, αν θυμάσαι. Το ‘Διπλό’ το έσωσε η πραγματική του λαϊκότητα και όχι η έντεχνη. Εδώ θα μπορούσες πετύχεις διάφορους, τον δικηγόρο, τον χρωματοπώλη, τον φοιτητή, που ήρθαν να πιούν τον καφέ τους και να δουν μπάλα”.
Ο Μάκης Μαλαφέκας μεγάλωσε στη Νεάπολη Εξαρχείων. Ο μεγάλος του αδερφός έπαιζε μπάσκετ στον “Αστέρα”. “Αυτό με βοήθησε να μπαίνω σε κάποια μέρη γιατί, ξέρεις, η πλατεία παλιά ήταν κάτι ανοιχτό αλλά και ερμητικό ταυτόχρονα, υπήρχε μία καχυποψία”, μου λέει. “Όπως κάνει και ο Κρόκος στο ‘Deepfake'”, σκέφτομαι. “Τα Εξάρχεια είναι πια μια ανάμνηση, δεν είναι μια πραγματικότητα”, προσθέτει. “Γίνεται ακόμα καλύτερο”, λέω από μέσα μου. Και αρχίζω να ηχογραφώ την κουβέντα μας.
Αν κάποιος έχει διαβάσει και τα τρία αυτά βιβλία, θεωρώ πως είναι δύσκολο να μην αναρωτηθεί για τον κεντρικό ήρωα, τον Μιχάλη Κρόκο. Ποιος είναι τελικά ο Κρόκος;
Το στυλ και των τριών μυθιστορημάτων είναι το pulp, δηλαδή μια γραφή ελλειπτική και στεγνή. Οπότε δεν θα μάθεις πολλά για τον ήρωα. Δεν χρειάζεται, έως και δεν πρέπει να μάθεις. Αυτός είναι και ένας από τους κανόνες του γουέστερν. Στο γουέστερν έχεις κάποια άτομα, τους ήρωες εννοώ, που τους βλέπεις στον ορίζοντα να πλησιάζουν, να συναντιούνται σ’ ένα μέρος όπου κάτι γίνεται και μετά, όποιοι επέζησαν, χάνονται και πάλι στον ορίζοντα.
Στην έρημο της Αριζόνας της σημερινής Ελλάδας, αυτό έχει ένα νόημα. Μπορείς να πεις μια δυνατή ιστορία εάν δεν μιλήσεις πολύ για τους ήρωές σου, αλλά για τους ήρωες μέσα απ’ την ιστορία που θα διηγηθείς.
Επιμένω λίγο στον ήρωα και αυτό διότι με το “Deepfake” κλείνει η τριλογία, οπότε έχουμε τρεις ιστορίες μέσα από τις οποίες βλέπουμε τον Κρόκο να κινείται στην Αθήνα αλλά και εκτός πόλης τα τελευταία εφτά χρόνια, αν δεν κάνω λάθος.
Τον έχουμε δει πρώτα στο “Δε λες κουβέντα” να κινείται στην Αθήνα και λίγο στην Ύδρα, μαζί με την αφρόκρεμα της σύγχρονης τέχνης που έχει έρθει για την “Documenta” της Αθήνας, το 2017. Έπειτα τον βλέπουμε στη “Μεσακτή”, μέσα στο maelstrom του ελληνικού καλοκαιριού και όλες τις παθολογίες του, να έχει φύγει για διακοπές στην Ικαρία το 2018. Και τώρα στο “Deepfake” τον βλέπουμε πίσω στην Αθήνα και λίγο στην Πελοπόννησο το 2022 να κλείνει αυτόν τον κύκλο.
Μιλώντας για τον χαρακτήρα Κρόκο, νομίζω ότι ο αναγνώστης μαθαίνει τα περισσότερα γι’ αυτόν στη “Μεσακτή”. Εκεί, ας πούμε, μαθαίνουμε ότι ο Κρόκος έχει μια κάποια καταγωγή απ’ την Ικαρία. Αλλά και στο “Deepfake” μαθαίνουμε κάποια πράγματα, όχι πληροφοριακά αλλά ψυχικά γι’ αυτόν τον άνθρωπο -ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά σε καταστάσεις, ποιες είναι οι προβολές του, κ.λπ.
Κάτι που διατρέχει και τα τρία βιβλία είναι η διάθεση του Κρόκου να γράψει αυτά που του συμβαίνουν, σωστά;
Ναι. Και μάλιστα προτείνει και τίτλους, αρχίζει τις πρώτες φράσεις, έχουμε και την πρώτη παράγραφο ενδεχομένως. Στη “Μεσακτή”, για παράδειγμα, υποθέτουμε ότι οι ιστορίες που γράφει για εκείνο το free press, τη City Life, πρόκειται να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του βιβλίο του, τη “Μεσακτή”, αλλά με άλλο τίτλο. Και το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο και δημοσιευμένο ήδη όταν διαδραματίζεται το “Deepfake”, τέσσερα χρόνια αργότερα.
Όσο για το “Deepfake” βρίσκουμε τον ήρωα να κάθεται στο λόμπι του Πύργου Αθηνών που έχει πάει για μια δουλειά, και ήδη εκεί φαντάζεται ποια θα είναι η πρώτη φράση, η πρώτη παράγραφος του βιβλίου του που ίσως και να γράφεται εκείνη τη στιγμή.
Διαβάζοντας το “Deepfake”, μετά από λίγο έχασα την αίσθηση του χρόνου αλλά και του τόπου. Τότε διαπίστωσα ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πιο σύνθετο, βαθύτερο, το οποίο λειτουργεί παράλληλα. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, οφείλω να πω ότι το βιβλίο μού έκανε, διανοητικά και συναισθηματικά μιλώντας, ακριβώς αυτό που λέει και δείχνει στο εκπληκτικό εξώφυλλό του, για να παραφράσω το κλισέ διαφημιστικό σλόγκαν.
Η δουλειά που έκαναν oι γραφίστες του “Thinking” έχει βασιστεί στο Α.Ι. Έχουμε πρώτα τον τριπλασιασμένο σε ύψος Πύργο Αθηνών. Και το γύρω-γύρω, αν ανοίξεις το ανάπτυγμα με το οπισθόφυλλο και τα “αυτιά”, είναι ένα τοπίο Α.Ι.
Τα παιδιά του “Thinking” ζήτησαν από ένα εργαλείο ΑΙ να τους δώσει ένα περίγυρο “κατάλληλο” με τον τριπλό Πύργο των Αθηνών. Και το αποτέλεσμα ήταν κάτι σαν μία εγκαταλελειμμένη λεωφόρος του Ντιτρόιτ πχ. Αλλά μήπως είναι κάτι τέτοιο και η Βασ. Σοφίας σ’ αυτό το σημείο, αν αφαιρέσεις τα νεοκλασικά νοσοκομεία; Το τοπίο γύρω από τον Πύργο Αθηνών με όλες εκείνες τις διασταυρώσεις λειτουργεί σαν μία ψυχική προειδοποίηση. Είναι ένα φοβερό τίποτα, ένα τίποτα με πάρα πολύ περιεχόμενο.
Μιλώντας για τοπία και ψυχικές προειδοποιήσεις, το “Deepfake” έχει πολύ δυνατές σκηνές. Θα αναφέρω αυτή στο παραλιακό μέτωπο με την καταδίωξη του ντελιβερά. Να πω ότι εκεί “αγριεύτηκα” και ταυτόχρονα ένιωσα πως το γεωγραφικό στίγμα εξαφανίστηκε. Θέλω να πω ότι η σκηνή αυτή θα μπορούσε να έχει διαδραματιστεί οπουδήποτε.
Η σκηνή αυτή, αλλά και όλη η σειρά των βιβλίων του Κρόκου, έχει στοιχεία από παλιά video games και ειδικά από RPGs, όπως το “Larry”, το “Space Quest”, κ.λπ. Η σκηνή στην παραλία έχει από “Τest Drive” ή από “Out Run”, μ’ αυτό το επαναλαμβανόμενο τοπίο με τα κτίρια και τους φοίνικες και το ηλιοβασίλεμα.
Μαϊάμι!
Κοίταξε, όλες αυτές οι ξένες ταινίες και σειρές με τις καταδιώξεις, παρόλο που διαδραματίζονταν σε διαφορετικά, σε εξωτικά τοπία, μάς “μιλάγανε” ταυτόχρονα γιατί ξέραμε ότι κάποια πράγματα στη δική μας πόλη, στη δική μας επικράτεια ανταποκρίνονταν οπτικά σε αυτό, περιέργως.
Και εδώ ερχόμαστε στην ιδέα της προσομοίωσης, όπου η παραλιακή γίνεται ξαφνικά Μαϊάμι ή Sin City ή κάτι άλλο. Και στη σκηνή που περιγράφεις χάνεται το γεωγραφικό στίγμα γιατί η ψυχική σου επικράτεια, ο χώρος και ο χρόνος σου είναι η αδρεναλίνη. Και αυτό καταργεί όλα τα υπόλοιπα διότι το τιμόνι της κατάστασης έχει η αδρεναλίνη.
Κάποιος θα έλεγε ότι το “Deepfake” θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως ένας οδηγός πόλης. Ελάτε να γνωρίσουμε τα ημιυπόγεια της Καλλιθέας, την παραλιακή στις τρεις το πρωί μιας καθημερινής το καλοκαίρι κ.λπ. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι το επιφαινόμενο αφού το βιβλίο “κλείνει το μάτι” στην ιδέα των trendy οδηγών πόλης.
Το βιβλίο δεν γράφτηκε υπό αυτή την έννοια. Η πρόθεση είναι καθαρά λογοτεχνική. Aπλά φαίνεται να έχει δουλέψει η λογοτεχνία, να έπιασε το “κόλπο”.
Στο βιβλίο, όντως, σχολιάζεται το concept οδηγός πόλης. Ο Κρόκος, δουλεύοντας ως κειμενογράφος στην εταιρεία-βιτρίνα της alt-right οργάνωσης, γράφει για το Κουκάκι ως “το νέο Notting Hill”, θέλοντας να επικοινωνήσει ότι τα πράγματα πάνε περίφημα και ότι δεν πρέπει να αφήσουμε να διακοπεί αυτή η ανάπτυξη, αυτό το μονοπάτι που έχει χαραχτεί από όλους αυτούς τους μίζερους που γκρινιάζουν, που είναι υπέρ του διχασμού, κλπ.
Ευθύνεται η γενιά του ’90 για τον εξευγενισμό της πόλης και τις συνέπειές που αυτός έχει επιφέρει στις ζωές μας;
Υπάρχει, πλέον, ένας πολύπλευρος τρόπος να ζεις. Πώς μπορεί να πει κανείς ότι και αυτή η γενιά δεν έχει, ως μονάδες αλλά και συλλογικά, ένα πολύ μεγάλο βαθμό απόστασης από τα πράγματα;
Αυτό που εννοώ είναι μια απόσταση από τη βιωμένη πραγματικότητα, δηλαδή από την παραγωγή του υλικού κόσμου. Ο παραγωγός του υλικού κόσμου βρίσκεται μέσα σε αυτόν τον κόσμο δικαιωματικά. Όταν βρίσκεσαι στον υλικό κόσμο που δεν έχεις δημιουργήσει, είσαι αλλοτριωμένος. Και έτσι τον καταναλώνεις με αισθητική υπεραξία, με χαβανέζικα πουκάμισα, με φανταχτερά καπέλα του μπέιζμπολ κι ό,τι άλλο θέλεις. Αυτή είναι μια τρύπα που δεν έχει τελειωμό.
Αλλά για να θέλεις να τη γεμίσεις με αισθητική υπεραξία, πρέπει να ξέρεις ότι αυτό που γεμίζεις είναι ένα υπαρξιακό κενό, το οποίο είναι εξ ορισμού αχόρταγο, τα καταπίνει όλα. Και το υπαρξιακό κενό είναι ότι συμμετέχεις σε μια διαδικασία που δεν έχεις ορίσει ο ίδιος.
Εδώ ίσως “κολλάει” η περίφημη σελίδα στο Deepfake για τη γενιά του ’90, και συγκεκριμένα η φράση ότι η γενιά αυτή παραδόθηκε “στη μοναξιά ή στην εξουσία, ή και στα δύο”.
Τα παιδιά του ’90 είναι πολύ έξυπνα. Σε μια φάση κατάλαβες τι είναι αυτό που πρέπει να κάνεις για να επιβιώσεις. Και το ‘κανες. “Αυτά. Τί άλλο θέλετε να πούμε; Έκανα αυτό που έκαναν κι οι άλλοι. Έκανα αυτό που έπρεπε. Τί θέλετε δηλαδή; Να περιθωριοποιηθώ για να περνάτε εσείς καλά; Θέλετε να γίνω αντάρτης; Δεν είμαι ο Κολοκοτρώνης. Είμαι αυτό που είμαι. Είμαι σε μεγάλο βαθμό ένας μέτριος, βολεμένος τύπος”.
Δεν είναι αυτό που λέει ο Κρόκος για τον εαυτό του, αν και δεν βγάζει τον εαυτό του απ’ έξω, αλλά το διαβλέπει ως συνειδητή επιλογή των γύρω του όλον αυτόν τον καιρό. Με άλλα λόγια, η περιγραφή του χαρακτήρα του Κρόκου μάς λέει ότι αυτός μάλλον δεν είναι έτσι, αλλά ότι σίγουρα έχει και τέτοια στοιχεία. Ίσως να γίνεται μέσα του μια μάχη.
Μένω λίγο στην περίφημη σελίδα, αριθμό δεν λέω για να μην κάνω spoiler, και θέλω να σου πω πώς ένιωσα. Αρχικά να πω ότι είναι ό,τι πιο βιωματικό, ό,τι πιο υπαρξιακό έχω διαβάσει για μένα και τη γενιά μου, τη γενιά του ’90. Με άγγιξε τόσο πολύ που έκλεισα το βιβλίο, έφτιαξα καφέ, έπαιξα με την κόρη μου, κλπ. Ήταν μια στιγμή που χρειάστηκε να κάνω μια παύση, να πάρω μια βαθιά δόση της πραγματικότητάς μου, να καταλάβω που βρίσκομαι ως άνθρωπος και να βουτήξω πάλι στην πλοκή.
Είναι ενδιαφέρον αυτό που λες -ξέρεις πόσοι μου ’χουν πει γι’ αυτήν τη σελίδα; Και αν θυμάσαι στην παρουσίαση του βιβλίου στο Νομισματικό Μουσείο, κάποιος ζήτησε να τη διαβάσω. Όταν κάναμε το editing του βιβλίου με τον εκδότη μου, τον Σπαθαράκη, το διαβάσαμε όλο δυνατά ώστε να το ακούσουμε και να δούμε που θα μπαίνουν οι απόστροφοι, πως θα είναι ο ρυθμός, κ.λπ. Και σ’ αυτήν τη σελίδα, όπως κι εσύ έκανες διάλειμμα, ο Σπαθαράκης είπε να σταματήσουμε και πρότεινε να συνέχισουμε την επόμενη μέρα.
Κοίτα, όλο το βιβλίο μέχρι εκείνη τη στιγμή, και αυτό το διαπίστωσα όταν έγραφα αυτήν τη σελίδα, υπάρχει για να μπορεί να στέκει αυτή η σελίδα, η οποία φέρει την αλήθεια μου για όσα σκέφτομαι γι’ αυτά τα ζητήματα. Και είναι διαισθητικές αυτές οι εικόνες. Είναι ένα μωσαϊκό από όλα αυτά που αναφέρονται -η Πανεπιστημιούπολη, τα αναγνώσματα, οι Κυκλάδες.
Τελικά έχει να κάνει με το ποια ήταν η αυτοεικόνα που έχτισε αυτή τη γενιά, και πού είναι τώρα σε σχέση μ’ αυτήν την αυτοεικόνα.
Το περίεργο εδώ είναι ότι το βιβλίο πρέπει να συνεχίσει μετά από αυτή τη σελίδα. Εκείνη τη στιγμή, μ’ αυτές τις διαπιστώσεις που κάνει, ο ήρωας σκέφτεται ότι “τώρα τέλειωσαν όλα, σταματάει αυτή η υπόθεση, δεν μ’ ενδιαφέρει άλλο, πάω σπίτι μου”. Όμως, ένα λεπτό μετά, ο Κρόκος διορθώνει τη σκέψη του και λέει όχι, πάμε πάλι, έχουμε ακόμα μια-δύο υποθέσεις να λύσουμε, δεν τελειώσαμε, πρέπει να ξεκαθαρίσεις τους λογαριασμούς σου, πρέπει να δώσεις κάτι και να πάρεις και τα ρέστα σου. Πάει, λοιπόν, να ζητήσει τα ρέστα του. Έχεις κάποια ρέστα να πάρεις γενικά, δεν πρέπει να το ξεχνάς αυτό.
Πάντως αυτό που κατάλαβα είναι ότι ο Κρόκος δεν μας κουνάει το δάχτυλο.
Αυτό το έχω αποφασίσει απ’ την πρώτη σελίδα του πρώτου βιβλίου.
Ξέρεις, βλέπουμε συνέχεια μυθιστορήματα ακόμη και στην πολύ σύγχρονη ελληνική πρόζα, όπου δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από τον ηθικό ήρωα, από αυτόν δηλαδή που θα σου δώσει το παράδειγμα, που είναι διαρκώς συντετριμμένος από αυτά που συμβαίνουν γύρω του, που είναι αποτραβηγμένος. Και είναι αποτραβηγμένος επειδή ο συγγραφέας συχνά δεν ξέρει για τι μιλάει.
Και τον βολεύει να είναι αποτραβηγμένος ο ήρωάς του γιατί έτσι δεν χρειάζεται να το εξηγήσει. Είναι απλά χάλια, δεν μπορεί. Ναι αλλά είναι χάλια ο ήρωάς σου γιατί τελικά δεν έκανες εσύ τη δουλειά σου. Και δεν εννοώ να πας στο Ελληνικό στις δύο το πρωί να κάνεις ρεπεράζ, αυτό μπορείς να το κάνεις, οκέι. Αλλά δείχνεις ότι δεν έχεις, ως συγγραφέας, κάνει τη δουλειά σου βιωματικά. Κάν’ τη και μετά θα πάει μόνο του. Η πραγματικότητα είναι η δουλειά.
Μιλώντας για νεοελληνική λογοτεχνία, πριν μερικές εβδομάδες ξέσπασε μια μεγάλη και έντονη συζήτηση, με πολλές αντιπαραθέσεις στα σόσιαλ, σχετική με το λεγόμενο “σκάνδαλο Καραγάτση”, για να δανειστώ τον όρο που χρησιμοποίησε η κριτικός λογοτεχνίας Ελισάβετ Κοτζιά σε πρόσφατο άρθρο της στον “Αναγνώστη”. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι αφορμή για την “Καραγατσιάδα” στάθηκε ένα άρθρο της συγγραφέως Ρένας Λούνα στη LiFO. Τί έγινε εδώ;
Κοίτα, βγήκε εκείνο το άρθρο το οποίο εντάσσεται ως ένα βαθμό σε ένα διεθνές ρεύμα αναθεώρησης, να ξαναδούμε δηλαδή κάποια πράγματα, να τα ξανασκεφτούμε. Αυτό από μόνο του δεν πήρε μεγάλη έκταση, μέχρι που άρχισαν κάποιοι να βρίζουν αυτή την κοπέλα και μάλιστα χυδαιότατα. Και τότε ξεκινάει η “Καραγατσιάδα”.
Για τον ίδιο τον Καραγάτση, μπορούν να ειπωθούν και έχουν ειπωθεί πολλά. Για παράδειγμα, έβγαλε ο “Αναγνώστης” ένα καλό κείμενο. Επίσης, ο Σπαθαράκης είχε γράψει πριν μερικούς μήνες στη “Βλάβη” ένα κριτικό κείμενο. Αυτός είναι ένας φιλολογικός διάλογος που μπορεί να γίνει μια χαρά, μεταξύ και των απλών αναγνωστών, δηλαδή, για τον Καραγάτση, για το ’30, κ.λπ. Αλλά εδώ δεν έχουμε αυτό, ΔΕΝ συζητάμε για τον Καραγάτση.
Για μένα, ο Καραγάτσης, αν θες την άποψή μου, έχει μια αδικαιολόγητα υψηλή θέση στον κανόνα της νεοελληνικής πρόζας και αυτό συμβαίνει επειδή είναι ο ίδιος ένα άβαταρ της αστικής τάξης, όπως αυτοί που βγήκαν να τον υπερασπιστούν, όχι ως αναγνώστες, αλλά διότι ίσως βλέπουν τον εαυτό τους ως άβαταρ της αστικής τάξης του σήμερα.
Και αυτή είναι η συζήτησή μας. Ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο ο Καραγάτσης ήταν σχετικά υπερτιμημένος τότε, είναι αρκετά κοντά με τον τρόπο που κάποιοι είναι υπερτιμημένοι σήμερα. Είναι οι ίδιοι που βγήκαν να τον υπερασπιστούν βρίζοντας τη Λούνα, και το είδαν ως καθήκον τους γιατί πιστεύουν ότι ίσως είναι οι Καραγάτσηδες του σήμερα και αισθάνθηκαν ότι απειλούνται.
Αυτό είναι που θα έπρεπε να συζητάμε.
Άρα το υπόλοιπο;
Το υπόλοιπο ανήκει στους αναγνώστες. Είναι μια συζήτηση εξ ορισμού τόσο ανοιχτή που κάνει 360 μοίρες, λέει ο καθένας ό,τι θέλει.
Εμένα, ας πούμε, μου αρέσει πάρα πολύ ο “Συνταγματάρχης Λιάπκιν” -το πρώτο του βιβλίο. Μετά το 1933, όμως, ο Καραγάτσης αντιλαμβάνεται ότι ανήκει σε μια “γενιά”, την περίφημη Γενιά του ’30, η οποία μεταξύ άλλων υποτιμά τους προηγούμενους. Τον Καρυωτάκη, φερ’ ειπείν. Και άπαξ και το αντιλαμβάνεται αυτό, δυναμώνει ο ίδιος κοινωνικά, δυναμώνει ως κοινωνική συνείδηση, γίνεται φορέας αυτής της συνείδησης και ταυτόχρονα αποδυναμώνεται η λογοτεχνία του.
Αυτό συνέβη και με τη γενιά του ’80-’90, που φορέθηκε αρκετά τεχνητά με όχημα ένα σύγχρονο αστικό αφήγημα. Με ένα καλό πρώτο βιβλίο, και μετά με συνειδητοποίηση της κοινωνικής ισχύος, θα μπω στο πολιτικό παιχνίδι, θα υποτιμήσω τους αμέσως προηγούμενους και θα συγκρατώ τους νεότερους από το να σηκώνουν κεφάλι. Αυτή είναι όλη η ουσία της “Καραγατσιάδας”, για μένα.
Θυμάμαι το hype. Είχαν γεμίσει οι παραλίες με βιβλία “Γιούγκερμαν”. Είχα και ’γω τότε νιώσει ως αναγνώστης μια πίεση, μια κοινωνική αν θες υποχρέωση να διαβάσω Καραγάτση ώστε να μπορέσω να ανταποκριθώ στην προσδοκία ότι πρέπει να έχω διαβάσει Καραγάτση.
Ενώ υπάρχουν απολύτως σύγχρονοί του, όπως ας πούμε ο Κοσμάς Πολίτης, πολύ καλός πεζογράφος της γενιάς του Καραγάτση, μεταφραστής του Σαίξπηρ και του Πόε παρακαλώ. Ποιος διαβάζει σήμερα Κοσμά Πολίτη; Δεν συζητάω τώρα για Τσίρκα που είναι πατώματα παραπάνω, κι έρχεται αμέσως μέτα -ίσως γι’ αυτό και να τη γλιτώνει. Αλλά η ίδια η γενιά του έχει και άλλους πεζογράφους, οι οποίοι αδικήθηκαν ακριβώς διότι δεν έγιναν άβαταρ της αστικής τάξης.
Και φυσικά η αστική τάξη μπορεί να το φτιάχνει αυτό, να σου δημιουργεί την πίεση ότι αν θες να σου ανοίξει αυτή η πόρτα εδώ που βλέπεις, ή αν θες να αρέσεις σε αυτή την κοπέλα που είναι αυτής της τάξης και έχει αυτά τα αναγνώσματα, πρέπει κι εσύ σαν τυχοδιώκτης, σαν άλλος Γιούγκερμαν που φλερτάρει την Ντάινα Σκλαβογιάννη, να διαβάσεις τα βιβλία που πρέπει, να γίνεις κάπως δικός μας.
Εν τω μεταξύ, του Καραγάτση δεν του αξίζει αυτό. Επαναλαμβάνω, η συζήτηση σημειολογικά αν το δεις, ΔΕΝ αφορά τον Καραγάτση και τη λογοτεχνία του. Είναι αφορμές, όλα αυτά, για να μιλήσουμε για τη δυναμική του σήμερα.
Το “Deepfake” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.