Η vegan διατροφή ίσως μειώνει διαδικασίες της γήρανσης
Διαβάζεται σε 4'Η αποφυγή των ζωικών τροφίμων και προϊόντων φάνηκε να γυρίζει πίσω το βιολογικό ρολόι σε ορισμένες διαδικασίες γήρανσης μέσα σε οκτώ εβδομάδες. Τι δείχνει μελέτη σε δίδυμα.
- 05 Αυγούστου 2024 06:22
Η μετάβαση σε χορτοφαγική (vegan) διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά και με ελάχιστο πρόχειρο φαγητό, μπορεί να αντιστρέψει γρήγορα ένα από τα βιολογικά χαρακτηριστικά της γήρανσης, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Όπως φάνηκε στην έρευνα, υπέρβαροι ενήλικες που άλλαξαν τη διατροφή τους σε μια υγιεινή φυτική διατροφή για δύο μήνες, είχαν νεανική μετατόπιση στο «επιγενετικό ρολόι» τους, ένα μέτρο της βιολογικής ηλικίας που προκύπτει από την ανάλυση του DNA μας καθώς μεγαλώνουμε, το οποίο επηρεάζει τα επίπεδα δραστηριότητας των γονιδίων μας.
«Η χορτοφαγική διατροφή φάνηκε να γυρίζει πίσω το βιολογικό ρολόι σε ορισμένες διαδικασίες γήρανσης μέσα σε μόλις οκτώ εβδομάδες», δήλωσε η δρ Lucia Aronica του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, μία από τις κύριες συγγραφείς της μελέτης.
«Αν το βιολογικό μας ρολόι χτυπάει πιο αργά, ίσως έχουμε περισσότερες πιθανότητες να παραμείνουμε υγιείς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», συμπληρώνει η ίδια.
Υπήρχαν, ωστόσο, και αρκετές επιφυλάξεις. «Ενώ αυτά τα επιγενετικά ρολόγια μπορούν να εκτιμήσουν πόσο έχει επιβραδυνθεί η βιολογική γήρανση, δεν διευκρινίζουν ποιες πτυχές της διατροφής είναι υπεύθυνες, ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο ή πόσο καιρό πρέπει να διατηρηθούν αυτές οι αλλαγές για να επιτευχθούν οφέλη για την υγεία», δήλωσε η ίδια.
Στην έρευνα συμμετείχαν 21 ζευγάρια ενήλικων πανομοιότυπων διδύμων. Ο ένας από το κάθε ζευγάρι διδύμων κλήθηκε να καταναλώνει μια «καλή» διατροφή που περιλαμβάνει τα πάντα (μεταξύ των οποίων κρέας, αυγά και κάποια γαλακτοκομικά προϊόντα κάθε μέρα) για οκτώ εβδομάδες.
Οι υπόλοιποι κατανάλωναν προσεγμένα χορτοφαγικά τρόφιμα για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Και από τις δύο ομάδες ζητήθηκε να τρώνε περισσότερα λαχανικά και φυτικές ίνες και να καταναλώνουν λιγότερα επεξεργασμένα δημητριακά, νάτριο (αλάτι), κορεσμένα λιπαρά και λιγότερα ζαχαρούχα ποτά.
Για τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες, τα γεύματα τους τα ετοίμαζαν οι επιστήμονες, και στη συνέχεια, αφού έκαναν μαθήματα διατροφής, έφτιαχναν μόνοι τους το φαγητό τους.
Ακολούθως, οι ερευνητές έκαναν αναλύσεις αναζητώντας αλλαγές στο επιγονιδίωμα, το οποίο σχηματίζεται από μια σειρά μορίων που συνδέονται με το DNA μας.
«Εξετάσαμε πώς οι διαφορετικές δίαιτες θα μπορούσαν να ρυθμίσουν το “κουμπί της έντασης” των γονιδίων μας μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται μεθυλίωση του DNA, όπου μόρια γνωστά ως μεθυλικές ομάδες συνδέονται με τον γενετικό κώδικα», δήλωσε η Aronica.
Ωστόσο, η μελέτη δεν μπόρεσε να πει αν οι αλλαγές στο επιγονιδίωμα προήλθαν άμεσα από την αποκοπή του κρέατος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.
Όσοι έγιναν χορτοφάγοι έχασαν επίσης κατά μέσο όρο 2 κιλά σε βάρος, κυρίως λόγω του ότι κατανάλωναν λιγότερες 200 θερμίδες την ημέρα μέσω των γευμάτων που παρέχονταν κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων της μελέτης. Η απώλεια βάρους μπορεί επίσης να άλλαξε το επιγονιδίωμά τους.
Ο Tom Sanders, ομότιμος καθηγητής διατροφής και διαιτολογίας στο King’s College του Λονδίνου, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα, δήλωσε ότι «η μελέτη διαπίστωσε κάποια διαφορά που μπορεί να είναι ευνοϊκή όσον αφορά τη γήρανση για τους vegans».
Ωστόσο, πρόσθεσε, οι χορτοφάγοι μπορεί να είναι ευάλωτοι σε ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών που χρειάζονται χρόνια για να φανεί ότι τους προκαλεί κάποια προβλήματα υγείας.
«Για παράδειγμα, αν η διατροφή των vegan δεν συμπληρώνεται με βιταμίνη Β12, αναπτύσσουν ανεπάρκεια βιταμίνης Β12 που προκαλεί χρόνια και συχνά ύπουλη βλάβη στο νευρικό σύστημα», διευκρινίζει ο ίδιος.
«Αν και μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι η vegan διατροφή μπορεί να έχει ευνοϊκές επιπτώσεις στην υγεία στη μέση ηλικία, όπως ο χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και διαβήτη τύπου 2, αυτό δεν ισχύει για τους ηλικιωμένους vegans, οι οποίοι φαίνεται ότι είναι πιο πιθανό να υποφέρουν από απώλεια μυϊκής μάζας, χαμηλή οστική πυκνότητα και νευρολογικές διαταραχές που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής. Πράγματι, το προσδόκιμο ζωής δεν διαφέρει στους χορτοφάγους σε σύγκριση με εκείνους που επιλέγουν μικτή διατροφή», ξεκαθαρίζει ο δρ Sanders.
Ο δρ Duane Mellor της Βρετανικής Ένωσης Διαιτολόγων, ο οποίος επίσης δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε ότι «το κλειδί για οποιαδήποτε δίαιτα με ή χωρίς ζωικά προϊόντα είναι ότι αποτελείται από ένα ευρύ φάσμα τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων λαχανικών, φρούτων, ξηρών καρπών, σπόρων, φασολιών, μπιζελιών και φακών, με δημητριακά ολικής αλέσεως και, αν θέλετε να τα καταναλώνετε, μέτριες ποσότητες κρέατος και γαλακτοκομικών».
«Εάν δεν επιθυμείτε να καταναλώνετε ζωικά προϊόντα, τότε πρέπει να συμπεριλάβετε στη διατροφή σας εναλλακτικές πηγές θρεπτικών συστατικών, όπως το ιώδιο, ο σίδηρος και το ασβέστιο, μαζί με τις βιταμίνες Β12 και D, καθώς και μια πηγή από ωμέγα-3 λιπαρών οξέα».
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό BMC Medicine.