ΣΤΟ “QUEER”, Ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΚΡΕΓΚ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΑΡΚΙΚΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΘΟΣ
Μια από τις πιο πολυσυζητημένες πρεμιέρες της φετινής Βενετίας, η δεύτερη φετινή ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο μετά το “Challengers” αποτελεί διασκευή Γουίλιαμ Μπάροους.
Φαίνεται μια ζωή πριν η εποχή που ο Λούκα Γκουαντανίνο διατηρούσε μια σχέση τρομερής έντασης με το φεστιβάλ Βενετίας και με το ιταλικό σινεμά εν γένει.
Όταν το A Bigger Splash είχε κάνει πρεμιέρα εκεί το 2015 δεν ήταν λίγες οι γιούχες που είχαν ακουστεί, ενώ ο ίδιος δε φοβόταν να δηλώσει πως ένιωθε τελείως αποκομμένος από το «κατεστημένο» όπως έλεγε, του ιταλικού industry. «Κάθε τι που κινείται έξω από τους κανόνες του ιταλικού σινεμά, ήταν πάντα καταραμένο», έλεγε τότε στον Guardian σχολιάζοντας την απόσταση που έχει και που νιώθει από τους σύγχρονους πατεράδες του σινεμά της γειτονικής χώρας, όπως τον Ματέο Γκαρόνε και φυσικά τον Πάολο Σορεντίνο.
«Με ενδιαφέρει περισσότερο η επαναστατική ομορφιά παρά η τέλεια ομορφιά, για να είμαι ειλικρινής», δήλωνε τότε ρίχνοντας ξεκάθαρη μπηχτή προς τον Σορεντίνο. «Το ιταλικό σινεμά σήμερα είναι κυρίως ένα γραφείο τουρισμού». Άουτς!
Το πέρασμα των χρόνων όμως φέρθηκε πολύ καλά στον Γκουαντανίνο αλλά και στη σχέση του με το μεγάλο φεστιβάλ της χώρας του. Ίσως επειδή ο ίδιος ταξίδεψε ξεκάθαρα, οριστικά και αμετάκλητα στο Χόλιγουντ – έχουμε δει μια παρόμοια δυναμική και εδώ στα δικά μας, με τον Λάνθιμο. Το υπέροχο Bones & All κέρδισε βραβείο στη Βενετία πριν δυο χρόνια, ενώ πέρσι το Challengers θα ήταν ταινία έναρξης αν οι απεργίες ηθοποιών και σεναριογράφων (και η χολιγουντιανή απληστία) δεν άλλαζαν τα σχέδια όλων.
Το Challengers κυκλοφόρησε φέτος, ήταν και παραμένει ένας θρίαμβος, ένα ηλεκτρισμένο έπος σεξουαλικής ενέργειας και πάθους (και τένις) και τώρα ο Γκουντανίνο επιστρέφει ξανά στη Βενετία με τη δεύτερή του ταινία για φέτος. Το Queer όμως είναι κάτι διαφορετικό, κι ας προέρχεται από μια σχεδόν πανομοιότυπη δημιουργική ομάδα με το Challengers.
ΑΛΚΟΟΛ, ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΑΙ ΙΔΡΩΤΑΣ: ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ
Το Queer ξεκινά το 1950, όπου ο 50άρης Γουίλιαμ Λι, αμερικάνος στην πόλη του Μεξικό, περνά τις μέρες του μοναχικά, σουλατσάροντας στα σοκάκια της πόλης, μπαινοβγαίνοντας στα ίδια μπαρ, συναντώντας τα ίδια πρόσωπα, κάνοντας τις ίδιες καταχρήσεις. Ατελείωτη κατανάλωση αλκοόλ, κάθε πιθανή στιγμή της μέρας. Και τσιγάρα, πάρα πολλά τσιγάρα. Ο Λι έχει ρουτίνα αλλά στο μάτι του θεατή μοιάζει να κινείται χαοτικά. Είναι κάτι σαν μοτίβο που θα είχε μια μύγα, που ποτέ δε μπορείς να προβλέψεις με ακρίβεια πού θα σταθεί.
Εν προκειμένω όμως, ο Λι θα σταθεί όχι σε ένα μέρος, αλλά σε ένα πρόσωπο. Νέος στην πόλη, ο Γιουτζίν Άλερτον θα καθηλώσει τον Λι ο οποίος κατευθείαν θέλει να τον ξέρει, θέλει να είναι κοντά του, θέλει να ξέρει για αυτόν – και φυσικά, θέλει αυτόν.
Πάνω σε αυτή την επιθυμία που συστέλλει και διαστέλλει το χρόνο, ο Γκουαντανίνο στήνει το κάδρο του πάνω στον Λι του Ντάνιελ Κρεγκ, o οποίος με τη σειρά του στήνει το δικό του κάδρο πάνω στον Γιουτζίν του Ντρου Στάρκι – αναμφίβολα μια από τις αποκαλύψεις του φεστιβάλ. Ο Λι προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τον Γιουτζίν, αρχικά σε ένα επίπεδο σεξουαλικότητας. Μερικές από τις πιο απολαυστικές σκηνές της ταινίας έρχονται νωρίς, όσο ο Λι πετάει δολώματα στις συζητήσεις του με τον Γιουτζίν μπας και εκείνος τσιμπήσει, αλλά η απορία παραμένει: «Is he queer?»
Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο του Γουίλιαμ Μπάροουζ, του οποίου τα διάφορα αφηρημένα στοιχεία τον κάνουν δύσκολο συγγραφέα να αποτυπωθεί στη μεγάλη οθόνη. Στο Γυμνό Γεύμα, ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ πέτυχε διάνα εισάγοντας βιογραφικά στοιχεία μέσα στην αφήγηση, ενισχύοντας έτσι τα αφηρημένα στοιχεία και ανάγοντάς τα σε κάτι ισχυρά πολυεπίπεδο. Ο Γκουαντανίνο έχει άλλες ιδέες, με ενδιαφέρον ίσως, αλλά όχι πάντα πετυχημένες καθώς συναντά κάποια απροσπέλαστα προβλήματα.
Με ένα σενάριο από τον Τζάστιν Κουρίτσκις (του Challengers) που σπάει την ιστορία σε κεφάλαια διαφορετικών τόνων αλλά και αίσθησης ταχύτητας, ο Γκουαντανίνο μοιάζει να εξερευνά ξεχωριστά κομμάτια της ψυχής στην κάθε ενότητα της ιστορίας. Το πρώτο και μεγαλύτερο ακολουθεί τον Λι σε αυτή την καθημερινότητα ρουτίνας που κάπως σα να ξεβιδώνεται όταν εμφανίζεται ο Γιουτζίν. Ξαφνικά η μοναξιά του αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του αντικειμένου του πάθους του. Τα συναισθήματά του ζωντανεύουν, αποκτούν ξανά λόγο ύπαρξης, τον περικυκλώνουν – και φυσικά τον πονούν.
Ο Γκουαντανίνο λέει πως μεγάλη έμπνευση για το Queer πήρε μελετώντας γενικότερα τον Μπάροουζ. Αναφέρεται στην τελευταία σημείωση που άφησε ο συγγραφέας στο προσωπικό του ημερολόγιο πριν τον θάνατό του: «Πώς μπορεί ένας άντρας που βλέπει και νιώθει, να είναι τίποτα άλλο παρά θλιμμένος;» Αυτό το πρώτο εκτεταμένο κεφάλαιο της ταινίας είναι μια βαθιά, αλλά πολύχρωμη και ολοζώντανη, θλίψη.
Πολύς κόσμος θα το βρει κουραστικό και επαναλαμβανόμενο, και ομολογουμένως υπάρχει μια επιδερμικότητα στον τρόπο με τον οποίο οι παραπάνω ιδέες συνθλίβονται σε μια πιο μονοσήμαντη αφήγηση και προβληματική. Η εμμονή του Λι – όπως εκφράζεται μέσα από έναν σπουδαίο Ντάνιελ Κρεγκ, που μοιάζει διαρκώς εύθραυστος αλλά και διαρκώς αξιοπερίεργος. Είναι ένας σταθερά εξαιρετικός ηθοποιός εδώ και χρόνια, καταφέρνοντας να σπάει την πλάκα του αλλά και να αναζητά τους πιο ζουμερούς ρόλους, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα ένα επίπεδο stardom που δε θα σβήσει ποτέ – γιατί πάντα θα είναι ο Τζέιμς Μποντ, και γιατί πάντα θα είναι ο Τζέιμς Μποντ που μετά δοκίμασε να κάνει τέτοιους ρόλους.
Η κάμερα είναι διαρκώς πάνω του καθώς κινείται μέσα στα εμφανή σκηνικά μιας πόλης, σε ένα σύμπαν τεχνητό που είναι όμως γεμάτο από αμέτρητες λεπτομέρειες που σηματοδοτούν μια ζησμένη ζωή. Κάθε χώρος είναι γεμάτος μισοτελειωμένα ποτήρια ρούμι και μισοσβησμένα τσιγάρα, και κάθε κορμί στάζει από τον ιδρώτα, σαν αποδείξεις πως αυτοί οι άνθρωποι κάποτε υπήρξαν, σαν μια απέλπιδα προσπάθεια να αφήσουμε το στίγμα μας στο σύμπαν – μια ύπαρξη που θα χρονολογείται ενώνοντας τις τελείες, δηλαδή κάθε τι χρησιμοποιημένο και παραπεταμένο.
Αυτή η προσέγγιση του Γκουαντανίνο είναι πολύ ενδιαφέρουσα, όμως η πλαστικότητα του κόσμου δεν αναδεικνύει απόλυτα το υλικό, ενώ το μεγαλύτερο πλήγμα της ταινίας είναι η επαναληψιμότητά της. Μοιάζει στην πραγματικότητα σα να μην έχει να πει, όσα νόμιζε πως είχε. Αλλά εντάξει, και σε ποιον δεν έχει συμβεί αυτό.
Σε μια μεγάλη τονική μετατόπιση, είναι τα επόμενα κεφάλαια που παραδίδονται ολοκληρωτικά στον μυστικιστικό παραλογισμό, σε ένα ταξίδι που χάνει τον μπούσουλα για τα καλά καθώς ο Λι αναζητά τα καλά κρυμμένα κομμάτια του εαυτού του που μόνο ένα πολιτισμικό (και συναισθηματικό) σοκ μπορεί να φέρει στην επιφάνεια. Είναι αυτό το κομμάτι του φιλμ που παρά τις πανέμορφες εικόνες που προσφέρει, και μια άξια τελική αίσθηση κρεσέντου προς ένα πολύ δυνατό και ταιριαστά αφαιρετικό φινάλε, τελικά μας αφήνει σε μια αβεβαιότητα. Ο Γκουαντανίνο προσπαθεί, ο Κρεγκ ίσως ακόμα περισσότερο (και οι συνθέτες, Άττικους Ρος και Τρεντ Ρέζνορ, ίσως και να προσπαθούν υπερβολικά κιόλας), αλλά η ταινία ξεκινά και φρενάρει συνεχώς.
Είναι ο Γκουαντανίνο, ίσως, που φοράει ξανά πρωτίστως το καπέλο του κριτικού, του αναλυτή τέχνης. Του αφηγητή που έχει μεγαλύτερη περιέργεια να δει πώς θα λειτουργήσει μια σκηνή εκεί πέρα, ή μια σκηνή κατασκευασμένη με έναν συγκεκριμένο εσωστρεφή τρόπο. Παρά να αφεθεί ολοκληρωτικά σε μια ιστορία, φλεξάροντας παράλληλα κάθε πιθανό σκηνοθετικό μυ – όπως στο Challengers, ναι. Ή και στο Call Me By Your Name. Όχι πως πειράζει, φυσικά: Τα abstractions είναι για να δοκιμάζονται και να προκαλούνται – κι ό,τι θέλει, προκύψει.
«ΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΌ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ»
Παρόλαυτά η ομορφιά είναι σε σημεία αδιαμφισβήτητη και επίπεδο καθαρά αισθητικών απολαύσεων αδιαπραγμάτευτο – είτε αυτό αφορά τις ερμηνείες, είτε τα σκηνικά, είτε μερικές φοβερά ξεκάθαρες σεξουαλικές σκηνές, που έπαιξαν το ρόλο τους στην ανακήρυξη της φετινής Βενετίας ως εκείνης όπου επέτρεψε για τα καλά ο ερωτισμός και ο πόθος στο σινεμά. (Βλέπε και: Babygirl.)
«Δεν υπάρχει τίποτα το οικείο στο να γυρίζεις μια σκηνή σεξ σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό», ομολογεί ο Ντάνιελ Κρεγκ μιλώντας στους δημοσιογράφους στη Βενετία. «Υπάρχει ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους που σε κοιτάνε!» Όσο για το Queer, τόνισε πως «θέλαμε να το κάνουμε όσο πιο συγκινητικό και όσο πιο αληθινό και φυσικό ήταν δυνατόν».
Σε αυτό έπαιξε ρόλο κι η επιθυμία του να δουλέψει με τον Γκουαντανίνο, κάτι που ήθελε για 20 χρόνια, από όταν πρωτογνωρίστηκαν, λέγοντας πως το Queer θα ήταν το φιλμ που αν δεν το είχε κάνει και απλώς το έβλεπε, θα σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να το έχει κάνει. Για τον δε Γκουαντανίνο η επιθυμία να δουλέψει με τον Κρεγκ πηγάζει από την γνώμη του πως είναι ένας από τους σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής μας, με μια γενναιοδωρία στην προσέγγισή του. «Πολύ λίγοι από τους εμβληματικούς ηθοποιούς αφήνουν να φανεί το ότι είναι εύθραυστοι», λέει πολύ σωστά.
Η κορυφαία πάντως στιγμή της συνέντευξη τύπου ήρθε όταν μια δημοσιογράφος ρώτησε τον Ντάνιελ Κρεγκ αν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει γκέι Τζέιμς Μποντ. Τότε ο Γκουαντανίνο πήρε το μικρόφωνο δίπλα σε έναν κάπως αμήχανο Κρεγκ, και είπε το ήδη iconic: «Guys, ας είμαστε απλά ενήλικες έστω για μια στιγμή μέσα σε αυτό το δωμάτιο», προκαλώντας βροντερά γέλια.
Το Queer πάντως σίγουρα είναι ένα πολύ ενήλικο φιλμ, από έναν σκηνοθέτη που μοιάζει σε ένα σημείο της καριέρας του που γεφυρώνει με ευκολίες ενήλικες εμπειρίες με εμπειρίες ενηλικίωσης – εξάλλου ποιος λέει πως αυτές δε μπορεί να ταυτίζονται, έχοντας ως αγωγό το αμόλυντο πάθος. Το Queer συζητήθηκε και δίχασε στη φετινή Βενετία και τελικά ίσως αυτό να έχει μεγαλύτερη αξία για να έναν αναλυτικό και φιλοπερίεργο δημιουργό σαν τον Γκουαντανίνο.
Το Queer αναζητά διανομή στην Ελλάδα. Το 81ο φεστιβάλ Βενετίας διεξάγεται 28 Αυγούστου ως 7 Σεπτεμβρίου.