Νίκος Κατσαρός

ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ: ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ ΜΟΥ ΕΙΧΕ ΠΕΙ, “ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΑ ΕΧΩ ΟΣΑ ΓΟΥΣΤΑΡΩ. ΜΙΑ ΡΟΚΙΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΓΡΑΨΕΙΣ”

Μια μεγάλη συζήτηση με τον σπουδαίο τραγουδοποιό λίγο πριν κλείσει τα 30 του χρόνια στη δισκογραφία. Τα τραγούδια, οι συνεργασίες, η Φολέγανδρος, τα σκυλάδικα, η απρόσμενη επιτυχία. Και ένα ψώνιο στην Πλατεία Μαβίλη -που ίσως και να μην ήταν.

Με τον Κώστα Λειβαδά βρεθήκαμε στο σπίτι του στη Νέα Πεντέλη, με αφορμή τη μεγάλη συναυλία του αυτήν την Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου στο Κηποθέατρο Παπάγου με καλεσμένους τους φίλους και συνεργάτες του Ελεονώρα Ζουγανέλη, Ερωφίλη, Ανδριάνα Μπάμπαλη, Ελένη Τσαλιγοπούλου και Ρένο Χαραλαμπίδη.

Καθίσαμε μερικά μέτρα μακριά από το χριστουγεννιάτικό του δέντρο, που αναβοσβήνει όλο τον χρόνο, και είχαμε τον νου μας συνεχώς σε δύο πολύ ανυπόμονα γατιά, που δεν καταλάβαιναν από τις συνεντεύξεις και τις δουλειές του αφεντικού τους -προσωρινού αφεντικού γιατί χαρίζονται.

Όταν, λοιπόν, δεν τα ξετρυπώναμε κάτω απ’ τον καναπέ, καταφέρναμε να συζητήσουμε για όλη αυτήν τη μεγάλη πορεία που έχει διαγράψει τα τελευταία 29 χρόνια στη δισκογραφία ο γνωστός τραγουδοποιός. Για τις συνεργασίες του, τα όχι και τα ναι του, τις ιστορίες πίσω απ’ τα τραγούδια κι ένα σωρό ακόμη άλλα πράγματα, που καλύτερα να μην τα αναφέρω τώρα. Γιατί η συνέντευξη είναι ποταμός και αυτός ο πρόλογος το μόνο που κάνει είναι να σας καθυστερεί.

Νίκος Κατσαρός

Ξέρεις έχω μια απορία με όσους έχουν γράψει τραγούδια που έγιναν τεράστιες επιτυχίες από άλλους ενώ είναι και οι ίδιοι ερμηνευτές. Δεν ζηλεύεις; Δεν λες γιατί το “Για να σε συναντήσω” να μην το είχα πει εγώ;
Όχι, θα σου πω. Σε πρώτη ανάγνωση, υπάρχει αυτή η σκέψη -που είναι δικιά σου και όχι δικιά μου- η οποία θα έλεγα ότι είναι δικαιολογημένη.

Όμως σε δεύτερη ανάγνωση πρέπει να σκεφτεί κανείς πώς ήταν η εφηβική και μετεφηβική μου καρδιά. Ή αν πίστευα πάντα στη συνάντηση και το δημιουργικό της μέρος και όχι στο Κώστας κερνάει, Κώστας πίνει! Γιατί όσο μου άρεσε το κομμάτι να εκφράζομαι ο ίδιος στους προσωπικούς μου δίσκους, άλλο τόσο μου άρεσε και το κομμάτι της συνεργασίας. Και το είχαν και διάφοροι ήρωές μου από το εξωτερικό αυτό το δίπολο, παρότι στην Ελλάδα δεν το βλέπουμε συχνά.

Ή θα πρέπει να σκεφτεί κανείς αν εγώ ένιωθα εκείνη τη στιγμή ότι ένα τραγούδι σε πιο λαϊκούς δρόμους ή ένα τραγούδι με έντονα θηλυκή ψυχή, θα εκτοξευόταν αν το έδινα σε άλλον ή άλλη ερμηνεύτρια .

Τώρα τα υπόλοιπα ανήκουν και σε ένα πάρα πολύ σημαντικό παράγοντα της δουλειάς μας, που λέγεται τυχαιότητα.

Και μπορεί αυτά τα τραγούδια, αν τα είχα πει εγώ, αλλιώς να είχαν πορευτεί. Δηλαδή τώρα εκ των υστέρων και αφού τα αγάπησε ο κόσμος, λέμε ότι θα μπορούσε να είχε γίνει το ένα ή το άλλο. Αλλά δεν το ξέρει κανείς αυτό.

Το λέω αυτό γιατί γενικά στην Ελλάδα ο δημιουργός τα τελευταία χρόνια περνάει πολύ σε δεύτερη μοίρα και είναι συχνό να μην ξέρουν καν ποιος έχει γράψει το τραγούδι. Ο τραγουδιστής είναι πολύ ψηλά.
Ναι, βέβαια. Ο Έλληνας, όπως είναι ερωτευμένος με τον παραμυθά του, έτσι είναι ερωτευμένος και με τον τελάλη του. Δηλαδή για τους περισσότερους Έλληνες, τραγουδισταράς και φωνάρα είναι αυτός που έφτασε πιο ψηλά ή που φώναξε πιο πολύ. Που έβαλε όλη του τη δύναμη.

Σαν να κάνει επίδειξη; Δεν μπορείς αυτούς τους τραγουδιστές εσύ, θες πιο λιτά πράγματα;
Δεν είναι θέμα αν θα κάνει επίδειξη. Μπορεί να είναι μια σχολή, μπορεί να είναι ο τρόπος που λειτουργεί καλύτερα το όργανό του. Σίγουρα εγώ δεν ανήκω σε αυτούς. Προτιμάω αφηγητές και ερμηνευτές των αποχρώσεων με πιο ελεγχόμενο τρόπο.

Πού και πού υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις βέβαια που η ιδιοφυΐα τους τους επιτρέπει να μπαινοβγαίνουν σε αυτό τον κόσμο με τέτοια χάρη που είναι σαν να μη γίνεται.

Νίκος Κατσαρός

Μου είπες προηγουμένως ότι δίνεις τραγούδια γιατί σου αρέσει και η παρέα και η συνεργασία.
Πίστευα πάρα πολύ στη συνεργασία και ότι όσο πιο πολλά δώσεις, τόσο πιο πολλά θα σου έρθουν πίσω. Και μέσα από την ευγένεια της ζωής, όχι συμφεροντολογικά.

Και για πάρα πολλά χρόνια μου έλεγε κάποιος να του δώσω ένα τραγούδι και εγώ του έδινα δέκα για να διαλέξει το ένα. Ανύποπτος κιόλας τι θα γίνουν τα άλλα τραγούδια. Καμιά φορά έμεναν στην άκρη και έβγαιναν τρία χρόνια μετά.

Για παράδειγμα όταν κάναμε τον δίσκο “Αλλάζει κάθε που βραδιάζει” με την Ελένη και τον Γιώργο Ανδρέου ήταν να μπει και το “Εγώ σε αγάπησα εδώ” στον δίσκο αλλά επειδή το “Πιάσε με” είχε ήδη βγει ως single και είχε δημιουργήσει μια κατάσταση, είπαν να το βάλουμε σε μια επόμενη δουλειά.

Ούτε καν είπα ότι “αφού έμεινε απ’ έξω, τώρα θα το πω εγώ”.

Είχα έναν τρόπο ζωής -θα τολμήσω να την πω αυτή την λέξη- πολύ πιο μποέμικο. Ήμουν πιο πολύ χαμένος μέσα σε σημειώσεις και στο προσωπικό ημερολόγιο και τα ταξίδια παρά σ’ αυτές τις ζυγαριές.

Και όπως όλες οι επιλογές στη ζωή έχουν κάποια καλά και έχουν και κάποια άσχημα, έτσι κι εδώ.

Νιώθεις ότι πήρες πίσω απ’ αυτό που έδωσες;
Κοίτα, εμένα με ενδιέφεραν τα τραγούδια. Ήθελα να είναι πρωταγωνιστές, δεν ήθελα να βγω εγώ μπροστά απ’ αυτά. Άρα η αγάπη που έχω πάρει από τον κόσμο για τα τραγούδια -και που ένα μέρος της το χρωστάω και στους ερμηνευτές- είναι πάρα πολύ μεγάλη.

Νίκος Κατσαρός

Ανέφερες τη Τσαλιγοπούλου προηγουμένως και θυμήθηκα μια συνέντευξή σου που έλεγες ότι κάποια τραγούδια σου στην αρχή δεν τα ήθελε και ότι εσύ επέμεινες.
Αυτή είναι μια μόνιμη ιστορία. Για αυτό θα ήθελα μια μέρα, αν γράψω εγώ ή κάποιος γράψει κάτι για μένα, ο τίτλος να είναι “Mainstream by accident”. Μου ταιριάζει τελείως.

Είναι λίγα τα τραγούδια μου που αγαπήθηκαν πολύ και που ο τραγουδιστής να τα προτίμησε από την αρχή χωρίς δεύτερες σκέψεις.

Και με την Ελένη ήταν λογικό να συμβεί. Ερχόταν από έναν δίσκο με διασκευές, “Την εποχή του ονείρου”, που είχε κάνει 100.000 πωλήσεις και ξαφνικά από εκεί, από τη λαϊκή διασκέδαση, πήγε να συνομιλήσει με την εποχή της μέσα από ηλεκτρικά και λυρικά τραγούδια, κάποια μέσα από περίεργες φόρμες.

Οπότε εκεί δεν ήξερε τι να διαλέξει; Δεν ήξερε τι της πάει;
Φοβήθηκε ότι θα αργήσει να καταφέρει να πει ένα τέτοιο τραγούδι σαν το “Πιάσε με” για πρώτη φορά, να πετύχει αμέσως τη μεταφορά της σε αυτό το κλίμα. Αλλά η εταιρεία με το που πήρε το ντέμο στα χέρια της, το κυκλοφόρησε ερήμην μας, την ίδια εβδομάδα.

Πώς γίνεται αυτό;
Γίνεται. Είπαν: τι κάθεστε και συζητάτε τώρα για τις ηχογραφήσεις; Αυτό είναι! Το βγάζουμε τώρα. Είναι μια βόμβα στα χέρια μας!
Αυτό που ακούς τόσα χρόνια…

…είναι το ντέμο;
Είναι ένα καλό φροντισμένο ντέμο.

Δεν σε ενόχλησε;
Δεν πρόλαβε να με ενοχλήσει. Έγινε αμέσως επιτυχία και σε πωλήσεις! Ήταν άλλες εποχές και υπήρχε και αληθινή δισκογραφία.

Την Ελένη την ενοχλούν πολύ ένα δύο πράγματα που ακούει ακόμα στη φωνή της και ο Γιώργος Ανδρέου θα ήθελε να έφτιαχνε αλλιώτικα κάποια μπάσα, εγώ κάτι πήγα να σκεφτώ. Αλλά ειλικρινά ήταν η στιγμή. Το μομέντουμ!

Δηλαδή σε 1,5 μήνα είχε στο Θέατρο Δάσους μια συναυλία και ήδη όλος ο κόσμος τραγουδούσε αυτό το τραγούδι.

Νίκος Κατσαρός

Γενικά εσύ γιατί έχεις δώσει τόσα πολλά τραγούδια σε γυναίκες; Γιατί σε τραβάει αυτό τόσο;
Δεν ξέρω. Ίσως γιατί έζησα με πάρα πολλές γυναίκες στην οικογένειά μου.

Ξαδέρφες, θείες, τι;
Με τις δύο γιαγιάδες μου, τις θείες μου, με ξαδέρφες μου αλλά και οικογενειακές φίλες. Επιδραστικά πρόσωπα, με προσωπικότητες για μυθιστόρημα. Και αργότερα βέβαια και απ’ τις γυναίκες με τις οποίες έκανα σχέση.

Με κάποιο τρόπο πάντα μιλούσαν κάποιες ηρωίδες μέσα από μένα. Είχαν και θηλυκή ψυχή δηλαδή πολλά από τα τραγούδια μου και τη ματιά αυτών των γυναικών .

Μου λέει μια φορά ο Αθερίδης “γιατί το ‘Πιάσε με’ έχει θηλυκή ψυχή; Δεν το καταλαβαίνω. Εγώ το άκουσα από σένα και είναι μια χαρά”. Εντάξει, κατόπιν εορτής μπορεί να το πει κάποιος αυτό.

Αλλά είναι σωστή η παρατήρησή σου γιατί έκανα και με τη Γιώτα Νέγκα ένα ολόκληρο δίσκο, έκανα και με την Ανδριάνα τόσα χρόνια, και με την Ελένη και με την Ελεωνόρα, τη Μελίνα Ασλανίδου, τη Βίκυ Καρατζόγλου και με τη Μαρίζα Ρίζου.

Υπάρχουν πράγματα που μπορεί να μάθει κάποιος από μία γυναίκα για τον εαυτό του που δεν μπορεί να τα μάθει από πουθενά αλλού. Και γι’ αυτό είναι ο καθρέφτης μας.

Μέσα απ’ αυτή βλέπεις και το μεγαλείο σου και την ξεφτίλα σου. Κατάλαβες; Και γι’ αυτό μια σχέση πάντα έχει μια ιερότητα και είναι πολύτιμη.

Εν τω μεταξύ, με “Τα παιδιά των δρόμων” νιώθω ότι μας κορόιδεψες λίγο, θα σου πω γιατί. Είχε πολύ χαρούμενη μουσική, αισιόδοξη, ανεβαστική αλλά οι στίχοι ήταν λίγο σκοτεινοί, λίγο πιο ψαγμένοι. Το έκαναν και οι Smiths συχνά αυτό.
Το έκαναν πάρα πολλοί.

Έχεις δίκιο, πάντως, το τραγούδι είναι σχεδόν ευαγγελικό σε κάποια πράγματα. Μετά από χρόνια μου είπε ο Ξενοφών Ραράκος από τον “Μελωδία” ότι “δεν ξέρω αν έχεις καταλάβει ότι στο τέλος είναι κάποια λόγια που είναι πάρα πολύ κοντά σε κάποια μέρη της εξοδίου ακολουθίας”.

Τώρα όλα αυτά γίνονται υποσυνείδητα. Εγώ ένα τραγούδι για τον αδερφό μου ήθελα να γράψω, που ήταν 30 χρόνια στο δρόμο ως κούριερ και που είχε πάει να σκοτωθεί δέκα φορές.

(Ζει;)
Ναι, είναι μια χαρά αλλά δεν οδηγεί πια μηχανές. Προς Θεού, χαχ και βασιλεύει!

Το είχα γράψει γι’ αυτόν αλλά τι λέει ο Τσιτσάνης ο δάσκαλος; “Ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στον ίδιο τον σκοπό”. Ξεκινάει δηλαδή σαν να είναι ένας αστρονόμος, με μια επισήμανση ενός φυσικού φαινομένου και αμέσως μετά “φέρτε μου να πιω το ακριβότερο ποτό, εγώ πληρώνω τα μάτια που αγαπώ”.

Κοίτα τώρα πώς το προσωπικό είναι δεμένο με το συλλογικό για να πάει παντού αυτή η ιστορία, για να είναι τόσο συμπαντική όσο ο προσωπικός νταλκάς.

Και με τι είναι ντυμένο; Με μια από τις πιο χαρούμενες μουσικές ενώ λέει ότι “θα πάμε εσύ στο χώμα και εγώ στη φυλακή”.

Η Τσαλιγοπούλου πχ, όταν άκουσε τα λόγια μου είπε για πλάκα “αυτό είναι Ντύλαν με Ταρκόφσκι”. Ούτε το “Είναι εντάξει μαζί μου” ήθελε να πει.

Για το “Για να σε συναντήσω”, η πρώτη απάντηση του Λιδάκη ήταν “δεν ξέρω αν είναι για μένα αυτό το τραγούδι”.

Πάντως μου έλεγε στη συνέντευξη μας ο Λιδάκης ότι την αλλάξανε λίγο τη μουσική. Μου το τραγούδησε λίγο διαφορετικά στο τηλέφωνο.
Κοίτα, εγώ έπαιζα το τραγούδι live από το ‘96 μόνος μου και αργότερα με τον Οδυσσέα Τσάκαλο. Εκεί ζωήρευε πια γιατί ήταν και τα κρουστά του Οδυσσέα, αλλά πιο πολύ τους Nirvana είχα στο μυαλό μου εγώ, όσο και αν δεν το πιστεύεις και ένα ίσιο τέμπο, παρά μια εξωτική λαϊκή ρούμπα. Μέσα στο στούντιο και μετά από συζητήσεις με τον Ανδρέου και με το Θύμιο Παπαδοπουλο στο τελος , διαμορφώθηκε αυτός ο τελικός ήχος του τραγουδιού.

Και πάλι όταν πρωτοδιαμορφώθηκε ήμουν ανύποπτος για το τι θα συμβεί μ’ αυτό.

Ο Ρένος Χαραλαμπίδης μου λέει ότι είδε στο Ά Νεκροταφείο, κάπου μέσα σε αυτά τα μαρμάρινα σημειώματα να γράφει κάποιος “για να σε συναντήσω” στη γυναίκα του που είχε χαθεί. Και μου λέει ότι “αν πραγματικά το κριτήριο της πολύ βαθιάς λαϊκής επιτυχίας είναι οι γάμοι και οι κηδείες, ε, τότε πρέπει να μη ξαναγράψεις τίποτα στη ζωή σου”.

Αλλά παρακάμπτω τις μακάβριες εξυπνάδες του και λέω ότι το “Για να σε συναντήσω” δεν μπορείς να το προσπεράσεις. Δεν είναι πλάκα. Παντρεύτηκαν τόσες χιλιάδες κόσμος. Μου ήρθαν γράμματα, μου ήρθαν βίντεο από αγνώστους. Και όχι μόνο. Άνθρωποι άλλαξαν ηπείρους ολόκληρες και ωκεανούς σαν ερωτικοί μετανάστες με αυτό.

Είναι κομμάτι που ξέφυγε των ορίων και των προθέσεων.

Και επίσης ξέφυγαν και από τα χέρια σου και στο YouTube γιατί υπάρχει ένα βίντεο με μια κατσίκα. Το έχεις δει αυτό;
Το έχω δει και φαντάζομαι ότι συνδέεται με Κρήτη. Είναι κρι κρι, δικό μας πράγμα από κάτω! Το γεγονός ότι είμαι από τα Χανιά αλλά και ο εμβληματικός Κρητικός Λιδάκης, πρέπει να φέρανε στο μυαλό του δημιουργού του βίντεο του αυτό το αγέρωχο κρι κρι πάνω στην πλαγιά του γκρεμού.

Έχει τόσα εκατομμύρια views που θα είναι κρίμα πια να κατέβει.
Ναι από την άλλη, υπάρχει και μια λεπτομέρεια εδώ που θέλω να σου πω. Το τραγούδι βασίζεται σε ένα αληθινό στιγμιότυπο. Τα λόγια τα έχω γράψει εγώ, εκτός από το ρεφρέν.

Που είναι του Λειβαδίτη νομίζω;
Ναι, πώς όμως έγινε; Εγώ διάβαζα τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη εκείνο το απόγευμα, ο οποίος παρεμπιπτόντως σαν φιγούρα μου ήταν οικείος γιατί έμενε στην Πατησίων κι αυτός όταν ήμουν μικρό παιδί.

Η σχέση με την οποία ήμουν τότε μπήκε και βγήκε από το σπίτι είκοσι φορές. Έφερνε πράγματα απ’ το σούπερ μάρκετ, πήγαινε να πληρώσει έναν λογαριασμό, ξαναγύριζε, ξαναέβγαινε. Και είχα σημειώσει από το ποίημα “Γυναίκα” του Λειβαδίτη να τις διαβάσω αυτό το απόσπασμα. Και την 15η φορά που την είδα να πηγαινοέρχεται της είπα “κάτσε ένα λεπτό, κάτσε να σου διαβάσω κάτι, όλο φεύγεις”.

Οπότε με τα λόγια “κάθισε εδώ κοντά μου, μου ‘λειψες ξαφνικά” και με την ανάγνωση του δίστιχου που ήθελα να της διαβάσω , αυτήν ακριβώς τη στιγμή φυλάκισα.

Αλλά πολλοί νόμιζαν ότι είναι όλο ένα ποίημα του Λειβαδίτη.
Nαι, και το οποίο με κολακεύει αφόρητα. Φυσικά, ένα τέτοιο ποίημα είναι αδύνατον να μη σου ανεβάσει και σένα το λέβελ.

Αλλά γενικά γράφεις πολύ βιογραφικά τραγούδια, έτσι;
Τις περισσότερες φορές το σκέφτομαι σαν καμάρι μου αυτό, επειδή πράγματι εκτίθεμαι αληθινά και πολλές φορές χωρίς καθόλου μάσκα ήρωα αλλά επειδή ξέρω ότι το στενό βίωμα της εποχής, είτε είναι ερωτικό μας χρονογράφημα είτε είναι πιο κοινωνικό και ανοιχτά πολιτικό, κινδυνεύει πάρα πολύ να έχει βραχεία ζωή, μετά τα πολύ πρώτα χρόνια χάθηκα και αλλιώς σε αυτό το υπέροχο παιχνίδι. Γιατί θυμάμαι και στο Ωδείο αλλά και αργότερα από κουβέντες του Χατζιδάκι και άλλων να λένε ότι το τραγούδι πρέπει να είναι ένα παιχνίδι. Δεν πρέπει να είναι μια ξερή καταγραφή απλά αλλά μια αποκάλυψη. Ένα και ένα να κάνουν τρία.

Φυσικά και θα είναι βιωματικό. Αλλά μπορεί να μιλάς για έναν μύθο ή για το πώς κινείται το φεγγάρι.

Δεν την ξέχασα ποτέ αυτήν τη διάκριση και αυτόν τον φάρο.

Νίκος Κατσαρός

Όπως βιωματικό ήταν και το “Σαν να μην πέρασε μια μέρα”; Αλλά εμένα πιο πολύ με νοιάζει να σε ρωτήσω, όχι για την κοπέλα του τραγουδιού αλλά για το “ψώνιο” που ήταν μαζί της. Και μ’ αρέσει που τελειώνει εκεί η κουβέντα για αυτόν, που τον λες “ψώνιο” με τέτοια σιχασιά και τέλος, δεν έχεις να πεις κάτι άλλο (σ.σ. γελάμε).
Αυτό το τραγούδι γράφτηκε επιτόπου, δηλαδή μια που είδα τη σκηνή στη Μαβίλη, μια που πήγα μέσα στο Flower και ενώ μου μίλαγε ένας θαμώνας, εγώ ήμουν ακόμη αναστατωμένος από όλα αυτά. Τον παρακολουθούσα, αλλά σιγά σιγά φαίνεται για να εκτονώσω αυτό που δεν μπορούσα να του πω άρχισα να γράφω πάνω στη μπάρα τα λόγια.

Γιατί δεν μπορούσες να του το πεις;
Γιατί δεν τον ήξερα καλά και ούτε ήμουν σε φάση να το σκαλίσω. Μάλιστα θα σου πω ένα άλλο φοβερό σημείο της τυχαιότητας εδώ.

Αυτό είναι ένα τραγούδι τελείως αυτόματης γραφής και του stream of consciousness που λένε και οι Αμερικανοί. Ήταν τραγούδι μπαμ εκείνης της ώρας. Μόνο μια λέξη διόρθωσα μετά. Το έγραψα σε χαρτοπετσέτες και το έβαλα πίσω στην τσέπη του τζιν και έφυγα.

Εκείνη την ώρα, λοιπόν, η σωστότερη λέξη που μου βγήκε είτε επειδή έτσι μου φάνηκε είτε επειδή δεν μπορούσα να πω το τρισχειρότερο που σκεφτόμουν, ήταν “ψώνιο”.

Εκείνη φαντάζομαι ξέρει ότι έχεις γράψει αυτά τα τραγούδια (σ.σ. Έχει γράψει και το “Δειλά” για την ίδια), αλλά αυτος δεν θα το ξέρει.
Όντως το ξέρει εκείνη. Μετά από χρόνια που ξαναμιλήσαμε μου είπε ότι έχω καταλάβει τι είναι αυτά τα δύο τραγούδια. Έτσι δεν χρειάστηκε να πω τίποτα εγώ ποτέ.

Και πώς ήταν εμφανισιακά αυτός, θες να μου πεις;
Η πλάκα είναι ότι “αυτός” ήταν ένα τυπικό παιδί των 90s. Ούτε σαν να έχει έρθει από το Μερσέντες ούτε σαν να έχει βγει από κάποιο ροκ κλαμπ.

Ήταν ένας νορμάλ τύπος.
Ήταν ένας νορμάλ τύπος. Η στάση του όμως, εκτός αν μου φάνηκε εμένα έτσι, ήταν ενός υπερτροπαιούχου, που κάτι τρομερό είχε πετύχει. Αυτή την αύρα πήρα εγώ. Τώρα, ήμουν επηρεασμένος; Δεν ξέρω.

Ξέρεις ότι μπορεί να το έχει τραγουδήσει κι αυτός το τραγούδι.
Μπορεί, ναι. Ένα απλό δερμάτινο θυμάμαι φορούσε με ένα τζιν.

Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μπορεί να του έδωσα τον χαρακτήρα που είχα ανάγκη. Σκεφτόμουν ότι “βρε ψώνιο στα μέρη μου ήρθες με την…”. Κατάλαβες.

Πάντως μου φάνηκε πολύ καλά ισορροπημένο, κάτι που ούτε ακριβώς προσέβαλε.

Όχι, ήταν τόσο όσο. Στα λάιβ έτσι το λες; Ψώνιο; Δεν λες “βλάκα”;
Όχι (γελάει).

Γιατί άλλοι το κάνουν αυτό στα τραγούδια τους, το ξέρεις.
Το ξέρω. Όχι, δεν αλλάζω. Δεν μ’ αρέσει αυτό.

Για παράδειγμα λεει “Στο Μετακόμιση τώρα” ότι “πώς να μπει στη θέση του ο τρόμος;”. Και μου έλεγε κάποιος θεατής στο λάιβ να πω “πώς να πάει στο διάολο ο τρόμος;”. Και του λέω “όχι, μωρέ”.

Νίκος Κατσαρός

Οπότε τους στίχους τους είχες γράψει σε χαρτοπετσέτες;
Ναι, έβαλα το τζιν στο πλυντήριο και τις είχα ξεχάσει μέσα. Τις βρήκα και είχαν γίνει ένας πολτός χαρτιού με κακοαποτυπωμένα τα μισά γράμματα και για δευτερόλεπτα δεν το πέταξα. Διέσωσα τους στίχους με μεγεθυντικό φακό και τους έβαλα σε ένα συρτάρι για 6-7 μήνες. Κόντευα να ξεχάσω τι είχε αυτό το συρτάρι μέχρι που ο Δημητριάδης κάνοντας κάλεσμα για τον δίσκο των Μικρών Ηρώων, μου είπε και εμένα να φέρω ό, τι υπάρχει από υλικό.

Είχα προλάβει με το γκρουπ που ξεκινήσαμε εδώ από τη Νέα Πεντέλη, τους Υπνοβάτες, και είχα φτιάξει μια βερσιόν του, που είχε ως χαρακτηριστικό τα μιλητά κουπλέ, αλλά ήταν funky. Ο Γιώργος το κατάλαβε αυτό. Κράτησε την ιδέα του μιλημένου κουπλέ, αλλά την ευθυγράμμισε μουσικά και την έβαλε μέσα στο ροκ εντ ρολ.

Και αργότερα αυτά τα χαρακτηριστικά πνευστά οδήγησαν και τον Γιώργο να κάνει αυτά τα φωνητικά που μείνανε για όλους ως “ραπ ταπ ταπ ταραρά”.

Περιμένατε ότι θα γίνει αυτός ο χαμός;
Ούτε κατά διάνοια. Αυτό και αν δεν ήταν στις προθέσεις μας να είναι ένα μαζικό τραγούδι. Ήταν μέσα στο κλίμα μιας ακέραιας αντεργκράουντ μπάντας, που απλά ήθελε να κάνει έναν πιο εξωστρεφή δίσκο.

Γιατί δεν είναι το θέμα αν παίχτηκε στα “120 λεπτά” του MTV, στην εκπομπή που είχε με τραγούδια από όλο τον κόσμο. Είναι το θέμα ότι μετά φεύγει από τις προθέσεις σου και υπάρχει για 25 χρόνια από το πρόγραμμα του Ρουβά -μέχρι τι να σου πω- μέχρι στο πρόγραμμα Σπυράκος-Δασκουλίδης. Κυριολεκτώ.

Αλλά δεν μπορείς να το ανακόψεις αυτό. Ούτε μπορεί κάποιος να λέει εξυπνάδες.

Τι εννοείς;
Εννοώ τις αγκυλώσεις που είχαν οι παλιοί ρόκερ που θεωρούσαν ότι κάτι αν έχει γίνει αληθινά σκοτεινό και οι δημιουργοί του ήταν πράγματι λίγο πριν την αυτοκτονία, μόνο τότε ήταν γνήσιο και τότε δεν μπορεί ποτέ να αφορά πολλούς και συνηθισμένους ανθρώπους. Το οποίο είναι ένα τεράστιο λάθος. Έχω πάει σε κινέζικο καραόκε στην άλλη άκρη του κόσμου και χορεύανε το “Cocaine” κάτι κυρίες με βεντάλιες χωρίς να ξέρουν καλά καλά τι λένε.

Αυτές είναι οι μεγάλες εκπλήξεις που μπορούν να συμβούν με το τραγούδι.

Νίκος Κατσαρός

Mainstream by accident που είπες και πριν. Εν τω μεταξύ, άσχετο, αλλά πριν λέγαμε για “Τα παιδιά των δρόμων ” και σκέφτομαι ότι έχει λίγο μια μουσική που θα μπορούσε να γίνει σύνθημα. Θα μπορούσες να φανταστείς ένα γήπεδο να το τραγουδάει;
Κοίτα, το ρεφρέν του “Για να σε συναντήσω” ήταν σύνθημα στις κερκίδες του Χαριλάου πριν 4-5 χρόνια. Έλεγαν κάτι του τύπου “ότι για να σε συναντήσω Άρη μου, γι’ αυτό έγινε ο κόσμος” π.χ.

Επίσης με την “Επιμονή σου” είχε γίνει μια πολύ συγκινητική ιστορία με τους φιλάθλους του Ηρακλή. Είχε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας το κοριτσάκι ενός ανθρώπου που ήταν σεβαστό πρόσωπο και ψυχή της κερκίδας και έκαναν μια καμπάνια τα αθλητικά ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης με τίτλο “Η επιμονή σου”. Και τελικά μαζεύτηκαν τα λεφτά που χρειάζονταν, εγχειρίστηκε και είναι πολύ καλά η μικρή.

Και έτυχε την ημέρα που έγινε η παρουσίαση του ποσού που μαζεύτηκε να είναι η μέρα που ο πατέρας μου είχε παίξει το πρώτο του ματς πριν πενήντα χρόνια ακριβώς στο Καυταντζόγλειο ως παίκτης του Ηρακλή. Για κάποιον δεν σημαίνει τίποτα αλλά για μένα, για τον μικρόκοσμό μου σήμαινε πολλά. Γιατί δεν ζούσε πια και ο πατέρας μου.

Πάντως, το ότι άκουσα τον Παναγιώτη Γιαννάκη να λέει μετά τον ημιτελικό με τη Γαλλία και το βάλτο αγόρι μου “Εξάλλου χωρίς την πίστη της παρέας καθένας ένας είναι και ορφανός”…

Τρομερό, ναι. Ανατρίχιασες;
Βέβαια. Έχω και με τη μανία με τα αθλητικά. Αν δεν είχε συμβεί η περιπέτεια με το τραγούδι το πιο πιθανό που θα μπορούσα να είμαι θα ήταν ανταποκριτής αθλητικογράφος.

Και πώς είναι να μεγαλώνεις με έναν πατέρα που ήταν ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού;
Κοίταξε, είχε σταματήσει, είναι η αλήθεια, αρκετά χρόνια τη μπάλα, οπότε μέχρι να τα αντιληφθώ όλα αυτά είχα μεγαλώσει αρκετά. Σίγουρα μαθαίνεις τη λέξη γκολ πριν πεις μπαμπά ή μαμά και ποτίζεσαι με τα χρώματα της φανέλας, εν προκειμένω της ερυθρόλευκης και της κυανόλευκης που ήταν οι δύο ομάδες του.

Αν και αγαπούσε πάρα πολύ και τον Πανηλειακό, που ήταν η τελευταία του ομάδα. Εκεί τελείωσε εξαιτίας ενός πολύ άσχημου ατυχήματος στο γήπεδο. Του έσπασαν το ζυγωματικό και παραλίγο να χάσει το μάτι του. Εγχειρίστηκε 14-15 ώρες. Και νομίζω ότι το κουβάλησε σε όλη του τη ζωή το ότι σταμάτησε έτσι την μπάλα στα 28 του.

Τι θέση έπαιζε;
Είχε ξεκινήσει σαν εξτρέμ και ήταν ταχύτατος. Ήταν πρώτος σκόρερ στα πρωταθλήματα στην πρώτη κατηγορία Αττικής ως 16χρονος. Απλά ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό, όπως είχε τη διορατικότητα για όλα, σκέφτηκε ότι θα ήταν ένα τέλειο δεξί μπακ, επιθετικό.

Και τις τρεις χρονιές τότε, πήρε το πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός.

Δεν μπορείς να ξεφύγεις μωρέ από όλα αυτά. Ή από το πικάπ της μάνας μου πώς να ξεφύγεις; Ανοίγεις ένα μαγικό κόσμο τριών ετών, με λυχνίες, και πράσινες λάμπες και είναι ένα σύμπαν για πάντα.

Νίκος Κατσαρός

Τους έχεις χάσει τους γονείς σου;
Nαι.

Πώς διαχειρίστηκες την απώλεια τους; Με μουσική, με διάβασμα;
Δεν ξέρω. Σίγουρα η δουλειά αυτή σε σώζει πάντα απ’ αυτή την ιστορία. Aκόμη κι αν είσαι κουρέλι, ακόμη κι αν σέρνεσαι, μόλις ξαναμπείς μέσα, θα ξεχαστείς.

Ο θάνατος του πατέρα μου ήταν πολύ αιφνίδιος και σε σχετικά μικρή ηλικία, στα 66 του. Συνέβη ενώ ήμασταν μαζί. Και τον ακολούθησα με το ασθενοφόρο μέχρι το νοσοκομείο. Κι εκεί έχασε πια επαφή.

Ήμουν σε μια εποχή που ένιωθα ότι θα άρχιζα να κάνω την καλύτερη παρέα μαζί του. Πάντα ήμασταν πολύ κοντά, αλλά μετά από πολύ καιρό που είχαμε χαθεί, ένιωθα ότι ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο. Και γι’ αυτό ο θάνατός του ήθελε μια άλλη διαχείριση. Εκεί είναι το πιάσου από όπου μπορείς, η καλύτερη συμβουλή. Δηλαδή δεν θα περάσεις έξω από τη λύπη αλλά δεν πρέπει και να βουλιάξεις.

Όλες οι άλλες συμβουλές δεν είναι της παρούσης μέχρι να ολοκληρωθούν οι μεγάλοι κύκλοι πένθους.

Η μάνα μου έφυγε πριν τέσσερα χρόνια. Ήθελε πάντα να φύγει εδώ στο σπίτι με τα παιδιά της και αυτό έκανε. Ήταν τσαμπουκάς μέχρι το τέλος. Άλλη ιστορία εκεί, άλλη διαχείριση.

Αλλά το σημαντικό που θέλω να σου πω είναι ότι αν ήσουν παρών, αν τα ζήσεις όλα αυτά από κοντά, σου μένουν λιγότερα ερωτηματικά και δίνεται μια άλλη πιστοποίηση στα αισθήματά σου και στην αλήθεια της σχέσης και στο αξέχαστο κομμάτι της.

Δεν ήξερα ότι είχες γράψει αυτό το τραγούδι το “Πόση Μοναξιά” που παίζει στις “Ιστορίες του Αστυνόμου Μπέκα”. Φαντάζομαι ότι δεν θα το έγραψες συγκεκριμένα για τη σειρά.
Όχι, για τη σειρά το έγραψα αλλά τελικά είναι αυτό που σου έλεγα πριν. Δηλαδή η Μπάμπαλη ισχυρίζεται ότι αυτό είναι ένα τραγούδι για τη δική μας δουλειά και γι’ αυτό τρελαίνεται να το λέει. Εκεί που λέει “χτυπάει τηλέφωνο και κάθε φορά φοβάμαι ότι είναι για κακό”, θεωρεί ότι αυτό το έχει νιώσει χίλιες φορές -ότι “αχ, θα αναβληθεί μια συναυλία”, “αχ δεν θα κλείσει αυτή η δουλειά”.

Ένας άλλος φίλος ο οποίος δούλευε προγραμματιστής στην Αμερική μέχρι που έλιωσε το κεφάλι του και παρόλα τα χιλιάδες δολάρια τα παράτησε και γύρισε, μου έλεγε ότι το άκουγε και ένιωθε ότι μιλούσε για αυτή τη φυλακή μπροστά στον υπολογιστή.

Κι άκουσα κι ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, το “Οι φίλοι μας”, που έλεγε ο Κούτρας και δεν το ήξερα, και όταν το γκούγκλαρα είδα ότι το είχες γράψει εσύ.
Εκεί είναι τα λόγια του Μάνου Ελευθερίου όμως. Να ένα τραγούδι που αγαπάω πάρα πολύ. Επίσης μέσα μου νιώθω ότι χρωστάω το να ολοκληρώσω και αυτά τα δέκα τραγούδια που είχαμε διαλέξει με τον Ελευθερίου από το 2012 για να τα κάνουμε μαζί δίσκο.

Τα έχεις ακόμα αμελοποίητα;
Όχι, έχω μελοποιήσει τα εφτά, μένουν τα τρία που ήταν τα πιο δύσκολα και σύνθετα κείμενα και μου έλεγε ο Μάνος πάντα ότι “μα τι περιμένεις; Θα έχω φύγει όταν θα τα κάνεις”. Ή μου έλεγε ότι “ο Μαρκόπουλος στην ηλικία σου έκανε εφτά δίσκους τον χρόνο”. “Ε ρε Μάνο, ήταν ο Μαρκόπουλος και ήταν ιδιοφυία. Τι να κάνω τώρα εγώ;”.

Δηλαδή το τελευταίο του κείμενο ήταν ένα ρετσιτατίβο, ένα θεατρικό κείμενο προς μελοποίηση τριών σελίδων, για το οποίο θα πρέπει να φας μια φλασιά αληθινά εμπνευσμένη για να το μελοποιήσεις.

Ανέβασες και πρόσφατα ένα τραγούδι σας, την “Κάθετη Πτώση”.
Άρεσε πολύ στον Μάνο αυτό. Μου το είχε πει και στα τελευταία του γενέθλιά, που έκανε στο Μεταίχμιο. Με είχε φωνάξει να το παίξω.

Βλέπω ότι υπήρχε μία σχέση με τον Ελευθερίου. Πώς γίνεσαι φίλος με κάποιον που σε περνάει 40-50 χρόνια;
Είχαμε μια μεγάλη διαφορά ηλικίας αλλά κοίτα. Εγώ κατ’ αρχάς, όπως είπες κι εσύ πριν τη συνέντευξη, είμαι παλιομοδίτης. Μεγάλο μέρος μου ζει στη δεκαετία του ‘50 και του ‘60. Τέτοιες ήταν και οι προσλαμβάνουσες από το σπίτι μου.

Αλλά πράγματι, δεν ήταν μόνο αυτό. Έχεις δίκιο. Είχαμε και κοινές αγάπες.

Εγώ καταλάβαινα τη μοναξιά και την απελπισία της ακούραστης εργατικότητας του, ακόμη και με κλειστά μάτια.

Έγραφε αδιάκοπα;
Αδιάκοπα, ναι.

Επίσης έχω ένα πράγμα που λέγεται υπερμνησία, δηλαδή όχι απλά μεγάλη μνήμη και χωρητικότητα αλλά και μια εμμονή. Είμαι σαν κάποιον που τρέχει πάνω σε ένα άλογο αλλά κάθεται ανάποδα και κοιτάει προς τα πίσω.

Ξέρω ότι πάλι σε ρωτάω το ίδιο αλλά με την “Επιμονή σου” το περίμενες να γίνει αυτό που έγινε;
Όχι και δεν νομίζω ότι υπήρχε και κανένας άνθρωπος στην εταιρία που να πίστευε ότι αυτό ήταν το τραγούδι του δίσκου, γι’ αυτό και δεν βγήκε και πρώτο single.

Από όλες τις διηγήσεις που έχω καταλαβαίνω ότι έγινε γνωστό από ανθρώπους των εντύπων ή του ραδιοφώνου και μετά από τον κόσμο, που αντέδρασαν αμέσως στο άκουσμα και είπαν “Μα παιδιά, κάτι συμβαίνει εδώ, αυτό το τραγούδι τι είναι;”.

Εν τω μεταξύ, μέχρι σήμερα έχουν γίνει 3.000 ρεμίξ του τραγουδιού. Υπάρχουν και ρεμίξ που δεν υπάρχει ούτε η φωνή της Ελεονώρας. Υπάρχουν κάτι αντρικά φωνητικά που λένε “Η επιμονή σου, η επιμονή σου”. Είναι πολύ άθλιο. Είναι πέρα από μια φάρσα του Γούντι Άλεν.

Τι μπορείς όμως να κάνεις εκεί;
Ό, τι μπορώ κάνω. Κάποιους τους σταμάτησα, κάποιους τους είπα δυο λόγια. Με κάποιον που μου έστειλε ένα ρεμίξ που ήταν σαν αφρικάνικο τάνγκο, συγκρούστηκα πολύ.

Τουλάχιστον αυτός σου το έστειλε πριν το βγάλει.
Ναι, γιατί αυτός ήθελε official release.

Και τι του είπες;
Ότι “σε παρακαλώ, δεν έχει καμία σχέση, δεν ξέρω πως το σκέφτηκες αυτό το πράγμα και ότι εδώ κοντεύει να μην υπάρχει ούτε η φωνή της Ελεονώρας”. “Μα πίστεψέ με, μου λέει, μα θα το στηρίξουμε, μα μίλησα και στην εταιρία”. “Όχι, δεν μπορεί να γίνει”.

Άρα είπες όχι και σε λεφτά.
Πολλές φορές. Κάτσε τώρα, αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Όταν γινόταν χαμός με το “Σαν να μην πέρασε μια μέρα”, μας το ζήτησε μία αλυσίδα σουπερμάρκετ, ίσως η μεγαλύτερη στη χώρα, και που άρα θα μπορούσε να δώσει και πολλά λεφτά. Και μας το ζήτησε αργότερα και μια άλλη αλυσίδα εμπορικών καταστημάτων που ήθελαν να το παίξουν παραφρασμένο, με άλλους στίχους, όπως έκαναν μόδα μετά τα Jumbo.

Και ούτε κι ο Γιώργος Δημητριάδης ήθελε να το δώσουμε αλλά αυτό δεν ήταν είδηση για μένα γιατί είναι ένας πάρα πολύ ακέραιος μουσικάνθρωπος.

Και ναι, χάσαμε πολλά λεφτά. Και σκέψου ότι τότε υπήρχε μία δημοσιογράφος που είχε γράψει ότι “πιθανώς ο Λειβαδάς να είναι κι ένα παιδί με πολύ ταλέντο που απλά θέλει να πλουτίσει”.

Γιατί το είχε πει αυτό;
Επειδή είχαν γίνει δυο τρία χιτ απανωτά.

Ήθελα να της στείλω τότε ότι “κυρία μου, είναι άλλο να υποπτεύεσαι ότι θα μπορούσες να σου συμβεί κάτι και είναι άλλο να σου έχει συμβεί τριάντα φορές και να καταλαβαίνεις απλά ότι δεν μπορείς να το κάνεις για οποιουσδήποτε λόγους”. Όχι γιατί ο άλλος είναι παρακατιανός ή δεν κάνει άριστα τη δουλειά του. Απλά δεν συναντιέστε.

Εγώ με το “Σαν να μη πέρασε μια μέρα” και με το “Πιάσε με” έπεσα από πολύ μικρή ηλικία στον λάκκο που έσκαψα ο ίδιος, δηλαδή άρχισαν πια όλοι στις εταιρείες να λένε “πάρτε του όσο πιο πολλά τραγούδια μπορείτε” ή “καλά μωρέ, ας κάνει και προσωπικούς δίσκους, αλλά τώρα εδώ να δούμε τι έχει να μας δώσει για επιτυχία”.

Εκείνο το διάστημα θα μπορούσα να είχα γράψει τραγούδια ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!

Δεν ήθελες να έχεις ένα ψευδώνυμο για να γράψεις και να πάρεις τα λεφτά;
Όχι, αυτό δεν το μπορώ. Και να ξέρεις, οι πρώτοι που είπαν καλά λόγια για μένα δημόσια ήταν άνθρωποι της πίστας.

Δηλαδή υπήρξε βασιλιάς της νύχτας της δεκαετίας του ‘90 που όταν τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος “σήμερα ακούς κάτι που να σου αρέσει από τη νέα γενιά”, του είχε πει το “Χελιδόνι”, ένα τραγούδι που το αγαπάμε πάρα πολύ με τη Τσαλιγοπούλου αλλά είναι ένα από τα πιο περίεργα. Είναι σαν να μπλέκουν οι Pink Floyd με την Ήπειρο.

Αν στο ζητούσε αυτό το τραγούδι ο ίδιος, θα του το έδινες;
Όχι, γιατί έτσι ένιωθα τότε. Δεν ξέρω τι θα έκανα σήμερα αλλά πιθανότατα θα έκανα το ίδιο.

Δεν έχεις δώσει τραγούδια σου για διαφήμιση δηλαδή;
Δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή, θα σε γελάσω. Μα δεν είναι ότι δεν θα έδινα για διαφήμιση, αλλά ότι δεν ήθελα να ακούσω (σ.σ. τραγουδάει) ”Σαν να μην πέρασε μια μέρα, με κρέατα και πουλερικά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, έχω τα πιο φρέσκα τυριά…”.

Μας φάνηκε τερατώδες τότε.

(γελάμε) Έχει πλάκα πάντως. Εγώ θα τ’ άκουγα.
Έχω γράψει όμως για διαφήμιση, κάτι που μου είναι πολύτιμο. Το πιανιστικό θέμα στη διαφήμιση ΚΕΘΕΑ, εκεί που πνίγεται ο ήρωας και τον βγάζει ένα χέρι έξω από το βυθό.

Αυτό, βέβαια, είναι ένα κοινωνικό μήνυμα αλλά γενικά δεν έχω πρόβλημα με τη διαφήμιση.

Και για να τελειώνω με τον λαϊκό τραγουδιστή, σκεφτόμουν τότε ότι πως θα στηριχθεί αυτό το τραγούδι σε ένα περιβάλλον με μπαλέτα και λεοπάρ φορεσιές; Θα πρέπει να αγγίζει τα όρια της φάρσας.

Είχα φοβερό πρόβλημα με αυτά τα μαγαζιά, έλεγα ότι τι λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που κάνει 200 ευρώ το μπουκάλι; Τι λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που ο σχεδιασμός του ταβανιού κάνει περισσότερα λεφτά από όσα θα πάρει ο ηχολήπτης όλο το χρόνο; Δηλαδή είχα αυτά τα ζητήματα και όχι ότι μου ζήτησαν ένα ροκ τραγούδι.

Μου είπε μια φορά ένας άλλος τραγουδιστής hardcore πίστας “ότι τι νομίζεις ότι θέλω ρε εγώ; Τσιγγάνικα έχω όσα γουστάρω. Μια ροκιά θέλω ρε να μου γράψεις! Μια ροκιά! Και ό, τι θες ρε από μένα”.

Νίκος Κατσαρός

Δεν τα μπορείς δηλαδή καθόλου τα λαϊκά μαγαζιά;
Κοίτα. Χίλιες φορές σε ορίτζιναλ “σκυλάδικο της περιφέρειας”, όπου όλα είναι ανυπόκριτα παρά σε σαλόνι ντε μπουτίκ ντε σκυλαντίκ. Έτσι ήμουν από μικρός, από όταν σπούδαζα στην Κομοτηνή. Τα είχα φάει αυτά τα μαγαζιά με το κουτάλι μέχρι την Αλεξανδρούπολη.

Κατάλαβα τι λες. Το “ανυπόκριτα” νομίζω είναι η λέξη κλειδί.
Ναι, αυτό ήταν το μεγαλείο εκεί μέσα. Βέβαια, μπορεί να έβλεπες τυχαία έναν τραγουδιστή αυτών των μαγαζιών κάπου στη Θεσσαλονίκη να πλένει το αυτοκίνητο του και να σου πει “Αχ! Πού βρεθήκατε εδώ; Να το σπίτι μου. Θα κοπιάσετε στο φτωχικό μας;”. Και να κάνεις έτσι και να δεις το σπίτι των Κάρινγκτον. Μου είχε συμβεί αυτό.

Είπαμε προηγουμένως ότι το “Δειλά” έχει γραφτεί για την ίδια κοπέλα που γράφτηκε και το “Σαν να μην πέρασε μια μέρα”. Ξέρεις, είναι το αγαπημένο μου τραγούδι σου, αν και το έμαθα λίγο μεγάλος.
Μαζί με το “Κάθε μπαλκόνι έχει άλλη θέα” είναι οι ταυτότητές μου, θέλοντας και μη. Είναι από τον πρώτο μου δίσκο τα πρώτα τραγούδια που άκουσα και εγώ τον εαυτό μου στο ραδιόφωνο και που με γνώρισαν όσοι με γνώρισαν.

Οπότε περνώντας τα χρόνια νιώθω πολύ τρυφερά απέναντι του. Το αγαπάω. Μου θυμίζει όλη εκείνη την αθώα Φολέγανδρο που πρωτοείδα.

Εν τω μεταξύ, ποιος πήγαινε στη Φολέγανδρο τότε; Πόσο φασαίος είσαι; (γελάμε). Οι περισσότεροι πήγαιναν σε άλλα νησιά το ‘90, πχ Πάρο, Σαντορίνη. Κάπου τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης ανακάλυψαν οι περισσότεροι τη Φολέγανδρο, την Κίμωλο…
Ναι, η Φολέγανδρος δεν είχε φτιάξει καν τη μαρίνα τότε, δεν έμπαινε καν μέσα στο λιμάνι το πλοίο. Έδενε έξω και σε πήγαιναν με βάρκες.

Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινες τότε που σε άφησε εκείνη;
Δεν με άφησε αυτή ακριβώς. Είναι πιο κομπλικέ ιστορία. Καταλάβαμε από κοινού ότι φινίτο χωρίς καν να το πολυθέλει αυτή.

Και αυτή πήγε μόνη της διακοπές;
Όχι, Ήμασταν στη Μήλο και έφυγε αυτή, τέλος πάντων, είναι μια ολόκληρη ιστορία.

Αλλά θυμάμαι το πρώτο απόγευμα που βγαίνω στο Καραβοστάσι και μου έχει μπει ένα κόλλημα: θέλω να δω το εκκλησάκι. Ποιος έχει το κλειδί να το ανοίξω; Πάω σε μια γερόντισσα, μου λέει “εγώ, τι το θες;”. Τρόμαξε. Λέω “τίποτα, απλά θέλω να δω πως είναι μέσα. Έλα να πάμε μαζί”.

Φτάνουμε και είναι απ’ έξω ένας κύριος με κασκέτο και ναυτικό παλτό. Κάθεται μόνος του μελαγχολικά και κοιτάει τη θάλασσα. Ψυχή ζώσα. Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει; Μετά τον αναγνωρίζω. Είναι ο Γιώργος Καμπανέλλης, αδελφός του Ιάκωβου Καμπανέλλη, πρώην μέγας ζεν πρεμιέ των ταινιών του ‘60.

Ήταν τέτοια η έκπληξή μου που δεν γινόταν να μην του μιλήσω. “Κύριε Καμπανέλλη, του λέω, εσείς είστε;”. “Ναι, μου λέει”. Έμοιαζε με παλιό ναυτικό που ξεμπάρκαρε. “Τι κάνετε εδώ;”. Μου λέει, “εδώ είναι το ησυχαστήριο μου, έρχομαι και κάθομαι και κοιτάω κτλ”.
Και σκέφτομαι τι μέρος είναι αυτό που ο Καμπανέλλης είναι εδώ σαν να είναι ο Χάρι Ντιν Στάντον σε ταινία;

Αυτό έγινε την πρώτη μέρα που βρέθηκες εκεί;
Ναι, και μετά όταν επέστρεψα στην Κομοτηνή που σπούδαζα, εκεί έγραψα και το τραγούδι. Δεν ήταν αυτόματης γραφής δηλαδή αυτό.

Έχω μπερδευτεί όμως. Εσύ τελικά ήσουν στη Φολέγανδρο; Γιατί υποτίθεται ότι αυτή έφυγε για τη Φολέγανδρο και εσύ δεν μπήκες μέσα στο καράβι.
Αυτό είναι το παιχνίδι που σου λέω. Αυτό είναι το κάτι που είναι βιωματικό αλλά δεν είναι μόνο βιωματικό. Έγινε ένα σύμβολο για μένα και είχε να κάνει με το ποιος είναι αυτός που έμεινε για πάντα κάπου.

Εν τω μεταξύ, δεν ξέρεις πόσοι με έχουν βρίσει για αυτό το τραγούδι.

Γιατί να σε βρίσουν;
“Γεια σου ρε φίλε. Ο Λειβαδάς είσαι; Είμαι ο τάδε, εκπαιδευτής σκύλων. Κάτσε να πιούμε ένα ποτό, θέλω να σου πω μια ιστορία”. Ήμουν έξω από ένα μπαρ στα Χανιά και με πλησίασε έτσι αυτός. Τον έβλεπα λίγο επιθετικό και πιωμένο. “Ρε φίλε, του λέω είναι μέσα οι φίλοι μου, έχω βγει λίγο να καπνίσω, δεν γίνεται”. “Τι τσουρέκια μου τα είχε κάνει η πρώην μου με αυτό το κωλοτράγουδο και σε μίσησα ρε φίλε για πάντα. Γιατί με έσυρε στη Φολέγανδρο και με χώρισε όταν γυρίσαμε. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπινελίκια έχεις φάει, τι σκεφτόμουν για αυτή την κωλοφάτσα που είχε στο εξώφυλλο”! (γελάμε)

Μου έχει συμβεί πάρα πολλές φορές με αυτό το τραγούδι αυτή η ιστορία.

Info:

ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ «Για να σε συναντήσω…», Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024 στο Κηποθέατρο Παπάγου, Ώρα Έναρξης: 20.30, Εισιτήρια ΕΔΩ

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα