Ο ΜΠΡΟΥΣ ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΙΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ- ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ
Διαβάστε, αποκλειστικά στο NEWS 24/7, ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μπρους Σπρίνγκστιν “Born To Run” που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Keys Books – Σήμερα o Boss έχει γενέθλια…
23 Σεπτεμβρίου 1949. Στο Monmouth Medical Center στο Λονγκ Μπραντς του Νιου Τζέρσεϊ γεννιέται ένα χαριτωμένο αγόρι με πατέρα τον Ντάγκλας Φρέντερικ “Ντατς” Σπρίνγκστιν οδηγό λεωφορείου και μητέρα την Αντέλ Ανν, από το Bay Ridge του Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ολλανδικής, ιρλανδικής και ιταλικής καταγωγής ο μετέπειτα giga star της ροκ μουσικής Μπρους Σπρίνγκστιν – γνωστός σε όλους με το προσωνύμιο “The Boss” (το Αφεντικό) – μεγάλωσε ως καθολικός στο Φρίχολντ του Νιου Τζέρσεϊ.
Ξεκινώντας από τα πολύ… χαμηλά, ο Μπους έγινε ένα είδωλο, που μέσα από τη μουσική και στους στίχους του “ακούμπησε” και τις καθημερινές “μάχες” των απλών πολιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
“Fast” Forward… ο Σπρίνγκστιν έχει εισαχθεί στο Rock and Roll Hall of Fame, στο Songwriters Hall of Fame και στο New Jersey Hall of Fame, έχει κερδίσει 20 βραβεία Grammy και ένα βραβείο Όσκαρ (Streets of Philadelphia). Έχει πουλήσει περισσότερα από 65 εκατομμύρια άλμπουμ στις Ηνωμένες Πολιτείες και πάνω από 120 εκατομμύρια σε όλον τον κόσμο, ενώ το 2016, ο Μπαράκ Ομπάμα του απένειμε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας.
Πουλώντας τον μουσικό του κατάλογο στη Sony το 2021 έναντι 500 εκατομμυρίων δολαρίων, το net worth του έχει ανέβει στα 1,1 δισ. δολάρια, ενώ κάθε συναυλία του με τους E Street Band ακόμα και σήμερα είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία ροκ μέθεξης που δύσκολα ξεχνάς.
Η ζωή που έζησε είχε εκατοντάδες έντονες στιγμές… πολλές ζωές μαζί. Σε μια φάση της ζωής του που κάνει τον μεγάλο απολογισμό του, ο θρυλικός ροκ σταρ γράφει την αυτοβιογραφία του με τίτλο “Born to Run”, την οποία θα μπορούμε πλέον να διαβάσουμε στα ελληνικά από την Keys Books, σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά.
Η φράση “Born to Run” είναι το μότο της ζωής του και φυσικά ο τίτλος ενός από τα δύο πιο επιτυχημένα άλμπουμ της καριέρας του, το Born to Run (1975) και το Born in the U.S.A. (1984).
Σπρίνγκστιν – “BORN TO RUN” ΓΙΑ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΥΣ
Στα τέλη του 1973, ενώ βρισκόταν στον δρόμο στο Τενεσί, ο Σπρίνγκστιν ξύπνησε με τη φράση “Born to Run” κολλημένη στο μυαλό του. Αυτή ήταν η πρώτη σπίθα του μετέπειτα τραγουδιού που έγινε τεράστια επιτυχία.
Στο βιβλίο του “Songs” του 1996, ο Σπρίνγκστιν αναφέρει ότι ενώ η αρχή του τραγουδιού γράφτηκε στην κιθάρα γύρω από το εναρκτήριο riff, η συγγραφή του τραγουδιού ολοκληρώθηκε στο πιάνο, το όργανο στο οποίο γράφτηκε το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ “Born to Run”.
Για το τωρινό του βιβλίο το “Born To Run” αναφέρει: «Το να γράφεις για τον εαυτό σου είναι μια βρωμοδουλειά. Αλλά σε ένα έργο σαν κι αυτό, ο συγγραφέας έχει δώσει μια υπόσχεση – να μοιραστεί με τον αναγνώστη όσα έχει στο μυαλό του. Αυτό προσπάθησα να κάνω στις σελίδες που ακολουθούν». Ο Σπρίνγκστιν αφοσιώθηκε για επτά χρόνια στη συγγραφή της ιστορίας της ζωής του, με την ίδια ειλικρίνεια, το χιούμορ και την αυθεντικότητα που βρίσκει κανείς και στα τραγούδια του.
Περιγράφει πώς μεγάλωσε σε μια καθολική οικογένεια στο Freehold του New Jersey, μέσα στην ποίηση, τον κίνδυνο και το σκοτάδι που πυροδότησε τη φαντασία του μέχρι τη στιγμή που περιγράφει ως τη «Μεγάλη Έκρηξη»: όταν είδε την πρώτη εμφάνιση του Elvis Presley στην αμερικανική τηλεόραση. Αφηγείται γλαφυρά το πάθος που είχε να γίνει μουσικός, τα πρώτα του live στα μπαρ του Asbury Park και την άνοδο των E Street Band. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια μοιράζεται για πρώτη φορά τις προσωπικές του μάχες που ενέπνευσαν τις καλύτερες δουλειές του και μας δείχνει γιατί το τραγούδι «Born to Run» αποκαλύπτει πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζαμε.
Το “Born to Run” είναι ένα “βιβλίο για εργάτες και ονειροπόλους, για γονείς και παιδιά, για ερωτευμένους και μοναχικούς, για καλλιτέχνες, φρικιά ή για όποιον άλλο θέλει να βουτήξει στα νερά του ιερού ποταμού του ροκ εν ρολ. ”
Και κυρίως είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που σε αυτή την ηλικία έχει στοχαστεί σε βάθος τις εμπειρίες της ζωής του και τις καταγράφει.
Προδημοσίευση του βιβλίου του Μπρους Σπρίνγκστιν στα ελληνικά αποκλειστικά στο NEWS 24/7
ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ
ΕΙΧΑΜΕ ΕΝΑ ΧΙΤ! Μια αληθινή επιτυχία, χωρίς αστεία. Το «Hungry Heart» ανέβηκε στα δέκα πρώτα, διπλασιάζοντας τις πωλήσεις του άλμπουμ μας και φέρνοντας στις συναυλίες μας… γυναίκες. Χριστέ μου, σ’ ευχαριστούμε! Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχαμε ένα αφοσιωμένο κοινό από νεαρούς άντρες που αποτελούσαν την πλειονότητα του ζωντανού μας ακροατηρίου, αλλά το «Hungry Heart» προσέλκυσε και κορίτσια αποδεικνύοντας τη ικανότητα του ραδιοφώνου να μεταμορφώνει το ακροατήριό σου. Η περιοδεία και οι εμφανίσεις μας για το River ήταν πολύ σημαντικές όχι μόνο επειδή πραγματοποιήθηκαν μπροστά σε μεικτό ακροατήριο, αλλά και γιατί επιστρέψαμε στην Ευρώπη έπειτα από απουσία πέντε χρόνων. Ήμασταν λίγο ανήσυχοι, με τις παλιότερες «μάχες» να μας έχουν αφήσει μια πικρή γεύση στο στόμα, αλλά ο Φρανκ Μπαρσαλόνα –το θρυλικό αφεντικό της Premier Talent, του πρακτορείου των περιοδειών μας– μας έπεισε ότι υπήρχε κοινό που μας περίμενε εκεί, φτάνει να πηγαίναμε και να το κατακτούσαμε.
Η πρώτη μας στάση ήταν το Αμβούργο! Εκεί βρισκόταν το Star-Club, ο χώρος όπου ανδρώθηκαν οι Beatles! Λίγες μέρες πριν φύγουμε πέτυχα τον Πιτ Τάουνσεντ ο οποίος συνέβαλε στο άγχος μου για την περιοδεία λέγοντάς μου ότι οι Γερμανοί ήταν το χειρότερο κοινό του πλανήτη. Λίγες μέρες μετά, προσγειωθήκαμε στη Γερμανία και καταλύσαμε σε ένα ξενοδοχείο σε απόσταση ελάχιστων τετραγώνων από μια γιορτή που γινόταν στο κέντρο της πόλης και έμοιαζε βγαλμένη απ’ την εσπλανάδα του Νιου Τζέρσεϊ. Έκανα μερικές βόλτες εκεί για να χαλαρώσω και να συνηθίσουν τα πόδια μου στο «ξένο έδαφος» κι έπειτα ακολούθησε μια βραδιά στο Ρίπερμπαν, τον χώρο «προπόνησης» και «σχολείο» των Fab Four. Νομίζω ότι το Star-Club υπήρχε ακόμα, αλλά αυτό το κομμάτι της πόλης ήταν πλέον γνωστό ως κέντρο του σεξοτουρισμού του Αμβούργου – και της «αγοράς» που είχε αναπτυχθεί γύρω απ’ αυτό.
Τα «παρθένα» μάτια μας είδαν γι’ άλλη μια φορά το απροκάλυπτο, καθ’ όλα νόμιμο σεξουαλικό παζάρι που εξελισσόταν εκεί. Βρέθηκα να περιπλανιέμαι με τους συντρόφους μου σε ένα υπόγειο γκαράζ που φωτιζόταν μόνο από λάμπες υπεριώδους ακτινοβολίας, όπου εκατοντάδες γυναίκες κάθε παρουσιαστικού, χρώματος και εθνικότητας περίμεναν να σε κάνουν ρεζίλι. Έβλεπα τους πελάτες να πιάνουν σύντομες «συζητήσεις», να κλείνουν συμφωνίες και να οδηγούνται στο βάθος του χώρου∙ εκεί υπήρχαν δωμάτια μικρά σαν ντουλάπες, στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Βρήκα τις γυναίκες προκλητικές αλλά και λίγο τρομακτικές… Στην τρυφερή ηλικία των τριάντα (!) δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα αυτά ήταν ωραία κι ότι δεν έτρεχε τίποτα. Επέστρεψα στο ξενοδοχείο για μπίρα και λουκάνικο.
Είχε έρθει η ώρα του σόου. Παίζαμε στο Congress Centrum, έναν μικρό, μάλλον αποστειρωμένο χώρο. Το κοινό μπήκε μέσα, ξεκινήσαμε και –όπως είχε προβλέψει ο Πιτ– παρέμεινε ασάλευτο σε όλο το πρώτο μέρος της συναυλίας. Ενώ τελειώναμε το πρώτο σετ με το «Badlands», θα πρέπει να πατήθηκε κάποιο μαγικό κουμπί, γιατί ο κόσμος σηκώθηκε μαζικά και όρμησε προς τη σκηνή. Η υπόλοιπη συναυλία μετατράπηκε σε πανδαιμόνιο και ο Φριτς Ράου, ο Γερμανός διοργανωτής μας, μας υποδέχτηκε στα παρασκήνια φωνάζοντας: «Τι κάνατε στους Γερμανούς μου;»
Αυτή τη φορά, η εμπειρία μας στην Ευρώπη θα ήταν διαφορετική. Επόμενη στάση ήταν το Παρίσι. Στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα δεν παίζαμε σε διάταξη «φεστιβάλ» (ή, αλλιώς, σε αίθουσα χωρίς καθίσματα, μόνο για όρθιους) από φόβο για την ασφάλεια των θεατών. Το θεωρούσα επικίνδυνο. Πολλοί Ευρωπαίοι διοργανωτές είχαν προσπαθήσει να μου εξηγήσουν ότι έτσι γινόταν πάντα εκεί. Στο Παρίσι, τους βάλαμε ν’ απλώσουν ξύλινες πτυσσόμενες καρέκλες στην «πλατεία» του συναυλιακού χώρου. Ενώ παίζαμε το πρώτο σετ μας στον γεμάτο χώρο, είδα τους Γάλλους να σηκώνουν σιγά σιγά τις καρέκλες πάνω απ’ τα κεφάλια τους και να τις μεταφέρουν στο πλάι της αίθουσας για να τις στοιβάξουν σε δύο σωρούς, σαν να ετοιμάζονταν να τους βάλουν φωτιά. Μέχρι το τέλος του σετ μας, η «πλατεία» είχε αδειάσει από καρέκλες και το κοινό «έβραζε». Εντάξει, vive la France! Με τις ίδιες αντιδράσεις μάς υποδέχθηκαν τόσο βορειότερα, στη Νορβηγία, όσο και νοτιότερα, στην Ισπανία. Είχε φτάσει η στιγμή να κατακτήσουμε την Ευρώπη.
Η Ισπανία, λίγα μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο, δεν ήταν η χώρα που είναι σήμερα. Ακόμα και το 1981, ο χώρος όπου παίζαμε ήταν περικυκλωμένος από αστυνομικούς με αυτόματα όπλα. Έξω στον δρόμο, κάποια μηχανήματα απ’ την καρότσα του φορτηγού μας με τον εξοπλισμό έκαναν φτερά, ενώ τα άπλυτά μας «βγήκαν» απ’ το ξενοδοχείο μες στη νύχτα, στους δρόμους της Βαρκελώνης, και δεν ξαναεμφανίστηκαν ποτέ. Στην Ισπανία, ένα ράθυμο και γοητευτικό χάος έμοιαζε να καλύπτει κάθε πτυχή της ζωής. Ωστόσο, τα πρόσωπα του κοινού ήταν απ’ τα πιο παθιασμένα και ομορφότερα του πλανήτη. Παίξαμε σε λίγες μόνο χιλιάδες άτομα, αλλά ο σαματάς που ξεσήκωσαν συγκλόνισε το συγκρότημα και μας έμεινε αξέχαστος. Θα επιστρέφαμε οπωσδήποτε.
Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, οι θαυμαστές μας που βρίσκονταν στο ακροατήριο μιλούσαν στην πλειονότητά τους αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα – και αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Ωστόσο, αυτό δεν φαινόταν να έχει σημασία. Παίξαμε μπροστά σε ακροατήρια που μας έδειξαν ότι ένιωθαν για τη μουσική ό,τι κι εμείς, δείχνοντας την ίδια αφοσίωση, εκφράζοντας την ίδια έξαψη που σε κατακλύζει στα δεκάξι σου, όταν «αποκρυπτογραφείς» το τελευταίο άλμπουμ του αγαπημένου σου γκρουπ, περιμένοντας μια ολόκληρη εβδομάδα για μια τρίλεπτη τηλεοπτική εμφάνισή του… Ή όταν ξαγρυπνάς όλη νύχτα, ψάχνοντας τους σταθμούς του ραδιοφώνου για ν’ απολαύσεις μία μόνο ακρόαση του αγαπημένου σου δίσκου, πνιγμένη στα παράσιτα. Ίσως να μοιάζαμε «εξωτικοί», καθώς δεν διασχίζαμε συχνά τον Ατλαντικό, εμπνέοντας έτσι ένα διαφορετικό είδος αναγνώρισης. Αυτό που ξέρω είναι ότι το να παίζουμε για τους φίλους μας στο εξωτερικό ήταν –και εξακολουθεί να είναι– μία απ’ τις πιο υπέροχες εμπειρίες της ζωής μου. Πρωτοξεκίνησε το 1981 και δεν σταμάτησε ποτέ.
Στο Βερολίνο, ο Στιβ και εγώ επιχειρήσαμε να περάσουμε απ’ το Φυλάκιο Ελέγχου Τσάρλι για ένα απόγευμα στην ανατολική πλευρά. Ό,τι έντυπο είχες πάνω σου –εφημερίδες, περιοδικά– κατάσχονταν απ’ τους συνοριοφύλακες της Ανατολικής Γερμανίας. Ήταν μια διαφορετική κοινωνία∙ ένιωθες την επιβολή της «μπότας» πάνω της· έβλεπες τη στασιμότητα στους δρόμους και καταλάβαινες ότι η καταπίεση ήταν πραγματική. Η εμπειρία άλλαξε τον Στιβ για πάντα. Μετά το ταξίδι μας στην Ευρώπη, ο άνθρωπος που προηγουμένως διακήρυσσε ότι το ροκ εν ρολ και η πολιτική δεν πρέπει ποτέ να συγχέονται, έγινε τελικά ακτιβιστής και τα τραγούδια του απέκτησαν έντονη πολιτική χροιά. Η δύναμη του τείχους που χώριζε τον κόσμο στα δύο, η ωμή, άσχημη, καθηλωτική του αλήθεια, ήταν αδύνατον ν’ αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί. Ήταν μια προσβολή για την ανθρωπότητα∙ είχε σχεδόν κάτι το πορνογραφικό και, από τη στιγμή που το πρωτοαντίκριζες, σου άφηνε μια αίσθηση που δεν μπορούσες να την ξεχάσεις. Η εμπειρία τάραξε βαθιά κάποιους απ’ την μπάντα και όταν φύγαμε για την επόμενη πόλη ανασάναμε με ανακούφιση. Ωστόσο, δεν ξεχάσαμε∙ θα επιστρέφαμε το 1988 για να παίξουμε μπροστά σε μια απέραντη θάλασσα χιλιάδων μουσικόφιλων του ανατολικού μπλοκ, όταν 160.000 και πλέον άτομα με αυτοσχέδιες αμερικανικές σημαίες απλώθηκαν μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα μας. Ήταν ένα απ’ τα μεγαλύτερα σόου της διαδρομής μας. Έναν χρόνο μετά, το τείχος έπεσε.
Η Ευρώπη μάς άλλαξε σαν συγκρότημα, αναπτερώνοντας την αφοσίωση και την αυτοπεποίθησή μας. Ακόμα και η μονίμως ψυχρή Βρετανία ήταν γεμάτη φωτεινές υποσχέσεις. Το να τολμήσεις ν’ ανέβεις σε μια αγγλική σκηνή για πρώτη φορά μετά το μεγάλο αυτο-σαμποτάζ μας του 1975 ήταν αγχωτικό αλλά και ικανοποιητικό. Πατώντας γερά στα πόδια μας έπειτα από δύο νέα άλμπουμ, πέντε χρόνια προσωπικής μάχης και ισάριθμα χρόνια σκληρών περιοδειών, δεν ήμασταν πλέον τα αφελή αλητάκια της παραλίας του Νιου Τζέρσεϊ που είχαν κατέβει από το 747 της British Airways πριν από μισή δεκαετία. Ήξερα ότι είχα μια φοβερή μπάντα, και αν δεν μπορούσαμε εμείς να κάνουμε τη δουλειά, πείτε μου ποιοι θα μπορούσαν. (Λίγα βράδια μετά τη συναυλία μας στο Μπράιτον πήγα με τον Πιτ Τάουνσεντ σε ένα κλαμπ του Λονδίνου όπου μια καινούρια μπάντα, που είχε μόλις κυκλοφορήσει το πρώτο της άλμπουμ, έπαιζε ένα δυνατό σετ∙ είχαν ένα ασυνήθιστο όνομα: U2… Πού να φανταζόμουν το μέλλον τους;)
Η ευρωπαϊκή περιοδεία του 1981 μας έκανε διεθνές συγκρότημα. Πλέον, ήμασταν έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουμε οποιονδήποτε, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ Η.Π.Α.
Πίσω στην πατρίδα, ενώ διασχίζαμε την έρημο της Αριζόνας, σταμάτησα έξω απ’ το Φίνιξ για να βάλω βενζίνη. Βρέθηκα σε ένα μικρό κατάστημα και καθώς έψαχνα σε ένα ράφι με βιβλία τσέπης, έπεσα πάνω στο Born on the Fourth of July∙ ήταν τα απομνημονεύματα ενός βετεράνου του Βιετνάμ, του Ρον Κόβιτς. Το βιβλίο ήταν η σπαρακτική μαρτυρία του Ρον απ’ την εμπειρία του ως μάχιμου πεζικάριου στη νοτιοανατολική Ασία. Μία ή δύο εβδομάδες μετά, ενώ έμενα στο Sunset Marquis, η θεωρία ότι ο κόσμος είναι μικρός επιβεβαιώθηκε γι’ άλλη μια φορά: Για μέρες, έβλεπα ένα νέο παιδί με μακριά μαλλιά να τριγυρίζει στην πισίνα σε μια αναπηρική πολυθρόνα. Ένα απόγευμα με πλησίασε και μου είπε: «Γεια, είμαι ο Ρον Κόβιτς, έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Born on the Fourth of July». Του απάντησα: «Μόλις το διάβασα∙ το βρήκα συγκλονιστικό». Ο Ρον μού μίλησε για τους πολλούς στρατιώτες που επιστρέφοντας απ’ τον πόλεμο πάλευαν να τα βγάλουν πέρα με ένα σωρό σοβαρά προβλήματα και προσφέρθηκε να με πάει στο κέντρο βετεράνων του Βένις για να γνωρίσω κάποιους απ’ τους βετεράνους της Νότιας Καλιφόρνιας. Είπα: «Βεβαίως».
Μετά το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ ακολούθησε μια δεκαετία σιωπής. Η λαϊκή κουλτούρα φαινόταν να μην ξέρει πώς να νοηματοδοτήσει και να διατυπώσει τις σκληρές ιστορίες του «μοναδικού πολέμου που έχασε ποτέ η Αμερική». Υπήρχαν πολύ λίγες ταινίες, δίσκοι ή βιβλία για το Βιετνάμ που είχαν επηρεάσει την κοινή γνώμη προκαλώντας εθνικό αντίκτυπο. Όλα αυτά περνούσαν απ’ το μυαλό μου καθώς πλησιάζαμε στο κέντρο βετεράνων. Είμαι πολύ εύκολος με τους ανθρώπους, αλλά μόλις έφτασα στο κέντρο δεν ήξερα πώς ακριβώς να αντιδράσω ή τι να κάνω. Καλιφορνέζικες εκδοχές των προσώπων της γειτονιάς όπου είχα μεγαλώσει μου αντιγύριζαν το βλέμμα. Μερικοί ήταν άστεγοι, άλλοι είχαν προβλήματα με ναρκωτικά, κάποιοι υπέφεραν από μετατραυματικό στρες ή σωματικές βλάβες που άλλαξαν τη ζωή τους για πάντα. Σκεφτόμουν τους φίλους μου που είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο. Δεν ήξερα τι να πω, οπότε απλώς άκουγα. Έπιασα κουβέντα και απάντησα σε ερωτήσεις σχετικά με τη μουσική, καθώς και για τη δική μου, συγκριτικά πολύ προνομιούχα ζωή. Στην επιστροφή, ο Ρον κι εγώ συζητήσαμε για το τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να τραβήξουμε την προσοχή του κόσμου σε όσα περνούσαν ακόμα αυτοί οι νέοι άντρες και γυναίκες.
Η περιοδεία συνεχίστηκε. Στα παρασκήνια, στο Νιου Τζέρσεϊ, γνώρισα έναν άλλον βετεράνο ονόματι Μπόμπι Μούλερ. Είχε υπηρετήσει στο Βιετνάμ ως υπολοχαγός, τραυματίστηκε, επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες σε αναπηρική πολυθρόνα και δραστηριοποιήθηκε στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις στην Ουάσιγκτον μαζί με τον Τζον Κέρι και άλλους βετεράνους που είχαν επιστρέψει. Λόγω της διαφοράς των γενεών και της φύσης του πολέμου, πολλοί βετεράνοι που γύριζαν απ’ το Βιετνάμ δεν αισθάνονταν άνετα στη VFW,* όπου τον πρώτο λόγο είχαν οι βετεράνοι απ’ τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Πόλεμο της Κορέας. Ο Μπόμπι πίστευε ότι οι βετεράνοι του Βιετνάμ θα έπρεπε να έχουν τη δική τους οργάνωση που να υπηρετεί τις δικές τους ιατρικές και πολιτικές ανάγκες· μια οργάνωση που επιπλέον θα μπορούσε να λειτουργεί ως «συνείδηση» για τη χώρα, ώστε να μην κάνουμε ποτέ τα ίδια λάθη και να μην υποστούμε ξανά τις ίδιες συνέπειες. Το 1978 είχε ιδρύσει την οργάνωση Vietnam Veterans of America (VVA),** αλλά έλεγε ότι οι περισσότεροι επιχειρηματίες και πολιτικοί τής είχαν γυρίσει την πλάτη. Για να καθιερωθεί η VVA ως βιώσιμο εγχείρημα, χρειαζόταν δημοσιότητα και χρηματοδότηση. Αυτά ήταν δύο πράγματα που ήξερα ότι μπορούσα να τους προσφέρω.
Η συναυλία για τη VVA πραγματοποιήθηκε στο Memorial Sports Arena του Λος Άντζελες στις 20 Αυγούστου 1981. Η σκηνή πλαισιώθηκε από εξέδρες όπου βρίσκονταν βετεράνοι απ’ τα τοπικά κέντρα και το νοσοκομείο βετεράνων του Λος Άντζελες, ανάμεσά τους κάποιοι απ’ αυτούς που είχα γνωρίσει στο πρώτο μου ταξίδι στο Βένις με τον Ρον Κόβιτς. Ο Ρον, που υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω απ’ όλα αυτά, ήταν παρών. Ο Μπόμπι Μούλερ εκφώνησε έναν σύντομο λόγο απ’ το κέντρο της σκηνής για την αναγκαιότητα του τερματισμού της σιωπής γύρω απ’ το Βιετνάμ και στη συνέχεια παρουσίασε με ενθουσιασμό το συγκρότημα.
Με μπροστάρη τον μεγαλύτερο κοπανατζή απ’ τη στρατολογία του Τζέρσεϊ, οι E Street Band άνοιξαν με το «Who’ll Stop the Rain» των Creedence Clearwater Revival παίζοντας ένα πολύ καλό και δυνατό σετ. Ήταν η αρχή μιας φιλίας ζωής με τον Ρον και τον Μπόμπι και η πρώτη φορά που έθεσα αυτό που έκανα στην υπηρεσία μίας πολιτικής ιδέας. Δεν επρόκειτο ποτέ να γίνω ο Γούντι Γκάθρι –μου άρεσε πάρα πολύ η ροζ Cadillac–, αλλά υπήρχε μια δουλειά που έπρεπε να γίνει.
THE RIVER FLOWS, IT FLOWS TO THE SEA
Τρεις εβδομάδες μετά, ολοκληρώναμε την περιοδεία μας στο Σινσινάτι. Οργανώσαμε ένα τελευταίο πάρτι στο ξενοδοχείο ξεδίνοντας με ένα δυνατό κοκτέιλ που ο Κλάρενς είχε ονομάσει «Καχούνα παντς». Το επόμενο πρωί ξύπνησα με μία νέα φιλενάδα και έναν δυνατό πονοκέφαλο. Ξεκινήσαμε για το σπίτι.
Υπήρξαν πολλοί παράγοντες που επηρέασαν και συνδιαμόρφωσαν την περιοδεία του The River. Κατ’ αρχάς, η επιστροφή μας στην Ευρώπη και οι πολιτικές προοπτικές που αφύπνισε. Στη συνέχεια, η δουλειά μας με τις συναυλίες για τη MUSE και τους βετεράνους του Βιετνάμ απέδειξε ότι τα ταλέντα μας μπορούσαν να έχουν και πρακτική κοινωνική χρησιμότητα.
Τέλος, μια νέα οπτική της αμερικανικής ιστορίας ξετυλίχτηκε με την ανάγνωση των βιβλίων A Pocket History of the United States του Χένρι Στιλ Κόμαγκερ, A People’s History of the United States του Χάουαρντ Ζιν και της βιογραφίας “Woody Guthrie: A Life του Τζον Κλάιν”. Όλα αυτά μου αποκάλυψαν μια νέα εικόνα του εαυτού μου ως «ενεργού παράγοντα» τη δεδομένη χρονική στιγμή. Αυτό που συνέβαινε στη χώρα ήταν έστω με έναν απειροελάχιστο τρόπο και δική μου ευθύνη. Αυτή ήταν η στιγμή μου, η ευκαιρία ν’ ακουστεί η φωνή μου, όσο αδύναμη κι αν ήταν. Αν την προσπερνούσα, θα έπρεπε να λογοδοτήσω στα παιδιά που είχα αρχίσει να φαντάζομαι… ότι θα ήθελα ν’ αποκτήσω.
Η ιστορία ήταν ένα μάθημα που με κούραζε στο γυμνάσιο, αλλά τώρα έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα. Φαινόταν να δίνει απαντήσεις σε ορισμένα απ’ τα βασικά ζητήματα ταυτότητας που με απασχολούσαν. Πώς μπορούσα να ξέρω ποιος ήμουν αν δεν είχα ιδέα από πού προέρχομαι, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά; Αυτό που σημαίνει να είσαι Αμερικανός σήμερα έχει να κάνει με το τι σήμαινε να είσαι Αμερικανός κάποτε. Μόνο ένας συνδυασμός αυτών των δύο απαντήσεων θα μπορούσε να σε οδηγήσει ν’ αντιληφθείς τι θα μπορούσε να σημαίνει να είσαι Αμερικανός.
ΓΟΥΝΤΙ
Πόσο σοβαρός ήμουν για όλα αυτά; Δεν θα μπορούσα ν’ απαντήσω με σιγουριά. Δεν ήξερα. Το μόνο που ήξερα ήταν πως ένα μεγάλο εύρος προσωπικών και καλλιτεχνικών κινήτρων με ωθούσε να αντιμετωπίσω τα θέματα που είχαν αρχίσει να ξεδιπλώνονται στους στίχους του Darkness on the Edge of Town και του The River.
Αναζήτησα νέες πηγές έμπνευσης. Η κάντρι, τα γκόσπελ και τα μπλουζ ήταν μουσικές φόρμες οι οποίες έδιναν φωνή σε ψυχές που βρίσκονταν υπό πίεση και αναζητούσαν την υπέρβαση. Ωστόσο, θα έπρεπε να ψάξω πιο πίσω απ’ τον Χανκ Γουίλιαμς για να βρω κάποια μουσική που να ασχολείται με τις κοινωνικές δυνάμεις που επιδρούν σε αυτές τις ζωές. Η βιογραφία του Γούντι Γκάθρι απ’ τον Τζον Κλάιν μού άνοιξε τα μάτια και τα αυτιά, συστήνοντάς μου το έργο του άμεσου προδρόμου του Ντίλαν ακριβώς τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να το δεχτώ.
Ήξερα το όνομα του Γούντι και φυσικά το «This Land Is Your Land», αλλά ως γνήσιος θιασώτης των ραδιοφωνικών επιτυχιών αγνοούσα σε γενικές γραμμές τις λεπτομέρειες της ζωής του και της μουσικής του. Όταν καταδύθηκα στον κόσμο του, ανακάλυψα τη λεπτή γραφή, την ωμή ειλικρίνεια, το χιούμορ και την ενσυναίσθηση που έκαναν τα τραγούδια του διαχρονικά. Με τις ιστορίες του για τους Όκις, την εποχή της κρίσης και τους μετανάστες εργάτες, ο Γκάθρι έφερε στο προσκήνιο ανθρώπους που ήταν εγκλωβισμένοι στο περιθώριο της αμερικανικής ζωής. Η γραφή του δεν ήταν σαπουνόπερα, αλλά λεπτοδουλεμένα, προσωπικά πορτρέτα της αμερικανικής ζωής, σκιαγραφημένα με σκληρότητα, πνεύμα και λαϊκή σοφία. Στις συναυλίες αρχίσαμε να διασκευάζουμε το «This Land Is Your Land» κάθε βράδυ και δουλέψαμε για να δώσουμε φωνή σε ιστορίες που το ροκ εν ρολ δεν αφηγούνταν συχνά στην Αμερική του Ρέιγκαν τη δεκαετία του 1980.
Τόσο η στροφή στη γραφή μου –όπως είχε εκφραστεί στα «Factory», «Promised Land», «The River» και «Point Blank»– όσο και η κατεύθυνση που είχαν πάρει οι εμφανίσεις μας μού παρείχαν έναν τρόπο για να τιμήσω τις ζωές των γονιών μου και των αδελφών μου και να μη χάσω την επαφή με αυτήν την πλευρά του εαυτού μου. Ακόμα και με τη σχετικά μέτρια επιτυχία και οικονομική ασφάλεια που είχα κατακτήσει, η ζωή μου ήταν πλέον πολύ διαφορετική απ’ τις ζωές εκείνων για τους οποίους είχα επιλέξει να γράψω – κι αυτό με ανησυχούσε.
Παρότι κυνηγούσα την επιτυχία ευλαβικά, έβλεπα τον κόσμο της με μεγάλο σκεπτικισμό. Αναρωτιόμουν ποιοι ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτόν τον κόσμο και τι σχέση είχα μαζί τους. Ουσιαστικά, ήμουν ο μόνος σαν κι αυτούς που γνώριζα! Παρότι είχα «γεννηθεί για να τρέχω», δεν ήθελα ν’ αλλάξω αυτό το κομμάτι της ζωής μου. Συνέχιζα να ζω παρακινημένος από κάποιον συνδυασμό επαρχιώτικου φόβου και/ή αφοσίωσης, παραμένοντας ασφαλής στα λημέρια μου, μόλις δέκα λεπτά απ’ τη γενέτειρά μου. Θα έκανα καιρό να πάω στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, στο Λος Άντζελες ή στο Παρίσι. Θα έμενα στον τόπο μου, εκεί όπου πίστευα ότι ανήκω, λέγοντας τις ιστορίες που ένιωθα ακόμη ότι ήταν δικές μου.
Οι περισπασμοί και το ξελόγιασμα της φήμης και της επιτυχίας –όπως τα είχα δει να προβάλλονται στη δημοσιότητα– μου φαίνονταν επικίνδυνα και το χρυσάφι τους κίβδηλο. Οι εφημερίδες και οι «ροκ» φυλλάδες ήταν διαρκώς γεμάτες με ιστορίες ανθρώπων που έχοντας ξεχάσει τον αρχικό τους στόχο είχαν χάσει τον δρόμο τους και παρέπαιαν∙ ζούσαν μόνο για να διασκεδάζουν τους θεούς (και τους ανθρώπους!) και να τους κάνουν να γελάνε.
Λαχταρούσα κάτι πιο εκλεπτυσμένο, πιο ευγενές και φαινομενικά απλούστερο. Φυσικά, στο τέλος, κανείς δεν τη βγάζει καθαρή και τελικά θ’ απολάμβανα κι εγώ τα δελεαστικά ξελογιάσματα της φήμης (συχνά με ευτράπελο τρόπο), αλλά όχι προτού βεβαιωθώ ότι μπορούσα να χειριστώ την κατάσταση. Μόνο σε αυτό το στάδιο –έπειτα από καιρό, και μόνο αν έχεις δουλέψει σκληρά γι’ αυτήν– μπορείς να τη χαρείς. Ωστόσο, σε εκείνη τη φάση, οι απολαύσεις μου ήταν μετρημένες και προσπαθούσα να κατανοήσω την ικανότητα του χρήματος να διαφθείρει τους ανθρώπους και να μετριάσω την επιρροή του πάνω μου.
Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Στην ιρλανδική πλευρά της οικογένειάς μου, το να λες «όχι» ήταν στο DNA μας: Όχι στους γιατρούς, όχι στις πόλεις, όχι στους ξένους, όχι στα ταξίδια· «ο κόσμος εκεί έξω είναι ένα τέρας που περιμένει να σε φάει ζωντανό. Θα δεις!» Το «ναι» δεν μας έβγαινε πολύ εύκολα. Αλλά ήμουν επίσης εξαιρετικά προστατευτικός προς τη μουσική μου και προς αυτό που είχα αρχίσει να δημιουργώ. Την έβαζα σοβαρά –σχεδόν σε παρανοϊκό βαθμό– πάνω απ’ τα περισσότερα άλλα πράγματα… Ίσως πάνω απ’ όλα. Ωστόσο, η επιφυλακτικότητα και η νηφαλιότητα έχουν τη χάρη τους και τη σημασία τους, και εκείνη την περίοδο είχαν το πάνω χέρι στη ζωή μου. Αυτή η επιφυλακτικότητα –η οπτική γωνία του αουτσάιντερ– θα με βοηθούσε να διατηρήσω τη ζωτικότητα και τη διαχρο νικότητα του έργου μου, παραμένοντας στις επάλξεις και κοντά στο κοινό μου.
Στη γραφή μου ενδιαφερόμουν όλο και περισσότερο να εμβαθύνω στο σημείο όπου τέμνονται το «This Land Is Your Land» και το «The River»· εκεί όπου το πολιτικό στοιχείο και η συλλογική ιστορική μνήμη σμίγουν με τα προσωπικά βιώματα και χύνονται σαν το γάργαρο, καθαρό νερό μέσα στο λασπερό ποτάμι της ιστορίας.
Μέχρι το τέλος της περιοδείας του The River, πίστευα ότι η χαρτογράφηση αυτής της σημαντικής και συχνά δυσδιάκριτης «περιοχής» –της απόστασης που χωρίζει το αμερικανικό όνειρο απ’ την αμερικανική πραγματικότητα– ίσως ήταν η πολυτιμότερη υπηρεσία που θα μπορούσα να προσφέρω στους θαυμαστές μου, εκτός απ’ την ψυχαγωγία και τις όμορφες στιγμές που τους χάριζα. Ήλπιζα ότι αυτό θα μπορούσε να προσφέρει τις απαραίτητες ρίζες και μια αίσθηση αποστολής στο συγκρότημά μας.
Πέρα απ’ αυτό, σε προσωπικό επίπεδο ήθελα να ξέρω πού βρισκόταν η οικογένειά μου –οι παππούδες μου, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου και οι αδελφές μου– στη συλλογική μνήμη και τη διαγεγραμμένη πορεία της αμερικανικής εμπειρίας και τι σήμαινε αυτό για εμένα, τον απόγονο και τυχερό τους γιο.
ΟΤΑΝ ΕΧΑΣΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Μια βροχερή ανεμοδαρμένη μέρα ήμουν στο στούντιο στη φάρμα μου, ανάμεσα σε περιοδείες, όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα απ’ τον Κλάρενς. Προσπαθούσα να τον βρω για να ηχογραφήσει το σαξόφωνο στη νέα εκδοχή του «Land of Hope and Dreams» που είχαμε γράψει για το επερχόμενο Wrecking Ball.
Τηλεφωνούσε απ’ το Λος Άντζελες, όπου είχε μόλις εμφανιστεί με τη Lady Gaga στην εκπομπή American Idol. Είχε παίξει ένα φανταστικό σόλο στο σινγκλ της «Edge of Glory» και επίσης είχε εμφανιστεί στο βίντεο του τραγουδιού. Τον ρώτησα πώς ήταν και μου είπε ότι ένιωθε ένα μούδιασμα στο χέρι του που τον εμπόδιζε να παίξει σαξόφωνο και αυτό τον εκνεύριζε. Τον ρώτησα τι ήθελε να κάνει, κι εκείνος για πρώτη φορά μού ζήτησε να αποφύγει την ηχογράφηση και με ρώτησε αν θα μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι του στη Φλόριντα για να δει έναν νευρολόγο και να τσεκάρει το χέρι του. Τον διαβεβαίωσα ότι θα μπορούσε να προλάβει την ηχογράφηση αργότερα και του είπα ότι θα του τηλεφωνούσα σε μια εβδομάδα περίπου για να δω πώς τα πήγαινε.
Η επέτειος του γάμου μου με την Πάτι έφτασε και φύγαμε για να περάσουμε πέντε μέρες στο Παρίσι. Το απόγευμα της τρίτης μέρας, ο Τζιλ Γκαμπόα, ο υπεύθυνος ασφαλείας μας, χτύπησε την πόρτα του ξενοδοχείου μας. Όταν άνοιξα, το μόνο που είδα ήταν τα μάτια του να γυαλίζουν από τα δάκρυα. Μου είπε πνιχτά ότι ο Κλάρενς είχε πάθει ένα πολύ βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και ήταν στο νοσοκομείο. Έφυγα αμέσως για τη Φλόριντα.
Το εγκεφαλικό του Κλάρενς ήταν πολύ εκτεταμένο και νέκρωσε μια ολόκληρη πλευρά του εγκεφάλου του. Είχε συμβεί μέσα σε λίγες στιγμές, όταν έπεσε από το κρεβάτι στο πάτωμα. Επισκέφτηκα το Ιατρικό Κέντρο St. Mary’s στο Γουεστ Παλμ Μπιτς, όπου με υποδέχτηκαν ο αδελφός του Κλάρενς, ο Μπιλ, ο ανιψιός του, Τζέικ, και η σύζυγός του Βικτόρια και με πήγαν για να δω τον «Μεγάλο». Ήταν στο κρεβάτι και ανέπνεε βαριά σε ένα αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο, με σωληνάκια και καλώδια να ξεπροβάλλουν απ’ τη ρόμπα του.
Τα βλέφαρα του Κλάρενς, που ήταν πάντα σαν ατσάλινες πόρτες που ανοιγόκλειναν νωχελικά, ήταν τώρα σφαλισμένα. Η Βικτόρια τού μίλησε και του είπε ότι ήμουν εκεί. Του έπιασα το χέρι, του ψιθύρισα μερικές λέξεις και ένιωσα ένα ελαφρύ σφίξιμο γύρω απ’ τα δάχτυλά μου. Κάποιο κομμάτι του, κάπου βαθιά μέσα του, ανταποκρινόταν. Τα χέρια του Κλάρενς ήταν πάντα σαν βαριές πέτρες, αλλά όταν τα ακουμπούσε στους ώμους σου, ένα ανακουφιστικό αίσθημα ασφάλειας διαπερνούσε το σώμα και την καρδιά σου. Πολύ δυνατός και υπέρμετρα ευγενικός – έτσι ήταν πάντα μαζί μου ο Κλάρενς.
Οι άνθρωποι στο St. Mary’s είχαν την καλοσύνη να μας παραχωρήσουν ένα μικρό δωμάτιο όπου μπορούσαν να μαζεύονται ο αδελφός του Κλάρενς, τα ανίψια, τα παιδιά και οι φίλοι του, για να παίζουν μουσική και να μιλάνε για εκείνον. Ήταν αρκετά απομονωμένο ώστε να μην ενοχλούμε τους άλλους ασθενείς, και σε λίγο είχαμε φέρει σαξόφωνο και κιθάρες, συντροφεύοντάς τον με τις φωνές μας τις μέρες και τις νύχτες που περιμέναμε να δούμε πώς θ’ ανταποκρινόταν στις προσπάθειες των γιατρών του. Υπήρχαν διαδικασίες, ιατρικές αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν απ’ την οικογένεια και διαβουλεύσεις με γιατρούς, ώσπου ένα απόγευμα, ο βασικός γιατρός του Κλάρενς με πήρε παράμερα και μου είπε ότι θα ήταν θαύμα αν ανακτούσε ποτέ τις αισθήσεις του.
Σε περίπτωση που αυτό συνέβαινε, θα ήταν σίγουρα καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα, με το μισό του σώμα παράλυτο και την ομιλία του, το πρόσωπό του και τα χέρια του να είναι πλέον δυσλειτουργικά. Σίγουρα δεν θα έπαιζε ποτέ ξανά σαξόφωνο. Δεν ξέρω πώς θα το αντιμετώπιζε αυτό ο Κλάρενς. Ήταν ένας δυνατός άνθρωπος με συγκλονιστική θέληση για ζωή, αλλά ξέρω ότι το να μην παίζει μουσική και να μην παίζει στην μπάντα θα τον πλήγωνε πολύ. Πραγματικά, δεν ήταν γραφτό να γίνει. Ο Κλάρενς ήταν από τη φύση του ένα πλάσμα της υπερβολής, ζούσε σκληρά, ποτέ δεν φρόντιζε ιδιαίτερα τον εαυτό του και ποτέ δεν κοιτούσε πίσω.
Πέρασε μια εβδομάδα∙ η κατάσταση του Κλάρενς συνέχισε να χειροτερεύει και όλα όσα μπορούσαν να γίνουν είχαν γίνει. Ο πρωινός ήλιος άπλωνε ένα ροδαλό πέπλο πάνω απ’ το πάρκινγκ του νοσοκομείου καθώς μπαίναμε απ’ την πίσω πόρτα και μαζευόμασταν γύρω απ’ το κρεβάτι στο μικρό δωμάτιο του Κλάρενς. Η σύζυγός του, οι γιοι του, ο αδελφός του, τα ανίψια του, εγώ, ο Μαξ και ο Γκάρι ετοιμαστήκαμε να τον αποχαιρετήσουμε. Έπαιξα απαλά στην κιθάρα μου το «Land of Hope and Dreams» και τότε συνέβη κάτι ανεξήγητο: Κάτι μεγάλο, άχρονο, όμορφο και μπερδεμένο απλώς εξαφανίστηκε και χάθηκε για πάντα.
Δεν υπάρχει καμία απόδειξη για την ύπαρξη της ψυχής, εκτός ίσως απ’ την ξαφνική απουσία της. Μια ανυπαρξία κάνει αισθητή την «παρουσία» της, καταλαμβάνοντας τη θέση της ζωής. Η νύχτα έπεσε χωρίς αστέρια και για μια στιγμή το σκοτάδι κάλυψε τα πάντα στο δωμάτιο. Το μεγάλο σώμα του Κλάρενς είχε κοκαλώσει. Προφέραμε το όνομά του και κλάψαμε πολύ. Χρειαστήκαμε λίγο χρόνο για να το συνειδητοποιήσουμε, προσευχηθήκαμε, και η μοναχή που ήταν η νοσοκόμα του Κλάρενς μάς οδήγησε ευγενικά έξω. Ο αδελφός του Κλάρενς, ο Μπιλ, το πήρε πολύ βαριά για τους υπόλοιπους από εμάς. Η ησυχία έσπασε. Στον διάδρομο παρηγορήσαμε ο ένας τον άλλον, μιλήσαμε για λίγο, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε κι έπειτα πήγαμε σπίτια μας.
Βγαίνοντας, ο κόσμος ήταν λουσμένος στον ήλιο της Φλόριντας. ήταν μια μέρα ακριβώς σαν κι αυτές που λάτρευε ο Κλάρενς για τις αλιευτικές του εξορμήσεις. Γύρισα στο ξενοδοχείο μου και κολύμπησα βαθιά στη θάλασσα, μέχρι που οι θόρυβοι της ακτής χάθηκαν απ’ τα αυτιά μου. Προσπάθησα να φανταστώ τον κόσμο μου χωρίς τον Κλάρενς. Έπειτα, γυρνώντας ανάσκελα, ένιωσα τον ήλιο να μου καίει το πρόσωπο και βγήκα κολυμπώντας στη στεριά, μπήκα στο ξενοδοχείο και αποκοιμήθηκα μούσκεμα στο κρεβάτι μου.
Ο βαρύς αέρας της Φλόριντας γέμισε τα πνευμόνια μου με βαμβάκι καθώς μπαίναμε στο παρεκκλήσι της Βασιλικής Ποϊνσιάνα. Όλοι οι E Street, ο Τζάκσον Μπράουν και οι σύζυγοι και τα παιδιά του Κλάρενς, μαζί με τον Έρικ Μέολα, ο οποίος τράβηξε την εμβληματική φωτογραφία μας για το εξώφυλλο του Born to Run, ήταν παρόντες. Η Βικτόρια μίλησε με αγάπη για τον Κλάρενς και διάβασε την τελευταία του επιθυμία: ο Κλάρενς ήθελε η τέφρα του να διασκορπιστεί στη Χαβάη παρουσία της γυναίκας του και όλων των άλλων «ιδιαίτερων» γυναικών της ζωής του. Μόνο ο Κλάρενς, ζωντανός ή νεκρός, θα μπορούσε να καταφέρει κάτι τέτοιο.
Την πρώτη φορά που είδα την τεράστια φιγούρα του Κλάρενς να βγαίνει απ’ το σκοτάδι ενός μισοάδειου μπαρ στο Άσμπουρι Παρκ, σκέφτηκα: «Να ο αδελφός μου». Όμως, όσο στιβαρός κι αν ήταν ο «Μεγάλος», ήταν επίσης πολύ εύθραυστος. Και με κάποιον αστείο τρόπο, γίναμε ο ένας προστάτης του άλλου∙ ίσως εγώ προστάτευα τον Κλάρενς από έναν κόσμο όπου δεν ήταν ακόμα τόσο εύκολο να είσαι μεγαλόσωμος και ταυτόχρονα μαύρος. Ο ρατσισμός υπήρχε ακόμα. όλα αυτά τα χρόνια που ήμασταν μαζί, τον βλέπαμε να εκδηλώνεται περιστασιακά μπροστά στα μάτια μας. Η διασημότητα και το μέγεθος του Κλάρενς δεν τον καθιστούσαν πάντα απρόσβλητο. Την ίδια στιγμή, ίσως ο Κλάρενς προστάτευε εμένα από έναν κόσμο όπου δεν ήταν πάντα τόσο εύκολο να είσαι ένα ανασφαλές, παράξενο και αδύνατο λευκό αγόρι. Όταν στεκόμασταν ο ένας πλάι στον άλλον κάθε βράδυ, μοιάζαμε «κακοί», ίσως δύο από τους πιο «κακούς» τύπους στον πλανήτη. Και ερχόμασταν στην πόλη σας για να σας ταρακουνήσουμε και να σας ξυπνήσουμε.
Μαζί είχαμε πλάσει μια ιστορία που ξεπερνούσε αυτές που είχα γράψει στα τραγούδια μου. Ήταν μια ιστορία για τις δυνατότητες της φιλίας, μια ιστορία που ο Κλάρενς κουβαλούσε στην καρδιά του. Και, μαζί, το καταφέρναμε. Ήταν μια ιστορία όπου, εγώ, το «τρελοκομείο» και ο «Μεγάλος» τίναζαν την πόλη στον αέρα. Μια ιστορία όπου «τα σπάγαμε» και ξαναφτιάχναμε την πόλη απ’ την αρχή, μεταμορφώνοντάς τη σε ένα μέρος όπου θα χωρούσε η φιλία μας.
Ήξερα τι ήταν αυτό που θα μου έλειπε: η ευκαιρία να στέκομαι δίπλα στον Κλάρενς και ν’ ανανεώνω αυτόν τον όρκο κάθε βράδυ. Αυτό κάναμε μαζί.
Ο Κλάρενς ήταν ένας απ’ τους πιο αυθεντικούς ανθρώπους που είχα συναντήσει ποτέ. Δεν είχε τίποτα το ψεύτικο πάνω του. Με εξαίρεση τον γέρο μου, έναν πραγματικό χαρακτήρα του Μπουκόφσκι που γινόταν ένα με το σκαμπό του μπαρ, δεν γνώρισα ποτέ άνθρωπο τόσο αληθινό όσο ο Κλάρενς Κλέμονς. Η ζωή του ήταν συχνά ένα χάος. Μπορούσε να ξεστομίσει τις μεγαλύτερες μπαρούφες που έχεις ακούσει ποτέ και να τις πιστεύει, αλλά υπήρχε κάτι μέσα του που φώναζε ότι ΖΟΥΣΕ ΟΠΩΣ ΗΘΕΛΕ και ότι αυτός είχε τον πρώτο λόγο στη γιορτή!
Έκανε τον εαυτό του εξαιρετικά ευτυχισμένο και ταυτόχρονα τρομερά δυστυχισμένο, με ταλαιπωρούσε και με ευλογούσε, ήταν διασκεδαστικός μέχρι δακρύων και πάντα ζούσε στην κόψη του ξυραφιού. Προσέλκυε γύρω του απίστευτους χαρακτήρες ανθρώπων. Ήταν σεξουαλικά ανεξιχνίαστος και αχόρταγος, αλλά ήταν επίσης απίστευτα αξιαγάπητος και φίλος μου. Δεν κάναμε κολλητή παρέα. δεν μπορούσαμε, γιατί κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε τη ζωή μου. Η υπερβολή του θα με διέλυε. Αλλά ο χρόνος που περνούσα μαζί του ήταν γεμάτος συγκινήσεις και γέλιο. Ήμασταν σωματικά άνετοι μεταξύ μας κι αγκαλιαζόμασταν συχνά. Το σώμα του Κλάρενς ήταν ένας αχανής κόσμος από μόνος του. Ήταν ένα τεράστιο, κινούμενο, σάρκινο οχυρό μες στην καταιγίδα.
Μου λείπει ο φίλος μου. Ωστόσο, έχω ακόμα την ιστορία που μου ενέπνευσε και μου ψιθύρισε στ’ αυτί. την ιστορία που είπαμε μαζί, αυτήν που ψιθυρίσαμε και στα δικά σας αυτιά και που δεν θα τελειώσει. Αν ήμουν μυστικιστής, η φιλία μας με τον Κλάρενς θα με οδηγούσε να πιστέψω ότι μάλλον είχαμε υπάρξει μαζί σε άλλες, παλαιότερες εποχές, σε άλλα ποτάμια, σε άλλες πόλεις, σε άλλα πεδία, επιτελώντας με τον δικό μας ταπεινό τρόπο το έργο του Θεού.
Ο Κλάρενς είχε θεμελιώδη ρόλο στη ζωή μου και όταν τον έχασα ήταν σαν να χάνω τη βροχή. Το τελευταίο διάστημα πριν πεθάνει, ανέβαινε με δυσκολία στη σκηνή, αλλά, όταν έφτανε εκεί, ο «Μεγάλος» έκανε αισθητή την παρουσία του.
Επιστρέφοντας στο Νιου Τζέρσεϊ, ξαναμπήκα στο στούντιο για δουλειά. Ο παραγωγός μου Ρον Ανιέλο ήταν εκεί και δούλευε το Wrecking Ball. Μου εξέφρασε τα συλλυπητήριά του και είπε ότι μόλις έμαθε για τον θάνατο του Κλάρενς, δεν ήξερε τι να κάνει. Έτσι, ενώ ήταν στο Λος Άντζελες, είχε «συναρμολογήσει» προσεκτικά το σόλο του Κλάρενς από μια ζωντανή ηχογράφηση για να ταιριάζει με τη νέα μας εκδοχή του «Land of Hope and Dreams». Κάθισα αναπαυτικά ακούγοντας το σαξόφωνο του Κλάρενς να γεμίζει το δωμάτιο.
TITΛΟΣ: Born to run /ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Bruce Springsteen / ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: Αυτοβιογραφία, Μουσική / ΣΕΛΙΔΕΣ: 576 / ΤΙΜΗ: 25,91€. KEYS BOOKS.