Κωστής Σοχωρίτης

“ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑΝΕ ΖΩΝΤΑΝΟ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΡΟΜΑ”

Ο σκηνοθέτης Φοίβος Κοντογιάννης μιλά στο NEWS 24/7 για τη βραβευμένη στη Δράμα μικρού μήκους ταινία του, Χρυσά Βαστά. Για ένα 6χρονο Ρομά αγόρι που ήθελε να γίνει μεγάλος μουσικός.

Κάποιες φορές μια ιστορία μπορεί να είναι τρομερά πλούσια μέσα από 15-20 λεπτά κινηματογραφικού χρόνου. Αυτή είναι εξάλλου η όλη τεχνική πίσω από τη δημιουργία μικρού μήκους ταινιών – σε μια ταινία όπως το Χρυσά Βαστά του Φοίβου Κοντογιάννη, μια ολόκληρη ζωή μπορεί να χωρέσει μέσα σε λίγα λεπτά, κρατώντας το πιο ευαίσθητο, συναισθηματικό της κρεσέντο για το τέλος.

Ο Κοντογιάννης δεν είναι ξένος απέναντι στη λαϊκή μουσική και παράδοση, έχοντας μάλιστα πρόσφατα σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ Σπασμένος Ήχος μέσα από το οποίο οι μεγαλύτεροι σολίστες λένε οι ίδιοι την ιστορία του μπουζουκιού. Όμως με το Χρυσά Βαστά, ο Κοντογιάννης επιστρέφει στα μικρού μήκους μετά από μια δεκαετία και τον υποψήφιο για βραβείο Ίρις, Ανεπιθύμητο (με τον Βαγγέλη Μουρίκη). Και μαζί με αυτή την επιστροφή, βρίσκει μαζί και μια εστίαση. Σε μία ιστορία, ενός προσώπου, ενός παιδιού – και του πώς βρήκε τον μουσικό δρόμο του και μαζί ένα είδος ελευθερίας.

Στο Χρυσά Βαστά, που μόλις έκαναν πρεμιέρα στο φεστιβάλ Δράμας όπου και απέσπασαν μια εύφημη μνεία για την ερμηνεία του μικρού Σαράντη Τάμπακα Καραγιάννη, η ιστορία είναι ενός 6χρονου αγοριού με ένα διαρκές, βαθύ, πονεμένο, μελαγχολικό, παθιασμένο βλέμμα. Είμαστε στην επαρχιακή Ελλάδα της δεκαετίας του ‘60, όταν ένα 6χρονο Ρομά αγωνίζεται για να επιβιώσει από το bullying στο σχολείο, έναν σκληρό πατέρα και φυσικά την ρατσιστική κοινωνική πραγματικότητα.

Προερχόμενος από φτωχή οικογένεια, ο μικρός έχει όνειρο να γίνει μουσικός. Αλλά στο σχολείο είναι απομονωμένος, βρίσκοντας ως μόνη απρόσμενη σανίδα σωτηρίας έναν δάσκαλο που εντοπίζει το ταλέντο του μικρού. Ο πατέρας του όμως δε θέλει καν να ακούσει τίποτα. «Δε θα γίνει άλλος ένας τσιγγάνος που παίζει μουσικό όργανο», λέει θυμωμένος. Όμως ο μικρός είναι αποφασισμένος.

Για τον ίδιο τον Κοντογιάννη, αυτή η ταινία αποτέλεσε μια ακόμα έκφραση της αγάπης του για τη μουσική και για τους ήρωές της – είναι εξάλλου μια πέρα για πέρα αληθινή ιστορία. Ταυτόχρονα, του έδωσε την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά σε κοινωνικές νόρμες και συμπεριφορές που βρίσκονται στο φόντο. Την περιθωριοποίηση των Ρομά, αλλά και τη σχέση τους με την ελληνική παράδοση.

«ΣΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΒΓΑΖΩ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ»

Κωστής Σοχωρίτης

«Έχω μια σχέση με την ελληνική λαϊκή μουσική. Την έχω νομίζω σε όλες μου τις ταινίες», λέει ο Κοντογιάννης. «Η προηγούμενη ταινία που έκανα ήταν ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους για το μπουζούκι. Η τελευταία μου μικρού μήκους 10 χρόνια πριν, ήταν ένα τραγούδι του Καζαντζίδη που έγινε ταινία. Στις ταινίες μου βγάζω το άχτι μου στην ελληνική μουσική, στην αγάπη μου για το λαϊκό τραγούδι. Η οικογένειά μου είναι σχεδόν όλοι μουσικοί, οπότε έχω μεγαλώσει μέσα στο λαϊκό τραγούδι και στη μουσική μέσω της οικογένειάς μου. Είναι κάτι που έχω σαν βίωμα», λέει. (Ο πατέρας του είναι ο λαϊκός τραγουδιστής Δημήτρης Κοντογιάννης.)

Από εκεί και μετά, εξηγεί πως πάντα τον εντυπωσίαζε το ταλέντο των Ρομά στη μουσική. «Είτε ακούσεις τον Μανώλη Αγγελόπουλο ή τον Χατζή, είτε έναν περαστικό δίπλα σου, νιώθεις πάντα ότι έχει ταλέντο. Η εικόνα μου των Ρομά, είναι αυτή. Να κρατάνε ένα όργανο ή να έχουν όργανο τη φωνή τους. Κι αυτό μου έκανε πάντα εντύπωση». Ή και την περίπτωση του θρύλου του κλαρίνου Γιώργου Μάγγα, που κατάγεται από τη Λιβαδειά και, όπως μας λέει ο Κοντογιάννης, γνωρίζεται με τον πατέρα του από όταν ήταν μικρά παιδιά.

Το Χρυσά Βαστά είναι λοιπόν μια ταινία που κοιτάζει την λαϊκή μουσική, αλλά κοιτάζει και την κοινότητα των Ελλήνων Ρομά. «Υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες εκεί μέσα. Υπάρχει ένας κόσμος που δεν τον έχουμε δει στον κινηματογράφο ιδιαίτερα. Και υπάρχουν τρομερές αντιθέσεις εκεί μέσα. Όχι μόνο στο μουσικό κομμάτι αλλά συνολικά – και το συναισθηματικό, και το κοινωνικό», λέει ο σκηνοθέτης.

«Από τη στιγμή που πρωτοέπιασα το θέμα όλο νιώθω ότι θέλω να το ψάξω περισσότερο και να μάθω περισσότερο, και κατ’επέκταση να κάνω περισσότερα». Εξάλλου, μας λέει, πως από τη δεξαμενή από όπου προήλθε η συγκεκριμένη ιστορία, υπάρχουν ακόμα αμέτρητες τις οποίες έμαθαν και επεξεργάστηκαν. «Μόνιμα υπήρχε αυτή η αίσθηση ότι μήπως έπρεπε να την κάναμε μεγάλου μήκους την ιστορία. Είχα φτάσει όμως τόσο κοντά στην προ-παραγωγή εκείνη την περίοδο. Και μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η μικρή ιστορία με το παιδάκι και πώς κατάφερε να παίξει πρώτη φορά», εξηγεί. «Μου είχε λείψει το φορμάτ της μικρού μήκους, την αγαπάω πολύ».

«Έτσι, παρόλο που τη σκεφτόμουν και σαν μεγάλου μήκους, πέσαμε με τα μούτρα να στήσουμε τη μικρού. Τώρα που τελείωσε και πάει τόσο καλά και αρέσει πολύ, νιώθω ότι θέλω λίγη ακόμα από αυτή την ιστορία. Δεν ξέρω αν θα το κάνω. Το νιώθω πάρα πολύ και το σκέφτομαι όμως».

«ΔΕ ΘΑ ΕΚΑΝΑ ΠΟΤΕ ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΜΕ ΑΛΛΟ ΤΡΟΠΟ»

Κωστής Σοχωρίτης

«Με αυτή την ιστορία με το παιδάκι συγκινήθηκα», ομολογεί ο Κοντογιάννης. «Με την κακή σχέση με τον πατέρα, με την σχέση του με τη μάνα του, τη φανταστική σχέση με τον δάσκαλο από την Αθήνα που τον βοήθησε, και το σημείο καμπής εκείνου του πανηγυριού, όπου ο μικρός πρωτο-φύσηξε μπροστά στον κόσμο».

Η απόφαση βέβαια να γυρίσουν μια ταινία στημένη πάνω σε έναν τόσο νεαρό κεντρικό ήρωα, είχε τη δεδομένη δυσκολία, του να δουλέψουν με ένα μικρό παιδί, μη επαγγελματία ηθοποιό. «Στην προετοιμασία της ταινίας άλλαξα πρωταγωνιστή τρεις φορές. Διότι μέσα σε όλα, το παιδί πρωταγωνιστής πάντα έπαιζε με τη μάνα και τον πατέρα του. Πήγαιναν πάντα μαζί, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να κινηθούν εκτός οικογένειας οι άνθρωποι. Αυτό είναι κάτι που το επεδίωκα κι εγώ, αυτή την οικειότητα που θα έχει ένα παιδάκι με τον πατέρα και τη μάνα του, ή έστω από τον κοινωνικό του ιστό, δηλαδή να είναι κοντινοί του άνθρωποι, φίλοι», λέει.

«Με τον προτελευταίο πρωταγωνιστή είχαμε κάνει πρόβες κανονικές, θεατρικές, είχαμε κάνει πρόβες για ρούχα, πρόβες με φίλο μουσικό για να μάθει φλογέρα και κλαρίνο – κανονική προετοιμασία ηθοποιού ταινίας. Και αυτό τον ηθοποιό τον έχασα – το παιδί αυτό με τον πατέρα του, απλά δεν εμφανίστηκαν, μια μέρα πριν φύγουμε για Λιβαδειά».

Αυτό λοιπόν που βλέπεις στην ταινία, το έκανα με το παιδάκι και τον πατέρα του και τη μάνα του, με τους οποίους γνωρίστηκα μια μέρα πριν το γύρισμα ακριβώς. Έγιναν όλα από την αρχή. Ήμουν στο τσακ να ακυρωθεί η ταινία και αποφάσισα να πάρω το ρίσκο και να το σχηματίσω εκεί. Ήταν πολύ διαφορετική ταινία και για όλο το συνεργείο. Αλλά δε θα έκανα ποτέ αυτή την ταινία με άλλο τρόπο. Δηλαδή ήθελα οι μπαλαμοί [σσ. οι μη-Ρομά Έλληνες] να είναι μπαλαμοί και οι Ρομά να είναι Ρομά.

Τώρα δε θα μπορούσα να φανταστώ την ταινία με άλλο παιδάκι», λέει με συγκίνηση και με μια μεγάλη περηφάνια για τον νεαρό πρωταγωνιστή του, Σαράντη Τάμπακα Καραγιάννη. «Είναι ταινία για τα ματάκια αυτά. Η ερμηνεία του αγαπήθηκε στη Δράμα, πήρε και διάκριση. Το κάναμε όλο τελευταία στιγμή και κατέληξε τώρα έτσι. Πέτυχε!», λέει με ένα τεράστιο χαμόγελο.

«ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΠΟΛΥ Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ»

Κωστής Σοχωρίτης

Πέρα όμως από την ίδια την ιστορία που αφηγείται η ταινία, η σχέση όμως των Ρομά με αυτή την παραδοσιακή μουσική είναι κάτι που βρίσκεται στο φόντο του φιλμ – και κάτι που ανέκαθεν απασχολούσε τον Κοντογιάννη ως σκέψη.

«Μελετώ και ασχολούμαι και με τη μουσική που παίζουν, και με την τσιγγάνικη μουσική και με την ελληνική δημοτική μουσική που κρατάνε σε σημαντικό βαθμό ζωντανή οι τσιγγάνοι μουσικοί», λέει. «Γι’αυτό έχω αφιερώσει και την ταινία σε όλους τους τσιγγάνους μουσικούς».

Το δημοτικό τραγούδι της κάθε χώρας είναι είδος προς προστασία. Είναι σαν ένα δάσος με ιστορία, με οξυγόνο. Κι αισθάνομαι ότι στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό, το συντριπτικό ποσοστό των μουσικών που κρατάνε ζωντανό το δημοτικό ελληνικό τραγούδι, είναι Ρομά. Υπάρχει κάποια δισκογραφία δημοτικών, που δεν είναι και τόσο πολύ σύγχρονη. Αυτός είναι ο ένας τρόπος διάδοσης της παράδοσης, αλλά δε νομίζω ότι είναι και πολύ το υλικό.

Υπάρχει ένα τεράστιο υλικό από εκεί και μετά, που είναι σαν προφορική παράδοση. Εμείς που ζούμε στην Αθήνα μπορεί να μην το αντιλαμβανόμαστε, αλλά στα πανηγύρια ανά την Ελλάδα, με χιλιάδες άτομα που διασκεδάζουν κάθε εβδομάδα σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας – με αυτό τον τρόπο ζουν και μεγαλώνουν άνθρωποι υπό τους ήχους του δημοτικού τραγουδιού. Εκεί όπου τραγουδιέται και παίζεται το δημοτικό τραγούδι. Η τεράστια πλειοψηφία των μουσικών είναι έλληνες Ρομά», τονίζει.

«Η μουσική είναι η αφορμή, αλλά δεν είναι μόνο στη μουσική που συμβαίνει αυτό. Βλέπω λαϊκές τέχνες που νιώθω πως τελειώνουν, και οι λίγοι που βλέπω να τις εξασκούν ακόμα είναι Ρομά. Ο καρεκλάς που ράβει ψάθινα, ας πούμε», συνεχίζει, και επεκτείνει τη σκέψη του πάνω σε μια εξειδίκευση και μια παράδοση που χάνεται.

«Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η Ελλάδα του πλανόδιου και της λαϊκής τέχνης. Το σιχαίνομαι το σουπερμάρκετ, δεν μου αρέσει. Μου αρέσει η εξειδίκευση, είναι κάτι στο οποίο πιστεύω πολύ. Θέλω αυτός που πουλάει σκόρδα, να πουλάει σκόρδα. Αυτός που φτιάχνει καρέκλες, να φτιάχνει καρέκλες. Προτιμώ να ψάξω δύο πλανόδιους για να πάρω αυτά που χρειάζομαι, παρά να μπω σε ένα σουπερμάρκετ και να τα πάρω όλα από έναν απρόσωπο σουηδό», λέει γελώντας.

«Ακούγεται ρομαντικό, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Βλέπουμε πως αυτοί οι πλανόδιοι κρατάνε ζωντανές παραδόσεις και τέχνες. Και όπως και με την παραδοσιακή μουσική, θα βρεις πολύ λιγότερους Έλληνες να ασχολούνται με αυτά».

«Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΡΟΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΚΛΗΡΟΣ, ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΝΤΟΠΙΟΣ»

Κωστής Σοχωρίτης

Ταυτόχρονα, όσοι έχουμε μεγαλώσει και ζήσει στην ελληνική κοινωνία, γνωρίζουμε πολύ καλά το πόσο βαθιά είναι ριζωμένος ο ρατσισμός απέναντι στους Ρομά, κάτι που στο Χρυσά Βαστά παίρνει μια θέση στο φόντο της ιστορίας. Πάντα εκεί, πάντα ανάμεσα στις γραμμές, στα βλέμματα, στις συμπεριφορές.

«Ο ρατσισμός απέναντι στους Ρομά θεωρώ ότι είναι από τα χειρότερα είδη ρατσισμού. Είναι πολύ σκληρός, και πολύ ντόπιος», λέει ο Κοντογιάννης. «Ένας ρατσισμός που τον αισθάνομαι γύρω μου – ειδικά από τη στιγμή που νιώθω πως τα τελευταία χρόνια η κοινωνία έχει εξελιχθεί απέναντι σε άλλους ρατσισμούς. Είτε είναι φυλετικοί, είτε έχουν να κάνουν με τη σεξουαλική ταυτότητα. Αλλά είναι μηδενική η εξέλιξη απέναντι στα Ρομά άτομα. Είμαστε ακόμα τρομερά ρατσιστές ως κοινωνία, ενώ σε άλλα πράγματα έχουμε εξελιχθεί.

Έχουν κι οι τσιγγάνοι τις ιστορίες για τους μπαλαμούς βέβαια», λέει. «Όπως έχουμε εμείς ένα σωρό πολύ ρατσιστικές εκφράσεις για τους τσιγγάνους, έτσι κι ο τσιγγάνος θα πει στο παιδί του ότι “μην κάνεις ζημιά, θα έρθει να σε πάρει ο μπαλαμός”. Είναι σαν τον δράκουλα, είναι ο κακός της υπόθεσης. Θα μου πεις… άμα είσαι τσιγγανάκι και έχεις μεγαλώσει όλη σου τη ζωή κι αυτό που έχεις ως εικόνα για τον μπαλαμό είναι ένας πάνοπλος αστυνομικός με οπλοπολυβόλα και αλεξίσφαιρα και κράνη, που έχει σκοτώσει τον φίλο σου, τον αδερφό σου… είναι και λογικό».

Μιλώντας για παράδοση και για σχέση ανάμεσα στις διαφορετικές κοινότητες, υπάρχει και κάτι άλλο που του έμεινε έντονα μέσα από την όλη διαδικασία. «Είναι ένας λαός που και με ακραίο πάθος κρατά τις παραδόσεις του και οι παραδόσεις του για την οικογένεια είναι πολύ σκληρές, πολύ δυνατές, οπότε δεν είναι εύκολο να αυτονομηθεί ένας άνθρωπος εκτός του οικογενειακού ιστού», λέει.

Θυμάται μια κουβέντα που έγινε μπροστά του. «Συζητούσαν για το αν το παιδί θα πήγαινε γυμνάσιο. Του λέει ο παππούς, θα πας σχολείο ρε; Κανόνισε τι θα κάνεις. Ή θα πας σχολείο ή θα κάνεις οικογένεια, διάλεξε. Και λέει ο μικρός, “θα κάνω οικογένεια”. Αυτό είναι. Θα κάνεις το ένα ή θα κάνεις το άλλο».

«Γι’αυτό στην ταινία μου παίζει μεγάλο ρόλο ο δάσκαλος, κι από εκεί ξεκινάμε κιόλας», εξηγεί. «Έχουμε αυτή την αντίθεση: Το bullying των μπαλαμών στο Ρομά που δεν ξέρει γράμματα, αλλά και τη στήριξη που παίρνει αυτό το παιδάκι από τον δάσκαλο. Τη σπάνια αυτή στήριξη που παίρνει από τον μπαλαμό δάσκαλο, που κανονικά εκείνη την εποχή δε θα ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος απέναντί του», τονίζει. «Ο ρόλος του δασκάλου στην ταινία συμβολίζει τον τεράστιο ρόλο της παιδείας».

Είναι όμως και το σινεμά ένα κομμάτι ενδεχομένως εκπαίδευσης. Ιστορίες σαν το Χρυσό Βαστά είναι τρομερά σημαντικές, ακριβώς επειδή όπως έλεγε ο Κοντογιάννης νωρίτερα, δεν υπάρχει σημαντική εκπροσώπηση για αυτές τις ιστορίες στο σινεμά. «Η κινηματογραφική εικόνα του τσιγγάνου στην Ελλάδα, το πώς τον βλέπει ο μπαλαμός, είναι βασικά ο Ταμτάκος. Τον κοροϊδεύει», λέει ο σκηνοθέτης.

«Η προσβασιμότητα έχει σημασία σε όλα, από την παιδεία ως μια κινηματογραφική αίθουσα», καταλήγει ο Κοντογιάννης. «Στην προβολή της ταινίας το Σάββατο πόσους Ρομά θα έχει και πόσους μπαλαμούς; Εκεί είναι το πρόβλημα», λέει.

«Έκανα αυτή την ταινία, θα μπορέσουν να την δουν Ρομά; Ή την έκανα μόνο για εμάς; Δεν είναι αρκετό».

Κωστής Σοχωρίτης

Info:

Το Χρυσά Βαστά κέρδισε Εύφημη Μνεία στο 47ο φεστιβάλ Δράμας. Η ταινία προβάλλεται στις 12 Οκτωβρίου στις Νύχτες Πρεμιέρας και στη συνέχεια 24-27 Οκτωβρίου στην Ίριδα, κατά το 4ήμερο προβολής όλων των βραβευμένων ταινιών της Δράμας στην Αθήνα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα