Κιγιόσι Κουροσάβα: “Οι νέοι άνθρωποι πιστεύουν πως δεν υπάρχει μέλλον”

Διαβάζεται σε 8'
Κιγιόσι Κουροσάβα: “Οι νέοι άνθρωποι πιστεύουν πως δεν υπάρχει μέλλον”

Συναντήσαμε τον σπουδαίο Ιάπωνα σκηνοθέτη Κιγιόσι Κουροσάβα στο φεστιβάλ Βενετίας όπου μας μίλησε για την νέα του ταινία, “Cloud”, που προβάλλεται στις Νύχτες Πρεμιέρας – και θα εκπροσωπήσει την Ιαπωνία στα φετινά Όσκαρ.

Μια ταινία για την οποία οι πάντες φέτος στη Βενετία απορούσαμε για ποιο λόγο δεν βρέθηκε στο Διαγωνιστικό του φεστιβάλ, ήταν το “Cloud” του Κιγιόσι Κουροσάβα. Η χώρα του συμφώνησε, επιλέγοντας την ταινία για να την εκπροσωπήσει στα φετινά Όσκαρ. Κι η ταινία παίζεται τώρα σε πανελλήνια πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας.

Ο μάστερ του αποστασιοποιημένου σασπένς και την καταγραφής της εγγενούς μελαγχολίας του 21ου αιώνα μέσα από ιστορίες Είδους (βλέπε και το σπουδαίο “Pulse”, βλέπε και το “Cure” ελάχιστα πιο πριν) επιστρέφει με μια περιπέτεια πάνω στον απρόσωπο κυνισμό του καπιταλισμού – ένας νεαρός άντρας μεταπωλεί πράγματα online για κέρδος, αλλά με κάποιο τρόπο θα βρεθεί μπλεγμένος σε ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου.

Στην ταινία τα πράγματα αλλάζουν χέρια από μακριά, χάνουν την προσωπική τους αξία και αποκτούν πλέον μόνο χρηματική, σε ένα αποστειρωμένο, υπνωτιστικό πρώτο μέρος του φιλμ που ταιριάζει δίπλα στα καλύτερα και πιο χαρακτηριστικά δείγματα γραφής του Κουροσάβα. Μια έξαφνη μεταστροφή όμως μας παραδίδει μια 3η πράξη απρόσμενης αγωνίας και έντασης, σαν ένα φάντασμα ξαφνικά να ζωντάνεψε.

Με δράση, με χιούμορ, και με κάτι το φορμαλιστικά απρόσμενο (όπως και απόλυτα επίκαιρη στις αναζητήσεις της), η ταινία του Κουροσάβα ξεχώρισε μέσα από ένα φεστιβάλ Βενετίας που δεν δημιούργησε ακριβώς και σεισμό εδώ που τα λέμε – και μπαίνει δικαίως σε συζητήσεις για τα καλύτερα φιλμ της χρονιάς παρότι δεν κατέφθασε με τυμπανοκρουσίες.

Στη Βενετία, συναντήσαμε τον μεγάλο Ιάπωνα σκηνοθέτη από κοντά για να μιλήσουμε μαζί του για την μοναξιά του ίντερνετ, την αρρώστια στις κοινωνίες, αλλά και το πόσο διασκέδασε να γυρίζει μια καθαρόαιμη ταινία είδους.

Ο Κιγιόσι Κουροσάβα στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2016. AP Photo/Markus Schreiber

Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που σας έδωσε την ιδέα να πείτε αυτή την ιστορία;

Υπήρχαν κάποια περιστατικά που πήρα ως έμπνευση, αλλά δεν ήταν οι αρχικές μου ιδέες. Ήθελα απλώς να κάνω μια ταινία δράσης. Αλλά όχι μια κανονική ταινία δράσης. Με κανονικούς ανθρώπους που τους βρίσκει η δράση. Αυτή ήταν η αρχική μου σκέψη.

Και μετά πήρα κάποια περιστατικά και κάποια γεγονότα που ξέρω – για παράδειγμα, υπήρξε στην Ιαπωνία ένα περιστατικό που κάποιοι άνθρωποι γνωρίστηκαν μεταξύ τους στο διαδίκτυο και αποφάσισαν να σκοτώσουν ανθρώπους, να σκοτώσουν ένα άτομο. Ήταν πραγματικό περιστατικό που συνέβη στην Ιαπωνία. Και πήρα και εγώ την ιδέα από αυτό. Αλλά αρχικά ο σκοπός μου ήταν απλώς να κάνω μια ταινία δράσης.

Όταν έψαξα περισσότερο αυτό το περιστατικό της δολοφονίας από την ομάδα του διαδικτύου, με έβαλε σε σκέψεις. Σκέφτηκα, πώς παγιδεύτηκε ένας κανονικός άνθρωπος εκεί και έχασε τη ζωή του; Πολλοί νέοι άνθρωποι –και όχι μόνο νέοι– στην Ιαπωνία, είχαν την εντύπωση ότι δεν έχουν καμία ελπίδα. Δεν υπάρχει μέλλον, οπότε είναι λίγο επιφυλακτικοί και ανησυχούν για το μέλλον.

Αυτό το άγχος και αυτή η δυσφορία του οδηγεί να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο ως διέξοδο, για να εκφράσουν τις ανησυχίες και το άγχος τους. Και σκέφτηκα ότι αυτό θα μπορούσε επίσης να είναι ένα αρχικό συμβάν που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω σε αυτή την ταινία. Για το πώς μπλέκει ένας φυσιολογικός άνθρωπος σε μια τέτοια παγίδα.

Έχει πολύ ενδιαφέρον και ως δομή η ταινία. Αναφέρατε ήδη ότι θέλατε να κάνετε μια ταινία δράσης, αλλά η ταινία ξεκινάει πολύ αργά και υποβλητικά, και στη συνέχεια μετατρέπεται στην τρίτη πράξη σε κάτι πιο παραδοσιακά προσανατολισμένο στη δράση. Πώς δουλέψατε πάνω στη ροή της ταινίας;

Υπάρχει λόγος που ξεκινάει πολύ αργά η ταινία και είναι επειδή ήθελα να κάνω τους πρωταγωνιστές συνηθισμένους ανθρώπους. Οι απλοί άνθρωποι δεν ζουν την καθημερινή ζωή με τη βία ή με φυλακισμένους, ή με όπλα. Σε μια κανονική ταινία δράσης οι πρωταγωνιστές είναι η μαφία, η γιακούζα, η αστυνομία και ο στρατός. Άνθρωποι πολύ συνηθισμένοι στη χρήση όπλων και στη δράση.

Αλλά οι απλοί άνθρωποι, δεν έχουν αυτή την καθημερινότητα. Γι’ αυτό λοιπόν ξεκινάει έτσι, επειδή ήθελα να περιγράψω πρώτα τη ζωή των απλών ανθρώπων. Και το πώς σταδιακά αυτή η συνηθισμένη πραγματικότητα γίνεται κάτι όλο και περισσότερο επικίνδυνο. Έτσι, η κάθε στιγμή γίνεται σταδιακά και λίγο πιο βίαιη.

Είπατε ότι οι νέοι άνθρωποι είναι γεμάτοι άγχος και γι’ αυτό εντάσσονται σε αυτές τις ομάδες στο διαδίκτυο. Αλλά στην ταινία, δεν είναι μόνο οι νέοι. Έχουμε για παράδειγμα τον Τακιμότο, το αφεντικό του εργοστασίου, που διαπράττει μια φρικτή πράξη και λέει την φράση «είναι πολύ αργά για να ζήσουμε τώρα». Τι συμβαίνει με αυτή τη γενιά;

Νομίζω ότι αυτό είναι απλώς ένας καθρέφτης της ιαπωνικής κοινωνίας. Όλες οι γενιές, όχι μόνο οι νέοι, αλλά και οι ηλικιωμένοι, έχουν κάποιο είδος άγχους μέσα τους, και επίσης είναι απελπισμένοι από τη ζωή. Έτσι πιστεύω. Έτσι τα έβαλα όλα μαζί, επειδή φαίνεται ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των γενεών, αλλά είναι απλά αποθαρρυμένοι και δεν έχουν καμία ελπίδα για το μέλλον.

Υπάρχει μια ενασχόληση στο έργο σας με το διαδίκτυο. Από το “Cloud” και πηγαίνοντας πίσω μέχρι το “Pulse”, που ήταν, νομίζω, μπροστά από την εποχή του. Τότε που το ίντερνετ ήταν κάτι ένα μαγικό, παράξενο μέρος στις περισσότερες ταινίες, στο “Pulse” υπάρχει ένας πολύ μελαγχολικός τόνος που πιάνει κάτι ακόμα και σημερινό. Ποια ήταν η αρχική σας γοητεία και κατανόηση του διαδικτύου και πώς έχει αλλάξει μέχρι σήμερα;

Είναι όπως είπατε, εκείνη την εποχή, του “Pusle”, το διαδίκτυο ήταν πραγματικά κάτι πολύ μυστικιστικό και μαγικό. Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε γι’ αυτό πάρα πολλά, οπότε αυτό ήταν κάτι που μου έδωσε τη δυνατότητα και την ελευθερία να φτιάξω καλή μυθοπλασία μέσα από αυτό. Και με τέρατα και με άλλες τέτοιες ιδέες – τότε δεν γνωρίζαμε ακόμα τίποτα.

Σήμερα το διαδίκτυο το χρησιμοποιούμε πλέον πολύ, είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για εμάς τώρα. Από μόνο του το ίδιο το διαδίκτυο δεν έχει ούτε καλό ούτε κακό πρόσημο, είναι εργαλείο, αλλά ο τρόπος που το χρησιμοποιούμε είναι το πρόβλημα που διαβρώνει τις ζωές μας και την κάθε μας μέρα. Το διαδίκτυο δεν είναι πλέον φαντασία, αλλά είναι κάτι πολύ ρεαλιστικό.

Και γι’αυτό το λόγο με απασχόλησε η εσωτερική πλευρά των διαδικτυακών επικοινωνιών με αυτό τον τρόπο. Είναι ένα σύστημα που σου επιτρέπει να δημιουργήσεις τα πάντα από το μίσος, και το μίσος αυτό θα πολλαπλασιαστεί και θα πολλαπλασιαστεί. Η ιστορία φτάνει πολύ μακριά από εκεί, επηρεάζοντας και δίνοντας ένα πολύ κακό τέλος, και στον απτό κόσμο.

Θα μπορούσε αυτή η δημιουργία να έχει να κάνει με την αγάπη. Θα μπορούσε το διαδίκτυο να συγκεντρώνει ελπίδες, θετικές λέξεις, θετικές έννοιες, και να έχει αυτή την επίδραση. Αλλά… το πώς χρησιμοποιείται είναι που κάνει τη διαφορά.

Πώς προσεγγίσατε τον χαρακτήρα του βοηθού; Ήταν highlight στο δεύτερο μέρος της ταινίας και μια κωμική ανακούφιση σε όλο αυτό το χάος.

Θα μπορούσα ίσως να τον ορίσω ως δαίμονα. Υποστηρίζει τον κεντρικό ήρωα και τον βοηθάει και κάνει τα πάντα, αλλά ταυτόχρονα είναι και ικανός για τα πάντα. Μπορεί να φέρει ευτυχία, χαρά, αλλά και κακοτυχία. Είναι ο μόνος μη ρεαλιστικός χαρακτήρας νομίζω σε αυτή την ταινία, και είναι σημαντικό να υπάρχει ένας τέτοιος χαρακτήρας.

Βλέπετε το τέλος ως ένα ταξίδι προς την τρέλα για αυτούς τους δύο χαρακτήρες;

Δε θα έλεγα ότι υπάρχει τρέλα, όσο ένα συνηθισμένο άτομο –όπως λέγαμε στην αρχή– που είχε μέσα του την έννοια του καλού και του κακού, αλλά τώρα η αντίληψή του τώρα αλλάζει. Αυτή τη διαδρομή ήθελα να περιγράψω.

Info:

Το “Cloud” (“Σύννεφο”) του Κιγιόσι Κουροσάβα προβάλλεται στις Νύχτες Πρεμιέρας την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου στις 21.45 στο Cinobo Όπερα 1. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο 81ο φεστιβάλ Βενετίας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα