Economist Daron Acemoglu, 2024 Nobel prize winner in Economics, stands in an elevator after speaking to the media during a conference in Athens, Greece, Monday, Oct. 14, 2024. (AP Photo/Petros Giannakouris) AP PHOTO

ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑ ΑΤΖΕΜΟΓΛΟΥ – TΙ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

Ένας νομπελίστας οικονομολόγος βρέθηκε στην Αθήνα και είχε να μοιραστεί πολλά μαζί μας. Παρόλα αυτά, πόσοι διαβάσαμε, ακούσαμε ή είδαμε στα ΜΜΕ, να καλύπτουν την επίσκεψή του; Πιθανότατα όχι πολλοί. Αξίζει, όμως, να τον γνωρίσουμε; Αναμφίβολα, ναι!

Ο Ντάρον Ατζέμογλου βρισκόταν στη χώρα μας το πρωί της Δευτέρας, όταν έγινε γνωστό ότι του απονέμεται το φετινό Νόμπελ Οικονομίας, μαζί με τους Σάιμον Τζόνσον και Τζέιμς Ρόμπινσον. Ο Τουρκοαμερικανός, αρμενικής καταγωγής, οικονομολόγος έχει επηρεάσει καθοριστικά με το έργο του την παγκόσμια σκέψη, προσφέροντας μαθήματα που σήμερα είναι πιο πολύτιμα από ποτέ στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Λίγες μέρες πριν λάβει τη χθεσινή του διάκριση, και συγκεκριμένα το Σάββατο στις 5 Οκτωβρίου του 2024, στο Συνέδριο που διοργάνωσε το 1ο Περιφερειακό Τμήμα Θράκης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας για τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η συζήτηση έφερε πολλές το όνομά του στο προσκήνιο.

Περίπου 300 χιλιόμετρα μακριά απ’ τον τόπο γέννησής του (την Κωνσταντινούπολη), στο Συνέδριο με τίτλο «Μεταπολίτευση. Η ελληνική οικονομία, πενήντα χρόνια μετά. Αναστοχασμοί και Προκλήσεις», αποτελούσε αντικείμενο ζωηρής συζήτησης η πεποίθηση του νομπελίστα οικονομολόγου, πως η οικονομική επιτυχία ή αποτυχία των εθνών δεν οφείλεται στην γεωγραφία, το κλίμα ή τις πολιτιστικές διαφορές, αλλά κυρίως στους θεσμούς που διαμορφώνουν την κοινωνία. Μια πεποίθηση, που οδήγησε αρκετές/ούς στην πικρή, υπόρρητη παραδοχή της σχετικής οικονομικής αποτυχίας της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας ως απότοκο της αδυναμίας διαμόρφωσης συμπεριληπτικών θεσμών. Θεσμών, που θα μπορούσαν να διασφαλίσουν δίκαιη κατανομή των πόρων και διαρκή ανάπτυξη. Θεσμών, που θα απέτρεπαν το πελατειακό σύστημα, την κλεπτοκρατία και τη θεσμική αδράνεια απ’ το να εμποδίζουν την πρόοδο και να επιβάλλουν την στασιμότητα.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΤΑΡΟΝ ΑΤΖΜΕΜΟΓΛΟΥ

Ο Ντάρον Ατζέμογλου γεννήθηκε το 1967 στην Κωνσταντινούπολη από Αρμένιους γονείς και αργότερα μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Έλαβε πτυχίο από το Πανεπιστήμιο του York και διδακτορικό από το London School of Economics (LSE). Το 2019 ξεκίνησε να διδάσκει στο MIT. Με το έργο του, επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ πολιτικών και οικονομικών θεσμών και την επίδρασή τους στην ανάπτυξη, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη παγκόσμια συζήτηση σχετικά με την οικονομική ανισότητα και τη σημασία των θεσμών στη μακροπρόθεσμη ευημερία των κρατών. Ο Ατζέμογλου, θεωρείται κεντρώος οικονομολόγος, καθώς μέσα από τα έργο του δείχνει να πιστεύει στη ρυθμιζόμενη αγορά και πριν του απονεμηθεί το Νόμπελ Οικονομικών από τη Σουηδική Ακαδημία, είχε βραβευτεί επανειλημμένα για τη δουλειά του.

ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΤΥΓΧΑΝΟΥΝ ΤΑ ΕΘΝΗ;

Το βιβλίο “Γιατί αποτυγχάνουν τα Έθνη;”, γραμμένο από τους Ντάρον Ατζέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον, είναι ένα από τα πιο επιδραστικά σύγχρονα έργα της πολιτικής οικονομίας. Το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι η οικονομική επιτυχία ή αποτυχία των εθνών δεν οφείλεται στην γεωγραφία, το κλίμα ή τις πολιτιστικές διαφορές, αλλά κυρίως στους θεσμούς που διαμορφώνουν την κοινωνία. Η συλλογιστική που αναπτύσουν οι συγγραφείς είναι σίγουρα ελκυστική, καθώς απαντά με απλότητα στο ερώτημα γιατί ορισμένα έθνη επιτυγχάνουν μακρόπνοη ανάπτυξη, ενώ κάποια άλλα όχι. Σύμφωνα με τους ίδιους αυτό συμβαίνει διότι ορισμένα έθνη αναπτύσσουν συμπεριληπτικούς θεσμούς, με ανταγωνιστικές αγορές, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για διαρκή οικονομική ανάπτυξη. Αντιθέτως, έθνη με θεσμούς εκμετάλλευσης (“extractive” institutions) που απομυζούν τους πολλούς προς όφελος των λίγων, παρόλο που δύνανται να γνωρίσουν προσωρινή ανάπτυξη, δεν επιτυγχάνουν μακροχρόνια ευημερία.

Με το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, οι εδραιωμένες ελίτ δεν μπορούν να περιορίσουν τις ανταγωνισμό ούτε να ελέγξουν τον αντίκτυπο των καινοτομιών στην οικονομία, επιτρέποντας την ενεργοποίηση της «δημιουργικής καταστροφής» που περιέγραψε ο Joseph Schumpeter. Δηλαδή την συνεχή αντικατάσταση παλαιών ιδεών, θεσμών και οργανωτικών στρατηγικών από νέες και πιο καινοτόμες, οδηγώντας τελικά σε μια αδιάλειπτη, μακροπρόθεσμη ανάπτυξη που διαμορφώνει ένα πιο υγιές και ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον συλλογικής προόδου.

In this combination image left to right; Economist Daron Acemoglu in Athens Greece, Oct. 14, 2024, Economist Simon Johnson in Washington, Oct. 14, 2024, and Economist James A. Robinson in Chicago, Oct. 14, 2024. (AP Photo) Ατζέμογλου, Ρόνσον και Ρόμπινσον, οι τρεις νομπελίστες οικονομίας για το 2024.

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

Η οπτική των Ατζέμογλου και Ρόμπινσον, είναι σαφές πως μαζί με το μεγάλο της πλεονέκτημα, έχει και ένα οφθαλμοφανές μειονέκτημα: καθίσταται εξαιρετικά ευάλωτη στην αμφισβήτησή της λόγω της παράλειψης ορισμένων σημαντικών μεταβλητών. Αυτό παρατηρεί και σχολιάζει εύστοχα ο Roberto Patricio Korzeniewicz στο Jacobin, τονίζοντας πως όσο ελκυστική κι αν είναι η απλότητα και η συνοχή που προσφέρει η ανάλυση των Ατζέμογλου και Ρόμπινσον, άλλο τόσο παραλείπει κομβικές παραμέτρους. Διότι εάν επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε μια αυστηρή τυπολογική διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη θεσμών που περιγράφουν, καθίσταται φανερή η αδυναμία ταξινόμησης όλων των χωρών στην μία ή την άλλη κατηγορία. Αντιθέτως, μέσα από μια τέτοια προσπάθεια αναδεικνύεται η ταυτόχρονη παρουσία στοιχείων που χαρακτηρίζουν -σε αρκετές περιπτώσεις- και τις δύο κατηγορίες. Άρα, η συνύπαρξη αντιφατικών χαρακτηριστικών στο θεσμικό πλαίσιο μιας χώρας, αποτυπώνει και τη δύναμη του καπιταλισμού να επιβιώνει, να λειτουργεί, ακόμα και να ανθίζει σε μη ευνοϊκά -σύμφωνα με τους συγγραφείς- περιβάλλοντα.

Η παραπάνω κριτική, φυσικά, δεν αναιρεί το βασικό επιχείρημα ότι η οικονομική ανάπτυξη και ευημερία μιας κοινωνίας είναι πιθανότερο να επιτευχθεί μέσα σε ένα συμπεριληπτικό θεσμικό πλαίσιο. Ωστόσο, αυτή η παρατήρηση δεν απαντά οριστικά στο κρίσιμο ερώτημα: Διαμορφώνουν οι οικονομικές συνθήκες τους θεσμούς, ή οι θεσμοί τις συνθήκες; Το ζήτημα αυτό παραμένει ανοιχτό και αποτελεί κεντρικό σημείο για περαιτέρω προβληματισμό. Εξάλλου και οι ίδιοι οι συγγραφείς αναγνωρίζουν, ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ των οικονομικών δυνάμεων και των θεσμικών δομών είναι συχνά πιο περίπλοκη και διαφορετική ανάλογα το πλαίσιο.

Το μόνο σίγουρο είναι, πως από τη σκέψη των Ατζέμογλου και Ρόμπινσον απορρέουν κρίσιμα συμπεράσματα και για την Ελληνική περίπτωση, η οποία λόγω του ενιαίου νομίσματος και της συνεπακόλουθης εκχώρησης της αρμοδιότητας άσκησης νομισματικής πολιτικής στην ΕΚΤ, διαθέτει εντός της ΕΕ πολύ λιγότερα εργαλεία για την επίτευξη οικονομικής προόδου απ’ ότι στο παρελθόν. Προς αυτή την κατεύθυνση ήταν σημαντικός και ο αντίκτυπος των μνημονίων και της λιτότητας που επιβλήθηκαν -πολύ συχνά χωρίς καμία οικονομική λογική, αλλά μονάχα με τιμωρητικό σκεπτικό.

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Σύνταγμα Sooc

Παρόλα αυτά, εάν κάτι περνάει απ’ το δικό μας χέρι και δυστυχώς το συζητάμε ελάχιστα, είναι η ικανότητα να προχωρήσουμε διαρθρωτικές θεσμικές αλλαγές, που θα προάγουν ένα πιο συμμετοχικό μοντέλο λειτουργίας του κράτους και των θεσμών του, επιδιώκοντας μέσα από έναν μεταρρυθμιστικό εκδημοκρατισμό να διαμορφώσουμε και τις συνθήκες οικονομικής προόδου. Αυτή την ανάγκη συμπυκνώνει και η φράση που συχνά ακούμε γύρω μας, πως η Ελλάδα μαστίζεται από έναν «κρατικοδίαιτο καπιταλισμό».

Πρόκειται για τη λεκτική συμπύκνωση του τρόπου με τον οποίο η πολιτική εξουσία διαπλέκεται με την οικονομική, παρεμποδίζοντας τη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών για ανάπτυξη και συλλογική ευημερία. Πρόκειται για ένα κλειστό σύστημα εξουσίας, όπου τα οικονομικά οφέλη συγκεντρώνονται στα χέρια λίγων και πολύ ισχυρών. Συνεπακόλουθα, περιορίζεται η καινοτομία, ο ανταγωνισμός και η ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομία και την διακυβέρνηση της χώρας.

ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ: ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ

Πέραν όμως από το έργο του “Γιατί αποτυγχάνουν τα Έθνη;”, ο Ατζέμογλου στο πιο πρόσφατο βιβλίο του με τον Σάιμον Τζόνσον διερευνά την ιστορική σχέση μεταξύ τεχνολογίας και ανάπτυξης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως η τεχνολογική πρόοδος δεν οδηγεί αυτόματα σε ευημερία για τους πολλούς. Τουναντίον, χωρίς την απαραίτητη κοινωνική και πολιτική πρόνοια συνήθως ωφελεί μια μικρή ελίτ. Χωρίς πολιτικές που προάγουν την ανάπτυξη δίχως αποκλεισμούς, η αυτοματοποίηση οδηγεί σε μια οικονομία όπου «ο νικητής τα παίρνει όλα» και μια μικρή ομάδα εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης και κεφαλαιοκρατών καρπώνονται τα οφέλη της τεχνολογικής προόδου, την ώρα που μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μένουν πίσω.

Φυσικά, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Ντάρον Ατζέμογλου στο επιστημονικό άρθρο “Τα Απλά Μακροοικονομικά της Τεχνητής Νοημοσύνης” υπολογίζει ότι η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής (TFP) μπορεί να φτάσει μέχρι το 0,71% σε διάστημα δέκα ετών και αντίστοιχα το ΑΕΠ θα αυξηθεί περίπου κατά 1,1%. Συνεπώς, μιλάμε για μια ισχνή επίδραση -εφόσον επιβεβαιωθεί. Ωστόσο, η οπτική του παραμένει χρήσιμη και σίγουρα η προτροπή του για υιοθέτηση συμπεριληπτικών θεσμών κόντρα στα μονοπώλια και την συσσώρευση των κερδών στα χέρια λίγων από τις νέες τεχνολογίες, προσφέρει έναν κοινωνικά χρήσιμο οδηγό, αποφεύγοντας τόσο τον αναιτιολόγητο τεχνο-οπτιμισμό, όσο και την οπισθοδρόμηση της τεχνοφοβίας.

Ο Χρήστος Παπαγιάννης είναι διευθυντής του Eteron. 

Info:

Για περισσότερες αρθρογραφίες, έρευνες και βίντεο επισκεφθείτε το site του Eteron, ένα Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα