Ο ΤΟΜ ΜΠΑΡΜΑΝ ΤΩΝ DEUS ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΟΤΙ ΤΑ 90S ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΧΑΡΑ. ΚΑΙ ΤΑ 00S. ΣΤΑ 10S ΧΑΛΑΣΕ Η ΦΑΣΗ…
Συνέντευξη με τον frontman της βέλγικης μπάντας που επιστρέφει στην Αθήνα (1.11), σε μια πόλη που «δε χρειάζεται κανένας να τους πιέσει για να μπουν στο αεροπλάνο και να την επισκεφθούν».
Είναι ο Κέιβ, οι James, οι Archive, σίγουρα οι Puressence, οπωσδήποτε οι Tindersticks, ντε φάκτο οι Madrugada, πιο πρόσφατα οι Still Corners. Κι αρκετοί ακόμα, όλοι τους «αγαπημένοι του ελληνικού κοινού». Σε μια άλλοτε αληθινή κι άλλοτε κατασκευασμένη μνήμη/αφήγηση ότι εδώ «τους αγαπάμε περισσότερο από αλλού» με την -συχνά φρούδα- ελπίδα ότι κι εκείνοι ανταποδίδουν την ειδική προτιμήση.
Παίζουν και οι dEUS σε αυτό το σικέ παιχνίδι. Ως ισχυρά αουτσάιντερ που έχουν όμως κάποια ακλόνητα επιχειρήματα. Ας πούμε, εκείνο το διήμερο στο Ρόδον τέτοιες μέρες τον Οκτώβριο του 1998 που έφτιαξε τον αθηναϊκό τους μύθο. Ή την εμφάνισή τους στο Rockwave του ‘99, λίγους μήνες αργότερα, που τον ενίσχυσε, αφού έκλεψαν την παράσταση από τους βαριεστημένους Blur. Έφτασαν αυτά τα δύο ραντεβού για να γίνουν συχνοί επισκέπτες. Για dj sets, για λάιβ του «αδερφού σωματείου» Zita Swoon, για να παρουσιάσουν τα επόμενα τους άλμπουμ, παρότι όλοι (κι εκείνοι μαζί) ξέραμε ότι η τριάδα Worst Case Scenario (1994), In a Bar Under the Sea (1996) και Ideal Crash (1999) θα ήταν αξεπέραστη.
Ήταν τότε που οι dEUS αποτέλεσαν την ευπρόσδεκτη άλλη όψη στο νόμισμα της κραταιάς britpop. Κάτι τύποι που έρχονταν από το λιμάνι της Αμβέρσας, εντελώς ανθρώπινοι και γήινοι σε σχέση με τους, αναπόφευκτους τότε, βρετανούς σταρ. Τόσο γήινοι δηλαδή που έχουν γράψει και μερικά ζόρικα χιλιόμετρα στην αθηναϊκή νύχτα όπως ο frontman τους Τομ Μπάρμαν με το βροντερό παρών στα νοσταλγικά αφιερώματα που αποχαιρέτησαν το Decadence – αν βρεθείτε σε μια παρέα με «indie φαντάρους», είναι θέμα χρόνου να αναφερθεί το όνομά του.
Τώρα τον βλέπω στην άλλη άκρη της οθόνης. Στα 52 του, εκτός από μουσικός, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Εύθυμος, πρόθυμος να μιλήσει για όλα, μας δίνει ραντεβού σε λίγες μέρες με αυτήν την πολύτιμη άνεση ενός τύπου που δεν αισθάνεται ότι έχει να αποδείξει κάτι. Όχι σε ένα φεστιβάλ (όπως πέρυσι, στην τελευταία τους εμφάνιση στα μέρη μας), αλλά σε ένα κλειστό live club – εκεί που οι dEUS διατηρούν ακόμα ανέπαφη την ουσία τους…
Πώς περνάς μια τυπική μέρα σου στην Αμβέρσα;
Ξυπνάω νωρίς. Στριφογυρίζω λίγο στο κρεβάτι. Κάνω λίγο δουλειά γραφείου, βγαίνω έξω στην πόλη, τραβάω φωτογραφίες, μεσημεριανό και μετά πρόβα στις 17.00.
Περίμενες ποτέ όταν ξεκινούσατε, πάνω από 30 χρόνια πριν, ότι θα είχες και δουλειά γραφείου να κάνεις;
Εντάξει, δεν είναι και τόσο τραγικό – μέιλ στέλνω και τέτοια. Δεν είναι ότι κάνω και τα λογιστικά μου, έχω ανθρωπο γι’ αυτές τις δουλειές (γέλια)
Ποιος είναι ο τελευταίος δίσκος που έβαλες να παίζει στο στέρεο;
Μάλλον C’mon Tigre είναι το τελευταίο βινύλιο που έβαλα να παίζει, ένας ιταλός φίλος της συντρόφου μου που κάνει τζαζ. Ακούω πολύ ιντερνετικό ραδιόφωνο, χωρίς καθόλου σχόλια και διακοπές της μουσικής. Όμως, το πρωί, για να είμαι ειλικρινής ακούω κι αρκετό εμπορικό ραδιόφωνο. Συνήθως είμαι μόνος και μου αρέσει να είναι παρούσα η φωνή κάποιου που έχει ξυπνήσει σαφώς νωρίτερα από μένα.
Έκανα μαζί σου για πρώτη φορά το πείραμα να ζητήσω από το ΑΙ να μου ετοιμάσει μερικές ερωτήσεις. Ήταν ένα μάτσο χάλια, τις πέταξα όλες…
Κάπως έτσι είναι πάντως και μερικές από τις συνεντεύξεις που δίνω. (γέλια)
Εσύ το έχεις σκεφτεί; Να χρησιμοποιήσεις την τεχνητή νοημοσύνη για να σε διευκολύνει στη σύνθεση/παραγωγή…
Δεν έχω πειραματιστεί ακόμα με το AI. Mάλλον θα εκπλαγώ, ίσως και να φοβηθώ, από το τι θα ανακαλύψω… Κοίτα, μπορώ να σου δώσω την κλασική “πνευματικη” απάντηση για την σχέση του δημιουργού με την τεχνολογία. Να σου μιλήσω για την “έμπνευση”, το ταξίδι της “διαδικασίας” και τα λοιπά. Ισχύουν, είμαι άλλωστε αρκετά παλιομοδίτης – ούτε καν ηλεκτρονικό λεξικό για ρίμες δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ. Ξέρεις όμως, στην πραγματικότητα, γιατί δεν το έχω κάνει; Γιατί έχει τόσο περισσότερη πλάκα να το κάνω μόνος μου, από το να χρησιμοποιώ όλα αυτά τα εργαλεία. Οπότε, αν είναι να μου στερήσουν το fun, γάμησέ τα.
Θέλω να μιλήσουμε για ένα συγκεκριμένο κομμάτι του τελευταίου σας δίσκου, το “1989”. Είναι κάποιου είδους πολιτική αλληγορία για εκείνη τη χρονιά ή απλά εγώ έτσι θέλω να το δω και τριπάρω;
Όχι, μην ανησυχείς (γέλια)…Είναι λογικός ο συνειρμός. Σίγουρα, το 1989 ήταν μια καθοριστική χρονιά με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Συνέβησαν ταυτόχρονα κι άλλα γεγονότα που σχημάτισαν τον κόσμο του μέλλοντος. Όμως, αυτό το κομμάτι αναφέρεται στη χρονιά εκείνη, επειδή τότε πέθανε ο πατέρας μου. Είναι ένα τραγούδι για το παιχνίδι που παίζει η μνήμη, ειδικά όταν εμπλέκεται κάποιος που έχει φύγει από τη ζωή. Ένα παιχνίδι που ρομαντικοποιεί, ίσως ακόμα και θεοποιεί, τους νεκρούς, ενώ για τους ζωντανούς λειτουργεί θεραπευτικά. Ξέρεις, ο πατέρας μου ήταν ένα ωραιος τύπος…αλλά δεν ήταν άγιος. Αυτο θέλει να πει το τραγούδι.
Αισθάνεσαι ποτέ έτσι για το νεότερο εαυτό σου; Ωραίος τύπος, αλλά όχι κι άγιος…
Δεν ξέρω, μάλλον ναι. Έχουμε την αίσθηση ότι αλλάζουμε με τα χρόνια, αλλά εγώ -ίσως κι εσύ το βλέπεις αυτό στα παλιά άρθρα σου- αναμετρώμαι συνέχεια με το νεότερο εαυτό μου μέσα από τα τραγούδια. Ή, ξερωγώ, όταν με βλέπω σε κλιπ που μιλάω στην τηλεόραση πριν 20 χρόνια. Εκεί που έχω, ας πούμε, καταλήξει είναι πώς ζωή είναι να κάνεις λάθη και να προχωράς – σόρυ για το κλισέ. Είμαι σίγουρος ότι στο παρελθόν έχω παραφερθεί, μάλλον πού και πού είχα υπάρξει ένα μικρό αλαζονικό σκατό, αλλά και τι έγινε; Τι έγινε; Τι έγινε; (σ.σ. επαναλαμβάνει τρεις φορές “what the fuck”…)
Εντάξει, αν πρόκειται να είναι κάποιος λίγο αλαζόνας, ας είναι κάπου μεταξύ του In a Bar Under the Sea και του Ideal Crash…
(γελάμε και οι δύο) Σε ευχαριστώ, το κάνεις λίγο καλύτερο. Από την άλλη, η συμπεριφορά μου με τα χρόνια νομίζω ότι ήθελε να ξεφύγει κι από αυτο το βέλγικο/φλαμανδικό μοντέλο που προωθεί μια -κατά τη γνώμη μου- συχνά ψεύτικη μετριοπάθεια. Είναι κάτι που προκύπτει από το πώς μας κυβερνούσαν εδώ στη χώρα μου, κάτι στο οποίο πάντα αντιδρούσα. Εγώ είμαι αρκετά μεσογειακός, έχω ζήσει στο νότο, στην Πορτογαλία. Και χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία αγκάλιασαν τους dEUS από το πρώτο λεπτό.
ΟΚ, ευτυχώς το πες μόνος σου. Στην Αθήνα μας αρέσει να κολακευόμαστε ότι έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με την μπάντα, ότι σας αγαπάμε και μας αγαπάτε περισσότερο από τις άλλες πόλεις. Δε θέλω επιβεβαίωση, μην το χαλάσουμε κιόλας, αλλά ας συζητήσουμε λίγο πώς στήθηκε αυτός ο δεσμός εδώ και πάνω από 25 χρόνια..
Είναι δύσκολο να το εξηγήσεις με λόγια. Έχει να κάνει με το μεσογειακό ταμπεραμέντο το δικό μου και του γκρουπ που αναφερθήκαμε και πριν. Από την άλλη, όσο κι αν με σοκάρει το πόσο αλλάζουν οι πόλεις του νότου π.χ. η Βαλένθια ή η Λισαβόνα που βρεθήκαμε πρόσφατα, όσο κι αν με εντυπωσιάζει αρνητικά το πόσο “εξυγιαίνονται” και “εμπορικοποιούνται”, διατηρούν ακόμα έστω λίγη από την αγριάδα τους που δε βρίσκεις αλλού. Στον βορρά όλα είναι καθαρά, ρυθμισμένα κι οργανωμένα. Δεν παριστάνω τον κοινωνιολόγο, αλλά νομίζω ότι αυτή η συνθήκη δε μεταφράζεται σε ελευθερία. Και μια μπάντα σαν τους dEUS λειτουργεί σαφώς καλύτερα σε καθεστώς ελευθερίας.
Νομίζω λίγο θα απογοητευθείς στην Αθήνα, ο υπερτουρισμός την αλλοιώνει όλο και περισσότερο κάθε χρόνο. Ας αλλάξουμε θέμα, πώς θα είναι το σετ της 1ης Νοεμβρίου…
Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον τελευταίο δίσκο (How to Replace It, PIAS, 2023) οπότε δε μας απασχολεί πια να τον προμοτάρουμε σκληρά. Θα παίξουμε κομμάτια κι από τους οκτώ δίσκους. Ένα πάρτι θέλουμε να γίνει, όπως πριν πέντε χρόνια που ήρθαμε στην Αθήνα για τα 20 χρόνια του Ideal Crash. Τώρα ίσως είναι περίεργο το timing γιατί δεν έχουμε επικαιρότητα, δουλεύουμε νέο άλμπουμ. Αλλά θα περάσουμε καλά. Να στο πω αλλιώς, ποτέ δεν χρειάζεται να με πιέσεις για να μπω στο αεροπλάνο για την Αθήνα.
Ήταν πολύ ωραία, πολύ συναισθηματικά το 2019. Νομίζω οι dEUS είναι από τα λίγα συγκροτήματα που έχουμε τόσο πολύ προσωπική σχέση με τα κομμάτια σας, αυτό σας κολακεύει ή σας εγκλωβίζει; Ότι κάθε φορά θέλουμε να τα ακούσουμε επειδή τα έχουμε συνδυάσει με παρέες και φίλους, έρωτες και χωρισμούς ή απλά με την πρώτη νιότη μας…
Δεν υπάρχει πρόβλημα, παίζουμε μόνο αυτά που θέλουμε να παίξουμε. Τόσο απλά. Αν έχουμε όρεξη για το “Suds n’ Soda”, θα το ακούσετε. Ας πούμε, το “Instant Street” είναι πιο εύκολο – το παίζουμε πάντα. Το σετ αλλάζει διαρκώς και μην ξεχνάς κάτι: είμαστε πεισματάρηδες Βέλγοι. Μερικές φορές βάζουμε σκοπό να κάνουμε ένα κομμάτι “classic” και το καταφέρνουμε. Ξέρεις πώς; Το παίζουμε, και το παίζουμε καλά, κάθε φορά. Το καλύτερο παράδειγμα είναι το “Sun Ra” από το Pocket Revolution – μεγάλη διάρκεια, δεν βγήκε σε σινγκλ, δεν παίχτηκε στο ραδιόφωνο. Οι fans όμως το λατρεύουν γιατί είναι συναυλιακό “τέρας”. Έτσι πρέπει να λειτουργούν οι μπάντες, κι όχι να γίνονται θύματα των hits ή να αποκτούν τη λογική τζουκμποξ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όσο μεγαλώνω δεν καταλαβαίνω και καλύτερα την αναγκη του κοινού να ακούσει αυτά που αγαπά
Εσύ πώς κρατάς το ίδιο πνεύμα/συναίσθημα όταν ερμηνεύεις το ίδιο κομμάτι για δεκαετίες; Γίνεται;
Αλλάζουν τα κομμάτια, μαζί σου. Π.χ. το “Roses” στο πέρασμα του χρόνου, απέκτησε άλλο νόημα για μένα. Μακάρι να μπορώ να πω το ίδιο και για τα πιο πρόσφατα κομμάτια μας σε 20 χρόνια.
Πώς προετοιμάζεστε για τα live; Έχει αλλάξει η διαδικασία με τα χρόνια;
Αν μιλάμε για μια one off συναυλία, συνήθως κάνουμε μια πολύ μεγάλη πρόβα. Όταν είμαστε σε περιοδεία, φτάνουμε στην πόλη, εγώ πάω μια βόλτα, βγάζω φωτογραφίες και μετά θέλω ένα καλό γαμημένο γεύμα με πολύ κρασί. Ύστερα ύπνος για μιάμιση ώρα. Μετά soundcheck, αράζουμε, τσιμπάμε κάτι κι έρχεται το live. Πάντα έτσι ήταν, λίγο πολύ. Αυτό που έχει αλλάξει τώρα είναι το μετά, γιατί πια δεν βγαίνουμε έξω για πάρτι μέχρι τις 4 το πρωί. Άντε να πιουμε 1-2 μπίρες. Όταν παίρνουμε τις συντρόφους μας μαζί στην περιοδεία, μετά από τρεις ημέρες δεν αντέχουν. Εμείς μπορούμε να βγάλουμε άνετα έξι εβδομάδες στον δρόμο. Αυτή είναι η ζωή μας.
Σου λείπει το πάρτι, η άγρια πλευρά του τουρ;
Τι να σου πω; Καμιά φορά ναι, αν και νομίζω ότι πια το απολαμβάνω περισσότερο από παλιά. Γιατί τώρα βλέπω στα αλήθεια τα μέρη που επισκεπτόμαστε. Δεν κοιμάμαι πια μέχρι τις τρεις το μεσημέρι, κατευθείαν soundcheck και live. Κι όλο αυτό να γίνεται σε λούπα.
Φαντάζομαι ότι όσο μεγαλώνετε κι ωριμάζετε, τσακώνεστε και λιγότερο…
Ούτε κατά διάνοια (τρανταχτά γέλια)…Όχι φίλε μου, αυτό δε συμβαίνει με μας. Σχεδόν το διαλύσαμε μετά το τελευταίο άλμπουμ. Γι’ αυτό το αγαπάω τόσο πολύ. Γι’ αυτό το έκανα και τατού. (σ.σ. φυσικά, πλησιάζει στην οθόνη και μου δείχνει μέσα από το πουκάμισο τη φιγούρα που αποτελεί το διακριτικό artwork του How to replace it, χτυπημένη στην δεξιά του κλείδα, κάτω από τον λαιμό)… Αλλαζουν οι προτεραιότητες του καθενός όσο μεγαλώνει π.χ. μπορεί να έχει κάνει οικογένεια. Κι έτσι αλλάζει και η προσέγγισή, πράγματα που έμεναν θαμμένα για χρόνια εκρήγνυνται. Πόσο μάλλον όταν είμαστε όλοι μουσικά ενεργοί κι αρά ο καθένας θέλει να υπερασπιστεί όσα συνεισφέρει στις συνθέσεις. Κοίτα, εγώ νομίζω ότι οι μπάντες είναι μια εγγενώς εκρηκτική υπόθεση και, να σου πω και κάτι, έτσι πρέπει να παραμείνουν. Δεν εννοώ να πλακωνόμαστε κάθε μέρα, κανείς δεν το θέλει αυτό.
Πολλοί λένε ότι οι νεότερες γενιές αποφεύγουν να κάνουν γκρουπ και προτιμούν να πηγαίνουν σόλο για να έχουν να κάνουν μόνο με τον εαυτό τους…
Νομίζω ότι το καταλαβαίνεις αυτό στη μουσική που βγαίνει σήμερα, το διαπιστώνεις σίγουρα στο ραδιόφωνο που παίζει λιγότερα συγκροτήματα απ’ ότι παλιά. Αν όμως δεις τα line-ups των μεγάλων φεστιβάλ, η πλειοψηφια τους είναι μπάντες. Γιατί το κόνσεπτ της μπάντας είναι που μπορεί να βγάλει τη δύναμη.
Θα το έχεις παρατηρήσει ότι τα 90s είναι και πάλι εδώ…
Καιρός ήταν. Φτάνει πια με το 80s revival, παρότι τη γουστάρω προφανώς κι αυτή τη δεκαετία. Κοίτα, όπως ξέρεις, αυτά τα πράγματα πάνε κι έρχονται, οπότε μάλλον δε θα εκπλαγείς αν ακούσεις ότι δε μας καίγεται καρφί για αυτές τις αναβιώσεις. Πάντως, αν θες να το συζητήσουμε, και τα 00s καλά ήταν, πολύ ωραία μουσική βγήκε τόσο κιθαριστική όσο και ηλεκτρονική. Στα 10s, για μένα, χάλασε η φάση. Γιατί είχαμε την απόλυτη κυριαρχία της ποπ και των σόλο καλλιτεχνών με μουσική που είναι πολύ εφήμερη, είναι σαν να μην έχει κανείς πίστη στο μέλλον πια. Δε με ενδιαφέρει να με θυμούνται σε 100 χρόνια, αλλά δε θέλεις να κάνεις μουσική που θα ζήσει μια δυο γενιές; Δεν το βλέπω αυτό πια. Βλέπω να κυκλοφορεί πολύ υλικό που είναι για πέταμα. Απλά και μόνο επειδή μπορούν να το κυκλοφορήσουν. Αν επιστροφή στα 90s σημαίνει γράψε ένα κομμάτι, μπες στο στούντιο, ξόδεψε λίγα λεφτά για να το κάνεις να ακούγεται ωραίο και μετά μάζεψε όση καρδιά έχεις και βγες να το δώσεις στον κόσμο με την ελπίδα ότι θα τους αρέσει, τότε πολύ μου αρέσει που επιστρέφουμε εκεί.
Το εννοώ και σαν τάση/επιρροή στη μόδα, στο σινεμά, στη μουσική. Πριν ένα μήνα όλοι μιλούσαμε για τους Oasis…
Εντάξει, δεν ήταν μόνο οι Oasis και η britpop τα 90s. Αλλά, αν η επιστροφή τους σημαίνει ότι μπορεί να ξαναγίνουμε λίγο βρώμικοι, ας είναι.
Έχω ένα παιχνίδι πριν κλείσουμε. Frank Zappa, Tom Waits, Captain Beefheart – με ποιον πας για φαγητό, με ποιον πας για ποτά και με ποιον πας διακοπές;
Χαχαχα, τον J.J. Cale ξέχασες… ΟΚ, παμε…Με τον Zappa για ποτά γιατί δεν είμαι και μεγάλος fan, νομίζω κι εκείνος δεν έπινε, οπότε θα ήταν μια σύντομη βραδιά. Με τον Tom Waits για φαγητό, να έχουμε χρόνο για μια μεγάλη συζήτηση που θα απολάμβανα πολύ γιατί νομίζω ότι είναι ένας πολύ έξυπνος κι αστείος τύπος. Και με τον Don Van Vliet φυσικά διακοπές, τις οποίες μάλλον θα περνούσα σόλο αφού εκείνος θα ήθελε να απομονωθεί. Και το λίγο που θα ήταν μαζί μου, θα μου έκαιγε το μυαλό με τις φιλοσοφίες του.
Best/ Worst Case Scenario για σενα προσωπικά και για την μπάντα στο μέλλον;
Το χειρότερο είναι εύκολο να το μαντέψεις, οπότε ας το αφήσουμε μιας και δε θέλω να πεθάνω τα επόμενα 35 χρόνια (γέλια) Το καλύτερο είναι να βγάλουμε 2-3 ακόμα ωραία άλμπουμ και να το λήξουμε όμορφα και με θόρυβο.
Οι dEUS εμφανίζονται την Παρασκευή 1η Νοεμβρίου στο FUZZ (προπώληση €30, ταμείο €33).
Μαζί τους οι YEAH! με σύνθεση: Μισέλ Μόργκαν Χάουερς (Φωνητικά), Αλίκη Πριόβολου (Πλήκτρα), Ηλίας Ασλάνογλου (Φωνητικά), Στέφανος Γραμμένος (Μπάσο), Τάκης Γιαννούτσος (Τύμπανα), Γιάννης Ντρενογιάννης (ηλεκτρική κιθάρα)