Νέες ταινίες: Το θρησκευτικό “Κονκλάβιο” και το παλαβό μιούζικαλ “Emilia Perez” πάνε για Όσκαρ

Διαβάζεται σε 13'
Νέες ταινίες: Το θρησκευτικό “Κονκλάβιο” και το παλαβό μιούζικαλ “Emilia Perez” πάνε για Όσκαρ

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

H γιορτή του σινεμά όπως ήταν λογικό έφερε πολύ κόσμο στις αίθουσες με το μειωμένο εισιτήριο των 2 ευρώ. Ανάμεσα στους κερδισμένους ήταν σαφώς το “Anora” και το “Substance” με τα νούμερα και των δύο τίτλων που έρχονταν με buzz από τις Κάννες να ελκύουν πολύ κόσμο με περιέργεια.

O Χρυσός Φοίνικας του Σον Μπέικερ έκανε 14.000 εισιτήρια στο δεύτερο ΠΠΣΚ διπλασιάζοντας τα νούμερά του (στις 28.000). Η ταινία συνεχίζει να παίζεται σε τεράστιο για τα δεδομένα της κύκλωμα αιθουσών αλλά κινείται συμπαθητικά, ειδικά με δεδομένο ότι διχάζει πολύ και δεν φαίνεται να ενθουσιάζει.

Διχάζει όπως είναι πολύ πιο λογικό και το “Substance”, κάτι που στις ταινίες τρόμου –ειδικά σε ταινίες που πουλάνε την ακρότητα ως προσόν και ως εμπειρία– λειτουργεί απολύτως θετικά. Η ταινία της Κοραλί Φαρζά έκοψε 24.000 εισιτήρια πανελλαδικά, πολύ δυναμικό άνοιγμα που σαφώς βοηθήθηκε από την γιορτή του σινεμά αλλά και –όπως κι η ταινία του Σον Μπέικερ– από το πάρα πολύ μεγάλο κύκλωμα αιθουσών: Σε 70 οθόνες έπαιξε η “Anora”, σε 94 το “Substance”.

Έχουμε πολύ μεγάλη περιέργεια για το πώς θα συνεχίσει η ταινία της Φαρζά. Αυτή τη στιγμή πάντως, όταν μιλάμε για καλά κρατήματα εννοούμε το “Ατίθασο Ρομπότ”, μια υπέροχη animation ταινία που βρίσκει σταθερά το κοινό της, έχοντας ξεπεράσει τις 60.000 εισιτηρίων, εκ των οποίων οι 17.000 στην 4η(!) εβδομάδα του. Και πάλι φυσικά η γιορτή του σινεμά παίζει μεγάλο ρόλο, αλλά η ταινία γενικά αρέσει και φέρνει συνεχώς κόσμο.

Στην πρώτη θέση πάντως, ο “Venom: Η Τελευταία Πράξη” ξεπερνά τις 90.000 μετά από 10 ημέρες στις αίθουσες. Τίμιο μπλοκμπάστερ, τίμια επίδοση. Απλά κι ωραία.

Οι ταινίες της εβδομάδας

Emilia Perez

(Ζακ Οντιάρ, 2ω12λ)

Αφεντικό μεξικάνικου καρτέλ θέλει να ξεφύγει από αυτή τη ζωή εγκλήματος και ταυτόχρονα να επιβεβαιώσει την αλήθεια που αισθάνεται για τον εαυτό του εδώ και χρόνια. Έτσι, προσλαμβάνει τις υπηρεσίας μιας ικανότατης δικηγόρου για να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει εγχείρηση αλλαγής φύλου, μετά την οποία θα μπορεί να φύγει μακριά ξεκινώντας μια νέα ζωή χωρίς κανείς να ξέρει τι έχει συμβεί στα αλήθεια. Χρόνια μετά, η Εμίλια Πέρεζ επιστρέφει στη ζωή της δικηγόρου γιατί θέλει να έρθει ξανά σε επαφή με τα παιδιά της, που της λείπουν.

Κι όλα αυτά, σε μιούζικαλ. Και βαρύ μιούζικαλ κιόλας, από αυτά που οι χαρακτήρες λένε τραγουδιστά κάθε δεύτερη σκέψη τους.

Ο υπέροχος γάλλος auteur Ζακ Οντιάρ, σκηνοθέτης μελοδραματικών character pieces όπως “Ο Χτύπος που Έχασε η Καρδιά Μου” και “Ο Προφήτης”, αλλά και κάτοχος ενός από τους πιο αδύναμους Χρυσούς Φοίνικες του 21ου αιώνα (για το προσφυγικό δράμα “Dheepan”) επιστρέφει με την πιο τολμηρή ταινία της καριέρας του. Η οποία μοιάζει να έχει συσταθεί από τόσα επιθετικά και ετερόκλητα στοιχεία ώστε η σύγκρουση υφών και η αντι-αισθητική της να γίνεται τελικά κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος.

Τα μιούζικαλ είναι έτσι κι αλλιώς μια από αυτές τις ιδιάζουσες περιπτώσεις σινεμά, και το να γυρίσεις μια φουλ όπερα πάνω σε ένα υλικό σαν κι αυτό, μοιάζει με αγνή παράνοια. Κάθε αίσθηση λεπτότητας, προσοχής ή ακρίβειας (στην απεικόνιση ας πούμε των ευαισθησιών της τρανς πραγματικότητας ή στην πολιτική βαρύτητα των μαζικών εκτελέσεων από καρτέλ) μοιάζει όχι απλά να καταπατάται, αλλά να συνθλίβεται από τρένο που τρέχει ξέφρενα έχοντας ξεφύγει από τις ράγες – αλλά που με έναν μαγικό τρόπο, δεν αναποδογυρίζει ποτέ. Ίσως είναι περιέργως ασφαλέστερη μια τέτοια προσέγγιση: Από το να αγγίξεις κάπως λάθος ένα δύσκολο ζήτημα, αν είναι να σου ξεφύγει, τουλάχιστον κάντο μελοδραματική όπερα και στείλτο σε παράλληλη διάσταση.

Αυτό είναι που κάνει ο κι Οντιάρ, μπλέκοντας μεταξύ τους την σκοτεινή εγκληματικότητα του “Sicario” με την συναισθηματική σύγκρουση παρεξηγήσεων του “Mrs. Doubtfire” σα να ανήκαν σε κάποιο trash camp μεγαλούργημα τύπου “Nip/Tuck”. Συγκινητικές οικογενειακές στιγμές δίνουν τη θέση τους σε πιστολίδια κι ένα στόρι γυναικείας ενδυνάμωσης (για τη δικηγόρο που φανταστικά παίζει η Ζόι Σαλντάνα) τοποθετείται στο ευρύτερο πλέγμα παθιασμένης ακρότητας που βρίσκει την Σελίνα Γκόμεζ (που παίζει την σύζυγο του μαφιόζου πριν την εγχείρηση) να εκστομίζει απίστευτα μελοδραματικές, συναισθηματικές ή/και camp ατάκες με ερμηνευτικό τρόπο που, παράλογα, προσεγγίζει την αποστασιοποίηση – σε σημεία η Γκόμεζ μοιάζει σα να ακούει τις λέξεις που λέει για πρώτη φορά καθώς τις λέει.

Υπάρχει αφηγηματική και συναισθηματική ροή σε όλο αυτό; Σε πολλά σημεία η όποια ισορροπία χάνεται εκκωφαντικά, ενώ πολλά από τα πιο ευαίσθητα στοιχεία της ιστορίας αποδίδονται με έναν κάπως τουριστικό τρόπο. Αλλά τα πάντα είναι τόσο γκαζωμένα που η ταινία κρατά τον θεατή υπερβολικά απασχολημένο για να το καταλάβει. Ο Ζακ Οντιάρ είναι ένας σκηνοθέτης που πάντα στις ταινίες του ξεδιπλώνει διαφορετικών ειδών ιστορίες με έναν μουσικό, ρυθμικό τρόπο, με σώματα που εκφράζονται μελοδραματικά μέσα από τον ρυθμό, την κίνηση, την έλξη. Ακόμα και σε ένα φιλμ σαν το προηγούμενό του, το εκπληκτικό “Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα”, ο πρωταγωνιστής Μακίτα Σαμπά μας είχε εξηγήσει πως τα πάντα στις μεταξύ τους πρόβες είχαν να κάνουν με τον χορό (ακόμα κι όταν δεν υπήρχε στην ταινία):

«Εκτός από τις πρόβες και το διάβασμα, κάναμε και πολύ χορό μαζί. Είχαμε κόουτς για τις πολύ κοντινές μας σκηνές οπότε περάσαμε πολύ καιρό απλά… χορεύοντας μαζί με τη Λουσί. Ακόμα και με λίγα ρούχα. Ο Ζακ ήθελε να ξέρει ακριβώς ποιο μέρος του σώματος θα πρέπει να κινηματογραφήσει, και πώς, και πότε. Του προτείναμε κι εμείς συγκεκριμένες στάσεις. Είχαμε πια τη δική μας γλώσσα του σώματος την οποία συνδημιουργήσαμε και είχαμε πολύ καλή αίσθηση των σωμάτων μας. Θυμάμαι χορεύαμε μέχρι και έξω, στους δρόμους».

Είναι κάπως ειρωνικό που την φορά που ο Οντιάρ επιλέγει να κάνει ένα αγνό μιούζικαλ, το αποτέλεσμα είναι το λιγότερο αφηγηματικά ρυθμικό της καριέρας του, με ένα flow που διαρκώς σταματά και ξεκινά και μια ένταση που καλύπτει αδυναμίες στο στόρι και στην συναισθηματική συνέπεια. Κι όλα αυτά μέσα σε σχηματικές δραματικές αποτυπώσεις, απλουστευτικά δίπολα καλού/κακού και γυναίκας/άντρα, άτεχνα μουσικά νούμερα με αδιάφορο μουσικό περίγραμμα, και με μια κάπως αλλοπρόσαλλη επιλογή χρωματικής παλέτας που κάνει το όλο φιλμ να μοιάζει παράξενα αποχρωματισμένο.

Ίσως τίποτα από αυτά να μην πειράζει, κιόλας. Είναι μια ξέφρενη δουλειά, με μια φανταστική κεντρική ερμηνεία από την Κάρλα Σοφία Γκασκόν να λειτουργεί σε κάθε τονική κλίμακα της ταινίας, και ένα πείραμα ειδών και αφήγησης που αν μη τι άλλο δεν μοιάζει ποτέ με απλή άσκηση ύφους αλλά με εξερεύνηση. Η απόλαυση εδώ συνδέεται τελικά με το κατά πόσο μια τέτοια εξερεύνηση έχει αξία από μόνη της – ανεξαρτήτως της κακοτεχνίας του τελικού αποτελέσματος. Είναι κατεξοχήν ταινία που ανήκει στο φάσμα του λεγόμενου «σινεμά διαρροής αερίου»: Σινεμά που το κοιτάς και δε βγάζει νόημα σε ένα αόριστο αισθητικό, αφηγηματικό και ερμηνευτικό επίπεδο, σαν κάτι που βιώνεις ενώ έχεις ίλιγγο, σύγχυση, ζαλάδα.

Η επιτροπή στις Κάννες (και όχι μόνο) σίγουρα εκτίμησε πάντως το όλο εγχείρημα του Οντιάρ, με την ταινία να τιμάται με δύο βραβεία: Βραβείο της Επιτροπής, και ένα συλλογικό βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για τις 4 κεντρικές ηρωίδες του φιλμ. Το “Emilia Perez” έγινε εν συνεχεία η πρόταση της Γαλλίας για τα Όσκαρ με πολλά προγνωστικά να το εμφανίζουν ακόμα και ως βασικό παίχτη σε μεγαλες κατηγορίες.

Κονκλάβιο

(“Conclave”, Έντουαρντ Μπέργκερ, 2ω)

Καρδινάλιοι από όλο τον κόσμο συρρέουν στο Βατικανό για να εκλέξουν νέο Πάπα με το που γίνεται γνωστός ο θάνατος του προηγούμενου. Θα ακολουθήσουν πισώπλατα μαχαιρώματα και πυρετώδεις διαβουλεύσεις μέχρι το κονκλάβιο να καταλήξει σε επιλογή. Πρωταγωνιστούν Ρέιφ Φάινς (από τα φαβορί για το φετινό Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου), Στάνλεϊ Τούτσι και Ιζαμπέλα Ροσελίνι, σε σκηνοθεσία του Έντουαρντ Μπέργκερ, σκηνοθέτη του πολυβραβευμένου με Όσκαρ ριμέικ του “Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο”.

Παρθενόπη

(“Parthenope”, Πάολο Σορεντίνο, 2ω16λ)

**

Το μεγάλο ταξίδι ζωής της Περθενόπης, από τη γέννησή της στη Νάπολη των ‘50s μέχρι το σήμερα. Η πορεία μιας συνηθισμένης ζωής παίρνει διαστάσεις ενός έπους όπου κάθε πράξη πάθους και αναζήτησης ανάγεται σε μια μάχη για την (προσωπική) ελευθερία. Μια τραγική απώλεια νωρίς στη ζωή της Παρθενόπης δημιουργεί μια νέα πτυχή στην εξέλιξη της ζωής της, καθορίζοντας την μετέπειτα αναζήτηση αγάπης – μια γυναίκα που οι πάντες φαίνεται να αγαπούν αλλά εκείνη δεν είναι σίγουρη πώς να αγαπήσει πίσω.

Ο Πάολο Σορεντίνο, μεγάλος εραστής της Νάπολης, του Φελίνι, και του #Ωραίου, επιστρέφει μετά το γλυκό αλλά όχι σπουδαίο “Χέρι του Θεού” με μια ταινία που μοιάζει ταυτόχρονα με κάποιου τύπου απόσταγμα (όσο και δημιουργικού χαμηλού) της καριέρας του. Στο πρόσωπο της Παρθενόπης (στο ρόλο η άγνωστη Τσελέστε Ντάλα Πόρτα) ο Σορεντίνο βλέπει μυστήριο αλλά εμείς βλέπουμε απλώς ένα κενό που κυλά χωρίς τριβή – οι χαρακτήρες-ερωτηματικά είναι πολύ δύσκολο να δουλέψουν.

Δε βοηθάει που τα επεισόδια που διαδραματίζονται γύρω της είναι κάπως άνευρα, σαν ντεμί Σορεντίνο που γύρισε κάποιος άσημος σκηνοθέτης όταν του είπαν «κάνε ένα ταινιάκι που να θυμίζει λίγο Σορεντίνο». Είναι εύκολο να απορρίψει κανείς αυτού του τύπου το σινεμά ως γραφικό ή ξεπερασμένο. Αλλά ακόμα κι αν οι ιδέες του Σορεντίνο πάνω στη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο και ο τρόπος που κοιτά τον κόσμο μοιάζει, ειρωνικά, παγωμένος στο χρόνο, υπάρχει και μια ομορφιά εδώ αλλά κυρίως μια αγνότητα και μια ειλικρίνεια βλέμματος που παρότι κάνει το φιλμ παλιομοδίτικο, το κάνει ταυτόχρονα και κάπως ζεστό παρά τις πολλές αδυναμίες του. Είναι ευάλωτο σινεμά, κάτι πάντα καλοδεχούμενο – μακάρι να ήταν και έστω λίγο ζωντανό.

Terrifier 3

(Ντάμιαν Λεόνε, 2ω5λ)

**½

Πέντε χρόνια μετά τη σφαγή του Χάλογουιν στα χέρια του τρομακτικού Art the Clown, η Σιένα κι ο Τζόναθαν προσπαθούν ακόμα να χτίσουν ξανά τις ζωές τους. Προσπαθούν να αγκαλιάσουν το πνεύμα των γιορτών καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, αλλά εκεί που πίστευαν ότι ήταν ασφαλείς, και πως ο Art ήταν νεκρός, εκείνος επιστρέφει για να μετατρέψει τις γιορτές σε ένα νέο εφιάλτη.

Το πιο Χριστουγεννιάτικο από τα δύο εορταστικού θέματος φιλμ αυτής της εβδομάδας, το “Terrifier 3” καταφθάνει στην Ελλάδα πάνω σε ένα κύμα hype από την Αμερική όπου άνοιξε ξεπερνώντας σε εισπράξεις τη δεύτερη εβδομάδα του “Τζόκερ: Τρέλα για Δύο”. Πρόκειται για ένα εντελώς ανεξάρτητο, φτηνό φιλμ φρίκης και αηδίας φτιαγμένο εντελώς χειροποίητα, με τα δύο προηγούμενα φιλμ να κοστίζουν πενταροδεκάρες αλλά να αποκτούν καλτ φήμη – και ετούτο το σίκουελ να φτάνει πλέον σε εισπράξεις δεκάδων εκατομμυρίων.

Ο σκηνοθέτης Ντάμιαν Λεόνε υπηρετεί ένα είδος τρόμου που συνδέεται περισσότερο με το turture porn παρά με το σασπένς και την αγωνία. Οι ταινίες αυτές δεν παίζουν ποτέ με το κάδρο, με τους κενούς χώρους, με την ακινησία, τη σιωπή, τα τινάγματα – παρά αποτελούν μια συρραφή σκηνών κλιμακούμενης φρίκης, όπου η ακρότητα είναι το ζητούμενο. Είναι τέτοια η ωμότητα που ακόμα κι ως θεατής που ποτέ δεν εκτίμησε το torture porn, ομολογώ πως εδώ διασκεδάζω με έναν φυσικά αποστασιοποιημένο, αρρωστημένο τρόπο.

Υπάρχει σε αυτό το σίκουελ μια απόπειρα ανάπτυξης ευρύτερης μυθολογίας και στόρι γύρω από τα κατά τα άλλα ασύνδετα και δίχως λογική έργα φρίκης του Art (ενός σιωπηλού villain που μοιάζει και κινείται σαν μίμος), όμως τελικά η διασκέδαση πηγάζει καθαρά μέσα τη σαδιστική φρίκη: σάρκες που ξεκολλάνε από το σκελετό, υγρό άζωτο που παγώνει και θρυμματίζεται, οστά που γίνονται πριονοκορδέλα, και ό,τι άλλο βάζει (ή δεν τολμά να βάλει) το μυαλό σου. Αν είναι να παίξεις με τέτοιους όρους, τουλάχιστον το “Terrifier” το κάνει με έναν τρόπο ευθύ, αμόλυντο και αρκούντως κρατσανιστό. Δεν διαθέτει τίποτα από την ψυχοσωματική διαστροφή των (κάπως συγγενικών) φιλμ του Ρομπ Ζόμπι, ούτε ασχολείται με την ψυχολογία και την εικονογραφία της βίας στη σύγχρονη Δύση – αλλά ξέρει το κοινό του, και ξέρει πώς να το ικανοποιήσει σε ένα έστω πρώτο επίπεδο.

Red One

(Τζέικ Κάσνταν, 2ω13λ)

Ο εντελώς χτισμένος Άγιος Βασίλης του Τζ. Κ. Σίμονς (κωδική ονομασία Red One) πέφτει θύμα απαγωγής από μια μοχθηρή οντότητα με εφιαλτικούς σκοπούς. Για να τον σώσουν, οι δυνάμεις ασφαλείας του Βόρειου Πόλου θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους με έναν διαβόητο χάκερ κυνηγό κεφαλών σε μια αποστολή ενάντια στο χρόνο. Θα προλάβουν να σώσουν τα Χριστούγεννα;

Μια από τις λιγότερο χριστουγεννιάτικες, Χριστουγεννιάτικες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ, η κωμική περιπέτεια του Τζέικ Κάσνταν (που έχει γυρίσει το καλτ κλασικό “Walk Hard” αλλά και τα διασκεδαστικά πρόσφατα “Jumanji”) κινείται και διασκεδάζει αλλά με λιγοστά πράγματα να καταφέρνουν να μείνουν στη μνήμη σου μετά την απομάκρυνση από την αίθουσα. Ένα από αυτά είναι η Οπωσδήποτε Μια Επιλογή του Κρις Έβανς να παίζει τον αντι-ήρωα κυνηγό κεφαλών του σα να τον έχει καταλάβει το πνεύμα του Ρόμπερτ Ντε Νίρο (γιατί όχι) καθώς και κάποιες επιμέρους διασκεδαστικές στιγμές – όπως η σύντομη εμφάνιση του κωμικού Νικ Κρολ στην παραλία.

Όμως πέραν αυτών η δράση κρεμάει, το χιούμορ ελέγχεται, ο The Rock είναι πλέον μια κινηματογραφική περσόνα που απορροφά το κέφι από τον χώρο, και η ευρύτερη αισθητική παραπέμπει σε κάποια τυπική Netflix παραγωγή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα πάντως –επειδή κατά τα άλλα μια χαρά ευχάριστα βλέπεται η ταινία– είναι πως ούτε συναισθηματικά ούτε οπτικά δεν αναδεικνύει στα αλήθεια κάτι βαθιά εγκάρδιο, κάτι συνδεδεμένο με την ιδέα των Χριστουγέννων. Ενώ τα λιγοστά του ευρήματα σε κάνουν να περιμένεις διαρκώς για κάτι πιο έξυπνο, που ποτέ δεν έρχεται. Το “Red One” δεν ενοχλεί, αλλά δεν σου αφήνει και τίποτα να πάρεις μαζί σου – σαν μια μπάλα από χιόνι που κρατάς στο χέρι σου Αύγουστο μήνα.

Κυκλοφορούν ακόμη

Εν Αρχή: Σε ένα ήσυχο χωριό στα ορεινά της Γεωργίας, η τοπική, απομονωμένη κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά δέχεται επίθεση από αγνώστους. Η Γιάνα, σύζυγος του ηγέτη της κοινότητας, βρίσκεται ξαφνικά στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης και σταδιακά καταρρέει. Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της γεωργιανής Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι που εντυπωσίασε και βραβεύτηκε με τον “Απρίλη” στο φετινό φεστιβάλ Βενετίας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα