Εκλογές ΗΠΑ: Η στρατηγική ήττα του “μικρότερου κακού” – Μια ιστορία σε επανάληψη

Διαβάζεται σε 9'
Ο Ντόναλντ Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ AP

Τελικά, νίκησαν οι Ρεπουμπλικάνοι ή μήπως… έχασαν οι Δημοκρατικοί; Πώς και γιατί επανεκλέχθηκε με τέτοια διαφορά ο Ντόναλντ Τραμπ; Πού έγκειται το στρατηγικό αδιέξοδο των Δημοκρατικών και άλλων παρόμοιων συστημικών κομμάτων εξουσίας της Δύσης;

Ακούμε συνεχώς τα τελευταία εικοσιτετράωρα πως η άνετη επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ήταν ένα αναπάντεχο φαινόμενο, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις αναλυτών και δημοσκόπων. Και όμως, πριν από οκτώ μήνες, στις 13/02/2024, προ της απόσυρσης Μπάιντεν, είχα προβλέψει μέσα από δημόσιο τηλεοπτικό βήμα πως έρχεται η επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ, ακόμα και σε ενδεχόμενο αλλαγής υποψηφίου των Δημοκρατικών.

Αντίστοιχες προγνώσεις είχαν γίνει από ορισμένους ειδικούς και κριτικούς δημοσιογράφους, δίχως να τους δοθεί βέβαια ιδιαίτερη προσοχή από τα συστημικά media των ΗΠΑ ή τους συμβούλους του Δημοκρατικού κόμματος. Ήταν και παραμένει λοιπόν σαφές, ότι η νεοσυντηρητική επάνοδος του κύματος Τραμπ τροφοδοτήθηκε και ενισχύθηκε κυρίως από το στρατηγικό αδιέξοδο και τον αδύναμο πολιτικό σχεδιασμό του Δημοκρατικού κόμματος, καθώς και από την τετριμμένη επικοινωνιακή καμπάνια της Κάμαλα Χάρις. Πάμε όμως στο πώς και το γιατί.

Όπως αποδεικνύουν οι μέχρι στιγμής διαθέσιμοι απόλυτοι αριθμοί των ψήφων, δεν νίκησαν απλώς οι Ρεπουμπλικάνοι, αλλά πρωτίστως έχασαν οι Δημοκρατικοί.

Συγκεκριμένα, ο Τραμπ διατήρησε σχεδόν στο ακέραιο τις 74 εκατομμύρια ψήφους που είχε λάβει και στις εκλογές του 2020, ενώ οι Δημοκρατικοί έχασαν πάνω από 10 εκατομμύρια (!) ψηφοφόρους. Και μάλιστα παρά το γεγονός ότι η Χάρις συγκέντρωσε περισσότερα χρήματα εκστρατείας.

Έτσι, ο Τραμπ κέρδισε την λαϊκή ψήφο (popular vote), πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για ρεπουμπλικανό υποψήφιο. Είναι εμφανές ότι το εκλογικό σώμα των ΗΠΑ γύρισε την πλάτη στους Δημοκρατικούς με τρόπο μαζικό και ξεκάθαρο. Δεν μιλάμε, λοιπόν, απλώς για μια αντιδραστική κίνηση μέρους της κοινωνίας, αλλά πλέον για συνειδητή επιλογή ετερόκλιτων κοινωνικών ομάδων που συνιστούν δείκτη συντηρητικοποίησης της αμερικανικής κοινωνίας. Είναι ενδεικτικό ότι ο Τραμπ νίκησε και τις επτά Swing States, δηλαδή τις πολιτείες εκείνες των οποίων το εκλογικό αποτέλεσμα είναι σε κάθε προεδρική αναμέτρηση αμφίρροπο. Έτσι, πρόκειται για την μεγαλύτερη ρεπουμπλικανική νίκη των τελευταίων είκοσι ετών, κατά την οποία οι «κόκκινοι» όχι μόνο κατέλαβαν την Προεδρία, αλλά κέρδισαν και μια ισχυρή πλειοψηφία στην Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, έχοντας έτσι τα ηνία τόσο της εκτελεστικής όσο και της νομοθετικής εξουσίας για τουλάχιστον δύο χρόνια, μέχρι τις ενδιάμεσες (midterm) εκλογές.

 

Προεκλογικές καμπάνιες και πολιτικές θέσεις

Ο Τραμπ κατέβηκε με επακριβώς την ίδια ατζέντα που έχει υιοθετήσει από το 2016, με τις γνωστές θέσεις οικονομικού προστατευτισμού, αντιπολεμικής διεθνούς πολιτικής και αντι -μεταναστευτικής, αντι – κλιματικής, αντι – woke στάσης. Αυτά συνδυάστηκαν με μια ρητορική που αδιαφορούσε παντελώς για το political correctness, σε βαθμό που ορισμένες ομιλίες θύμιζαν stand up comedy. Πρόκειται ουσιαστικά για μια αρνητική ατζέντα που επί της ουσίας βασιζόταν και συνεχίζει να βασίζεται στις αστοχίες των δημοκρατικών διοικήσεων. Αντίστοιχα, η απόπειρα δολοφονίας εις βάρος του, οι δεκάδες ποινικές κατηγορίες και η ταύτιση του με την κατάρρευση της αμερικανικής Δημοκρατίας λειτούργησαν απολύτως υπέρ του, ακόμα και ως αρνητική διαφήμιση. Ως εκ τούτου, η ευθύνη βαραίνει κυρίως τους Δημοκρατικούς και το επιτελείο της Χάρις, που φαίνονται να μην μαθαίνουν απολύτως τίποτα από την περίοδο 2016 – 2024.

Συγκεκριμένα, σε άρθρο μου στις 24/07/2024 είχα γράψει πως οι Δημοκρατικοί έχασαν πολύτιμο χρόνο με την ετεροχρονισμένη απόσυρση Μπάιντεν και πως η Χάρις, ως ένα πρόσωπο χωρίς χαρισματικά χαρακτηριστικά, όραμα ή διακριτές/σαφείς πολιτικές προτάσεις, δεν θα μπορέσει να ανατρέψει την ροή των γεγονότων σε μόλις τρεις μήνες αφότου έλαβε το χρίσμα.

Το κεντρικό σύνθημά της ήταν το «μην ψηφίσετε τον Τραμπ», δίχως σημαντική θετική ατζέντα, ενώ παράλληλα προερχόταν από την διοίκηση Μπάιντεν, επωμίζοντας έτσι το πολιτικό κόστος της προηγούμενης εξουσίας. Είχα τονίσει πως: «Το στοίχημα των Δημοκρατικών δεν έγκειται στην όποια δαιμονοποίηση του Τραμπ, ούτε στην υιοθέτηση μιας γενικόλογης αξιακής και εν πολλοίς δικαιωματίστικης ατζέντας, αλλά, αντιθέτως, στο να απευθυνθούν στην πολύπαθη μεσαία τάξη των ΗΠΑ και τα μικρομεσαία στρώματα της κοινωνικής πλειοψηφίας με απτές προτάσεις κοινωνικής και οικονομικής στήριξης». Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Ειδικότερα, στα πεδία της οικονομικής (ακρίβεια, στέγαση, εργασία), μεταναστευτικής και εξωτερικής (πόλεμοι, μειωμένη επιρροή κλπ.) πολιτικής, οι Δημοκρατικοί κυριολεκτικά «χάρισαν» τεράστιες μερίδες του κόσμου στον Τραμπ, με θέσεις και ρητορική που εν πολλοίς συντηρούσαν ή δικαιολογούσαν το σημερινό status quo.

Σε επίπεδο επικοινωνίας, το επιτελείο της Χάρις έκανε οτιδήποτε μπορούσε για να χάσει.

Υιοθέτησε μια μετριοπαθέστατη θέση για τους πολέμους σε Ουκρανία – Μέση Ανατολή δίχως προτάσεις άμεσων αποκλιμακώσεων, σε βαθμό μάλιστα που υπερασπίστηκε την ακραία καταστολή έναντι φοιτητών που αντιδρούσαν στις γενοκτονικές πρακτικές του ακροδεξιού Νετανιάχου και στενού συμμάχου του Τραμπ. Αποδέχτηκε, σε ένα βαθμό, την την ατζέντα του Τραμπ, ιδίως στο μεταναστευτικό πεδίο, δίχως δικές της original θέσεις. Έκανε καμπάνια με την στήριξη της ελίτ της pop culture και περιφερόμενη με πρόσωπα του βαθέως συστήματος όπως οι Κλίντον και η πολεμοχαρής Λιζ Τσέινι. Όμως, η Χάρις περίμενε πως θα εκλεγεί επειδή, όπως έλεγε… «προερχόταν από οικογένεια μεσαίας τάξης» και ήταν… «έγχρωμη γυναίκα». Με αυτά τα γνωστά κλισέ των identity politics, οι Ρεπουμπλικάνοι αύξησαν την υποστήριξή τους ακόμα και ανάμεσα στον γυναικείο και λατινικής καταγωγής πληθυσμό, πράγμα πρωτοφανές για τα αμερικανικά δεδομένα. Φτάσαμε δηλαδή στο σημείο να εμφανίζεται η παγκόσμια ακροδεξιά ως πιο αντιπολεμική και ριζοσπαστική από ότι οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου…

Κάπως έτσι, η δήθεν αντιπρόταση του «λιγότερο κακού» έπεσε και πάλι στον τοίχο. Στον ίδιο τοίχο που έπεσε η Κλίντον το 2016, στον ίδιο που πέφτουν εδώ και πάνω από μια δεκαετία τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας της Ευρώπης. Και τούτο συνέβη καθώς όταν μένεις μονάχα σε μια απροσδιόριστη και κομφοριστική λογική του τύπου business as usual, άνευ αναδιανομής εισοδήματος και σημαντικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, προφανώς και ο κόσμος θα σε τιμωρήσει, δίνοντας έτσι έδαφος στην ακροδεξιά. Σε μια ακροδεξιά που, όπως ο Τραμπ, εμφανίζεται ως αντισυστημική, ενώ στην πραγματικότητα είναι γέννημα του ίδιου του πυρήνα αυτού του συστήματος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τόσο ο Τραμπ όσο και πολλοί από το επιτελείο του (Ρόμπερτ Κένεντι, Τούλσι Γκάμπαρντ κ.α.) προέρχονται από το Δημοκρατικό κόμμα.

Δύο ερμηνείες

Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να αναλύσουμε εν τάχει τις κύριες ερμηνείες των ανωτέρω καταστάσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη. Έως τώρα, δύο αναγνώσεις έχουν κατά κύριο λόγο ακουστεί:

  • Νεοφιλελεύθερη/κεντροδεξιά ερμηνεία: Οι υποστηρικτές του Τραμπ είναι ψεκασμένοι, περιθωριακοί, αγράμματοι, «σκουπίδια» και φασίστες που δεν ξέρουν τι τους γίνεται, αρνούμενοι έτσι τους «σωτήρες» τους.
  • (Κεντρο)Αριστερή/Προοδευτική ερμηνεία: Τα εργατικά και μικρομεσαία στρώματα γύρισαν την πλάτη στους Δημοκρατικούς λόγω της ανυπαρξίας ουσιαστικής κοινωνικής και οικονομικής υποστήριξης.

Η πρώτη λογική είναι η ίδια, καθαρά ελιτίστικη και ουσιαστικά ρατσιστική, που ακούγαμε και το 2016, η οποία θεωρεί τις λαϊκές αντιδράσεις ως αστειότητες ενός luben συλλογικού υποκειμένου, μια μπανάλ δηλαδή συμπεριφορά των χαμένων της παγκοσμιοποίησης. Είναι μια απολύτως αστεία ανάλυση που θεωρεί τον λαό ως πόπολο και φερέφωνο του λαϊκισμού. Η δεύτερη ερμηνεία, σαφώς πιο κοντά στην πραγματικότητα, αντιμετωπίζει σοβαρότερα το κρίσιμο θέμα της κρίσης του ύστερου καπιταλισμού, της δημοκρατικής και πολιτικής αντιπροσώπευσης της Δύσης, εστιάζοντας στις ανισότητες και τα αιτήματα των από κάτω (bottom – up), τα οποία ακόμα και σήμερα δεν εισακούγονται.

Όμως, ακόμα και η δεύτερη αυτή βάσιμη ανάλυση, δεν λαμβάνει υπόψιν της ένα ακόμα χαρακτηριστικό: Την συγκρουσιακή πολιτισμική ανασφάλεια που έχει προκύψει στα δυτικά κράτη τα τελευταία χρόνια. Με λίγα λόγια, η υπερβολή που γίνεται ως την προβολή μετα – υλιστικών ζητημάτων (βλ. πράσινος μετασχηματισμός, lgbtq+/woke ατζέντα, ταυτοτικές πολιτικές, άμβλωση κλπ.) από την πολιτική ελίτ και το μιντιακό κατεστημένο, η οποία δεν συνταιριάζεται με την αντίστοιχη προβολή των μαζικών αιτημάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας (κοινωνική ανέλιξη, καλύτερη ποιότητα ζωής, περίθαλψη, μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα, αίσθημα κοινωνικής ασφάλειας κλπ.), και μάλιστα με έναν τοξικό ρητορικά τρόπο κατά τον οποίο ο οποιοσδήποτε διαφωνούντας βαφτίζεται ως ψεκασμένος που θέλει cancel, γεννά τέτοια φαινόμενα τύπου συντριπτικής επικράτησης Τραμπ. Το να μην αρθρώνεται δημοκρατικός και προοδευτικός λόγος που να αντιμετωπίζει την αναμενόμενη ανασφάλεια του κόσμου για δυναμικά φαινόμενα που μετασχηματίζουν παραδοσιακές έννοιες, αξίες και δομές (οικογένεια, θρησκεία, ασφάλεια, έθνος, κράτος, κοινωνία, γειτονιά, σύνορα, μετανάστευση, δημογραφικό κλπ) συνιστά πολιτικό σφάλμα που ανοίγει την κερκόπορτα για πολύ χειρότερες καταστάσεις.

Όλα αυτά, δεν σημαίνουν πως δεν πρέπει να ασχολούμαστε με τα μετα – υλιστικά ζητήματα ή τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τον πράσινο μετασχηματισμό. Κάθε άλλο, πρέπει να προστατεύσουμε όλα τα κεκτημένα. Πρέπει όμως η σύγχρονη πολιτική να μάθει να κάνει ουσιώδη δημοκρατικό διάλογο, να καταλάβει το μέτρο και την αναλογικότητα, να είναι επί της ουσίας πλουραλιστική και όχι να βάζει ταμπέλες σε οποιαδήποτε (ακόμα και καλοπροαίρετη) κριτική άποψη. Πρωτίστως, να δίνει βάση στα βιοποριστικά αιτήματα και τις λοιπές ανασφάλειες του κόσμου. Γεγονός, που προϋποθέτει το να «σπάσει αυγά», εφαρμόζοντες πραγματικά φιλοκοινωκές πολιτικές και προπάντων περιορίζοντας ορισμένες τοξικές ομάδες ειδικών συμφερόντων (βλ. σύγχρονων ολιγαρχικών) με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.

Αυτό λοιπόν το στρατηγικό αδιέξοδο της λογικής του «λιγότερο κακού», μετά των παθογενειών στις οποίες αυτή βασίζεται, είναι που (ξανα)έχασε στις ΗΠΑ. Είναι το ίδιο συστημικό αδιέξοδο που με παρασκηνιακές μεθόδους «λήστεψε» από τον δημοκρατικό σοσιαλιστή Μπέρνι Σάντερς το momentum που είχε ως υποψήφιος πρόεδρος των Δημοκρατικών το 2020, παρουσιάζοντας μια πραγματικά διαφορετική ατζέντα και νικώντας στα πρώτα caucuses. Η ίδια δηλαδή στρατηγική που οδήγησε τους νεοφιλελεύθερους του Μακρόν στην τρίτη θέση στη Γαλλία, την ελληνική αριστερά στην παρακμή και τους μετριοπαθείς σοσιαλδημοκράτες του Σολτς σε εκλογική κατάρρευση στη Γερμανία. Η εκλογή Τραμπ αναμένεται να «τεστάρει» τις οικονομικές αντοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και εφόσον επιβληθούν δασμοί σε ευρωπαϊκά εμπορικά προϊόντα και ζητηθούν περισσότερες αμυντικές δαπάνες σε επίπεδο ΝΑΤΟ, την στιγμή που ο γαλλογερμανικός άξονας ήδη βρίσκεται σε τροχιά ύφεσης, λιτότητας και πολιτικής αστάθειας, σε ένα ευρύτερο διεθνές πλαίσιο ρευστότητας.

*Ο Θεοφάνης Κοτσώνης είναι Πολιτικός Επιστήμονας και Αναλυτής

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα