Σε κάθε γυναικοκτονία, ο “λεβεντογιός κάνει τ’ ανείπωτα”
Διαβάζεται σε 5'Όσο συνεχίζει να υπάρχει αδιανόητη αντίσταση σε καθετί που μπορεί να ανοίξει έναν ανεκτικό και συμπεριληπτικό ορίζοντα σκέψης, τόσο θα εξακολουθούν τα εγκλήματα με έμφυλο πρόσημο.
- 13 Νοεμβρίου 2024 09:36
Ένα 24ωρο, δύο γυναικοκτονίες. Η Δώρα από το Αγρίνιο και η Γαρυφαλλιά από την Πάτρα. Όσο η συζήτηση – που γίνεται με όρους επικαιρότητας, μέχρι να βγει η επόμενη σοκαριστική είδηση και να ξεχάσουμε την προηγούμενη – αναλώνεται στο αν το θύμα είχε εγκαταστήσει το panic button και αν ο γυναικοκτόνος είχε δώσει δικαιώματα στη γειτονιά, γυναίκες θα συνεχίσουν να δολοφονούνται από τα χέρια εκείνων που είχαν τα κλειδιά του σπιτιού τους.
Μέχρι να αποφασίσουμε να στραφούμε στο μείζον.
Το οποίο δεν είναι αν τα θύματα είχαν καταγγείλει τους κακοποιητές τους. Έστω ότι αυτή η ερώτηση γίνεται αρχικά με καλή πρόθεση, είναι παρόλ’ αυτά λες και υπονοεί ότι αν η κακοποιημένη που εντέλει δολοφονείται από τον σύντροφό της δεν είχε απευθυνθεί στις Αρχές, σχεδόν «προκάλεσε» αυτό που της συνέβη. Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι για τους οποίους μια γυναίκα μπορεί να μην φτάσει ποτέ να περάσει το κατώφλι ενός ΑΤ για να καταγγείλει. Αλλά και να το κάνει, κανείς και τίποτε δεν μπορεί να της προεξοφλήσει ότι δεν θα είναι η επόμενη. Τραγικότερο παράδειγμα όλων η γυναικοκτονία της Κυριακής, έξω από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων.
Μείζον δεν είναι, επίσης, αν το θύμα είχε εγκαταστήσει το panic button. Είναι χρήσιμο εργαλείο; Ναι. Είναι από μόνο του αρκετό; Όχι. Εδώ έχει συμβεί το εξής λογικό άλμα: θεωρούμε αυθαίρετα ότι κάθε γυναίκα, τη στιγμή που κινδυνεύει η ζωή της, θα έχει στα χέρια της το κινητό της ή τέλος πάντων θα έχει πρόσβαση σε αυτό. Είναι λάθος αυτό. Για παράδειγμα, μια γυναίκα που ξυλοκοπείται βάναυσα από τον σύντροφό της, πώς είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι εκείνη τη στιγμή θα μπορεί να έχει οποιαδήποτε αλληλεπίδραση με το κινητό της; Δεν θα μπορεί. Και δεν θα έχει.
Το μείζον, εν ολίγοις, δεν είναι να στοχοποιείται το θύμα μετά θάνατον για το τι έκανε και τι δεν έκανε, τι θα μπορούσε να έχει κάνει διαφορετικά προκειμένου να ζει. Το θύμα δεν φέρει καμία ευθύνη. Είναι θύμα και η όποια σχετική συζήτηση θα έπρεπε να τελειώνει πριν καν ξεκινήσει.
Το μείζον είναι αυτό που ο Μαζόχα περιέγραψε με ακρίβεια στο τραγούδι του «Αρρενωτίποτα», σε έναν στίχο 4 λέξεων: «Λεβεντογιός κάνει τ’ ανείπωτα». Είναι αυτή η νοοτροπία που χτίζεται βήμα το βήμα, λέξη τη λέξη, παράδειγμα το παράδειγμα από κούνια και μαθαίνει στους γιους τη ματσίλα και τη βαρβαρότητα. Που τους μαθαίνει πως «εντάξει, άντρας είσαι, θα πεις μια κουβέντα παραπάνω». Ακόμα κι αν αυτή η κουβέντα πληγώνει και στιγματίζει. Που ακόμα και σήμερα δικαιολογεί το χέρι που σηκώνεται για να πονέσει, για να βλάψει.
Κι αν εξακολουθείτε κάποιοι/κάποιες εξ υμών να πιστεύετε ότι η νοοτροπία αυτή εκλείπει πια, να θυμίσω ότι ο γυναικοκτόνος της Δώρας από το Αγρίνιο είναι μόλις 30 ετών. Πάνω κάτω όσο ήταν εκείνος της Γαρυφαλλιάς στη Φολέγανδρο, ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος της Καρολάιν και τόσοι άλλοι.
Είναι η πατριαρχία και δεν θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας μια μέρα. Χρειάζεται δουλειά στο σπίτι, στο σχολείο, στις ομάδες, όπου φτιάχνουν κοινότητες τα παιδιά και οι νέοι.
Όσο συνεχίζει να υπάρχει αδιανόητη αντίσταση σε καθετί που μπορεί να τους ανοίξει έναν ανεκτικό και συμπεριληπτικό ορίζοντα σκέψης, τόσο θα εξακολουθούν τα εγκλήματα με έμφυλο πρόσημο. Όσο εν έτει 2024 ακόμα συζητάμε αν είναι μια καλή στιγμή να υπάρξει σεξουαλική αγωγή στα σχολεία (με γονείς ήδη, χωρίς καν να έχει ανακοινωθεί η έναρξη του μαθήματος, να διαμηνύουν ότι δεν θα επιτρέψουν στα παιδιά τους να το παρακολουθήσουν), τόσο τα παιδιά θα απέχουν μεγαλώνοντας από έννοιες όπως «όρια», «σεβασμός», «αυτοδιάθεση» στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Μπορούν πάντα, βέβαια, να τα μάθουν όλα (στρεβλά, ίσως) στο TikTok. Αυτό συμβαίνει ήδη, από πολύ μικρές ηλικίες, όσο κλείνουμε τα μάτια στις ανάγκες που γεννά η ζωή που προχωρά -ούτως ή άλλως, με ή χωρίς εμάς- και μας χαιρετά από μακριά.
Στο μεταξύ, μας σκοτώνουν. Τις φίλες μας, τις αδερφές μας, τις μανάδες μας, εμάς τις ίδιες. Γιατί, ας μην γελιόμαστε. Καμιά μας δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής εάν δεν είμαστε όλες ασφαλείς. Καμιά μας δεν μπορεί να ξέρει αν θα είναι η επόμενη, επειδή «χάλασε η φάση», επειδή «τη ζήλευε παθολογικά», επειδή «τι γύρευε να περπατά μόνη της μέσα στα σκοτάδια».
Κουραστήκαμε να μετράμε. Έντεκα έως τώρα για το 2024. Και δεν με νοιάζει εάν τα είχαν ή δεν τα είχαν κάνει «όλα σωστά». Δεν θα έπρεπε να νοιάζει κανέναν και καμιά μας. Το μόνο που θα έπρεπε να μετράει είναι πως δεν είναι όλες εδώ, λείπουν οι δολοφονημένες.