BRAIN GAIN: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ
Τι πραγματικά κρύβεται πίσω απ’ τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης;
«Δεν θα ήθελα να αφήσω μια χώρα που προσφέρει κοινωνική ασφάλεια και στήριξη για μια άλλη όπου η ανασφάλεια αποτελεί καθημερινή πραγματικότητα».
Αυτό απάντησε ο Ευθύμης Χριστοδουλάκης στο «News 24/7», όταν τον ρωτήσαμε αν σκέφτεται να αφήσει τη Δανία όπου ζει και κάνει τις μεταπτυχιακές του σπουδές για να γυρίσει στην Ελλάδα.
Αφορμή για αυτήν την κουβέντα ήταν η συζήτηση σχετικά με τον επαναπατρισμό των Ελλήνων, κυρίως νέων σε ηλικία, που βρέθηκαν στο εξωτερικό, είτε ψάχνοντας λύσεις στο εργασιακό και οικονομικό αδιέξοδο που δημιούργησε η χρεοκοπία της χώρας το 2010 είτε σπουδάζοντας, αναζητώντας παράλληλα ένα ασφαλέστερο από κάθε άποψη εργασιακό μέλλον.
ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
Τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ που κατατάσσουν την Ελλάδα μεταξύ άλλων στη χειρότερη θέση όσον αφορά τις μισθολογικές απολαβές μετά την Κολομβία και το Μεξικό δεν μπορούσαν να λείπουν από την κουβέντα μας με τον νεαρό μεταπτυχιακό φοιτητή.
Μπορεί η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο να κάλεσε τους δημοσιογράφους να ασχοληθούν και με τους θετικούς δείκτες που μας αφορούσαν, όπως αυτοί αναφέρονται στην Έκθεση του διεθνούς οργανισμού, ωστόσο κι άλλα στοιχεία, αυτή τη φορά από τη Eurostat, αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα είναι μακράν πρώτη στις χώρες της ΕΕ- μάλιστα με διαφορά μεγαλύτερη από 10 εκατοστιαίες μονάδες από τη Βουλγαρία- σε ό, τι αφορά το σύνολο των βαρών που προκύπτουν για τα νοικοκυριά μιας χώρας από οφειλές προς ληξιπρόθεσμες δόσεις, το ενοίκιο και τους λογαριασμούς που απορρέουν από τραπεζικά δάνεια, την ενέργεια, τη θέρμανση, την ύδρευση και τις δόσεις αγορών.
Θα γύριζε ένας νέος άνθρωπος με αυτά τα στοιχεία κατά νου;, ρωτώ τον Ευθύμη. Για τον ίδιο, παρότι ακόμη δεν εργάζεται στη Δανία, οι υπάρχουσες συνθήκες στη χώρα μας δεν του αφήνουν περιθώρια για σκέψεις επιστροφής. «Η ποιότητα ζωής που παρατηρώ εδώ είναι εμφανώς ανώτερη και ακούγοντας εμπειρίες από ανθρώπους που εργάζονται χρόνια στη Δανία, νιώθω πως όταν βρω δουλειά, θα είναι δύσκολο να φύγω».
ΕΠΙΣΤΡΟΗ ΓΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
Ο συνομιλητής μου δεν ανήκει στο 1.079.992 ανθρώπους που έφυγαν από την Ελλάδα μεταξύ 2010 και 2022, με τις 683.680 εξ αυτών να είναι άτομα ηλικίας 25-44 ετών (Πηγή: «Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ»).
Γνώρισε όμως άτομα στη Δανία που ανήκουν σε αυτή τη γενιά. Σκέφτονται να γυρίσουν;
Όπως αναφέρει, κάποιοι φίλοι του μερικές φορές παραπονιούνται για τον μουντό καιρό της Δανίας, ωστόσο αναγνωρίζουν ότι η διαφορά στους μισθούς και στις συνθήκες εργασίας είναι αποτρεπτική για να επιστρέψουν. «Όπως λένε και οι ίδιοι, εδώ δουλεύουν για να ζουν και όχι το αντίθετο. Και αυτό δεν είναι απλώς μια φράση – το βλέπω στην καθημερινότητα μου και το πιστεύω», μου λέει λίγο πριν κλείσουμε τη συζήτησή μας.
Συν τοις άλλοις, αποτρεπτικός παράγοντας για τον επαναπατρισμό του φαίνεται να είναι η ανυπαρξία ενός κράτους με κοινωνική πολιτική που θα εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής στους πολίτες. «Παρόλο που οι φόροι είναι πράγματι υψηλοί- σ.σ. στη Δανία-, υπάρχει ισχυρό σύστημα πρόνοιας, κάτι που λείπει σε μεγάλο βαθμό από την Ελλάδα».
Τότε, αν τα πράγματα είναι έτσι, γιατί γυρίζουν; Γιατί πανηγυρίζουν στην κυβέρνηση, μιλώντας για στοίχημα «που δείχνει να κερδίζεται»;
Απάντηση βρήκαμε στα πρόσφατα στοιχεία έρευνας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ).
Σύμφωνα με αυτά, εκτός των άλλων αναφέρεται ότι το 82% των επαναπατρισθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα, δήλωσε ότι επέστρεψε νιώθοντας την «ανάγκη να βρίσκεται κοντά στην οικογένεια και τους φίλους», ενώ το 63% γύρισε για το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ;
«Φεύγουν για οικονομικούς λόγους και επιστρέφουν όχι γιατί η οικονομία βελτιώθηκε, οι συνθήκες βελτιώθηκαν(…) αλλά (…) για συναισθηματικούς λόγους», τόνιζε σε τοποθέτησή του πριν λίγες ημέρες ο κ. Λόης Λαμπριανίδης, Οικονομικός Γεωγράφος, καθηγητής ΠΑ.ΜΑΚ, πρ. Γ.Γ. Ιδιωτικών Επενδύσεων στο υπ. Οικονομίας και Ανάπτυξης («MEGA TV», 10/11/2024).
Με τα παραπάνω, ο ακαδημαϊκός και κεντρικός ομιλητής στην ημερίδα που διοργάνωσε το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) στις 7 Νοεμβρίου 2024, με τίτλο: «Brain Gain – Brain Drain- Ερευνητικά δεδομένα, Εμπειρίες, Στρατηγικές», επιβεβαίωσε έμμεσα ένα ακόμη στοιχείο της έρευνας του ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, ότι τα φορολογικά κίνητρα, ειδικά στοχευμένα σε Έλληνες που επαναπατρίζονται, δεν αποτέλεσαν σημαντικό λόγο επιστροφής (το 84% δεν εκμεταλλεύτηκε κάποιο φορολογικό κίνητρο).
Το ίδιο επιβεβαιώνει μιλώντας στο «News 24/7», η βιολόγος και ερευνήτρια, κυρία Μαρίνα Πανταζοπούλου. «Τα οικονομικά κίνητρα -φοροελαφρύνσεις κυρίως- για τα οποία συνεχώς μιλά η κυβέρνηση έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τις λεγόμενες νεοφυείς επιχειρήσεις. Ωστόσο, για όποιον συνεχίζει να βρίσκεται στον τομέα της έρευνας, όχι μόνο δεν έχει φοροελεφρύνσεις, αλλά τον υποχρέωσαν να ‘’ανοίξει’’ μπλοκάκι. Να ‘’στοιχίζει’’ δηλαδή στο Πανεπιστήμιο, με τη σύμβαση έργου, περίπου 2000 τον μήνα και εκείνος να μην καταφέρνει να βάλει στην τσέπη του παραπάνω από 1.150 ευρώ».
Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΑΦΟΜΟΙΩΣΗΣ
Η κυρία Πανταζοπούλου έφυγε το 2009 από την Αθήνα με προορισμό το Παρίσι για «μάστερ». Γνώριζε όπως λέει ότι η έρευνα στην Ελλάδα είναι αρκετά μίζερη. Η υποχρηματοδότηση, η απλήρωτη εργασία των διδακτορικών φοιτητών, τα μεγάλα κενά ανάμεσα στις συμβάσεις και η ανυπαρξία κονδυλίων για τα αναγκαία για την έρευνα αναλώσιμα, από κοινού με τις δικές της επιστημονικές αναζητήσεις πάνω στην κυτταρική και τη μοριακή βιολογία την ώθησαν στο εξωτερικό.
Έπειτα από την ολοκλήρωση αυτού του πρώτου κύκλου σπουδών έξω, η κυρία Πανταζοπούλου συνέχισε την εκτός συνόρων ζωής της και τις διδακτορικές της σπουδές, στη Σουηδία αυτή τη φορά. Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα ξεκινούσε η εφαρμογή των δανειακών συμβάσεων.
Πώς ήταν η ζωή εκεί;, τη ρωτώ σήμερα, μερικά χρόνια μετά την επιστροφή της.
Η ίδια μου μίλησε για τις παροχές προς τους διδακτορικούς φοιτητές (ενδεικτικά: Μετά τα πρώτα 2,5 από το διάρκειας 5 ετών διδακτορικό πρόγραμμα η ίδια αμείβονταν με 2.500 ευρώ, είχε εξασφαλίσει καλή τιμή ενοικίου, μάλιστα με την αρρωγή του κράτους, με το αντίστοιχο όμως κόστος ζωής). «Μιλάμε για ένα κράτος αρκετά πλούσιο, τόσο στο κομμάτι της έρευνας, όσο και στις παροχές του. Αυτό δεν σημαίνει- βέβαια- ότι είναι όλη η Ευρώπη έτσι».
Επίσης, δεν σημαίνει ότι μετά την ολοκλήρωση του διδακτορικού της δεν υπήρχαν δυσκολίες. Όπως μου εξήγησε, στο ερευνητικό πεδίο που εκείνη ήθελε να ακουλουθήσει, ως μεταδιδάκτορας έπαιρνε μέχρι 3.000 ευρώ, με το κόστος ζωής να έχει εκτοξευθεί, καθώς έπρεπε πλέον να βρει δικό της σπίτι.
Βέβαια, ακόμη κι έτσι, ίσως ήταν καλύτερα από ό, τι στην Ελλάδα, παρατηρεί η ίδια εστιάζοντας κυρίως στον εργασιακό τομέα. «Μετά όμως έρχεται και το προσωπικό κομμάτι. Αυτό το ερώτημα που είχα τότε: ‘’Ωραία, μετά το εργαστήριο, τι κάνω;’’. Για εμένα, όπως και για άλλα άτομα της ηλικίας μου, δεν ήταν εύκολο να κάνω έναν κύκλο ανθρώπων κοντά στην ηλικία μου· να το πω απλά: Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να αφομομοιωθώ. Άλλωστε, η αφομοίωση δεν είναι μόνο επαγγελματική, είναι και κοινωνική. Οι ρίζες μου δεν ήταν εκεί. Έτσι αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Για τους δικούς μου ανθρώπους. Φίλους, γονείς, σύντροφος…».
Η «ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ» ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑ ΕΔΩ
Σύμφωνα με μελέτη του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, ελλείψει άλλων, επίσημων στοιχείων, από το 1980 μέχρι σήμερα, ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών- με κύριο προορισμό τους τις ανεπτυγμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ- είναι σταθερά υψηλότερος σε σχέση με αυτόν των επαναπατρισθέντων. Μοναδική εξαίρεση: Το 2024, όπου, παρά το γεγονός ότι 330χιλ. άτομα εξακολουθούν να μένουν στο εξωτερικό, ο δείκτης κλείνει ελαφρά υπέρ όσων επέστρεψαν («Naftemporiki TV», 12/11/2024).
Όμως, όπως εξηγεί στο «News24/7» ο κύριος Ιωάννης Κουζής, Καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων και Πρόεδρος στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, αυτή η μικρή «παλιννόστηση», η οποία παρατηρείται το τελευταίο χρονικό διάστημα μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε κοινωνικούς, συναισθηματικούς λόγους. «Δεν είναι μόνο για τους ανθρώπους που έχουν αφήσει πίσω τους, μα και η δυσκολία προσαρμογής σε άλλες χώρες, ανεξάρτητα από τις οικονομικές συνθήκες που εκεί τους παρέχονται», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ξαναγυρίζοντας στη συνομιλία μου με την κύρια Πανταζοπούλου, έθεσα αυτά τα δεδομένα υπόψη της. Μπορεί εκείνη να μην βρίσκεται πλέον στο εξωτερικό, ωστόσο η θέση της στο ίδρυμα ιατροβιολογικών ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, κάνοντας έρευνα πάνω στην νόσο «Πάρκινσον», τη φέρνει σε άμεση επαφή με νέους ανθρώπους, φοιτητές.
Πώς βλέπει εκείνη όλη αυτή την κουβέντα περί επαναπατρισμού; «Βάσει όσων διαπιστώνω κι εγώ, κατά την προσέλκυση των φοιτητών μας, από τα 100 άτομα που θα ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στη Βιολογία στην Ελλάδα, όσοι κατευθύνονται προς την έρευνα δεν μένουν στη χώρα. Να το πω απλά: Είναι δύσκολο να βρούμε φοιτητές!».
ΟΣΟΙ ΖΟΥΝ ΕΔΩ ΚΑΙ 15 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΔΕΝ ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΟΥΝ
Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη «γενιά της κρίσης;», τη ρωτώ και πάλι. Όπως επισημαίνει στο Magazine, μέσα από τον δικό της κοινωνικό περίγυρο, αναφερόμενη ιδαίτερα σε όσους ασχολούνται με την έρευνα, φεύγοντας στις αρχές της δεκαετίας του 2010 είχαν τα μάτια τους στραμμένα προς την Ελλάδα. Έλεγαν: «Να βελτιωθούν τα πράγματα και θα γυρίσουμε». Όμως αυτή η βελτίωση δεν ήρθε ποτέ. Σήμερα, «στο κομμάτι της έρευνας στην Ελλάδα έχουμε μία κατάσταση στην οποία, τόσοι ερευνητές εξαρτώνται από ένα ΕΛΙΔΕΚ που βγαίνει ανά δύο χρόνια. Τα πρώτα χρόνια υπήρξε ένα γενναιόδωρο ‘’budget’’. Στη συνέχεια όμως, κι ενώ ανέλαβε η Νέα Δημοκρατία, η χρηματοδότηση κόπηκε στα 2/3. Οπότε, με τι κίνητρο να γυρίσει ένας ερευνητής- επιστήμονας»;
Συν τοις άλλοις, είναι και η μεταφορά της διαχείρισης των κονδυλίων από το υπ. Παιδείας στο υπ. Ανάπτυξης που δείχνει έναν προβληματικό προσανατολισμό της ερευνητικής διαδικασίας στην Ελλάδα, καθώς σύμφωνα με την έμπειρη ερευνήτρια ήταν πλέον εμφανές ότι κάποιοι ήθελαν να προωθήσουν την ανάπτυξη φαρμάκων και της πατέντας και όχι την ελεύθερη έρευνα.
Επομένως, μετά από όλα αυτά, δεν είναι να απορούμε που όσοι «έχουν περάσει ήδη 14, 15 χρόνια, έχουν εγκατασταθεί εκεί -σ.σ. στο εξωτερικό- πολύ δύσκολα θα αφήσουν πλέον τη ζωή τους».
Η ΕΣΧΑΤΗ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ
Βέβαια, δεν είναι μόνο η εγκατάσταση, το ρίζωμα σε έναν τόπο που κάνει την απόφαση της επιστροφής ακόμη πιο δύσκολη. Είναι και το «penalty», η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε «παλιννοστούντα» με την επιστροφή του στην Ελλάδα. «Η συντριπτική πλειοψηφία όσων ήταν στο εξωτερικό, το 78% έπαιρνε πάνω από 2.000 ευρώ. Και, αντίστροφα, όταν γυρνούν στην Ελλάδα, αυτό το 78% παίρνει λιγότερο από 2.000 ευρώ», τονίζει μιλώντας στο κανάλι της «Ναυτεμπορικής» ο κύριος Λαμπριανίδης.
Φυσικά, δεν είναι μόνο το μισθολογικό. Όπως αποδεικνύει πληθώρα συγκριτικών ερευνών και μελετών, με την έλευση της κρίσης το 2009-10, διαμορφώθηκε μία ζοφερή συνθήκη στην ελληνική αγορά εργασίας, όπου η ανεργία, η ευέλικτη και χαμηλά αμειβόμενη εργασία, η γενικευμένη εργασιακή επισφάλεια ανέδειξαν την Ελλάδα ως την χώρα με τη μεγαλύτερη επιδείνωση των συνθηκών εργασίας στην ΕΕ κατά την τελευταία 15ετία.
Αυτή είναι η βασική αιτία για την τεράστια «αιμορραγία» που σημειώθηκε στο διάστημα 2010-22, με ένα υψηλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό να αναζητά την τύχη του έξω από τα σύνορα της χώρας;
Δίχως άλλο, η απάντηση είναι καταφατική, λέει στο «News 24/7», ο κύριος Κουζής. Για να προσθέσει στη συνέχεια ότι «δεν τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται κύματα αρνήσεων από εργαζόμενους να ανταποκριθούν στην πρόσκληση για εργασία υπό τις παρεχόμενες συνθήκες εργασίας στον τουρισμό και στην εστίαση κατά τους θερινούς μήνες».
«Βουλγαροποίηση» μισθών και επιστροφή μεταναστών
Ωστόσο, όταν του επισήμανα, κάπως προβοκατόρικα είναι η αλήθεια, ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έστω και για συναισθηματικούς λόγους, έστω και με την αγορά εργασίας να χαρακτηρίζεται κάθε άλλο παρά «ελκυστική», αρκετοί αποφασίζουν να γυρίσουν, η απάντηση που έλαβα από τον συνομιλητή μου ήταν αρκετή· αφενός για να λύσει τον γρίφο του φαινομένου της «επιστροφής» παράλληλα με την «βουλγαροποίηση» των μισθών, αφετέρου για να βάλει πολλά ερωτηματικά στις κυβερνητικές θριαμβολογίες.
Με τα λόγια του ίδιου του κυρίου Κουζή: «Πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει πλέον το ύψος της ανεργίας που υπήρχε την δεκαετία του 2010. Αυτός ο παράγοντας ενδεχομένως να υπερπηδά τα εμπόδια για την επιστροφή αυτών των ανθρώπων. Εμπόδια τα οποία δημιουργούν οι κακές εργασιακές συνθήκες. Πρόκειται δηλαδή για μια ισορροποία μεταξύ της κάλυψης των συναισθηματικών τους αναγκών και της εύρεσης εργασίας που ναι μεν δεν πληροί τις προδιαγραφές του εξωτερικού, αλλά τους δίνει τη δυνατότητα να είναι κοντά στα οικεία τους πρόσωπα. Αυτό δεν πρέπει να το υποτιμάμε. Και προφανώς δεν επιστρέφουν σε μια χώρα που σήμερα παρουσιάζει την χαμηλότερη αγοραστική δύναμη των μισθών στην ΕΕ μετά από την Βουλγαρία».
Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΜΟΝΑΞΙΑ
Η μείωση της ανεργίας -παρά την αναντιστοιχία που παρατηρείται ανάμεσα στα δεδομένα της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού που είναι διαθέσιμα στη Εurostat και σε αυτά της ΕΛΣΤΑΤ- αποτέλεσε την καλύτερη αφορμή ώστε κάποιοι να γυρίσουν πίσω, στους δικούς τους ανθρώπους.
Όμως, όπως είδαμε, το αντίτιμο αυτής τους της επιλογής ήταν… υψηλό. Ίσως, όχι μόνο γιατί κλήθηκαν να μειώσουν τις υψηλές μισθολογικές τους «απαιτήσεις», όπως κανονικά θα δικαιούνταν βάσει των πολύ υψηλών και εξειδικευμένων στις περισσότερες των περιπτώσεων προσόντων τους, μα και γιατί καλούνται να συμβιβαστούν με τον τραγέλαφο της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Την παράλυση κεντρικών οδών της πρωτεύουσας, επειδή το χιόνι ήταν… «ασυνεπές». Την εισβολή της φωτιάς στον αστικό ιστό της Αθήνας, επειδή έφταιγαν τα «πεύκα που έφεραν οι Ρωμαίοι». Την ευθύνη του Σταθμάρχη, ως ο μοναδικός υπαίτιος για το έγκλημα των Τεμπών.
Εν ολίγοις, καλούνται να νιώσουν σε κάθε βήμα τους έξω από το σπίτι πόσο απελπιστικά μόνοι είναι. Να συμβιβαστούν δηλαδή με την ιδέα ότι το μόνο που τους αναγνωρίζει πλέον το ελληνικό κράτος είναι η προσωπική τους «ευθύνη» να τα καταφέρουν σε μια χώρα που δείχνει να καταρρέει καθημερινά.