ΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ: Ο ΠΙΟ ΩΡΙΜΟΣ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ, ΣΕ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ – ΔΗΛΑΔΗ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ σκηνοθετεί Τζούλιαν Μουρ και Τίλντα Σουίντον σε μια σπουδαία ταινία πάνω στον θάνατο και τη ζωή, κερδίζοντας επιτέλους (και δικαίως) ένα μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ, με το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας.
Υπάρχει πάντα μια προσμονή και μια περιέργεια όταν πολυαγαπημένοι σκηνοθέτες του παγκόσμιου σινεμά δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους σε κάτι αγγλόφωνο για πρώτη φορά – δεν είναι λίγες οι φορές που κάτι χάνεται στη μετάφραση, κάποιο ιδιοσυγκρασία, κάτι στο ρυθμό, στις ερμηνείες. Πολλά μπορούν να στραβώσουν.
Για τον Πέδρο Αλμοδόβαρ το Διπλανό Δωμάτιο δεν είναι ακριβώς η πρώτη αγγλόφωνη δουλειά καθώς έχει γυρίσει δύο μικρού μήκους τα τελευταία χρόνια, πιθανώς και ως πρόβα. (Εκ των οποίων το Strange Way of Life είναι μια από τις πλέον αδύναμες δουλειές της καριέρας του.) Είναι όμως η πρώτη μεγάλου μήκους στα αγγλικά για τον λατρεμένο ισπανό auteur κι άρα μια δεδομένη άσκηση ύφους: Πώς μεταφέρεται το χαρακτηριστικό στυλ και η κινηματογραφική ζωντάνια του Αλμοδόβαρ σε αγγλόφωνο σινεμά, με πρωταγωνίστριες τις σπουδαίες Τζούλιαν Μουρ και Τίλντα Σουίντον;
ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΟΥΡ ΚΑΙ ΤΙΛΝΤΑ ΣΟΥΙΝΤΟΝ ΣΤΟΝ ΠΙΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΔΕΙ
Είναι παράξενη ταινία και, αρχικά, όλα μοιάζουν να μην λειτουργούν, να είναι κάπως off. Ψύχραιμα, στατικά πλάνα κοιτάζουν τις ηθοποιούς του σε close-up καθώς αφηγούνται μεγάλα κομμάτια επεξήγησης ή λογυδρίων που έχουν μια ας πούμε εμφανή λογοτεχνική προέλευση. (Η ταινία αποτελεί διασκευή του βιβλίου What Are You Going Through της Σίγκριντ Νούνιεζ.) Δεν υπάρχει ακριβώς ρυθμός ή κίνηση ή ζωή, παρά μια κάπως στατική ομορφιά μέσα από κάδρα συμμετρικής πολυχρωμίας μέσα σε ευρύχωρα και ευάερα δωμάτια.
Τελικά όμως, αυτή είναι και η ουσία.
Η ταινία ακολουθεί δύο γυναίκες που παλιά ήταν πολύ κοντινές φίλες, δουλεύοντας μαζί για χρόνια. Η Τζούλιαν Μουρ είναι η Ίνγκριντ, συγγραφέας που μόλις έχει βγάλει και νέο βιβλίο. Σε ένα event σε βιβλιοπωλείο, συμβαίνει ένα χαριτωμένο περιστατικό: Μια κοπέλα στην ουρά, ζητάει από την Ίνγκριντ να υπογράψει το βιβλίο για να το κάνει δώρο στην κοπέλα της και διστακτικά προσθέτει, «γράψε αν μπορείς και “δε θα ξανασυμβεί”».
Η Ίνγκριντ την κοιτάζει διερευνητικά, αλλά και κατανοητικά και όχι επικριτικά. «…δε θα ξανασυμβεί», επαναλαμβάνει απολογητικά η κοπέλα, σα να το τονίζει πρωτίστως στον εαυτό της.
Είναι μια αστεία αλλά και πολύ ζεστή στιγμή που δίνει τον τόνο για μια ιστορία που θα ακολουθήσει, που έχει τόσο πολύ να κάνει με το ποιοι είμαστε και ποιες είναι οι συνθήκες που μας βαραίνουν ενώ προσπαθούμε να ζήσουμε στο τώρα.
Η Ίνγκριντ μαθαίνει τα νέα για την παλιά φίλη της, με την οποία πλέον έχουν χαθεί. Η Μάρθα –στο ρόλο η θεά Τίλντα Σουίντον που δεν έχει ξαναμοιάσει τόσο θνητή κι ανθρώπινη ποτέ της στο σινεμά– έχει καρκίνο και βρίσκεται στο νοσοκομείο. Διάσημη πολεμική ανταποκρίτρια, αλλά και μητέρα αποξενωμένη από την κόρη της, η Μάρθα βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με το τέλος.
Στο νοσοκομείο, οι δυο τους συναντιώνται κι έρχονται ξανά κοντά. Όταν η διάγνωση για τη Μάρθα γίνεται οριστική, εκείνη θα ομολογήσει στην παλιά της φίλη πως θέλει να πάρει τη ζωή της (δηλαδή τον θάνατό της) στα χέρια της και να δώσει η ίδια τέλος με τους δικούς της όρους. Και της ζητά να την συνοδεύσει σε αυτό το ταξίδι.
«ΥΠΑΡΧΟΥ ΠΟΛΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΖΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ»
Ο Αλμοδόβαρ αφήνει τις ηθοποιούς του να χαθούν στο βλέμμα της κάμερας έχοντας ως φόντο πανέμορφες χρωματικές παλέτες, ενώ οι ευάεροι χώροι είναι τελικά γεμάτοι λεπτομέρειες και αναφορές και αντικείμενα μιας ζωής. Μαζί εισάγει κι εμάς μέσα σε αυτή την ασφαλή φούσκα όπου –για αυτή τη φαινομενικά ακίνητη, αέναη στιγμή στο χρόνο– μια γυναίκα έχει τον απόλυτο έλεγχο της ζωής και του θανάτου της. Δε μας αφήνει να είμαστε θεατές, μας κάνει κι εμάς όπως την Ίνγκριντ: μάρτυρες.
Η ταινία διανθίζεται με διάφορα επεισόδια που προσθέτουν στοιχεία στους χαρακτήρες ή διαφόρων ειδών backstory, άλλα διασκεδαστικά (οι μικρές περιπέτειες της Ίνγκριντ στην απομόνωση, όπως με τον προσωπικό γυμναστή), άλλα τραγικά (η κλειστή πόρτα), άλλα μάλλον άστοχα (το επεισόδιο με το φλεγόμενο σπίτι είναι αισθητικά άτοπο). Ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν οι συναντήσεις της Ίνγκριντ με έναν διανοούμενο που παίζει ο πάντα υπέροχος Τζον Τορτούρο, ένας άντρας βαθιά κυνικός και παραιτημένος πια στο αδιέξοδο του σύγχρονου κόσμου και την πλήρη διάβρωση θεσμών και κοινωνιών. «Aπό τη μία ο νεοφιλελευθερισμός από την άλλη η άνοδος της ακροδεξιάς» λέει, δίχως ελπίδα για το μέλλον.
Μέσα σε επίπεδα αδιεξόδων (κοινωνικών ή προσωπικών, όπως η κεντρική ιστορία της ταινίας), και κάτω από ένα διαρκές πέπλο θανάτου, ο Αλμοδόβαρ βρίσκει όμως ακόμα ομορφιά στην ίδια τη Στιγμή και αξία στον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να τη ζούμε. Δίχως διδακτισμό, κούφιες εξάρσεις και ευκολίες, ο Αλμοδόβαρ χαρίζει μια ολόκληρη ταινία του –και την οπτική του, τα χρώματά του, τις ηθοποιούς του– ολοκληρωτικά σε μια ιδέα. Όχι τόσο ελπίδας, όσο προσωπικής επιμονής. Ή όπως λέει κι η Ίνγκριντ, «υπάρχουν πολλοί τρόποι να ζεις μέσα σε μια τραγωδία».
ΤΙΛΝΤΑ ΣΟΥΙΝΤΟΝ: «ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, ΟΥΤΕ ΤΟΝ ΦΟΒΗΘΗΚΑ ΠΟΤΕ»
Στη συνέντευξη τύπου της ταινίας στο φεστιβάλ Βενετίας, ο Αλμοδόβαρ επεκτάθηκε περισσότερο πάνω στις ιδέες που συναντάμε ανάμεσα στις γραμμές του κεντρικού στόρι. Η ταινία εστιάζει, όπως είπε κι ο ίδιος, σε μια προσωπική ιστορία, όμως αυτή λειτουργεί σαν συνεκδοχή μιας ευρύτερης φιλοσοφικής αντίληψης και προσέγγισης του κόσμου. Έτσι ο Ισπανός auteur αναφέρθηκε στην περιβαλλοντική κρίση, στο δικαίωμα στην ευθανασία, αλλά και στο μεταναστευτικό.
«Η κυβέρνηση στέλνει το ναυτικό να τους σταματήσει από το να μπουν στις χώρες μας κι αυτό είναι τρελό, και άδικο. Εγώ προτείνω το αντίθετο – ότι πρέπει να κάνουμε κάτι, σε αυτό τον περίπλοκο κόσμο που ζούμε και είναι γεμάτος κινδύνους.»
Στη συνέχεια τόνισε πως είναι και μια ταινία υπέρ του δικαιώματος στην ευθανασία, που νομιμοποιήθηκε το 2021 στην Ισπανία αλλά παραμένει έκνομη σε πολλές χώρες. Μιλώντας με αφορμή αυτή την ιδέα του θανάτου, το λόγο πήρε η Τίλντα Σουίντον.
«Προσωπικά δεν φοβάμαι τον θάνατο, ούτε τον φοβήθηκα ποτέ. Νομίζω όλο το ταξίδι προς την αποδοχή του θανάτου μπορεί να είναι μακρύ για κάποιους ανθρώπους, αλλά για κάποιο λόγο, λόγω συγκεκριμένων εμπειριών στη ζωή μου, απέκτησα συναίσθηση από νωρίς», ομολόγησε η ηθοποιός. «Ξέρω πως έρχεται. Τον νιώθω να έρχεται. Τον βλέπω να έρχεται.»
«Ένα από τα πράγματα που είναι αυτή η ταινία, είναι ένα πορτρέτο αυτοδιάθεσης, κάποιο άτομο που αποφασίζει με βεβαιότητα πως θα πάρει τη ζωή και το θάνατό της στα ίδια της τα χέρια.»
«Υπάρχει μια τρομερή δύναμη ζωή στις ταινίες του Πέδρο», συμπληρώνει η Τζούλιαν Μουρ. «Και αυτό είναι στο οποίο αντιδρούμε όλοι. Είναι σαν βλέποντας αυτές τις ταινίες, να μπορείς να ακούσεις τους χτύπους της καρδιάς όλων». Άρα μια ταινία για τον θάνατο, που είναι δηλαδή μια ταινία για τη ζωή; Ναι.
ΕΝΑ ΧΡΥΣΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ
Γράφαμε στον τελικό απολογισμό της φετινής Βενετίας πως με έναν παράδοξο τρόπο, το Διπλανό Δωμάτιο φάνηκε απρόσμενα ταιριαστό με σκέψεις πάνω στο τέλος του κόσμου, που συνόδευαν μεγάλο μέρος της φετινής μας εμπειρίας στο φετινό φεστιβάλ. Μια ταινία για την αξία –και τη δυσκολία– του να ορίζεις τη ζωή σου, και του να ζεις γενικότερα, έχοντας ως φόντο τη βεβαιότητα της τραγωδίας. Μοτίβα που συναντάμε σε πλειάδα τίτλων της φετινής διοργάνωσης, καθόλου παράδοξο βέβαια καθώς όλο και περισσότερο είναι σκέψεις αναπόφευκτες ακόμα στην ίδια μας την καθημερινότητα.
Σε εκείνη την αποτίμηση του φεστιβάλ, γράφαμε πως: «Η ταινία άφησε αρκετούς αμήχανους κατά την πρώτη προβολή, και για μεγάλο μέρος της κριτικής θεωρήθηκε πως το Χρυσό Λιοντάρι που έδωσε στην ταινία η πρόεδρος της επιτροπής, Ιζαμπέλ Ιπέρ, είχε τον χαρακτήρα ενός “βραβείου καριέρας” για τον Αλμοδόβαρ. Θα διαφωνήσω – αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι έναν δημιουργό που μεγαλώνοντας αναζητά νέες πτυχές στις προβληματικές που τον απασχολούν μια ζωή, βάζοντας ακόμα και την αισθητική του κληρονομιά μέσα σε ένα νέο πλαίσιο αναζητήσεων και στοχασμών. Το είδαμε και στις θαυμάσιες Παράλληλες Μητέρες πριν λίγα χρόνια, το βλέπουμε τώρα κι εδώ».
«Φυσικά δε χωρά αμφιβολία πως βοήθησε το όνομα του Αλμοδόβαρ στην κοινή αποδοχή μιας τέτοιας, φαινομενικά ήρεμης και απλής ταινίας. Ο μεγάλος ισπανός σκηνοθέτης δεν είχε κερδίσει ποτέ Κάννες ή Βενετία, και μπροστά προφανώς στη θέα ενός παράξενα μέτριου Διαγωνιστικού, η επιτροπή της Ιπέρ βρήκε κοινό έδαφος στην ταινία του Αλμοδόβαρ. Μια ταινία που είναι δύσκολο να της σταθείς εχθρικά, αλλά και μια ταινία που –ναι, ας μην το αρνούμαστε– έδινε στην επιτροπή την ευκαιρία να τιμήσει επιτέλους έναν από τους μεγάλους σύγχρονους σκηνοθέτες με ένα άξιο (και καθόλου “τιμής ένεκεν”) βραβείο».
Μερικούς μήνες μετά από εκείνη την προβολή, μπορούμε μετά βεβαιότητας να το υπογραμμίσουμε ξανά. Το Διπλανό Δωμάτιο είναι μια ταινία χαμηλών τόνων, ήρεμη, σχεδόν σιωπηλή– που αν της δώσεις τον χώρο που ζητά, θα σε κάνει να κοιτάξεις πολλά πράγματα μέσα από το δικό της φακό. Κι αυτό είναι ένας μικρός θρίαμβος.
Το Διπλανό Δωμάτιο του Πέδρο Αλμοδόβαρ κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer. Το κείμενο γράφτηκε τον Σεπτέμβριο κατά την πρεμιέρα της ταινίας στο φεστιβάλ Βενετίας.