ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΕΙ – ΚΙ Ο,ΤΙ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟ 65Ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Πρόσωπα, ταινίες, στιγμές και σημειώσεις από το φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Το 65ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκε: Αφήνοντας πίσω του ένα σημαντικό αφιέρωμα στα σύγχρονα και μη τέρατα, που συνεχίζει από εκεί που μας άφησε πέρυσι η σπουδαία θεματική πάνω στα Φαντάσματα. Παραδίδοντας μια ρετροσπεκτίβα κι ένα ολοήμερο αφιέρωμα στον Πάνο Χ. Κούτρα. Οριοθετώντας μια ιδιόμορφη, ακατάτακτη σοδειά ελληνικών ταινιών με όχι λίγα standouts. Φέρνοντας μεγάλους σταρ σε ρόλους με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και προβάλλοντας φυσικά μερικές από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

Σίγουρα δεν ήταν το πιο φανταχτερό πρόγραμμα που μας έχει δώσει το φεστιβάλ – με το μεγαλύτερο εξάλλου ποσοστό των πιο μεγάλων, πολυβραβευμένων και πιθανά οσκαρικών ταινιών της σεζόν να έχουν ήδη παιχτεί στις Νύχτες Πρεμιέρας. Όμως η πιο εξεζητημένη επιλογή προγράμματος μας έφερε μερικά από τα πιο αντισυμβατικά φιλμ και τα πιο καλά κρυμμένα διαμάντια της χρονιάς, μαζί με απαραίτητες ματιές στο παρελθόν που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα.

Λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση, επιχειρούμε να συνοψίσουμε μερικά από όλα αυτά που κρατάμε μαζί μας από τη φετινή διοργάνωση.

ΕΝΑΡΞΗ, ΛΗΞΗ, ΚΑΙ Ο,ΤΙ ΣΥΝΑΝΤΑΜΕ ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ

Το 65ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο με την προβολή του υπερφιλόδοξου μετα-αποκαλυπτικού μιούζικαλ The End. Όπως κι η επίσης φιλόδοξη ταινία έναρξης (το Maria του χιλιανού Πάμπλο Λαραϊν), έτσι και το The End κάπου χάνεται και εξαντλεί (και εξαντλείται) μέσα στις διαρκείς επαναλήψεις των μοτίβων του, όμως και στις δύο περιπτώσεις θες να θαυμάσεις πολλά ως θεατής – και σίγουρα αξίζει να το κάνεις, κι ας μην είναι σπουδαίες οι ταινίες.

Υπάρχει όμως κάτι πολύ ενθουσιώδες στην επιλογή αυτών των ταινιών για οριοθέτηση μιας κινηματογραφικής διοργάνωσης. Ταινίες οπερατικές, τολμηρές, αισθητικά επεκτατικές, που επιχειρούν να πουν πολλά πράγματα για τον κόσμο μας μέσα από το στενό, αν όχι ασφυκτικό βλέμμα, ανθρώπων παγιδευμένων σε μία τους αδιέξοδη κατάσταση. Δεν είναι μες στις καλύτερες της χρονιάς, αλλά είναι σίγουρα μες στις πιο τολμηρές κι αυτό είναι κάτι που συνδέεται άμεσα με την ταυτότητα και τον ρόλο ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ.

Έδωσαν τον τόνο για μερικές από τις πιο συναρπαστικές ανακαλύψεις της φετινής χρονιάς που είδαμε στο φετινό πρόγραμμα. Όπως το ψυχολογικό ποπ θρίλερ I Saw the TV Glow, μια ταινία βέβαιο μελλοντικό σημείο αναφοράς, την κωμωδία επιστημονικής φαντασίας του Μπρούνο Ντιμόν L’ Empire, το απρόσμενα αστείο και συγκινητικό Sasquatch Sunset των αδερφών Ζέλνερ ή το οριακά sci-fi φιλμ εφηβικής αντίστασης από την Ιαπωνία, Happyend σε σκηνοθεσία Νίο Σόρα, του γιου του Ρουίτσι Σακαμότο. Αλλά και το εξαιρετικό Harvest της Αθηνάς Τσαγκάρη για το οποίο σύντομα θα τα πούμε και πολύ αναλυτικότερα.

Μας έκανε ομολογουμένως μεγάλη εντύπωση που κάποιοι τίτλοι δεν βρέθηκαν στο πρόγραμμα – το Caught by the Tides του Ζία Ζανγκέ (ένα σιωπηλά μεγαλειώδες έργο που στο μέλλον θα απορούμε γιατί δεν του δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή τη φετινή χρονιά) ή το βραβευμένο στις Κάννες Grand Tour του Μιγκέλ Γκόμες, έτσι κι αλλιώς σταθερού γνώριμου του φεστιβάλ. Ευτυχώς οι ταινίες θα κυκλοφορήσουν σύντομα στις αίθουσες, οπότε μικρό το κακό.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΕΙ

Μπορείς να νιώσεις ένα υπαρξιακό ξεφύσημα από τα σπλάχνα του ελληνικού σινεμά, καθώς μερικές από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε από τη φετινή σοδειά κρύβουν μέσα τους κάτι βαθιά μελαγχολικό, κάποιον σιωπηλό θρήνο, κάτι τελοσπάντων βαθιά πονεμένο.

Για την μαγευτική Κιούκα του Κωστή Χαραμουντάνη τα είχαμε γράψει κι από τις Κάννες – μια ταινία που μετατρέπει μια καλοκαιρινή οικογενειακή αναζήτηση σε ένα διακριτικό συναισθηματικό στροβιλισμό που δεν καταλαβαίνει από έννοιες όπως η ροή του χρόνου. Όπου τα πάντα έχουν τη στόφα μιας ζωηρής (όσο και θλιμμένης) ανάμνησης.

Θα έχουμε σύντομα πολλά περισσότερα να πούμε και για το πανέμορφο Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο του Γιάννη Βεσλεμέ, που μια δεκαετία μετά τη Νορβηγία επιστρέφει με μια πολύ πιο εσωτερική ιστορία επιστημονικής φαντασίας, για τρία αδέρφια που κατασκευάζουν μια χρονομηχανή για να προσπαθήσουν να φέρουν πίσω τη νεκρή μητέρα τους. Μια εντυπωσιακά χειροποίητη ταινία-κατασκευή πάνω στην απώλεια και την έλξη της νοσταλγίας ως τελικό τεστ ωρίμανσης. Γεμάτη με αναφορές, με κατασκευές, με χρώματα που νιώθεις πως παραπέμπουν σε κάτι το βαθιά συναισθηματικό και βιωματικό.

Στο στοιχειωτικό Αρκάντια του Γιώργη Ζώη ο θρήνος αποκτά ενσάρκωση και τοπικό προσδιορισμό καθώς η ζωή κι ο θάνατος γίνονται σκιά και ηχώ, το ένα για το άλλο. Η ταινία κυκλοφορεί τον Ιανουάριο οπότε θα μιλήσουμε περισσότερο για αυτήν. Δε θα επεκταθούμε τώρα για να μην προδώσουμε τίποτα από την ιστορία, αλλά αρκεί να πούμε πως, μήνες μετά την προβολή στο Βερολίνο, αυτή η ταινία είναι πολύ δύσκολο να φύγει από τις σκέψεις μας.

Ενώ στην πιο ευχάριστη ίσως έκπληξη του ελληνικού προγράμματος, ο Στέργιος Πάσχος (Ο Τελευταίος Ταξιτζής) με το Λούλα LeBlanc παραδίδει την μακράν πιο μεστή και πετυχημένη του ταινία: ένα δίπτυχο ιστοριών μέσα από τον ίδιο κόσμο, για πάρτυ στην αρχή και το τέλος της ζωής και το πώς το ένα βρίσκεται αναπόφευκτα σε διάλογο με το άλλο. Η αφηγηματική φόρμα ζωντανεύει και τα δύο κεφάλαια (της έφηβης εγγονής που δεν πάει στην κηδεία του παππού κάνοντας ένα πάρτυ, και στον παππού, λίγες μέρες πριν, σε μια συγκινητική επανένωση γενεθλίων) κάνοντας το άθροισμά τους να ξεπερνά τα επιμέρους κομμάτια. Ευχόμαστε η ταινία να βρει διανομή και την προσοχή που αξίζει.

Θρήνοι, φαντάσματα, απώλεια, ζωή και θάνατος – κι όλα εκφρασμένο με έναν τρυφερό, ανοιχτόκαρδο, άκρως εσωτερικό τρόπο. Ιστορίες που δεν φοβούνται να φανερώσουν το πόσο πονεμένες είναι. Κάθε μια τους είναι εντελώς προσωπική, αλλά όλες μαζί τελικά ίσως και να εκφράζουν κάτι το ανείπωτα συλλογικό.

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΖΗΤΗΜΑ ΟΠΤΙΚΗΣ

Δύο από τις μεγαλύτερες πρεμιέρες που παρακολουθήσαμε στις βραδινές προβολές στο Ολύμπιον, ήταν ταινίες τρόμου μίας τοποθεσίας, όπου το σασπένς γεννιέται έντεχνα όχι μέσα από τα όσα η ταινία μας κρύβει, αλλά από τα όσα μας δείχνει ευθέως.

Το πολυδιαφημισμένο Heretic της Α24 με τον Χιου Γκραντ παγιδεύει δύο νεαρές μορμόνες ιεραποστόλους στο μυστηριώδες σπίτι ενός αινιγματικού άντρα (ο Χιου Γκραντ χρησιμοποιεί την γεμάτη μανερισμούς και χαριτωμενιά περσόνα του ως όργανο απειλής πλέον) ο οποίος παίζει ένα δικό του παιχνίδι χειραγώγησης και ψυχολογικού τρόμου. Η ταινία πιστεύει στο να σου δείχνει ευθέως την απειλή ζητώντας να εφαρμόσεις σε αυτή τα δικά σου πιστεύω –όπως κι οι δύο ηρωίδες– αλλά πάσχει από μια ακατάσχετη φλυαρία και μια τάση να φέρεται σε στοιχειώδεις διαπιστώσεις ως κάτι το συνταρακτικό.

Αντιθέτως, στο φανταστικό Presence, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ (επιτέλους μια ταινία του ξανά στα σινεμά ύστερα από 7(!!) χρόνια) αφηγείται την ιστορία ενός στοιχειωμένου σπιτιού μέσα από την οπτική του φαντάσματος που το στοιχειώνει. Αυτό κάνει κάθε αναμενόμενο κλισέ ή εξέλιξη να αποκτά νέες πτυχές, αλλά το στοίχημα η ταινία το κερδίζει όταν καταφέρνει να δώσει ψυχή στην άκρως θλιμμένη ιστορία εγκατάλειψης/αδελφικότητας και μοναξιάς που λέει. Καταφέρνοντας να είναι κάτι παραπάνω από μια επίδειξη σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ. Το φινάλε θα το σκεφτόμαστε για καιρό.

Ο ΜΑΤ ΝΤΙΛΟΝ ΔΥΣΚΟΛΕΥΤΗΚΕ ΝΑ ΠΑΙΞΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΛΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ

Λαμπροί καλεσμένοι του φεστιβάλ φέτος, ο Ρέιφ Φάινς κι η Ζιλιέτ Μπινός μίλησαν αναλυτικά για την δική τους εκδοχή της Οδύσσειας, αλλά με μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρακολουθήσαμε τα όσα είχε να πει ο Ματ Ντίλον, δυο μέρες μετά ως έτερος μεγάλος σταρ καλεσμένος.

Ο Ντίλον βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη παρουσιάζοντας διάφορα έργα από διάφορα πόστα, αλλά είχε μεγάλο ενδιαφέρον πως προσέγγιση την εμφάνισή του ως «εκπρόσωπος» του φιλμ Την Έλεγαν Μαρία. Η ταινία με την Αναμαρία Βαρτολομέι παρουσιάζει τη ζωή της ηθοποιού Μαρία Σνάιντερ, με κεντρική θέση στην ιστορία της ζωής της να κρατά το γύρισμα της διαβόητης σκηνής με το βούτυρο από το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι, για το οποίο η Σνάιντερ είχε δηλώσει χρόνια μετά πως ένιωσε λίγο σαν εκεί να την βίασαν και ο Μπράντο και ο Μπερτολούτσι.

Ο Ντίλον παίζει τον Μπράντο και κρατά έναν μικρό κάπως ρόλο στην ταινία, κι υπήρχε μια κάποια αμηχανία –αν όχι απολογητική διάθεση– για το γεγονός πως βρέθηκε να εκπροσωπεί ένα τέτοιο φιλμ μόνος του, δίχως δηλαδή τη σκηνοθέτη ή/και την πρωταγωνίστρια. Στη συνέντευξη τύπου έλεγε και έλεγε ξανά τη φράση «δε μπορούσα να αντισταθώ», αναφερόμενος στο ρόλο του Μπράντο. Κρατώντας τελικά μια στάση ισορροπίας, αναγνωρίζοντας πως κάτι παραβατικό συνέβη σε αυτό το γύρισμα που σημάδεψε μια ζωή, αλλά την ίδια στιγμή μη θέλοντας να πάρει κάποια θέση πιο επιθετική.

«Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και να αρνηθώ να συμμετάσχω σε αυτή την ταινία. Ο Μάρλον Μπράντο είναι φοβερά επιδραστικός και άλλαξε τον ρου του σινεμά πολλές φορές στην καριέρα του. Αργότερα κάπως το μετάνιωσα γιατί ήταν πραγματικά μια πολύ δύσκολη αποστολή.», είπε μεταξύ πολλών άλλων ο ηθοποιός.

Ο ΤΖΟΣΟΥΑ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ ΝΑ ΠΕΙ

Σκηνοθέτης δύο αληθινών κινηματογραφικών μνημείων, του δίπτυχου των αδιανόητων ντοκιμαντέρ The Act of Killing και The Look of Silence, ο Τζόσουα Οπενχάιμερ ξέρει πώς να καταγράφει με την κάμερά του ισχυρούς ανθρώπους σε πλήρη άρνηση της φρικτής πραγματικότητας που οι ίδιοι γέννησαν. Τα δύο ντοκιμαντέρ του προσεγγίζουν τους ανθρώπους που έφεραν εις πέρας μαζικές δολοφονικές εκκαθαρίσεις του καθεστώτος στην Ινδονησία, ζητώντας τους να τις παίξουν ξανά για την κάμερα – σε όποιο κινηματογραφικό είδος επιθυμούν.

Οι ταινίες δημιούργησαν τεράστια αίσθηση οπότε φυσιολογικά θα περιμέναμε οτιδήποτε νέο έκανε ο Οπενχάιμερ στη συνέχεια. Η οποία άργησε να έρθει, και όταν ήρθε ήταν σε μορφή ενός μετα-αποκαλυπτικού μιούζικαλ με την Τίλντα Σουίντον. ΟΚ! Το The End έκλεισε το φεστιβάλ με τον ίδιο τον Οπενχάιμερ καλεσμένο της διοργάνωσης.

Όσο ήταν στη Θεσσαλονίκη καταφέραμε να μιλήσουμε για λίγα λεπτά μαζί του. Μας μίλησε για το πώς και το γιατί οι άνθρωποι κλείνουν τα μάτια απέναντι σε φρίκες και γενοκτονίες και καταστροφές, για το πώς βρίσκει τα κινηματογραφικά happy end πολύ πιο δυστοπικά και αποπνικτικά από τα πικρά φινάλε, και για το πώς το σχέδιο για ένα τρίτο ντοκιμαντέρ παρατήρησης πάνω στην ύστερη πληγή του πολιτισμού μας (την κάστα των βαθύπλουτων) εξελίχθηκε σε ένα μετα-αποκαλυπτικό μιούζικαλ μυθοπλασίας.

Το The End θα το δούμε σύντομα στις ελληνικές αίθουσες, και τότε θα μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την κουβέντα μας με τον υποψήφιο για Όσκαρ σκηνοθέτη.

ΌΛΑ ΟΣΑ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΣΤΕ ΩΣ ΦΩΣ: Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ;

Δεν ήταν έναρξη, δεν ήταν λήξη, δεν κέρδισε Χρυσό Φοίνικα και δεν θα πάρει Όσκαρ, όμως στα χείλη –αλλά κυρίως στο βλέμμα– των ανθρώπων που έβγαιναν από την προβολή, ήξερες πως αν υπάρχει μία ταινία που κέρδισε το φεστιβάλ, ήταν αυτή: Το ινδικό ρομαντικό κοινωνικό ποίημα της Παγιάλ Καπάντια με τίτλο Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως. Στο δείγμα θεατών με τους οποίους μιλήσαμε μετά την προβολή, η αντίδραση ήταν σαρωτικά θετική.

Γι’αυτό και γράψαμε για την ταινία μαγεμένοι από τις Κάννες (βάζοντάς τη μες στα καλύτερα του φεστιβάλ, όπου και κέρδισε τελικά το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής), γι’αυτό και γράψαμε ξανά από τη Θεσσαλονίκη, φέρνοντας στο νου μας μέχρι και τον Ελύτη. Σύντομα κι αυτή στις αίθουσες – και ναι, είχαμε και με την Παγιάλ Καπάντια πάρα πολλά να πούμε στην κουβέντα μας στις Κάννες.

Τα λόγια βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση, είναι φτώχεια. Σε σινεμά σαν κι αυτό, απλά παραδίνεσαι.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα