Επίδοξοι Ευρωπαϊκοί Μιμητές του Τραμπισμού
Διαβάζεται σε 9'Το πρώτο φαινόμενο που αναμένεται να παρατηρηθεί είναι νέα ώθηση στην ακροδεξιά Ευρώπη από θαυμαστές του Τραμπ.
- 19 Νοεμβρίου 2024 04:43
Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να προκαλέσει βαθιές αλλαγές, τόσο σε αμερικανικό όσο και σε διεθνές πολιτικό επίπεδο. Η επιρροή του ξεπερνά τα όρια των ΗΠΑ, τροφοδοτώντας την ακροδεξιά παγκοσμίως και ενισχύοντας αντιδημοκρατικές και διχαστικές πολιτικές.
Ταυτόχρονα, η επιστροφή του αναμένεται να επηρεάσει άμεσα την Ευρώπη σε ιδεολογικό επίπεδο, όπου δυνάμεις όπως το κόμμα Fidesz του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, το AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), η Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία και ο Νάιτζελ Φάρατζ στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν βρει στην προσωπικότητα και την πολιτική του ένα πρότυπο προς μίμηση.
Τι σημαίνει η άνοδός του σε επίπεδο ιδεολογικών διεργασιών και πώς θα επηρεαστούν αντίστοιχα κινήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Θα συνεχιστεί η μετατόπιση των κεντρώων δυνάμεων προς την ακροδεξιά;
Ενίσχυση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη
Το πρώτο φαινόμενο που αναμένεται να παρατηρηθεί είναι νέα ώθηση στην ακροδεξιά Ευρώπη, ενισχύοντας κόμματα και ηγέτες που συμμερίζονται την ιδεολογία του. Ο Βίκτορ Όρμπαν, πρωθυπουργός της Ουγγαρίας και επικεφαλής του κόμματος Fidesz, αποτελεί έναν από τους πιο ισχυρούς υποστηρικτές του Τραμπ στην Ευρώπη. Ο Όρμπαν θαυμάζει βαθύτατα την προσέγγιση του Τραμπ στα θέματα εθνικής κυριαρχίας, τη μεταναστευτική πολιτική και την καταπολέμηση προοδευτικής κουλτούρας.
Η πολιτική του Fidesz έχει επηρεαστεί από το παράδειγμα του Τραμπ, ενσωματώνοντας έννοιες υπερ-εθνικισμού και περιορισμού των δικαιωμάτων των μειονοτήτων με στόχο την «προστασία της ταυτότητας» της Ουγγαρίας, κλείνοντας τα σύνορα και υιοθετώντας επιθετική πολιτική σε κοινοτικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι κοινές εμφανίσεις των δύο ανδρών τόσο στο Mar-a-Lago όσο και σε εκδηλώσεις συντηρητικού περιεχομένου, όπως το CPAC, δημιουργούν την αίσθηση ενότητας και ιδεολογικών ζυμώσεων.
Παρόμοια, το AfD στη Γερμανία, το οποίο ιδρύθηκε ως ευρωσκεπτικιστικό κόμμα, εξελίχθηκε σε ακροδεξιό κίνημα με νεοναζιστικές τάσεις, που υποστηρίζει το κλείσιμο των συνόρων, εναντιώνεται στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, και τάσσεται ανοιχτά κατά του Ισλάμ, υποστηρίζοντας θεωρίες συνωμοσίας περί αντικατάστασης του λευκού πληθυσμού. Οι υποστηρικτές του AfD θεωρούν τον Τραμπ έναν ηγέτη με το θάρρος να αμφισβητήσει φιλελεύθερες πολιτικές.
Στην Ιταλία, η πρωθυπουργός και ηγέτης του κόμματος Fratelli d’Italia (Αδέρφια της Ιταλίας), Τζόρτζια Μελόνι, έχει εκφράσει τον θαυμασμό της για τον Τραμπ, ειδικά σε θέματα που αφορούν την υπεράσπιση των παραδοσιακών αξιών και της εθνικής κυριαρχίας. Η Μελόνι και το κόμμα της βλέπουν την πολιτική του Τραμπ ως πρότυπο, ιδίως σε ζητήματα μετανάστευσης και δημόσιας ασφάλειας. Είναι πιθανό, μετά την Biden-εποχή, να υπάρξει νέα περίοδος συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης μεταξύ των δύο χωρών, με έμφαση στις κοινές ιδεολογικές αρχές.
Αντίστοιχα, τον Νάιτζελ Φάρατζ στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον θεωρούν πρωτοπόρο που άνοιξε τον δρόμο για την επιτυχία των ακροδεξιών κινημάτων, όπως το Brexit. Όπως και ο Όρμπαν, συνόδευσε τον Τραμπ στο Mar-a-Lago στις 5 Νοεμβρίου. Ο Φάρατζ έχει δηλώσει πολλές φορές ότι ο Τραμπ εμπνέει τις δυνάμεις που αντιτίθενται στη «δικτατορία» των φιλελεύθερων αξιών και προάγουν μια επιστροφή στην παραδοσιακή κυριαρχία των εθνών.
Η επανεκλογή του Τραμπ προσφέρει στον Φάρατζ μία ευκαιρία να ενισχύσει και να εξαπλώσει τον λαϊκιστικό και ακροδεξιό του λόγο, δίνοντας νέα ώθηση στην πολιτική τους επιρροή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η συνεργασία παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, ειδικά μετά τις συγκρούσεις μεταξύ του πρωθυπουργού του ΗΒ, Κιρ Στάρμερ, και του Τραμπ, με τον τελευταίο να κατηγορεί τους Εργατικούς για απόπειρα παρέμβασης στις εκλογές των ΗΠΑ.
Woke κουλτούρα και καταπάτηση δικαιωμάτων
Η ρητορική του Τραμπ έχει συνδέσει την ακροδεξιά με την αντίθεση στην “woke” αντίληψη, ένας όρος που χρησιμοποιείται συχνά με απλοποιημένο τρόπο από ακροδεξιούς κύκλους για να αναφέρονται σε ό,τι θεωρούν υπερβολικά φιλελεύθερο. Ο Τραμπ και άλλα εθνικιστικά κινήματα χρησιμοποιούν τον όρο για να περιγράψουν μια προσπάθεια της αριστεράς να περιορίσει τα δικαιώματα των πολιτών.
Η προσέγγιση αυτή έχει μετατραπεί σε ισχυρό μέσο συσπείρωσης, που αξιοποιούν τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και Ευρωπαίοι πολιτικοί, όπως ο Όρμπαν και η Μελόνι, για να ελκύσουν ψηφοφόρους που θεωρούν ότι οι κοινωνίες τους «σαπίζουν» υπό την επιρροή της αριστεράς. Στην πραγματικότητα, στις περιπτώσεις της Ιταλίας, της Ουγγαρίας και των ΗΠΑ, η αριστερή επιρροή στην κοινωνία έχει χάσει τη δυναμική της την τελευταία δεκαετία, ειδικά σε εκλογικό επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και στην Πολωνία, ενώ κεντροαριστερές δυνάμεις δείχνουν να προσπαθούν να ανοιχτούν περισσότερο προς το κέντρο, αλλά και την κεντροδεξιά. Συνεπώς, η συσπείρωση κατά της “woke” αντίληψης δεν βασίζεται σε υπαρκτές κοινωνικές τάσεις, αλλά κυρίως στην καλλιέργεια ενός ηθικού πανικού.
Ο ηθικός πανικός λειτουργεί ως μοχλός υποκίνησης φόβου και δυσπιστίας, στοχεύοντας σε ευάλωτες ομάδες όπως οι μετανάστες, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα και οι πρόσφυγες – δηλαδή ομάδες δίχως λόγο στον τομέα της δημόσιας πολιτικής. Η ιδεολογία του Τραμπ και των συμμάχων του επιδιώκει να περιορίσει τα δικαιώματα των μειονοτήτων, προωθώντας παράλληλα εθνικιστικό όραμα που βασίζεται στην αποδοχή παραδοσιακού τρόπου ζωής και στην εξάλειψη προοδευτικών τάσεων.
Ένα Σχόλιο για τη Δικαστική εξουσία
Όταν ο Τραμπ ανέλαβε την προεδρία το 2016, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών διατηρούσε ακόμη μια μέτρια ισορροπία, με τη λεγόμενη «μετριοπαθή» σύσταση να κυριαρχεί. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Τραμπ εκμεταλλεύθηκε κάθε ευκαιρία να διορίσει δικαστές που ευθυγραμμίζονται με την ακροδεξιά πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων, αναμορφώνοντας το Δικαστήριο σε ένα όργανο που αντανακλά τις πιο ριζοσπαστικές πτυχές της πολιτικής του ατζέντας.
Ένα ενδεικτικό αποτέλεσμα της ανατροπής της ισορροπίας ήταν η απόφαση του Δικαστηρίου τον περασμένο Ιούλιο, σε υπόθεση που αφορούσε την κατηγορία απόπειρας ανατροπής των εκλογών του 2020. Ο ειδικός εισαγγελέας, Τζακ Σμιθ, κατηγόρησε τον Τραμπ για προσχεδιασμένες προσπάθειες αλλοίωσης της βούλησης του αμερικανικού λαού, ωστόσο ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι, ως πρόεδρος, οι ενέργειές του ήταν απόλυτα νόμιμες και πέρα από κάθε ποινική ευθύνη, καθώς πραγματοποιήθηκαν υπό το πλαίσιο των επίσημων καθηκόντων του. Η ιδέα αυτή, για τους περισσότερους νομικούς παρατηρητές, έμοιαζε όχι μόνο προκλητική, αλλά και παράλογη. Ελάχιστοι πίστευαν ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα υιοθετούσε ένα τόσο ακραίο νομικό πλαίσιο που θα έθετε την προεδρική ασυλία υπεράνω της δικαιοσύνης.
Ωστόσο, η τελική απόφαση προκάλεσε ισχυρό σοκ. Με ψήφους και των έξι Ρεπουμπλικανών δικαστών, το Δικαστήριο διακήρυξε τον Ιούλιο του 2024 ότι ο Τραμπ, αλλά και κάθε μελλοντικός πρόεδρος, θα μπορούσε να έχει ασυλία από ποινική δίωξη για εγκλήματα που διαπράττονται στο πλαίσιο των επίσημων εξουσιών του. Αυτό το αποτέλεσμα σημαίνει ότι ο πρόεδρος μπορεί πλέον να διατάσσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης να ενεργεί σύμφωνα με τις δικές του πολιτικές επιδιώξεις, χωρίς να φοβάται ότι θα κληθεί να λογοδοτήσει.
Στην πράξη, αυτός ο νέος νομικός θώρακας του Τραμπ ανοίγει τον δρόμο για μια προεδρική θητεία απαλλαγμένη από νομικά εμπόδια, σε βαθμό που θυμίζει μια αρχή «κράτους εν κράτει». Ο Τραμπ δεν έχει πλέον απλώς τη δικαστική εξουσία στο πλευρό του, αλλά και την ασυλία που θα του επιτρέπει να ελίσσεται πάνω από τους θεσμούς. Έχοντας κατακτήσει την προεδρία, ελέγχοντας τη Γερουσία και το Κογκρέσο, αποκτά εξουσίες που καθιστούν κάθε έρευνα για ενδεχόμενες παραβιάσεις νόμων ουσιαστικά αδύνατη, καθώς η δικαστική εξουσία, η οποία θα μπορούσε να τον περιορίσει, ελέγχεται πλέον απόλυτα από δικούς του διορισμένους δικαστές.
Η ανεξέλεγκτη εξουσία θυμίζει επικίνδυνα τις πρακτικές αυταρχικών καθεστώτων, όπου η νομική ατιμωρησία καθιστά τον ηγέτη απόλυτο κυβερνήτη, ικανό να διαμορφώνει το κράτος κατά βούληση. Με μια τέτοια θέση ισχύος, ο Τραμπ καθίσταται ουσιαστικά ανέγγιχτος και απεριόριστος στην άσκηση των εξουσιών του. Η προοπτική μιας νέας τετραετούς θητείας, υπό αυτές τις συνθήκες, καθιστά το ενδεχόμενο υλοποίησης της ατζέντας του όχι απλώς πιθανό, αλλά σχεδόν βέβαιο.
Η Δημοκρατία και η ισοπέδωση αξιών
Ο Ντάνκβαρτ Ράστοου, στο βιβλίο του «Μεταβάσεις προς τη Δημοκρατία» (1970), τόνισε την ανάγκη, ότι για να θωρακιστεί επαρκώς, η δημοκρατία οφείλει να ριζώσει όχι μόνο στο πολιτικό δυναμικό μιας χώρας αλλά και στη συνείδηση των πολιτών της. Για να επουλωθούν δε οι ρωγμές ενός δημοκρατικού καθεστώτος, απαιτούνται ισοδύναμες δεσμεύσεις από όλες τις πλευρές. Ωστόσο, οι σύγχρονες συνθήκες, σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία στις ΗΠΑ, υποδεικνύουν την απουσία αυτών των θεμελιωδών παραγόντων.
Η θριαμβευτική ανάδειξη ενός πρώην προέδρου με πολλαπλές καταδίκες και απόπειρα πραξικοπήματος το 2021 αποτελεί δυσοίωνο προμήνυμα για την πορεία της αμερικανικής δημοκρατίας. Οι συνέπειες αυτού του πολιτικού εκτροχιασμού ενδέχεται να γίνουν αισθητές σε βάθος χρόνου, καθώς ο συνδυασμός απόλυτης πολιτικής ασυλίας και ελέγχου όλων των εξουσιών, συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής, θέτει σοβαρά ερωτήματα για την αντοχή της δημοκρατίας σε ένα αβέβαιο μέλλον.
Αν υλοποιηθεί το Project 2025, η κεντρική ατζέντα του Τραμπ για την επόμενη πενταετία, η ήδη εύθραυστη αμερικανική δημοκρατία θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα ιδεολογικό ρήγμα που επαναφέρει στο μυαλό όλων τις πιο ζοφερές εποχές διχασμού και παρακμής, φωτίζοντας την αποσύνθεσή της. Η αλυσιδωτή επίδραση μιας τέτοιας πολιτικής στην Ευρώπη απειλεί όχι μόνο να κανονικοποιήσει τους νέους, φιλόδοξους μιμητές του Τραμπ, αλλά και να ωθήσει τους κεντρώους ηγέτες στην εγκατάλειψη της μετριοπάθειας και την υιοθέτηση κεκαλυμμένης ακροδεξιάς ρητορικής.
Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου αντιμετωπίζουν προκλήσεις που ωθούν την υγεία του πολιτεύματος στα όρια του, ενώ πρακτικές που πριν από 15 χρόνια θα θεωρούνταν αδιανόητες έχουν πλέον ριζώσει βαθιά στο σύστημα. Το 2024, οι αυταρχικές πολιτικές μοιάζουν να κερδίζουν έδαφος με ανησυχητική ευκολία. Τέλος, το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο, σε συνδυασμό με τις εκλογές στις ΗΠΑ, δημιουργεί ένα επικίνδυνα εύφορο πεδίο για την ανάδειξη κοινωνικά αντιδραστικών και αντιφιλελεύθερων δυνάμεων.
Βιβλιογραφία
-Cammaerts, B., 2022. The abnormalisation of social justice: The ‘anti-woke culture war’discourse in the UK. Discourse & Society, 33(6), pp.730-743.
-Foa, R.S. and Mounk, Y., 2022. America after Trump: from “clean” to “dirty” democracy?. In The Trump Administration (pp. 23-40). Routledge.
-Kanai, A. and Gill, R., 2020. Woke? Affect, neoliberalism, marginalised identities and consumer culture. New Formations, 102(102), pp.10-27.
-Madlovics, B. and Magyar, B., 2021. Populism as a Challenge to Legal-Rational Legitimacy: The Cases of Orbán and Trump. Social Research: An International Quarterly, 88(4), pp.827-855.
-Rustow, D.A., 1970. Transitions to democracy: Toward a dynamic model. In Transitions to democracy. Columbia University Press.
*O Γεώργιος Σαμαράς είναι Δρ., Επίκουρος Καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής King’s College London