Η παρέμβαση Σαμαρά, απειλή για την ελληνοτουρκική προσέγγιση;
Διαβάζεται σε 6'Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους, πολιτικός αναλυτής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, γράφει στο NEWS 24/7 για την κριτική του Αντώνη Σαμαρά στην κυβέρνηση στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών, και κατά πόσο θα μπορούσε να επηρεάσει τις επαφές των δύο χωρών.
- 20 Νοεμβρίου 2024 07:01
Η αποπομπή ενός πρώην επικεφαλής κυβέρνησης από πολιτικό κόμμα είναι πρωτοφανής για την Ελλάδα. Ωστόσο, το ρήγμα εντός της Νέας Δημοκρατίας δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Η κριτική του κ. Σαμαρά είχε πρόσφατα φτάσει σε επίπεδο που υπονόμευε σοβαρά την αξιοπιστία του Πρωθυπουργού.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η συνέντευξη του 73χρονου πρώην Πρωθυπουργού στο «ΒΗΜΑ της Κυριακής», όπου κατέκρινε δριμύτατα την πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στην Τουρκία και ζητούσε την παραίτηση του υπουργού Εξωτερικών. “Ποια στρατηγική εξυπηρετείται όταν ξεκινάς ‘διάλογο’ με την Τουρκία λέγοντας εξαρχής ότι θα κάνεις υποχωρήσεις από τις αρχικές θέσεις;” αναρωτήθηκε ο κ.Σαμαράς.
Η χρονική στιγμή της πολιτικής πρόκλησης -οι περισσότεροι σχολιαστές χαρακτήρισαν έτσι τη συνέντευξη- ήταν υπολογισμένη.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας και της Ελλάδας συναντήθηκαν στην Αθήνα για να συζητήσουν το μέλλον των διμερών σχέσεων. Πριν από τη συνάντηση των υπουργών, φωνές από το δεξιό πολιτικό χώρο είχαν προειδοποιήσει ενάντια σε υποχωρήσεις στα «εθνικά θέματα». Ανάμεσα σε αυτές τις φωνές, εκτός από τον κ. Σαμαρά, ήταν και ένας άλλος πρώην Πρωθυπουργός, ο κ.Κώστας Καραμανλής, ο οποίος χαρακτήρισε «εύλογες» τις ανησυχίες για τα εθνικά ζητήματα.
Ένα κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα των ημερών είναι αν ο κ. Σαμαράς και ο κ. Καραμανλής θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να εδραιώσουν την κριτική τους προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη για την πολιτική της απέναντι στην Τουρκία και να εκτροχιάσουν την προσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η εσωκομματική διαμάχη προκύπτει σε μια στιγμή αρμονίας στις διακρατικές σχέσεις στο Αιγαίο. Οι κυβερνήσεις σε Αθήνα και Άγκυρα φαίνεται να έχουν την πολιτική βούληση να αφήσουν πίσω τους τις εντάσεις και να αναζητήσουν λύσεις στα -εδώ και δεκαετίες- διμερή ζητήματα, με πιο ήπιο τρόπο. Κορυφαία στιγμή αυτής της διπλωματικής ύφεσης μέχρι στιγμής αποτέλεσε η συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη – Ερντογάν τον περασμένο Δεκέμβριο με την υπογραφή της “Διακήρυξης των Αθηνών περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονιάς”.
Με σπάνια ομοφωνία, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε έναν λεπτομερή οδικό χάρτη μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας, η οποία -σύμφωνα με τον στόχο που επαναλαμβάνει συχνά ο Τούρκος Πρόεδρος- φιλοδοξεί να μετατρέψει το Αιγαίο σε μια θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας.
Το φιλόδοξο -και δυνητικά ιστορικό- σχέδιο έχει ανατεθεί στους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών. Στην τελευταία τους συνάντηση στις 8 Νοεμβρίου στην Αθήνα, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης και ο Τούρκος ομόλογός του Χακάν Φιντάν ανέλαβαν να αξιολογήσουν αν οι συνθήκες ήταν ώριμες για να ξεκινήσουν συνομιλίες για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ) στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και οι δύο πλευρές τόνισαν τη θετική ατμόσφαιρα των συνομιλιών, δημιουργώντας την εντύπωση φιλικής διάθεσης.
Ωστόσο, έγινε σύντομα σαφές ότι οι υπουργοί δεν κατάφεραν να πετύχουν τον φιλόδοξο στόχο τους. “Σίγουρα δεν υπάρχει ακόμα ένα κοινό πλαίσιο προκειμένου να συζητήσουμε σε βάθος τη μία μεγάλη μας διαφορά με την Τουρκία που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο”, παραδέχθηκε ο κ. Μητσοτάκης, περιγράφοντας το αδιέξοδο.
Η τρέχουσα φάση της ελληνοτουρκικής διπλωματίας είναι δομημένη έτσι ώστε τέτοιου είδους αποτυχίες στα βασικά ζητήματα να μην θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική διαδικασία προσέγγισης. Εκτός από τις τακτικές συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών, οι δύο χώρες έχουν θεσμοθετήσει τρία διπλωματικά κανάλια ή «πυλώνες», όπως αναφέρεται στη Διακήρυξη της Αθήνας: πολιτικό διάλογο, θετική ατζέντα και μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Πριν τη νέα συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Τουρκία την επόμενη άνοιξη, αναμένεται ένας ακόμη γύρος συνομιλιών μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών. Παρότι το ακριβές περιεχόμενο των συνομιλιών παραμένει άγνωστο, θεωρείται βέβαιο ότι τα επίμαχα θέματα του Αιγαίου θα κυριαρχήσουν στην ατζέντα. Οι παγιωμένες θέσεις σε αυτά τα θέματα αναδείχθηκαν σε πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξη του κ. Γεραπετρίτη, ο οποίος σημείωσε ότι Έλληνες και Τούρκοι διαπραγματευτές έχουν διεξάγει όχι λιγότερους από 64 γύρους διερευνητικών συνομιλιών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας από το 2002. Η απάντηση στο ερώτημα αν έχουμε πλησιάσει σε συμφωνία για την οριοθέτηση, είναι όχι, παραδέχθηκε ο κ. Γεραπετρίτης.
Στην καλύτερη περίπτωση, Αθήνα και Άγκυρα θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να υποβάλουν από κοινού τις διαφορές τους στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ωστόσο, πριν το δικαστήριο μπορέσει να αποφανθεί για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ -μια διαδικασία με κάθε άλλο παρά βέβαιη έκβαση- οι δύο πλευρές πρέπει να λάβουν μια πολιτικά ευαίσθητη προκαταρκτική απόφαση. Πρέπει να καθορίσουν την έκταση των χωρικών τους υδάτων. Η Ελλάδα σήμερα διεκδικεί μια ζώνη έξι ναυτικών μιλίων γύρω από τα νησιά της στο Αιγαίο, παρόλο που το διεθνές δίκαιο επιτρέπει έως 12 ναυτικά μίλια. Η Τουρκία έχει ξεκαθαρίσει κατηγορηματικά ότι οποιαδήποτε ελληνική επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια, που θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη, ισοδυναμεί με casus belli.
Η διαφωνία για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970. Αρκετές απόπειρες έχουν γίνει για την επίλυση του ζητήματος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πριν από είκοσι χρόνια, Αθήνα και Άγκυρα πλησίασαν σε συμφωνία. Σύμφωνα με μαρτυρίες εκείνης της εποχής, η ελληνική πλευρά φερόταν έτοιμη να αποδεχθεί μια «κλιμακωτή» οριοθέτηση: μια ζώνη έξι ναυτικών μιλίων γύρω από τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και διεκδίκηση 12 ναυτικών μιλίων για την ηπειρωτική χώρα. Το σχέδιο ήταν να παρουσιαστεί αυτό το πλαίσιο σε διεθνές δικαστήριο σε συνδυασμό με την Τουρκία.
Ωστόσο, η διαδικασία διακόπηκε απότομα όταν η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή κέρδισε τις εκλογές του Μαρτίου του 2004. Ο κ. Καραμανλής, μη ενδιαφερόμενος να προωθήσει το σχέδιο, ουσιαστικά τερμάτισε τις διαπραγματεύσεις. Μια εσωτερική πολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα διέκοψε τις ελπίδες για μια αμοιβαία αποδεκτή λύση.
Η επανάληψη ενός παρόμοιου σεναρίου σήμερα -20 χρόνια μετά- θεωρείται μάλλον απίθανη. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορική εμπειρία υπενθυμίζει ότι η εσωτερική πολιτική περιορίζει τα περιθώρια της κυβέρνησης για την επίτευξη ενός συμβιβασμού με την Τουρκία. Πάντως, ένα πράγμα είναι εξίσου βέβαιο: Χωρίς συμβιβασμούς (και από τις δύο πλευρές), η παρούσα ηρεμία στο Αιγαίο δεν θα διαρκέσει.
* Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής, σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ