Νέες ταινίες: Ο Νόμος του (Κίλιαν) Μέρφι
Διαβάζεται σε 10'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 21 Νοεμβρίου 2024 09:00
Μέτρια τα πράγματα στο box office το προηγούμενο ΠΣΚ, φυσικά ανεβασμένα σε σχέση με τις προηγούμενες εβδομάδες αλλά ίσως όχι όσο δυναμικά ήλπιζε η αγορά δεδομένων των δύο τίτλων που άνοιξαν. Από τη μία ο “Μονομάχος ΙΙ” του Ρίντλεϊ Σκοτ που άνοιξε με 42.000 εισιτήρια, που δεν είναι λίγα αλλά δεν είναι και πολλά – βασικά είναι σχεδόν το ίδιο άνοιγμα και σε σχεδόν ίδιες αίθουσες με τον “Ναπολέοντα”. Θα φανεί στο word of mouth η πορεία.
Ομοίως και για τον Αλμοδόβαρ με το “Διπλανό Δωμάτιο” που ήρθε με Τζούλιαν Μουρ και Τίλντα Σουίντον και Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία αλλά άνοιξε με 11.000 σε 52 αίθουσες. Μπορούμε και καλύτερα ως Αλμοδόβαρ, και πιθανώς η ταινία να έχασε δυναμική λόγω της μαζικής κυκλοφορίας σχεδόν όλων των μεγάλων φεστιβαλικών τίτλων σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τον τελευταίο μήνα.
Ή απλά, μια ακόμα υπενθύμιση πως τελικά κανένα απολύτως βραβείο δεν αποτελεί ουσιώδες boost για καμία ταινία, πέραν του Χρυσού Φοίνικα – απόδειξη τα εισιτήρια του “Anora”, 36.500, σε σχέση με το σχεδόν κυριολεκτικά ανύπαρκτο box office του Σον Μπέικερ ως σήμερα.
Αυτή την εβδομάδα ο Άγγελος Φραντζής επιστρέφει μετά την “Ευτυχία” με τον “Νόμο του Μέρφυ”, ένα τρομερά φιλόδοξο φιλμ που αξίζει να ανακαλύψει το κοινό, ενώ ο Κίλιαν Μέρφι μετά το Όσκαρ του “Οπενχάιμερ” επιστρέφει στα πάτρια εδάφη με ένα μικρότερου βεληνεκούς αλλά πολύ δυνατό δράμα.
Οι ταινίες της εβδομάδας
Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά
(“Small Things Like These”, Τιμ Μιέλαντς, 1ω39λ)
***
Στην Ιρλανδία των ‘80s, ο Μπιλ Φέρλονγκ παραδίδει κάρβουνο σε πελάτες για να συντηρήσει την οικογένειά του. Ανάμεσά τους κι ένα ντόπιο μοναστήρι, πλυντήριο της Μαγδαληνής – ένα δηλαδή από τα μοναστήρια της ντροπής της Ιρλανδίας όπου από τον 18ο αιώνα ως τα τέλη του 20ου(!), νεαρές «ατιμασμένες» γυναίκες χάνονταν από τις τοπικές κοινωνίες, παγιδευμένες σε συνθήκες πρακτικής σκλαβιάς.
Ο οικογενειάρχης Μπιλ θα έρθει αντιμέτωπος με ένα συμβάν που θα τον υποχρεώσει να αντιμετωπίσει κατά μέτωπον αυτό που τόσα χρόνια η κοινότητα κάνει πως δεν βλέπει. Παράλληλα, το παρελθόν του και τα παιδικά του χρόνια θα έρθουν να δώσουν τον τόνο για την δύσκολη απόφαση που έχει να πάρει στο σήμερα.
Διασκευή βιβλίου της Κλερ Κίγκαν, δεύτερη μέσα σε λίγα χρόνια μετά το υπέροχα ζεστό “Ήσυχο Κορίτσι”, που άνοιξε το φετινό φεστιβάλ Βερολίνου και βραβεύτηκε μάλιστα (με ένα ομολογουμένως βραβείο-άποψη) για την ερμηνεία της Έμιλι Γουότσον στο ρόλο της σιωπηλά επιβλητικής και τρομακτικής καλόγριας που συντηρεί έναν κώδικα ανοχής και φόβου στην περιοχή.
Φανταστικός είναι όμως κι ο Κίλιαν Μέρφι σε έναν ρόλο που απαιτεί μια δραματική διαδρομή και μια εντελώς εσωτερική πάλη να αποτυπώνεται στο πρόσωπό του, δίχως να στηρίζεται σε επεξηγηματικούς διαλόγους ή σε προφανείς εκρήξεις συναισθήματος. Όλη η ταινία είναι στιβαρή σαν τον πρωταγωνιστή της: εσωτερική μεν, αλλά σαφής στον τρόπο που παρουσιάζει μια φρικτή κοινωνική συνθήκη και τόσο-όσο για τους λόγους της ανοχής απέναντί της, σε μια φτωχή, απομονωμένη περιοχή σαν αυτή, καταδικάζοντας τις διαχρονικές τακτικές ελέγχου και ενοχής της εκκλησίας.
Το δίλημμα του ήρωα κι η τελική του απόφαση είναι αδύνατον να αφήσουν τον θεατή ασυγκίνητο, κι ας βασίζεται μάλλον υπερβολικά η αφήγηση σε μια παράλληλη γραμμική ακολουθία επεξηγηματικών φλάσμπακ που είναι σαν ο Μπιλ να τα ζει –και να αντιδρά σε αυτά– εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Αλλά σε κάθε περίπτωση, όπως ακριβώς και στο “Ήσυχο Κορίτσι”, μια στιγμή (δίχως την παραμικρή φλυαρία) στο φινάλε γίνεται ολόκληρος ο ηθικός πυρήνας της ιστορίας, με μια απλή κίνηση να μετατρέπεται σε κάτι το συναισθηματικά σεισμικό.
Ο Νόμος του Μέρφυ
(Άγγελος Φραντζής, 2ω9λ)
**½
Μια ηθοποιός σε αναζήτηση επιτυχίας εμπλέκεται σε ατύχημα το οποίο την στέλνει να περνά από τον έναν παράλληλο κόσμο στον άλλον. Αλλού είναι διάσημη, αλλού είναι μητέρα, αλλού είναι πετυχημένη επαγγελματίας – παντού και πάντα όμως, αυτό που τελικά αναζητά είναι (ακόμα κι αν αρχικά δεν το συνειδητοποιεί) είναι το να μάθει και να αποδεχτεί τον εαυτό της όπως στα αλήθεια είναι. Κι όχι όπως οι πάντες γύρω της, απαιτούν από εκείνην να είναι.
Μια κωμωδία για «τον θρίαμβο της αποτυχίας» ή αλλιώς το να γνωρίζεις κομμάτια του εαυτού σου και της προσωπικότητάς σου που δεν ήξερες πώς ακριβώς να αποδεχτείς. Την Μαρία Αλίκη υποδύεται η Κάτια Γκουλιώνη σε μια ασταμάτητη, απίστευτα αφοσιωμένη, πληθωρική ερμηνεία που μπορεί να θυμίζει από Βέγγο μέχρι Κάρι Γκραντ και η οποία βαραίνει όσο εξελίσσεται το φιλμ και βαθαίνει η εξερεύνηση του χαρακτήρα – δεν είναι πάντα το πιο αβίαστο περφόρμανς, αλλά τελικά σε κερδίζει, από αγνό θαυμασμό και μόνο.
Κάτι που ισχύει και για την ίδια την ταινία, τελικά. Ένα ζόρικο στη δομή του σενάριο από τον σκηνοθέτη Άγγελο Φραντζή, τον Κωνσταντίνο Σαμαρά και την Κατερίνα Μπέη (“Ευτυχία”, “Φόνισσα”) σπάει αυτή την διαδρομή της Μαρίας Αλίκης προς την αυτογνωσία σε διαδοχικά κεφάλαια / παράλληλους κόσμους, όπου στο κάθε ένα η ηρωίδα μπαίνει στα παπούτσια και τα ρούχα κάποιου ρόλου που ο κόσμος της φορτώνει – αλλά εκείνη δεν ξέρει αν μπορεί (ή αν θέλει) να παίξει. Αλλού είναι ίνφλουενσερ, αλλού είναι μάνα μιας πολυμελούς οικογένειας, αλλού είναι σκρούμπολ, αλλού είναι μιούζικαλ.
Τα κεφάλαια απλώνονται άφοβα καταλαμβάνοντας το χώρο και τον χρόνο τους, και με τον Φραντζή να απολαμβάνει εμφανώς τη δημιουργία των διαφορετικών κόσμων (όσο κι η Γκουλιώνει να ερμηνεύει σε αυτούς), με τους διαφορετικούς στιλιστικούς κώδικες και τα ετερόκλητα κινηματογραφικά σημεία αναφοράς. Τα στυλ κάποιες φορές έρχονται σε απότομη σύγκρουση (το κομμάτι με την πολυμελή οικογένεια μας δοκίμασε πολύ) αλλά η ταινία ποτέ δεν πετάει τον θεατή έξω γιατί με έναν θαυμαστό τρόπο το σύνολο παρουσιάζεται ρυθμικά ενιαίο χάρη στον τρόπο που κινηματογραφεί και αφηγείται ο Φραντζής.
Είναι μια ενδιαφέρουσα στιλιστική ακροβασία το να προσεγγίσεις τόσα διαφορετικά είδη και αναφορές παραμένοντας πάνω στις ίδιες ράγες, αλλά αυτό που κάνει το πείραμα να πετυχαίνει έχει σαν αποτέλεσμα και ένα κάποιο αναπόφευκτο ίσως τελικά «μπούκωμα» της ταινίας. Εξάλλου, δραματουργικά τα επεισόδια επαναλαμβάνονται, με αποτέλεσμα τα διαδοχικά ξυπνήματα της Μαρίας Αλίκης να φθείρουν τελικά το σύνολο.
Παρά όμως τις ενστάσεις στη δομή και τα επιμέρους προβλήματα που παρατηρούνται (κάποιες χιουμοριστικές προσεγγίσεις που δεν λειτουργούν ακριβώς ή την άτσαλη εναλλαγή ορισμένων υφών) είναι τέτοια η καλλιτεχνική επιμονή της ταινίας που μέχρι το τέλος σε κερδίζει: Το τελευταίο act είναι και το καλύτερο όλων (ή ίσως έτσι σε πείθει το μυαλό σου! Συνεπής σκέψη σε σχέση με την ταινία κιόλας), μια μουσικοχορευτική έξαρση που δένει εντυπωσιακά το φιλμ και οδηγεί σε μια υπέροχα μελαγχολική κλιμάκωση.
Τελικά, είναι κάπως ταιριαστό που μια ταινία για την χαοτικά υπαρξιακή αναζήτηση μιας προσωπικής πλήρωσης, είναι τόσο χαοτικά υπαρξιακή κι η ίδια – αφοσιώνεται σε ένα μάτσο διαφορετικά πράγματα χωρίς απαραίτητα να ξέρει τι να κάνει με όλα αυτά, αλλά δεν υπάρχει δευτερόλεπτο πάνω της που να μην τα πιστεύει όλα, απόλυτα. Ο ίδιος ο Άγγελος Φραντζής είναι έτσι κι αλλιώς ένας σκηνοθέτης που δεν υπάρχει ακριβώς όμοιός του στο ελληνικό σινεμά: τεχνίτης αλλά και ορκισμένος πειραματιστής, έχοντας κάθε είδους και μεγέθους ταινία στο ενεργητικό του –το είδος του σκηνοθέτη που ακόμα και μια mainstream επιτυχία σαν την “Ευτυχία” πείθεσαι πως την γύρισε περίπου σαν στιλιστική εξερεύνηση κι αυτήν– εδώ συνθέτει ένα αντίστοιχα ακατάτακτο φιλμικό κομμάτι.
Ακόμα κι όταν αστοχεί ή όταν φρενάρει μπροστά σε κάποιο αδιέξοδο, η ταινία του Φραντζή συνεχίζει χωρίς να χάσει φόρα ή ενθουσιασμό ή πίστη. Όπως εξάλλου ανακαλύπτει κι η Μαρία Αλίκη, ακόμα και τα αδιέξοδα μπορούν με κάποιο παράξενο τρόπο να σε οδηγήσουν εκεί που τελικά ήθελες να πας.
Η Κουζίνα
(“La Cocina”, Αλόνσο Ρουιζπαλάσιος, 2ω19λ)
**
Μια μέρα στο έκρυθμο χάος της κουζίνας ενός κεντρικού εστιατορίου στην Time Square, εκεί όπου άνθρωποι της εργατικής τάξης, φτωχοί μετανάστες δουλεύουν χωρίς ανάσα ώστε όλα τα πιάτα να είναι έτοιμα στην ώρα τους. Κεντρική φιγούρα στην κουζίνα είναι ο Πέδρο, ένας μετανάστης δίχως χαρτιά, ο οποίος προσπαθεί να μεταπείσει την φίλη του, τη σερβιτόρα Κάρολ (Ρούνεϊ Μάρα) ώστε εκείνη να μην κάνει έκτρωση. Όμως όταν η καπιταλιστική μηχανή βρυχάται, δεν υπάρχουν περιθώρια για τις ανάγκες και τα θέλω των απλών εργατών.
Αχανές φιλμ με δυνατές επιμέρους στιγμές, ανάμεσα στις οποίες και το εξαιρετικό αλληγορικό φινάλε που υπογραμμίζει την ύπαρξη μιας ολόκληρης σύγχρονης κοινωνίας στα δεσμά, πίσω από την τουριστική βιτρίνα. Όμως τα προβλήματα είναι αμέτρητα, από τον υπερβολικά γραμμένο κεντρικό χαρακτήρα, στις στομφώδεις διακηρύξεις και φιλοσοφήματα, στις ατελείωτες διηγήσεις και την απουσία ρυθμού καθώς η δράση μεταφέρεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη μιας κουζίνας στην οποία –προφανώς– και τα πάντα θα πάνε στραβά στη διάρκεια αυτής της μέρας.
Η κουζίνα ως πολιτικοκοινωνική μεταφορά είναι πλέον κάτι σαν τα κινηματογραφικά ζόμπι: Πρέπει να προσπαθήσεις ενεργά για να ΜΗΝ έχει μια τέτοια διάσταση η ιστορία σου. Δεν πειράζει αυτό λοιπόν, κι ας είναι πολυπαιγμένο. Απλά θα βοηθούσε αν είχε δέσει καλύτερα η συνταγή.
Μικρό Θλιμμένο Κορίτσι
(“Little Girl Blue”, Μόνα Ασάς, 1ω35λ)
**½
Docufiction ταινία με τη Μαριόν Κοτιγιάρ να ερμηνεύει –κατά μία έννοια– τη μητέρα της σκηνοθέτη Μόνα Ασάς. Δηλαδή την διακεκριμένη συγγραφέα και φωτογράφο Καρόλ Ασάς που το 2016 αυτοκτόνησε, αφήνοντας πίσω απορίες, ένα δυσβάσταχτο κενό και φυσικά, όπως είναι αναπόφευκτο, μια αίσθηση ανολοκλήρωτου. Στην ταινία της, η κόρη Ασάς καταθέτει ένα προσωπικό πορτρέτο της μητέρας της, την οποία επιχειρεί να «ζωντανέψει» ξανά προκειμένου να εξερευνήσει, να καταλάβει, αλλά και να τοποθετήσει σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Και για να το κάνει χρησιμοποιεί από την Κοτιγιάρ μέχρι και αρχειακό υλικό, στην υπηρεσία μιας ματιάς που επιχειρεί να κοιτάξει βαθιά προς τα μέσα, όσο και στο κόσμο γύρω τους.
Ενδιαφέρον, και σε σημεία αληθινά συγκινητικό, δραματικό και ψυχολογικό πορτρέτο που αδιαφορεί για όρια περφόρμανς και ντοκουμέντου, φέρνοντας πιθανώς στο μυαλό το εξαιρετικό “Τέσσερις Κόρες”, όπου και πάλι ηθοποιοί μπαίνουν στους «ρόλους» ανθρώπων που δεν είναι πια εκεί. Η Κοτιγιάρ που θέλει πολύ να μπει στον συγκεκριμένο ρόλο, κάνοντας μέχρι και lip sync τα ηχογραφημένα λόγια της Ασάς, είναι ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος πόλος έλξης για την ταινία αλλά και το βασικότερο πρόβλημά της: Πριν από οποιοδήποτε κομμάτι εξερεύνησης ή βιωματικού πορτρέτου, βλέπουμε την Κοτιγιάρ να Ερμηνεύει, κάτι που ίσως δεν εναρμονίζεται πλήρως με τις απαιτήσεις ενός τέτοιου φορμαλιστικού πειράματος.
Ακόμα κυκλοφορεί
Ξύπνα: Μια ομάδα νεαρών ακτιβιστών σχεδιάζει να κάνει μια περιβαλλοντική δήλωση βανδαλίζοντας ένα πολυκατάστημα ειδών. Αλλά το σχέδιό τους πηγαίνει απίστευτα στραβά όταν εγκλωβίζονται μέσα σε αυτό και πρέπει να αντιμετωπίσουν έναν ανισόρροπο φύλακα με ένα φρικιαστικό πάθος για το πρωτόγονο κυνήγι. Καθώς η νύχτα γεμίζει βία, οι έφηβοι βρίσκονται να δίνουν μια απεγνωσμένη μάχη για τη ζωή τους.