Θάνος Τοκάκης: «Από μικρός ήμουν ο “αστείος” – αργότερα πάσχιζα να αποδείξω ότι δεν είμαι μόνο αυτό»
Διαβάζεται σε 13'Ο βραβευμένος ηθοποιός του σινεμά και του θεάτρου μας μιλά για την κωμωδία, το κυνήγι της επιτυχίας και το πώς έγινε η θλιμμένη συνείδηση στην καρδιά της ταινίας “Ο Νόμος του Μέρφυ”.
- 22 Νοεμβρίου 2024 06:35
Τον Θάνο Τοκάκη τον γνωρίσαμε μέσα από επιτυχημένες του εμφανίσεις σε διαφορετικά μέσα μέσα σε μια πάροδο πολλών χρόνων – με βραβείο Χορν στην εξαιρετική θεατρική του διαδρομή αλλά και με βραβείο Ίρις για την ερμηνεία του στην “Ευτυχία” του Άγγελου Φραντζή.
Ηθοποιός που πάντα χάνεται σε διαφορετικούς ρόλους, προσδίδοντας μια αληθινή αίσθηση βάρους σε χαρακτήρες χωρίς να χάνει τον έλεγχο ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό στοιχείο, ο Τοκάκης πέρασε μάλιστα και πίσω από την κάμερα πριν λίγα χρόνια για να γυρίσει την μικρού μήκους ταινία “Tokakis or What’s My Name” – για την οποία πήρε και βραβείο Σεναρίου στο φεστιβάλ Δράμας.
Μια καλλιτεχνική οντότητα λοιπόν που πάντα, είτε γράφοντας είτε ερμηνεύοντας, εξερευνά ζητήματα υπαρξιακά, ακροβατώντας στη λεπτή γραμμή όπου εφάπτονται η επιτυχία κι η αποτυχία.
Ήταν λοιπόν υπό μία έννοια το τέλειο πρόσωπο για να ζωντανέψει τον μυστηριώδη θλιμμένο άντρα που συναντά διαρκώς μπροστά της η ηρωίδα της ταινίας “Ο Νόμος του Μέρφυ” καθώς μεταπηδά από τον ένα κόσμο στον άλλον. Στη νέα ταινία του Άγγελου Φραντζή, μια κωμωδία για «τον θρίαμβο της αποτυχίας», μια γυναίκα (Κάτια Γκουλιώνη) προσπαθεί να έρθει σε επαφή με την αλήθεια του εαυτού και της ύπαρξής της καθώς βιώνει ένα σοκ. Κι ο Τοκάκης είναι μια φιγούρα που μοιάζει, κατά κάποιο τρόπο, να τη στοιχειώνει.
Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στα σινεμά, ο Θάνος Τοκάκης μας μίλησε για τη ζωή του, την καριέρα του, την κωμωδία και το δράμα, το σινεμά και το θέατρο (και την τηλεόραση), το κυνήγι της επιτυχίας με το οποίο μεγαλώνουμε στο μυαλό, για τις υπαρξιακές αναζητήσεις και, φυσικά, για τον Μπάστερ Κίτον.
«ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΑ ΑΥΤΟΣ Ο ΠΟΛΥ ΑΥΣΤΗΡΟΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑΤΟΣ»
Η κωμωδία ήταν το πρώτο μου ένστικτο μεγαλώνοντας.
Ήμουν αυτό που λέμε «ο αστείος», που λέω τα ανέκδοτα, που κάνω τις μιμήσεις. Όλα αυτά που αρέσουν στην ελληνική οικογένεια πάρα πολύ. «Α, ωραία, θα γίνει ηθοποιός επειδή κάνει καλή μίμηση». Ψυχολογικά έπαιξαν ρόλο αυτά. «Αφού κάνω τον κόσμο να γελάει και αυτό τους αρέσει, είναι η κλίση μου».
Αργότερα έφαγα μια ματαίωση. Προσπαθούσα ίσως να αποδείξω πως όχι, δε μπορώ να κάνω ΜΟΝΟ κωμωδία. Μπορώ να φτάσω και σε ένα βάθος δραματικό, με τον ίδιο τρόπο που φτάνω στο κωμικό. Μέχρι που έφτασα σε ένα σημείο που κατάλαβα ότι ανάμεσα σε κωμωδία και δράμα δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός. Ούτε στη ζωή.
Η χώρα μας έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το χιούμορ. Δεν έχει χιούμορ – έχει πλάκα.
Υπάρχει ακόμα και τώρα αυτός ο πολύ αυστηρός διαχωρισμός της κωμωδίας και του δράματος. Συμβαίνει πολύ συχνά στην Επίδαυρο, σε πολλές παραστάσεις που έχουν χιούμορ. Άμα γελάσει ο κόσμος, θα πουν κάποιοι, «τι ντροπή, βλέπουμε μια τραγωδία».
Είναι αυτά τα τοτέμ, που βάζουμε οι άνθρωποι μες στο κεφάλι μας για να μπορούμε να κατανοήσουμε τη ζωή, αλλά που δε μας αφήνουν τελικά να πάμε παραπέρα, μας κρατούν καθηλωμένους. Βάζουμε μια ταμπέλα, και καθαρίσαμε.
Μεγάλωσα με αναφορές ενός εκφραστικού, κωμικού σινεμά. Στον πατέρα μου άρεσαν πάρα πολύ από Τσάρλι Τσάπλιν μέχρι ιταλικές κωμωδίες τύπου Τσίτσο και Φράνκο, και επίσης Λουί ντε Φίνες πάρα πολύ. Η εκφραστικότητα σε όλους αυτούς είναι στο θεό. Μεγαλώνοντας, όταν άρχισα να παίζω θέατρο ήταν πάνω σε αυτές τις κωμικές φόρμες. Κι από την άλλη, λάτρευα και Πίτερ Σέλερς, που ήταν ένα αντίβαρο σε όλα αυτά τα πράγματα.
Δυσκολεύτηκα να μετουσιώσω ερμηνευτικά την κωμωδία σε κάτι πιο εσωτερικό, που τελικά εξελίχθηκε σε αυτό το κριντζ black comedy που μου αρέσει πολύ.
Γι’αυτό και ο χαρακτήρας μου στον “Νόμο του Μέρφυ” είναι νομίζω βγαλμένος μέσα από πολύ παιδικές μου αναφορές και αναμνήσεις.
«ΒΓΑΖΩ ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΦΡΑΝΤΖΗ»
Ο Άγγελος Φραντζής με πήρε και μου είπε, «σου έχω ένα ρόλο έκπληξη». [γελάει] Είπε, «θα δεις, τον θλιμμένο». Όταν είδα πώς καταλήγει αυτό το πράγμα και πού πάει, ενθουσιάστηκα – και με τον ρόλο, και με το σενάριο.
Αναγνώρισα αμέσως αυτό που ήθελε να πει και συμβολικά με τον χαρακτήρα, αλλά και το πώς κινείται σε αυτό το σύμπαν. Είναι βωβός κινηματογράφος. Μπάστερ Κίτον. Ήταν πολύ απελευθερωτικό, γιατί μέσα σ’αυτό το σύμπαν κάθε φορά που γινόταν ξανά πανικός, αυτός ήταν ένας άνθρωπος που έπρεπε να είναι εντελώς σταθερός.
Βγάζω το καπέλο στον Άγγελο, όχι μόνο γιατί τόλμησε να κάνει την Ευτυχία και τον Νόμο του Μέρφυ, αλλά έβαλε μέσα τους δικούς του κώδικες, δικούς του χρόνους και ρυθμούς.
Και στις δύο αυτές ταινίες έχουμε όλοι έναν κώδικα κοινό. Είμαστε σε έναν συγκεκριμένο κόσμο και αυτό είναι το ζητούμενο του δημιουργού και του μεγάλου σκηνοθέτη. Να φαντάζεται τον κόσμο, τι θέλει να κάνει σε αυτόν, και να σε βάζει μέσα.
Έχω παίξει σε αρκετές ταινίες που ο σκηνοθέτης φαντάζεται κάτι που δεν ξέρει πώς θα είναι, δεν ξέρει ακόμα τι ακριβώς θέλει, γιατί δεν ξέρει τι θέλει να πει με την ταινία.
Ο Άγγελος δουλεύει πολύ με αναφορές. Σου δίνει αναφορές, χρώματα, σκηνογραφία… είναι πολύ σίγουρος για αυτό που κάνει.
Είδα όλες τις ταινίες του Κίτον για τον ρόλο, για να δω διάφορα πράγματα για το πώς κινείται. Κι αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι δεν σταμάταγε ποτέ. Ό,τι κι αν γινόταν στην ταινία, υπήρχε μια ηρεμία, μια ομαλότητα σε αυτό τον χαρακτήρα, κάτι το οργανικό.
Δεν είναι τυχαία η διαχρονικότητα αυτών των ταινιών, δεν γεννήθηκαν ξαφνικά. Έχουν έρθει από την παράδοση του καμπαρέ, έχουν στοιχεία που λειτουργούν πολύ λαϊκά. Η σωματική κωμωδία κι όλο το στυλ κωμικών σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν είναι κάτι που είχε δοκιμαστεί παλιότερα σε ένα λαϊκό κοινό, κι αυτή η ουσιαστική λαϊκότητα αυτών των ταινιών έχει παράδοση αιώνων από πίσω. Υπάρχει εκεί μια ουσία και κάτι πολύ βαθιά ανθρώπινο.
Είναι μεγάλο μου παράπονο το πώς αντιμετωπίζεται γενικότερα η κωμωδία, σαν κάτι που δεν έχει το βάθος που μπορεί να έχει μια δραματική ταινία.
Λαϊκότητα όμως είναι ο Τσιτσάνης, είναι κάτι που μπορεί να αρέσει σε όλους, κάτι που πιάνει μια μεγάλη ομάδα τάξεων. Μπορεί να αγγίξει, να έχει το απαιτούμενο βάθος και την απαιτούμενη αμεσότητα να σε μετακινήσει.
Το ίδιο ισχύει με τις τραγωδίες. Γιατί έχουν κρατήσει δυόμισι χιλιάδες χρόνια και λες «α, είναι τόσο σύγχρονο»; Γιατί πιάνουν κάτι πολύ, πολύ βαθύτερα υπαρξιακό.
«ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΕ ΚΟΣΜΟΥΣ. ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΠΑΡΑΜΥΘΑ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ.»
Δεν μου έχει τύχει να κάνω για πολύ καιρό ταυτόχρονα σινεμά και θέατρο αλλά νομίζω ότι δεν μπορώ. Δεν γίνεται. Μια φορά το έκανα για δύο μέρες, όταν γύριζα τη μικρού μήκους ταινία μου – έπαιζα το βράδυ και έκανα την ταινία μου τη μέρα. Ήταν κόλαση. Πώς να βγεις από το ένα σύμπαν και να πας σε κάτι άλλο;
Ειδικά στο σινεμά νομίζω ότι έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Μιλάω και λίγο ρομαντικά και ουτοπικά. Την δουλειά αυτή την κάνουμε γιατί μας αρέσει να μπαίνουμε σε αυτούς τους κόσμους. Αυτό που λέμε η παραμύθα του σινεμά είναι για μένα πιο βαθιά – ίσως ένα καλύτερο λούνα παρκ από ό,τι στο θέατρο.
Θες να το ζήσεις λίγο. Και δεν εννοώ method acting, ούτε να πας στο σπίτι σου θλιμμένος, καμία σχέση. Αλλά να φέρεις μια ενέργεια σε σχέση με αυτό που κάνεις. Να κουβαλάς λίγο αυτό το γύρισμα μέσα σου και την επόμενη μέρα, να υπάρχει μια ροή. Το πιστεύω ειλικρινά, γιατί έτσι κι αλλιώς το σινεμά έχει να κάνει τόσο πολύ με την ενέργεια.
Μου αρέσει πολύ το mockumentary και σκεφτόμουν πώς μπορώ να το πάω λίγο παραπέρα. Μου άρεσε η ιδέα ενός υβριδίου με την πραγματικότητα, και είχα μάλιστα ξεκινήσει την ταινία με τη διάθεση να πάω εγώ και να κάνω κανονικά stand up comedy, με ντοκιμαντεριστικό συνεργείο, και να κάνω κακά αστεία. Αλλά το έκανε αυτό ο Χοακίν Φοίνιξ στο “I’m Still Here”. Οπότε γιατί να το κάνω εγώ;
Μου αρέσει το κοινό να φτάνει σε μια αμηχανία ακολουθώντας τη δική μου αναζήτηση ταυτότητας. Να ξεβολεύεται ο άλλος σε σχέση με τα κουτάκια που λέγαμε.
Στην εποχή μας οι άνθρωποι προσπαθούν να καταλάβουν τα έργα τέχνης κι όχι να τα αισθανθούν. Επομένως, για να τα καταλάβουν, θέλουν να τα βάλουν σε ένα κουτί. Δράμα, κωμωδία, κλπ. Μου αρέσει πολύ όταν ο άλλος μου έχει βάλει μια ταμπέλα, να τραβάω το χαλί κάτι από τα πόδια του – όχι, δεν είναι αυτό, είναι κάτι άλλο. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό το παιχνίδι, γιατί το κάνω και στον ίδιο μου τον εαυτό.
«ΟΛΟΙ ΕΧΟΥΜΕ ΕΝΑ ΛΟΥΖΕΡ ΚΟΜΜΑΤΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ. ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΟΥΜΕ ΚΙ ΑΥΤΟ;»
Ό,τι κι αν κάνω σε σχέση με την τέχνη, η μαγική λέξη είναι «υπαρξιακό». Πρέπει να κολλάει μέσα κάτι υπαρξιακό. Άμα δεν υπάρχει αυτό, τότε δεν έχει νόημα.
Παίζοντας ή γράφοντας ένα σενάριο προσπαθώ να βρω απαντήσεις σε πράγματα, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να ανοίξω τα μάτια και να δω πώς αυτό αφορά τον άλλον.
Στην μικρού μήκους ταινία που γύρισα κατάλαβα ότι αυτός ο χαρακτήρας που ήταν «ο εαυτός μου», τον χρησιμοποίησα λίγο σαν ένα κλόουν, για να μιλήσω για αυτό που πιστεύω ότι είναι βαθύτερα ζητήματα. Που να πηγαίνουν πέρα από ότι είναι ηθοποιός ή μια χαρακτηριστική φιγούρα.
Όλοι αναγνωρίζουμε στην ελληνική οικογένεια ότι μεγαλώνουμε με το «εσύ αγόρι μου θα γίνεις πετυχημένος». Θα γίνεις ο απουσιολόγος, ο πρώτος, ο καλύτερος. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα άγχος με το οποίο ταυτίζεται ο κόσμος, όπως ταυτίζεται πολύ και με τον λούζερ. Που είναι κάτι που το φοβόμαστε πολύ στη ζωή μας, γιατί πρέπει να είμαστε success μόνο.
Όλοι έχουμε ένα λούζερ κομμάτι μέσα μας. Γιατί να μην το αγκαλιάσουμε και αυτό; Εγώ λατρεύω τους λούζερ χαρακτήρες πάρα πολύ. Ταυτίζομαι, πάρα πολύ. Μου αρέσουν. Τους κυνηγάω. Να παίξω, να γράψω, να δω.
Μια από τις επιρροές που μου άλλαξε τη ζωή ήταν το αγγλικό Office όταν το είδα στα 20 μου. Άλλαξε τον τρόπο που σκέφτομαι γιατί είδα εκεί κάτι που με ακούμπησε, που δεν είχα ξαναδεί. Πάντα μου άρεσε το βρετανικό χιούμορ, οι Monty Python… αλλά εκεί είδα ένα σκοτάδι που μου δημιούργησε μια σύγκρουση μέσα μου. Αυτό είναι που ήθελα να βλέπω. Μου άλλαξε τον τρόπο που σκέφτομαι για την κωμωδία.
Το βρετανικό χιούμορ έχει τρομερό αυτοσαρκασμό. Γιατί λατρεύουμε τον Τζον Κλιζ παρότι είναι ένας άγγλος σνομπ; Γιατί μέσα στην κωμωδία του, κοροϊδεύει τον εαυτό του, κοροϊδεύει τον Σερ μέσα του. Από εκεί ξεκινάνε όλα.
Εδώ στην Ελλάδα δεν το έχουμε αυτό. Ούτε στην Αμερική. Είμαστε κι οι δύο χώρες που θέλουμε λίγο την επιτυχία, μεγαλώνουμε έτσι.
Ως κωμικός έχεις ένα βάρος, ότι από τη στιγμή που είμαι ο αστείος, πρέπει να κάνω συνεχώς μικρά κωμικά πράγματα, να κάνω τους άλλους να γελάνε. Δεν είναι τυχαίοι ότι τόσοι κωμικοί ηθοποιοί έχουν κατάθλιψη. Ο λατρεμένος ο Πίτερ Σέλερς ας πούμε, ήταν ένας άνθρωπος τρομερά σκοτεινός.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μέσα τους ένα κενό. Αυτό είναι το κενό μου αρέσει. Αυτό ψάχνω. Μου αρέσει πολύ να σκαλίζω εκεί, να δω τι υπάρχει.
«ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ»
Η επόμενη μικρού μήκους που θα γυρίσω λέγεται “Κατά του Αλέκτορος”. Είναι στη δεκαετία του ‘90, σε ένα πολύ ακριβό ιδιωτικό σχολείο, όπου γίνεται μια πασχαλινή γιορτή. Και τελευταία στιγμή ένα παιδάκι που ήθελε να παίξει πετεινό, το βάζουν να παίξει τον Χριστό.
Η ελληνική κοινωνία είναι ένα πολύ πρόσφορο πεδίο αυτοσαρκασμού για μένα, και ειδικά η δεκαετία του ‘90 στην οποία μεγάλωσα. Πιστεύω ότι υπάρχει μια τεράστια παθογένεια γύρω από αυτή την εποχή, κι είναι ένας πολύ ωραίος χώρος για να σαρκάσω και να αυτοσαρκαστώ.
Πιστεύω ότι άμα ζούσαμε ξανά άλλη μια ευκαιρία πριν την κρίση, άμα είχαμε ξανά λεφτά και μια νέα ευκαιρία, πάλι τα ίδια θα γίνονταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να πούμε, «α, τώρα μάθαμε». [γελάει]
Τώρα έχω ένα ρόλο στη νέα ταινία του Αλέξη Αλεξίου, “Θάλασσα από Γυαλί” που έχει τελειώσει τα γυρίσματα. Και στις 15 Δεκέμβρη θα παίζει στην παράσταση ο “Βαρώνος του Φ”, διασκευή μιας κλασικής ελληνικής κωμωδίας, που θα ανέβει στο Πτι Παλαί.
Έχω γράψει μια σειρά μαζί με τον Δημήτρη Εμμανουηλίδη. Είναι μια μαύρη κωμωδία 8 επεισοδίων που ελπίζω να βρει χώρο στην ελληνική τηλεόραση. Είναι για έναν λούζερ 40χρονο ηθοποιό ο οποίος είναι κλεισμένος 20 χρόνια μέσα στο δωμάτιό του κάνοντας μια έρευνα, γιατί θέλει να ανεβάσει τον καλύτερο Άμλετ που έχει γίνει στην ιστορία, διότι πιστεύει ότι έτσι θα σώσει τον κόσμο από την πνευματική καταστροφή. Ουσιαστικά πρέπει να σώσει τον εαυτό του από αυτό που πιστεύει ότι είναι επιτυχία. Ήταν μια προσπάθεια να γίνει ταινία, για πάρα πολλά χρόνια.
Δυστυχώς όταν γράφεις και αναπτύσσεται κάτι μέσα στα χρόνια, κάπως μπλέκεις λίγο τα θέλω σου. Αλλάζεις σαν άνθρωπος, αλλάζουν οι ανάγκες σου και προσπαθείς να τις βάλεις όλες μέσα, αλλά υπάρχουν εκεί κι οι προηγούμενες.
Είτε στην κάμερα, είτε στη σκηνή, σαν ηθοποιός προσπαθώ να είμαι κάποιος ο οποίος κάπως υποφέρει με τον εαυτό του – νομίζω ότι όλοι ταυτίζονται με αυτό. Δεν υπάρχει λόγος να κάνεις κάτι άλλο! Ακόμα και στην πιο κωμική εκδοχή, αυτό είναι το πιο κοινό βίωμα. Ο Μπάστερ Κίτον – δεν υποφέρει με τον εαυτό του;
Ο “Νόμος του Μέρφυ” κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.