Συναγερμός για τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις στην Ελλάδα
Διαβάζεται σε 5'Εξαιρετικά υψηλά ποσοστά αντοχής στα αντιβιοτικά τελευταίας γραμμής που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία σοβαρών και απειλητικών για τη ζωή λοιμώξεων σε νοσηλευόμενους ασθενείς στα νοσοκομεία του ΕΣΥ καταγράφει το ECDC.
- 22 Νοεμβρίου 2024 06:05
Άκρως ανησυχητικά για τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, παρά τα πρόσφατα μέτρα που έχουν ληφθεί, είναι τα στοιχεία που δημοσιεύει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) στην νεότερη έκθεση που δημοσίευσε χθες, Πέμπτη.
Το κλιμάκιο των ειδικών του ECDC επισκέφτηκε εκ νέου πρόσφατα τη χώρα μας (15-19 Απριλίου 2024), κατόπιν πρόσκλησης των εθνικών αρχών, με στόχο την ανάλυση του προβλήματος των ενδονοσοκομειακών μικροβίων και τη μικροβιακής αντοχής.
Στην έκθεση που δημοσιεύτηκε χθες, οι ειδικοί σχολιάζουν ότι η κατάσταση στη χώρας μας, όσον αφορά την μικροβιακή αντοχή και τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, «παραμένει εξαιρετικά ανησυχητική λόγω των υψηλών επιπέδων πολυανθεκτικών οργανισμών (MDRO) και της συχνής μετάδοσής τους σε ασθενείς που νοσηλεύονται».
Υπενθυμίζεται ότι ως μικροβιακή αντοχή, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, ορίζεται η αντοχή που αναπτύσσουν οι μικροοργανισμοί στις αντιμικροβιακές θεραπείες, με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο ή και καθόλου ευαίσθητοι σε αυτές.
Ως εκ τούτου, τα ανθεκτικά μικρόβια που δημιουργούνται δεν καταστρέφονται από τα αντιβιοτικά, με αποτέλεσμα να επιβιώνουν, να πολλαπλασιάζονται ελεύθερα και να μεταφέρουν την αντοχή στις επόμενες γενιές μικροβίων, ενώ παράλληλα επικρατούν και να αναπτύσσονται στις χλωρίδες ανθρώπων.
Τα συστήματα επιτήρησης του ECDC κατέγραψαν στα νοσοκομεία του ΕΣΥ εξαιρετικά υψηλά ποσοστά αντοχής στα αντιβιοτικά τελευταίας γραμμής (τα πιο ισχυρά) που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία σοβαρών και απειλητικών για τη ζωή λοιμώξεων σε νοσηλευόμενους ασθενείς.
«Στα νοσοκομεία που επισκεφθήκαμε, υπήρχαν ανησυχητικές ενδείξεις ανεξέλεγκτης εξάπλωσης διαφόρων πολυανθεκτικών (MDR) και ευρέως ανθεκτικών στα φάρμακα (XDR) βακτηρίων, συμπεριλαμβανομένων των Klebsiella pneumoniae, Acinetobacter baumannii και Pseudomonas aeruginosa», υπογραμμίζεται στην έκθεση του ECDC.
Επιπλέον, σχολιάζουν ότι παρόλο που ο Candida auris ανευρέθηκε μόλις πρόσφατα στα νοσοκομεία της Ελλάδας, εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλο το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, με εκατοντάδες κρούσματα στα νοσοκομεία που έχουν πληγεί μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια..
Έλλειψη πόρων για πρόληψη και έλεγχο των λοιμώξεων και ελάχιστο προσωπικό
Ταυτόχρονα, αναφέρουν οι ειδικοί του ECDC, ο μικρός αριθμός προσωπικού στα ελληνικά νοσοκομεία, σε συνδυασμό με την έλλειψη οικονομικών πόρων για την πρόληψη και των έλεγχο των λοιμώξεων, συμβάλλουν στην επιδείνωση της μετάδοσης των πολυανθεκτικών μικροβίων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα ντόμινο αυξημένης μετάδοσης.
Οι λοιμώξεις με πολυανθεκτικούς οργανισμούς έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας των ασθενών και την παρατεταμένη παραμονή των ασθενών που «μπλοκάρουν» τις νοσοκομειακές κλίνες, σύμφωνα πάντα με την έκθεση του ECDC.
Επιπλέον, οι απαιτούμενες προφυλάξεις απομόνωσης περιπλέκουν την ιατρική περίθαλψη και την αποκατάσταση, βλάπτοντας έτσι περαιτέρω τους ασθενείς.
Σε θετική κατεύθυνση οι παρεμβάσεις, όμως χρειάζονται περισσότερες
Από την άλλη πλευρά, η έκθεση επικροτεί τις αυξημένες πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής της χορήγησης αντιβιοτικών μόνο με ιατρική συνταγή, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μαζική μείωση της μη συνταγογραφούμενης χρήσης αντιβιοτικών.
Η ομάδα του ECDC παρατήρησε επίσης πολυάριθμες πολύτιμες πρωτοβουλίες στα νοσοκομεία που καθοδηγούνται από ενημερωμένο και αφοσιωμένο προσωπικό.
Ωστόσο, αν και έχουν θετικό αντίκτυπο σε συγκεκριμένα νοσοκομεία ή σε συγκεκριμένο τομέα παρέμβασης, οι πρωτοβουλίες είναι αποσπασματικές και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την έκταση της ανησυχητικής κρίσης δημόσιας υγείας που προκαλεί η μικροβιακή αντοχή στο ΕΣΥ.
Ως εκ τούτου, προτείνουν να ληφθεί επείγουσα, εθνικά συντονισμένη προσπάθεια, η οποία θα κινητοποιούσε όλα τα επίπεδα με ισχυρή πολιτική δέσμευση και συντονισμό στο πλαίσιο μιας κατάστασης δημόσιας υγείας ύψιστης εθνικής προτεραιότητας, η οποία θα συγκεντρώσει όλους τους φορείς κάτω από μια κοινή προσέγγιση.
Η προσέγγιση αυτή, με την ταχεία εφαρμογή μέτρων ελέγχου και τη χρηματοδότηση που θα ανταποκρίνονται στο επίπεδο της τρέχουσας κρίσης δημόσιας υγείας, αναμένεται να φέρει αποτελέσματα στη μετάδοση των πολυανθεκτικών μικροβίων και στις σημαντικές δυσμενείς συνέπειές τους για τους ασθενείς και ΕΣΥ.
Σημαντικά υψηλότερα τα ποσοστά από τον μέσο όρο σε ΕΕ/ΕΟΧ
Τα ποσοστά πολυανθεκτικών μικροοργανισμών που περιλαμβάνονται στην έκθεση εμφανίζονται αρκετά υψηλότερα από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), τόσο για όλους τους εξεταζόμενους μικροοργανισμούς όσο και για συνδυασμούς, ιδίως για τα κατά Gram αρνητικά βακτήρια.
Το 2022, τα ποσοστά αντοχής στις καρβαπενέμες (αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση σοβαρών νοσοκομειακών λοιμώξεων) ήταν ιδιαίτερα υψηλά: 72 % για την Klebsiella pneumoniae (έναντι 63,9% το 2018), 95,9% για τα είδη Acinetobacter (έναντι 92,4% το 2018), 48,7% για την Pseudomonas aeruginosa (έναντι 37,5% το 2018) και 1,5% για το E. coli (έναντι 1% το 2018).
Υψηλά ποσοστά παρατηρήθηκαν στα νοσοκομεία του ΕΣΥ και για τα θετικά κατά Gram βακτήρια.
ECDC: Πρώτη σε κατανάλωση αντιβιοτικών στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ECDC, παρά την μείωση της χρήσης αντιβιοτικών τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα παραμένει πρώτη σε κατανάλωση αντιβιοτικών στην ΕΕ.
Μεταξύ των δεδομένων του αναφέρει ότι η κατανάλωση σε ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 κατοίκους και ανά ημέρα αυξήθηκε το 2023 κατά 26,7% και είναι η χώρα μας είναι πρώτη, ενώ ακολουθούν η Ρουμανία (25,8%), η Βουλγαρία (24,6%), η Ισπανία (22,5%), η Γαλλία (22,3%) και η Πολωνία (21,8%).
Οι υπεύθυνοι του ECDC κάνουν λόγο για ανεπαρκή πρόοδο στους στόχους της ΕΕ σχετικά με την κατανάλωση αντιβιοτικών, παρότι έχει υπάρξει μείωση, τονίζοντας πως η συνεχιζόμενη αύξηση της κατανάλωσής τους αναδεικνύει την ανάγκη να ενισχυθούν οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της περιττής και ακατάλληλης χρήσης σε όλα τα επίπεδα της περίθαλψης.
Σημειώνουν, επίσης, ότι τα εθνικά σχέδια δράσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν βασικά στοιχεία για την προώθηση της συνετής χρήσης αντιμικροβιακών, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων αντιμικροβιακής διαχείρισης με καλή διαγνωστική πρακτική και δραστηριότητες πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων.