ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΟΛΗ Η ΑΘΗΝΑ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ
Μπήκαμε στα παρασκήνια της πιο talk of the town παράστασης της Αθήνας «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» που συσκηνοθετούν ο Ακύλλας Καραζήσης και ο Νίκος Χατζόπουλος σε διασκευή Ευαγγελίας Ανδριτσάνου – Τι λένε οι πρωταγωνιστές Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κότσιφας και Θάνος Λέκκας στο NEWS 24/7.
Όσοι είχαμε δει το 2011 στο θέατρο Θησείον την παράσταση «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» ακόμη θυμόμαστε τη σκηνοθετική προσέγγιση του Ακύλλα Καραζήση και του Νίκου Χατζόπουλου που ανέδειξε με τρόπο μοναδικό τις φιλοσοφικές και ψυχολογικές διαστάσεις του έργου, εστιάζοντας στη σχέση μεταξύ του Γερμανού φιλοσόφου Φρίντριχ Νίτσε και του Αυστριακού γιατρού Γιόζεφ Μπρόιερ.
Η θεατρική διασκευή του παγκόσμιου μπεστ σέλλερ του Ίρβιν Γιάλομ, επιστρέφει μετά από 13 χρόνια, αυτή τη φορά στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας με τον Ακύλλα Καραζήση και τον Νίκο Χατζόπουλο να κρατούν τα σκηνοθετικά ηνία και τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη στον ρόλο του Φρίντριχ Νίτσε, τον Γιάννη Κότσιφα σε αυτόν του Γιατρού Γιόζεφ Μπρόιερ και τον Θάνο Λέκκα ως Ζίγκμουντ Φρόιντ.
Εμείς μιλήσαμε με τους τρεις πρωταγωνιστές του έργου -που κάνει “χαμό” στη θεατρική Αθήνα τη φετινή σεζόν σημειώνοντας απανωτά sold out- που δίνουν σάρκα και οστά στη συνάντηση δύο μεγάλων προσωπικοτήτων του 19ου αιώνα, του Φρίντριχ Νίτσε και του Γιατρού Γιόζεφ Μπρόιερ.
Επί σκηνής ξετυλίγεται η ανθρώπινη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον θεραπευτή και στον θεραπευόμενο, δύο ανθρώπους που ο καθένας έχει τις δικές του ανάγκες και αδυναμίες. Ο Νίτσε θα κλάψει, αλλά και ο Μπρόιερ θα λυτρωθεί. Η διαδικασία της κατανόησης της ανθρώπινης ψυχής έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αστυνομικής ιστορίας: αναζήτηση στοιχείων, απρόβλεπτες εξελίξεις, εμφάνιση σχεδόν ανυπέρβλητων εμποδίων, ακόμα και κίνδυνο θανάτου.
“Tο έργο και το βάρος του του παρελθόντος”
Ο Θάνος Λέκκας μιλάει για το έργο αυτό λέγοντας: “Το έργο μοιάζει με το πάτωμα πάνω στο οποίο παίζουμε. Ξεκίνησε ως ένα απλό κόντρα πλακέ, στη συνέχεια καλύφθηκε με ένα πλαστικό, και τέλος περάστηκε με βερνίκι, αποκτώντας αυτή την ολοκληρωμένη σκηνική μορφή. Κάπως έτσι κι εμείς: στην αρχή αντιμετωπίσαμε τον τεράστιο όγκο ενός ήδη ανεβασμένου θεατρικού και τον πανικό να τα μάθουμε όλα από την αρχή. Τώρα, όμως, αρχίζουμε να βρίσκουμε τους ρυθμούς μας, και η παράσταση αποκτά μια αίσθηση ηρεμίας και ισορροπίας”.
Ο Γιάννης Κότσιφας παίρνει τη σκυτάλη και προσθέτει πως “Αυτή είναι η πρώτη φορά που ένας ρόλος νιώθω πως διεισδύει στη ζωή μου. Ίσως γιατί αγγίζει την ίδια την ύπαρξη και τον φόβο του θανάτου. Δύο άνθρωποι, ο Νίτσε και ο γιατρός Μπρόιερ, βρίσκονται αναγκαστικά κοντά, παρά την αρχική τους άρνηση. Οι κοινές τους ανησυχίες, οι φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις, καθώς και μια ερωτική εμμονή, τους οδηγούν στο να ψελλίσουν το ‘φίλε μου.’ Το έργο ενσωματώνει, φυσικά, και τα στερεότυπα της ψυχανάλυσης, αφού γράφτηκε στις αρχές του 2000. Στερεότυπα που, κατά τη γνώμη μου, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό επίκαιρα και σήμερα.
Εξωτερικά, η ζωή του μοιάζει ικανοποιητική: είναι επιτυχημένος, αναγνωρισμένος, και έχει μια τακτοποιημένη οικογενειακή ζωή. Όμως, στο βάθος, παλεύει με πολλά άλυτα ζητήματα. Στο πλαίσιο αυτό, εμφανίζεται ο Νίτσε, ένας φωτισμένος νους, που με την παρουσία και τις ιδέες του ενεργοποιεί τα κρυμμένα αυτά θέματα. Με τον ίδιο τρόπο, όμως, κι εγώ σαν Μπρόιερ καταφέρνω να ενεργοποιήσω κάτι μέσα σε εκείνον. Η σχέση τους ξεκινά με έντονες συγκρούσεις, πριν αρχίσουν να ανακαλύπτουν τη δυναμική που τους συνδέει”.
Ποιος είναι όμως ο Νίτσε και ο κόσμος του;
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης απαντά πως “ο κόσμος του Νίτσε, όπως τον αποδίδει ο Γιάλομ, ένας Αμερικανός ψυχίατρος, είναι βαθύς και αβυσσαλέος. Προσωπικά, δεν αντιμετωπίζω το έργο ως μια αφήγηση για την ψυχανάλυση, αλλά ως μια συνάντηση ανθρώπων που τους απασχολούν τα ίδια θεμελιώδη ερωτήματα, όπως η αυτογνωσία και η αναζήτηση της αλήθειας.
Είναι τρεις προσωπικότητες – ο Νίτσε, ο Μπρόιερ και ο Φρόιντ – που δεν συναντιούνται για να συζητήσουν επιφανειακά θέματα. Παρότι μπορεί να υπάρχουν και τέτοιες στιγμές, αυτό που τους ενώνει πραγματικά είναι η ανάγκη τους να ανακαλύψουν κάτι βαθύ για τον εαυτό τους και για τους άλλους. Αυτή η πνευματική φλόγα, που τους ωθεί να αναζητούν νόημα και κατανόηση, είναι σπάνια στις μέρες μας.
Κάποτε, οι παρέες συγκεντρώνονταν στα καφέ, όπως του Λουμίδη, όπου ένας ζωγράφος, ένας γλύπτης, ένας ποιητής, ένας συγγραφέας και μια σκηνογράφος μοιράζονταν τις σκέψεις τους, κινητοποιημένοι από την κοινή αναζήτηση δημιουργίας και νοήματος. Σήμερα, αυτό μοιάζει να έχει χαθεί, με τον καθένα να πορεύεται μόνος του, απομονωμένος από τέτοιου είδους συνδέσεις”.
Ο Θάνος Λέκκας προσθέτει: “Το παραδέχεται και ο Μπρόιερ, όταν ο Νίτσε του λέει “μπαίνω πολύ βαθιά μέσα στην ψυχή και ίσως η εμμονή σου και το πάθος σου σε εμποδίζει”. Και λέει ο Μπρόιερ: “όχι, εγώ δεν θέλω να μπω πιο βαθιά. Θέλω να μην υποφέρω”.
Και ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης συνεχίζει: “Το έργο έχει έναν ύπουλο χαρακτήρα, γιατί, ενώ κλείνει με το «φίλε μου», οδηγεί τον θεατή να ξεχάσει ένα πιο βαθύ και ουσιαστικό μήνυμα: το «γίνε αυτό που είσαι». Αυτή η φράση φέρνει αντιμέτωπο τον άνθρωπο με την αλήθεια του εαυτού του, κάτι που είναι τρομακτικό για πολλούς. Ο γιατρός, για παράδειγμα, επιλέγει να μην προχωρήσει βαθύτερα. Είναι ικανοποιημένος με τη ζωή του όπως είναι και αρνείται να αντιμετωπίσει την πιο βαθιά του πραγματικότητα. Από την άλλη, ο Νίτσε μένει μόνος, ως ένας αναχωρητής που δεν μπορεί να ενταχθεί στον κόσμο.
Στον κόσμο αυτό, υπάρχουν εκείνοι που επιλέγουν τη μοναξιά και την αλήθεια και άλλοι που προτιμούν να μείνουν στη ρουτίνα τους, αναπαράγοντας καταστάσεις και όρια που τελικά τους κάνουν χειρότερους. Η διαδικασία της ψυχανάλυσης είναι μια επώδυνη αναμέτρηση. Το να πεις στον εαυτό σου «είμαι αυτός που είμαι» απαιτεί τεράστια δύναμη, γιατί, συχνά, όλοι προτιμούμε να ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι είμαστε κάποιος άλλος, κάποιος που έχουμε πλάσει στο μυαλό μας για να αποφύγουμε την πραγματική μας εικόνα”.
Μένει βέβαια ο νεαρός Φρόιντ που θα σκάψει και ιστορικά κιόλας.
“Θα “σκάψει” ο Φρόιντ. Και ακολούθως θα “σκάψουν” πολλοί. Αλλά ποιοι είναι αυτοί που σκάβουν; Δηλαδή είναι πολύ της μόδας πια η ψυχανάλυση” αναφέρει ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης.
Και ο Γιάννης Κότσιφας αναρωτιέται “σκάβει το χώμα μετά και που το ρίχνει;”
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης τονίζει πως “έχω τρομάξει με ανθρώπους που κάνουν ψυχανάλυση και αρχίζουν και βάζουν όρια αδιακρίτως. Και αρχίζει ένας ατομισμός και το “εγώ” γίνεται τεράστιο. Ούτε το έργο αυτό ούτε η ψυχανάλυση μιλάει μόνο για το “εγώ”. Όμως, ούτε η ψυχανάλυση ούτε το έργο αυτό ασχολούνται με το “εγώ” σε αυτή τη διάσταση. Είναι πολύ της μόδας, βέβαια, να παίρνει κανείς μια σκαπάνη και να προσπαθεί να “σκάψει” μέσα του, αλλά ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν να δουλέψουν με τόσο σκοτεινά και σύνθετα ζητήματα;
Τι ξέρουν πραγματικά για την τρέλα, τη διαφορετικότητα ή το βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης;
Αυτές οι ερωτήσεις συνδέουν τον Νίτσε με την ψυχανάλυση. Το έργο δεν εξετάζει μόνο την ατομικότητα, αλλά αγγίζει το μεγάλο ερώτημα: “Ποιος είσαι;” Και η απάντηση που υπονοείται είναι απλή, αλλά δύσκολη στην αποδοχή: “Να είσαι αυτός που πραγματικά είσαι.” Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα που αναδεικνύει τη σύνδεση ανάμεσα στον Νίτσε και την ψυχανάλυση.
Γιατί όπως λέει “πρέπει να βυθιστείς στις ρίζες σου, στο τίποτα και να μάθεις να αντιμετωπίζεις την πιο μοναχική μοναξιά σου”. Αυτό οι άνθρωποι δεν το αντέχουμε”.
Ο Θάνος Λέκκας εκφράζει τι δική μου γνώμη λέγοντας: “Ανεξάρτητα από το τι γίνεται μόδα ή τι μπορεί να πάει στραβά, είναι θετικό που τουλάχιστον αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι κουβαλάμε ένα τεράστιο φορτίο συναισθημάτων και εμπειριών. Στο παρελθόν, υπήρχαν διαφορετικοί μηχανισμοί που βοηθούσαν στην εκτόνωση αυτών των πραγμάτων. Η οικογένεια, η γειτονιά, το εργασιακό περιβάλλον, λειτουργούσαν ως ένα πιο διευρυμένο πλαίσιο στο οποίο ανήκαμε και μπορούσαμε να στηριχτούμε. Τώρα, ο καθένας ακολουθεί τον δικό του μοναχικό δρόμο, και αυτό φέρνει μαζί του νέες προκλήσεις για τη διαχείριση των ψυχικών φορτίων μας”.
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης εξομολογείται πως “μεγάλωσα σε ένα χωριό μέχρι τα 17 μου, και παρόλο που μια μικρή κοινωνία μπορεί να είναι σκληρή και αδυσώπητη, η φροντίδα των ανθρώπων είναι κάτι πολύ σημαντικό. Εκεί, κανείς δεν είναι πραγματικά μόνος. Ακόμα κι αν κάποιος ζει μόνος του, υπάρχουν πάντα άνθρωποι που τον νοιάζονται και φροντίζουν να υπάρχει, συχνά με έναν τρόπο πολύ διακριτικό.
Παρά τα κουτσομπολιά που μπορεί να είναι έντονα, όταν προκύπτει βαθύς πόνος ή σοβαρό πρόβλημα, η κοινότητα δείχνει μια αξιοθαύμαστη ευαισθησία και στήριξη. Κανείς δεν μένει νηστικός – πάντα θα βρεθεί κάποιος να φροντίσει για τον άλλον. Ακόμη και οι πιο διαφορετικοί ή ιδιαίτεροι άνθρωποι βρίσκουν τη θέση τους. Ο “τρελός” του χωριού, για παράδειγμα, δεν στέλνεται σε ίδρυμα· παραμένει ενταγμένος στην κοινότητα.
Σήμερα, αντίθετα, ζούμε στο άκρο του αποκλεισμού. Οτιδήποτε διαφορετικό ή “επικίνδυνο”, όπως η τρέλα ή τα γηρατειά, απομονώνεται. Έχετε δει πώς γερνάνε οι άνθρωποι στις πόλεις; Κλεισμένοι στο σπίτι τους, μπροστά από μια τηλεόραση, περιμένοντας παθητικά το τέλος. Στο χωριό, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι ηλικιωμένοι συνεχίζουν να συμμετέχουν στη ζωή – βγαίνουν έξω, πηγαίνουν στα χωράφια, ακόμα και με περιορισμένες δυνάμεις, παραμένοντας κομμάτι της φυσικής φθοράς και της ίδιας της ζωής”.
Ο Θάνος Λέκκας αναφέρει: “Στην παράσταση υπάρχουν στιγμές όπου γίνεται ξεκάθαρο ότι αυτοί οι δύο δεν είναι μόνοι τους, όσο κι αν μπορεί να φαίνεται έτσι. Ξεκινάνε με μια γνωριμία, αλλά σύντομα η σχέση τους εξελίσσεται σε κάτι πολύ πιο έντονο. Οι συγκρούσεις τους κλιμακώνονται, φωνάζουν, διαφωνούν, και μέσα από αυτή τη σύγκρουση αναδύονται οι κοσμοθεωρίες τους, γεμάτες συναίσθημα και πάθος.
Αυτή η σχέση, όπου κάποιος στέκεται απέναντί σου και γίνεται καθρέφτης σου, ενώ εσύ, ταυτόχρονα, γίνεσαι ο δικός του, είναι θεμελιώδης. Δεν μπορούμε να υπάρχουμε πραγματικά χωρίς τον άλλο. Είναι μια βασική ανθρώπινη ανάγκη και δικαίωμα, το να αναγνωρίζεσαι μέσα από τη σχέση σου με τους άλλους.
Είδα πρόσφατα τον “Άνθρωπο Ελέφαντα”. Ήταν η πρώτη περίπτωση όπου κάποιος με τόσο σοβαρό πρόβλημα κατάφερε να ενταχθεί σε μια κοινωνία, και μάλιστα αυτό αποτέλεσε ορόσημο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οποιοδήποτε εμπόδιο στην ανθρώπινη επαφή αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών.
Με αυτή την έννοια, η μοναξιά μπορεί να φτάσει μόνο μέχρι ένα σημείο. Ο Νίτσε κατάφερε να βγάλει αυτή την στοργή, επειδή είχε τον Μπρόιερ απέναντί του, και το ίδιο ισχύει και για τον Μπρόιερ. Μέσα από τον άλλο αναγνώρισαν, έστω και για λίγο, κομμάτια του εαυτού τους που ίσως δεν θα έβρισκαν ποτέ μόνοι τους”.
Και ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης σημειώνει για τον Νίτσε: “Ο Νίτσε δεν ήταν ένας άνθρωπος χωρίς συναισθήματα – το αντίθετο. Επειδή κατανοούσε βαθιά τον μηχανισμό της ύπαρξης, αποτραβιόταν. Η ένταση των συναισθημάτων του τον οδηγούσε να πληγώνει και να πληγώνεται, κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω του δεν μπορούσαν να διαχειριστούν. Ήταν μια προσωπικότητα πολύ έντονη και συχνά παρεξηγημένη, θα μπορούσε κανείς να τον περιγράψει ως δύστροπο, έναν άνθρωπο που δεν προσαρμοζόταν εύκολα στις κοινωνικές συμβάσεις.
Ωστόσο, στη σχέση του με τον γιατρό, όταν αρχίζει να γίνεται ειλικρινής, συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο και “κουμπώνει” με τον Μπρόιερ. Η σύνδεση τους αποκτά αληθινό βάθος, ξεπερνώντας την αρχική τους απόσταση και τη σύγκρουση”.
Ο Γ. Κότσιφας συμπληρώνει πως “και οι δύο, με την ευφυΐα τους ως εργαλείο, παλεύουν να αντέξουν το βάρος της ύπαρξης και να ανακαλύψουν νέες αλήθειες. Αυτή η κοινή προσπάθεια τους φέρνει κοντά και τους κάνει να συμπορεύονται. Υπάρχει ανάμεσά τους μια καθαρότητα και μια αλήθεια που τους ταράζει βαθιά, σαν ένα ηφαίστειο που σιγοβράζει συνεχώς μέσα τους”.
Πότε κλαίει ο Νίτσε;
Ο Γιάννης Κότσιφας απαντά “από την πρώτη στιγμή” και ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης συνεχίζει πως “πρόκειται για έναν άνθρωπο που υπέφερε βαθιά. Ο Νίτσε ζούσε με φρικτούς πονοκεφάλους και δεκάδες άλλα σωματικά και ψυχικά προβλήματα. Εμείς μπορεί να θαυμάζουμε τα λόγια του, να τα διαβάζουμε σαν μεγαλειώδεις σκέψεις. Αλλά πώς ήταν να ζει κανείς καθημερινά με αυτό το βάρος; Η ύπαρξή του ήταν ένας διαρκής αγώνας με τον ίδιο του τον εαυτό και τη φυσική του κατάσταση. Αυτό κάνει τις σκέψεις του ακόμα πιο εντυπωσιακές”.
Νιώθετε ότι υπάρχει φως στο τούνελ αυτής της συνάντησης;
Ο Θάνος Λέκκας απαντά πως “υπάρχουν στιγμές που συμβαίνει κάτι απρόσμενο, κάτι που ξεπερνά τις προσδοκίες τους ή αποκαλύπτει νέες αλήθειες. Είναι στιγμές όπου ο Νίτσε εκφράζει σκέψεις που λειτουργούν σαν εκλάμψεις.
Αυτή η συνεχής κίνηση του νου – να μην μένει καρφωμένος στην κατάθλιψη, στη μανία, στον θυκό – είναι κάτι το φωτεινό. Η κίνηση αυτή, το να επιτρέπεις στον εαυτό σου να επεξεργαστεί τα συναισθήματά του, ακόμα κι αν είναι θυμός, και να λες «Κάτσε να το ξαναδώ αυτό», είναι για μένα σαν ένα φως που φωτίζει τον δρόμο μπροστά. Είναι η διαρκής προσπάθεια να προχωρήσεις και να δεις τα πράγματα από νέες οπτικές.
Ο Γιάννης Κότσιφας έχει άλλη άποψη: “Για να είμαι ειλικρινής, με προβληματίζει το τέλος. Ο Μπρόιερ λέει στη γυναίκα του πως νιώθει σαν να έκανε ένα μακρύ ταξίδι, σαν να έλειπε για πολύ καιρό και τώρα επέστρεψε. Είναι μια φράση που δίνει την αίσθηση ενός κύκλου που κλείνει.
Αλλά εγώ δεν μπορώ να πω ότι αισθάνομαι πως τα πράγματα όντως κλείνουν με αυτό τον τρόπο. Μπορεί να είναι ένα «χάπι εντ» που το χρειάζεται το κοινό για να νιώσει μια λύτρωση, αλλά εγώ νιώθω ότι μπορεί να υπάρχει κάτι άλλο, κάτι πιο ανοιχτό, που ίσως ούτε κι εγώ ακόμα δεν καταλαβαίνω πλήρως. Ίσως τελικά το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ, και το να επιστρέφεις στο “ίδιο σημείο” είναι απλά μια παύση, όχι το τέλος”.
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης αναφέρει πως “ο Μπρόιερ θα ήθελε, ίσως, να αφήσει την οικογένειά του και να ζήσει όπως ο Νίτσε, νομίζοντας πως μπορεί να ακολουθήσει έναν παρόμοιο δρόμο. Υπέφερε από αυτή την επιθυμία, αλλά τελικά συνειδητοποίησε πως δεν είναι φτιαγμένος από το ίδιο υλικό. Και νομίζω ότι εκεί βρίσκεται το πραγματικό του κέρδος: αποδέχτηκε την αλήθεια για τον εαυτό του. Παραδέχτηκε πως αυτό που είναι, είναι αρκετό, είναι τέλειο. Γιατί να προσπαθεί να γίνει κάτι άλλο;”
Για τον Νίτσε υπάρχει φως μετά από αυτή τη συνάντηση;
Ο Κ. Αβαρικιώτης απαντά πως “μετά τη συζήτηση, εμφανίζεται ο Ζαρατούστρα, και έτσι ολοκληρώνεται το βιβλίο, με τον Νίτσε να φεύγει μόνος του, κατευθυνόμενος προς τον προφήτη με το όνομα Ζαρατούστρα. Το φως του Νίτσε, νομίζω, βρίσκεται στις στιγμές που καταφέρνει να συλλάβει αυτές τις μεγάλες σκέψεις, στις εκλάμψεις του. Αυτές είναι οι πιο φωτεινές του στιγμές, ειδικά όταν συνδέονται με τη φύση. Δεν είναι τυχαίο που περπατούσε και ταξίδευε συνεχώς.
Ο Νίτσε ζούσε σε έναν ρυθμό που ήταν απόλυτα συνδεδεμένος με τη σκέψη του. Περπατούσε και ταξίδευε σαν να ακολουθούσε τον ρυθμό των ίδιων του των ιδεών. Αυτή η συνεχής κίνηση, τόσο σωματική όσο και πνευματική, ήταν ο τρόπος του να εξερευνά τον κόσμο και τον εαυτό του”
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Ακύλλας Καραζήσης, Νίκος Χατζόπουλος
Διασκευή: Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου, Έμιλυ Κουκουτσάκη
Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου, Έμιλυ Κουκουτσάκη
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός Σκηνοθετη: Φαίη Κοτσιλίτη
Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κότσιφας Θάνος Λέκκας
ΙΝFO
Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας
Παραστάσεις: Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 20:30, Παρασκευή 20:30, Σάββατο 21:00, Κυριακή 19:00
Link Εισιτηρίων: https://www.ticketservices.gr/event/otan-eklapse-o-nitse/?lang=el
.