ΤΖΟΣΟΥΑ ΟΠΕΝΧΑΙΜΕΡ: “ΤΑ HAPPY END ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ”
Ο υποψήφιος για Όσκαρ δημιουργός του σημαδιακού ντοκιμαντέρ The Act of Killing επιστρέφει μετά από μια δεκαετία με το The End, ένα μιούζικαλ για το τέλος του κόσμου. Τον συναντήσαμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να μας εξηγήσει μια από τις πιο παράξενες ταινίες της χρονιάς.
Μπορεί να μην είναι σταρ σκηνοθέτης, αλλά ο Τζόσουα Οπενχάιμερ έχει σκηνοθετήσει δύο ντοκιμαντέρ-μνημεία, δύο από τις αναμφίβολα σημαντικότερες ταινίες του 21ου αιώνα: Το δίπτυχο των ντοκιμαντέρ The Act of Killing και The Look of Silence.
Σε αυτά, ο αμερικάνος σκηνοθέτης ταξιδεύει στην Ινδονησία και στρέφει την κάμερα στους εγκληματίες πίσω από μια σειρά καθεστωτικών μαζικών φόνων κι εξαφανίσεων πίσω στη δεκαετία του ‘60, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται ακόμα στην εξουσία. Τους ζητά να ερμηνεύσουν ξανά τα εγκλήματά τους για την κάμερα με τη μορφή μικρών παραστάσεων, κι εκείνοι το κάνουν, με χαρά.
Είναι ένα σοκαριστικό ντοκουμέντο πάνω στο ψέμα και την αλήθεια, πάνω στις μυθοπλασίες που κατασκευάζουν οι άνθρωποι για να μπορέσουν να συνυπάρξουν με τις ενοχές τους – μια ιδέα που παραμένει φρικιαστικά επίκαιρη μια δεκαετία μετά, στην εποχή των fake news του Τραμπ και του Μασκ, και με μια γενοκτονία σε λάιβ σύνδεση μπροστά στα μάτια μας που η συστημική ισχύς της Δύσης διαρκώς αμφισβητεί και βαφτίζει ως κάτι άλλο.
Πώς μας φέρνουν όμως όλα αυτά στο The End με την Τίλντα Σουίντον, τον Μάικλ Σάνον και τον Τζορτζ Μακάι, ένα μιούζικαλ(!) για το τέλος του κόσμου(!!) που σηματοδοτεί την επιστροφή του Οπενχάιμερ στο σινεμά, πάνω από μια δεκαετία μετά το μνημειώδες δίπτυχο των ντοκιμαντέρ του;
Για τον ίδιο, αυτή η ιστορία συνδέεται με φυσικό τρόπο με εκείνα τα ντοκιμαντέρ και, για να είμαστε ειλικρινείς, συμφωνούμε απόλυτα. Το The End είναι η μετα-αποκαλυπτική ιστορία μιας πλούσιας οικογένειας που ζει σε ένα υπόγειο καταφύγιο δυο δεκαετίες μετά το τέλος του κόσμου – ένα τέλος του κόσμου στο οποίο έχουν παίξει ενεργά ρόλο.
Καθόλη τη διάρκεια του φιλμ τους βλέπουμε (συνήθως τραγουδώντας) να ψάχνουν τρόπους να πείσουν τον εαυτό τους για το τι έχει συμβεί, σαν δολοφόνος που επαναλαμβάνει συνεχώς στον εαυτό του ένα ψεύτικο άλλοθι για να μην το ξεχάσει. Δημιουργούν μια κουλτούρα σιωπής απέναντι στην καταστροφή. «Δεν μιλάμε για αυτό». Απλά τραγουδάμε με αγωνία για την ψυχή μας, για την ενοχή μας. Μέχρι που η έλευση ενός κοριτσιού από τον έξω κόσμο, ταράζει τις ισορροπίες.
Το The End προβλήθηκε ως ταινία λήξης του 65ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο κι ο σπουδαίος σκηνοθέτης του βρέθηκε εκεί καλεσμένος, όπου είχαμε την τεράστια χαρά να μιλήσουμε μαζί του. «Είμαι εδώ μόλις μια μέρα και ήδη ερωτεύομαι την Ελλάδα!», λέει κάποια στιγμή πανευτυχής καθώς περιεργάζεται ένα γλυκό υποβρύχιο που τον έχουν κεράσει και μας ρωτάει τι είναι και πώς τρώγεται – τα μάτια του λάμπουν και γουρλώνουν στην πρώτη γεύση που παίρνει.
Αφού πήρε μια γεύση, όρμησε με φόρα στην κουβέντα μας, εξηγώντας με τεράστια όρεξη και χαρά τα πάντα για την ταινία του – και για το πώς συνδέεται με τον κόσμο που σήμερα έχουμε γύρω μας και τελικά με την κουλτούρα που επίσης, αναγκαία, κυριαρχεί.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί, τι στο καλό σε κατέλαβε και θέλησες να κάνεις αυτή την ταινία μετά τα ντοκιμαντέρ σου, αλλά όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο βλέπω συνδέσεις, υφολογικά όσο και θεματικά. Μπορείς να μου πεις από πού προέρχεται αυτή η ταινία; Πόσο καιρό την έφτιαχνες και γιατί ήθελες να την κάνεις; Ειδικά μετά τις απόπειρές σου στο ντοκιμαντέρ, πώς βρέθηκες σε ένα πολύ στυλιζαρισμένο, μυθοπλαστικό μιούζικαλ;
Λοιπόν, πρώτα απ’ όλα, είμαι πραγματικά χαρούμενος που βλέπεις τις στιλιστικές συνδέσεις. Γιατί ξέρω ότι υπάρχουν, αλλά μάλλον έχω να μάθω από αυτό που βλέπεις.
Πριν μερικά χρόνια έκανα το Act of Killing, όπου κινηματογραφούσα μερικούς από τους πιο ισχυρούς άνδρες στην Ινδονησία, όχι μόνο τον Ανουάρ Κονγκό, αλλά τους ολιγάρχες που ήρθαν στην εξουσία μέσω της γενοκτονίας και πλούτισαν επωφελούμενοι από τον φόβο της χώρας απέναντί τους ως δολοφόνους. Ήθελα τότε να κάνω μια τρίτη ταινία στην Ινδονησία για τους δισεκατομμυριούχους που έλεγχαν τη χώρα και ουσιαστικά ξεψάχνιζαν τα κόκαλα της χώρας, των ανθρώπων που είχαν σφαγιάσει, για να πλουτίσουν.
Όπως καταλαβαίνεις δεν μπόρεσα να επιστρέψω στην Ινδονησία αφού βγήκε το Act of Killing. Ευτυχώς είχα ήδη γυρίσει το Look of Silence. Αλλά δεν είχα γυρίσει την τρίτη ταινία. Έτσι άρχισα να ερευνώ ολιγάρχες που βρίσκονταν σε ανάλογες οικονομικά καταστάσεις και βρήκα έναν μεγιστάνα του πετρελαίου από αλλού στην Ασία, ο οποίος είχε χρηματοδοτήσει κάποια σημαντική πολιτική βία προκειμένου να αποκτήσει τα πετρελαϊκά του κοιτάσματα. Και επίσης, όπως πολλοί πλούσιοι άνθρωποι, ενδιαφερόταν για την κληρονομιά του. Μια έκφραση αυτού ήταν το ενδιαφέρον του για την παράταση της ζωής. Επένδυε σε όλα αυτά τα φάρμακα και τις θεραπείες που παρατείνουν τη ζωή.
Η άλλη έκφραση ήταν ότι αγόρασε αυτό το καταφύγιο για την οικογένειά του. Πήγα μαζί του σε ένα ερευνητικό ταξίδι με την οικογένειά του για να δούμε αυτό το καταφύγιο. Και καθώς περιηγηθήκαμε σε αυτό το ημιτελές δίκτυο σπηλαίων που σχεδίαζαν να τελειώσουν, υπήρχαν αυτές οι ερωτήσεις που πέθαινα να κάνω, αλλά ήξερα ότι θα προκαλούσαν. Και δεν μπορούσα να ρωτήσω, τουλάχιστον όχι τόσο νωρίς σε αυτή τη σχέση. Πράγματα όπως:
Πώς θα αντιμετώπιζες τις ενοχές για την κρίση από την οποία φεύγεις; Πώς θα αντιμετώπιζες τις τύψεις που δεν έφερες μαζί σου αγαπημένα πρόσωπα; Πώς θα αποφάσιζες ποιους θα έφερνες μαζί σου αν ήθελαν να μεγαλώσουν παιδιά και εγγόνια σε αυτό το μέρος; Πώς θα δίδασκες σε μια νεότερη γενιά που δεν έχει δει ποτέ τον έξω κόσμο τη ζωή σου; Και πώς θα χρησιμοποιούσες αυτό ως διαδικασία αφήγησης μιας ιστορίας για παρηγοριά, δημιουργώντας ψέματα και μύθους για να παρηγορηθείς για το ποιος είσαι στα αλήθεια;
Σε αυτό το πολύ οικουμενικό ερώτημα, είδα κάτι το πολύ οικουμενικό πάνω στο πώς φτιάχνουμε τον κόσμο μας μέσω της αφήγησης ιστοριών, πώς αποκρύπτουμε τους εαυτούς μας από εμάς τους ίδιους, μας μέσω των ιστοριών που λέμε για τη ζωή μας, μέσω αυτών που επιλέγουμε να θυμόμαστε, μέσω αυτών που επιλέγουμε να ξεχνάμε ή προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Πώς επιβάλλουμε αυτές τις σιωπές στους ανθρώπους που αγαπάμε, για να μη μιλήσουν για πράγματα που θα ήταν άβολα ή οδυνηρά, και πώς αυτή η παραπλάνηση κουράζει τις σχέσεις μας και μειώνει την ικανότητά μας να αγαπάμε.
Όλα αυτά τα ερωτήματα στριφογύριζαν στο μυαλό μου και σκέφτηκα, Θεέ μου, η ταινία που θα ήθελα να κάνω με αυτή την οικογένεια διαδραματίζεται 25 χρόνια μετά τη μετακόμισή τους σε αυτό το καταφύγιο. Ευχαρίστως θα έκανα ένα ντοκιμαντέρ για αυτούς αλλά ήξερα ότι αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί. Και στο δρόμο για το σπίτι, ήμουν πραγματικά μπερδεμένος. Τι να κάνω με αυτό; Και είδα τις Ομπρέλες του Χερβούργου για να πάρω μια απόσταση από τα ερωτήματα, επειδή είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες και ένιωθα ότι χρειαζόμουν κάτι γλυκό.
Την είδα και τότε απλά ήξερα: Θα κάνω ένα μιούζικαλ. Θα διαδραματίζεται σε εκείνο το καταφύγιο. 25 χρόνια μετά το τέλος του κόσμου. Η οικογένεια θα είναι αμερικανική, επειδή αυτό είναι ένα κατεξοχήν αμερικανικό είδος, και η ταινία θα λέγεται The End. Έτσι γεννήθηκε
Και εξάλλου ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου ως σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ. Ο μέντοράς μου ήταν ο Γιουγκοσλάβος σκηνοθέτης Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ο οποίος δεν ήταν ούτε δημιουργός ντοκιμαντέρ ούτε δημιουργός μυθοπλασίας. Και αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα με το οποίο έγινα σκηνοθέτης.
Ο λόγος που ανέφερα ότι οι ταινίες συνδέονται μεταξύ τους είναι επειδή προφανώς στο The Act of Killing, υπάρχει αυτό το στοιχείο του περφόρμανς με κάποιο τρόπο – οι εγκληματίες αναπαριστούν τα εγκλήματά τους μέσω ερμηνείας. Κατά κάποιον τρόπο είναι σαν το The End να ήταν ίσως μία από αυτές τις φαντασιώσεις που αναπαριστούσαν, για να απαλλαγούν από τις ενοχές τους.
Και τα τραγούδια ειδικά είναι σαν τις αναπαραστάσεις των φόνων.
Σωστά, ακριβώς. Οπότε αμέσως ένιωσα ότι βγάζει νόημα. Επίσης, όταν έρχεται το κορίτσι και διαταράσσει την ισορροπία της οικογένειας, πυροδοτεί μια νέα συναισθηματική σύνδεση και αντιμετώπιση με ορισμένα πράγματα, αρχίζουν όλοι να αμφισβητούν τον εαυτό τους. Αυτό μου θύμισε κάπως τη σκηνή με τον εμετό στο τέλος του Act of Killing. Υπάρχει μια συναισθηματική αντίδραση είτε την αντιλαμβάνεσαι είτε όχι, που σε κάνει να θέλεις να βγάλεις κάτι από μέσα σου. Συμβαίνει μια αλυσιδωτή αντίδραση όταν έρχεσαι απέναντι σε κάποια αλήθεια, ένα σοκ.
Ξέρεις τι; Απολύτως. Στο Act of Killing και στο Look of Silence, όπως και στο The End, ο ανταγωνιστής είναι το παρελθόν – το παρελθόν που αυτοί οι άνδρες προσπαθούν να καταπιέσουν. Στο The Act of Killing, υποθέτω ότι εγώ ο ίδιος ενσαρκώνω αυτόν τον ανταγωνιστή θέτοντας σε κίνηση αυτή την κινηματογραφική διαδικασία. Στο The Look of Silence, ο Άντι είναι αυτός που ανακινεί το παρελθόν. Και στο The End είναι το κορίτσι, προφανώς. Αλλά δεν είναι κιόλας. Γιατί όχι μόνο τους ωθεί να παλέψουν με το παρελθόν, αλλά είναι και το αλεξικέραυνο του παρελθόντος.
Φέρνει την υπενθύμιση ότι υπήρχε κάτι εκεί έξω το οποίο προσπαθούμε να σβήσουμε και να ξεχάσουμε.
Και υπάρχει και μια αντανάκλαση, μεταξύ της μητέρας και του κοριτσιού. Είναι σχεδόν ο ίδιος χαρακτήρας, παρόλο που κατά κάποιο τρόπο είναι αντίθετες. Και στη συνέχεια, αυτό που λες είναι σωστό, ότι στο The Act of Killing υπάρχουν αυτές οι δραματοποιήσεις. Μερικές από αυτές είναι όντως μουσικά νούμερα, αλλά γενικά είναι απελπισμένες προσπάθειες να βρει ο Ανγουάρ νέα ψέματα, νέες ιστορίες, νέες αφηγήσεις, νέους τρόπους κατανόησης του εαυτού του, ώστε να μπορέσει να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να αντιμετωπίσει αυτό που είναι.
Το The End είναι παρόμοιο με την έννοια ότι αυτό που τους κάνει να τραγουδούν είναι αυτές οι κρίσεις αμφιβολίας, οι στιγμές όπου όλες οι ιστορίες που λένε στον εαυτό τους –για να μπορέσουν να ζήσουν με αυτό που έχουν κάνει– καταρρέουν, κυρίως επειδή το κορίτσι είναι εκεί, αλλά όχι μόνο αυτό. Γιατί αμφιβολία υπάρχει στην καθημερινότητά τους και πριν φτάσει το κορίτσι, τους στοιχειώνει από την αρχή της ταινίας. Αλλά σε αυτές τις κρίσεις αμφιβολίας, μοιάζουν μάλλον με ανθρώπους που έχουν ναυαγήσει και βρίσκονται πεταγμένοι στη θάλασσα και ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν κομμάτια του ναυαγίου για να πιαστούν και να επιβιώσουν.
Αυτή η μουσική είναι η σωσίβια λέμβος τους. Από αυτές τις μελωδίες, δημιουργούν αυτά τα υπέροχα, λαμπερά ψέματα. Εξάλλου στα κλασικά μιούζικαλ της χρυσής εποχής το κλισέ πάντα ήταν ότι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να τραγουδούν είναι η αλήθεια, ότι έχουν αλήθειες που είναι πολύ μεγάλες για τα λόγια, που είναι αδύνατον να εκφραστούν. Ότι είναι ανίκανοι να εκφράσουν την αλήθεια τους με λέξεις, και έτσι τραγουδούν.
Στο The End αυτό που τους κάνει να τραγουδούν είναι ο απελπισμένος αγώνας να συναρμολογήσουν ένα νέο ψέμα. Και η αλήθεια βρίσκεται στις σιωπές. Είτε πρόκειται για το είδος της σιωπής που τελειώνει ένα τραγούδι όπως το σόλο της Μητέρας, ή το τραγούδι του Πατέρα όταν πέφτει, είτε πρόκειται απλώς για τις μικροσιωπές της μετάβασης από έναν στίχο στο ρεφρέν και πίσω στον στίχο.
Και έτσι ακριβώς λειτουργεί και το The Act of Killing. Όπου έχεις αυτές τις δραματοποιήσεις που είναι κάτι σαν πολύχρωμα ψέματα, και αρχίζουν να καταρρέουν. Πάντα υπάρχει μια ρωγμή. Και η αλήθεια βρίσκεται μέσα σε αυτές τις ρωγμές. Εδώ η αλήθεια βρίσκεται όχι στη μουσική, αλλά στις σιωπές.
Είναι πολύ ενδιαφέρον, σχεδόν σαν να παρακολουθείς ανθρώπους σε μια παρατεταμένη νευρική κατάρρευση, που προσπαθούν όλη την ώρα να δημιουργήσουν μια αλήθεια αλήθεια από το τίποτα. Είναι κάτι που δυστυχώς βλέπουμε γύρω μας στον κόσμο και σήμερα: Άνθρωποι που προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποιο είδος αλήθειας για τον εαυτό τους, επειδή αισθάνονται ότι ας πούμε «δεν μπορώ να είμαι ο κακός σε αυτό. Δεν μπορώ να είμαι στη λάθος πλευρά της Ιστορίας σε αυτό». Θα δημιουργήσω λοιπόν μια αλήθεια που να έχει νόημα, ώστε η ηθική μου να είναι υγιής και να μπορώ να συνεχίσω τη μέρα μου.
Νομίζω ότι η ταινία έχει να κάνει με αυτό. Για τη μοναδική ανθρώπινη ικανότητα να λέμε ψέματα στους εαυτούς μας και για τις τρομερές συνέπειες αυτής της αυταπάτης. Η ικανότητά μας να λέμε ψέματα στον εαυτό μας είναι το τραγικό ελάττωμα που μας κάνει ανθρώπους και θα είναι αυτό που θα οδηγήσει στην εξαφάνισή μας, γιατί αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουμε μια πολύ επικίνδυνη στιγμή ως είδος. Αν δεν βρούμε το θάρρος να σταματήσουμε και να δούμε πώς φερόμαστε ο ένας στον άλλον και πώς φερόμαστε σε αυτόν τον πλανήτη δεν έχουμε καμία πιθανότητα να αλλάξουμε πορεία.
Αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε, να ζητήσουμε συγχώρεση για τα όσα έχουμε κάνει τότε είμαστε καταδικασμένοι να συνεχίσουμε σε αυτό το καταστροφικό μονοπάτι ακριβώς πάνω από το χείλος της αβύσσου. Και μάλιστα νομίζω ότι με αυτή την έννοια η ταινία είναι ένα προειδοποιητικό παραμύθι και, τελικά, είναι ένα έργο αισιοδοξίας.
Ενδιαφέρον που λες ότι είναι ένα έργο αισιοδοξίας, γιατί το τέλος είναι κάπως ζοφερό…
Κάθε τραγωδία είναι ένα προειδοποιητικό παραμύθι ως προς το ότι ταυτίζεσαι με τον τραγικό ήρωα και έχεις μια κάθαρση φόβου και τρόμου. Είναι ενδιαφέρον να μιλάω γι’ αυτό στην Ελλάδα, από όπου έχουν προέλθει όλα αυτά! Ξέρεις, μαθαίνεις από τον χαρακτήρα, από τα λάθη του ήρωα, ώστε να μην χρειαστεί να κάνεις αυτά τα λάθη στη δική σου ζωή. Έτσι, μπορεί να είναι πολύ αργά για την τελευταία οικογένεια που κρύβεται σε ένα καταφύγιο, 25 χρόνια μετά, έχοντας μόλις συμμετάσχει στην καταστροφή του κόσμου.
Αλλά για εμάς; Που επίσης συμμετέχουμε στην καταστροφή του κόσμου, που επίσης λέμε ψέματα στον εαυτό μας κάθε μέρα για να μπορούμε να ξυπνάμε το πρωί και να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη – ακριβώς όπως αυτοί οι χαρακτήρες βασίζονται στα τραγούδια τους για να μπορέσουν να σηκωθούν από το κρεβάτι το πρωί, ακριβώς όπως είναι εθισμένοι σε μια ψεύτικη ελπίδα που λέει ότι όλα θα πάνε καλά, έτσι είμαστε κι εμείς.
Αλλά δεν είναι πολύ αργά για να αλλάξουμε πορεία. Δεν θα είχα συγκεντρώσει εκατοντάδες ανθρώπους και δεν θα είχα ξοδέψει 8 χρόνια της ζωής μου και εκατομμύρια ευρώ για αυτό το έργο αν δεν αισθανόμουν ότι υπάρχει ελπίδα και ότι αυτό είναι ένα κάλεσμα.
Πρόκειται για μια προσφορά στον κόσμο, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταινία από την προσφορά που φέρνει το κορίτσι στην οικογένεια. Είναι η προσφορά της ειλικρίνειας και της αποδοχής και της δυνατότητας αλλαγής. Ακόμα και όταν νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στα όρια της απελπισίας και στα όρια της παραίτησης. Βγάζει νόημα αυτό; Αυτό είναι το νόημα της ταινίας. Και νομίζω ότι οι νέοι βλέπουν αυτή την αισιοδοξία στην ταινία.
Θυμάμαι στην πρεμιέρα στο Telluride, άκουσα μια συζήτηση μεταξύ ενός ηλικιωμένου ατόμου που έλεγε ότι αυτή η ταινία είναι τόσο ζοφερή, και ενός νεαρού ατόμου που έλεγε ότι νιώθω τόση, τόση ελπίδα, βλέποντας μια αναπαράσταση του κόσμου που μοιάζει με τον κόσμο στον οποίο πραγματικά ζω. Γιατί η ταινία φαίνεται να αφορά το μέλλον, αλλά έχει να κάνει με το τώρα.
Υποθέτω αυτό το άτομο αγκιστρώνεται από το γεγονός ότι η ταινία δεν προσφέρει κάποια ψευδή ευτυχή, απλή λύση, δεν σβήνεται το κακό.
Αυτό θα ήταν απελπιστικό!
Οπότε ναι, κατά έναν αντιφατικό τρόπο, είναι τελικά πιο αισιόδοξο.
Ναι, απολύτως. Όταν ήμουν παιδί στα ‘80s, οι άνθρωποι με ρωτούσαν αν μου αρέσουν οι ταινίες με happy end ή με λυπηρό τέλος. Η οικογένειά μου τότε περνούσε ένα διαζύγιο και προτιμούσα τις ταινίες με λυπηρό τέλος γιατί νομίζω ότι έδειχναν κάτι αληθινό. Με παρηγορούσε να βλέπω τον κόσμο μου και όλη την πολυπλοκότητά του, να αναπαρίσταται σε μια ταινία.
Αυτή η ερώτηση είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει τώρα, επειδή δεν υπάρχουν πια ταινίες με λυπηρό τέλος. Κανείς δεν τις φτιάχνει γιατί νομίζω ότι οι άνθρωποι είναι τόσο τρομοκρατημένοι πια από το πού βρισκόμαστε στον κόσμο, που είμαστε εθισμένοι σε ιστορίες γεμάτες έμπνευση, όπου ο πρωταγωνιστής πρέπει να εγκαταλείψει κάτι, αλλά τελικά βρίσκει ένα είδος χάρης ή εκπλήρωσης. Και αυτό το είδος του ευτυχισμένου τέλους είναι, για μένα, μια πολιτιστική παρακμή και μια απελπισία.
Η κατάσταση γύρω μας μπορεί να φαίνεται απελπιστική, αλλά γίνεται απελπιστική μόνο όταν πραγματικά παραδίνεσαι σε αυτό και λες ότι οι μόνες ιστορίες που θέλεις να καταναλώνεις είναι αυτές που σε καθησυχάζουν ότι όλα θα πάνε καλά στο τέλος – κάτι που κατά βάθος ξέρεις ότι είναι ψέμα. Τότε είναι που η τέχνη και ο πολιτισμός έχουν γίνει πραγματικά το όπιο του λαού. Τότε είναι πραγματικά αγνή προπαγάνδα. Τότε είναι όπλο για την πλευρά της εξουσίας, την πλευρά του status quo, την πλευρά της καταστροφής – και της πορείας σύγκρουσης στην οποία βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή με την ίδια μας την εξαφάνιση.
Το The End κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Weirdwave στις 12 Δεκεμβρίου. Η συνέντευξη με τον Τζόσουα Οπενχάιμερ πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο στο 65ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.