Νέες ταινίες: Στο “Εδώ”, Τομ Χανκς και Ρόμπιν Ράιτ επανενώνονται με τον σκηνοθέτη του “Φόρεστ Γκαμπ”, σε μια ιστορία αιώνων

Διαβάζεται σε 11'
Νέες ταινίες: Στο “Εδώ”, Τομ Χανκς και Ρόμπιν Ράιτ επανενώνονται με τον σκηνοθέτη του “Φόρεστ Γκαμπ”, σε μια ιστορία αιώνων

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Το “Maria” έκανε δυνατό άνοιγμα το περασμένο 4ήμερο, με 37.000 εισιτήρια σε ένα ευρύτερο κύκλωμα αιθουσών, το οποίο πάντως υποστήριξε. Μένει να φανεί από το word of mouth πώς θα κινηθεί τη δεύτερη βδομάδα του, γιατί μετά έρχεται Καζαντζίδης.

Το “Wicked” όπως αναμενόταν έκανε χαμηλές πτήσεις στα δικά μας μέρη, με σχεδόν 20.000 εισιτήρια σε ίδιο αριθμό αιθουσών με το “Maria”. Το διαφαινόμενο οσκαρικό σπριντ όμως της ταινίας σε συνδυασμό με την επερχόμενη εορταστική περίοδο ίσως δώσει στο μιούζικαλ κάποιο χώρο να ανεβάσει τα νούμερά του.

Στην κορυφή πάντως παραμένει, όπως συμβαίνει σχεδόν κάθε εβδομάδα του χρόνου, ένα animation: Το μέτριο “Moana 2” έκανε μια δεύτερη εβδομάδα σχεδόν ίδια με την πρώτη, διπλασιάζοντας τα νούμερα του πρώτου του 4ημέρου και ξεπερνώντας τις 150.000 εισιτήρια σε ένα δεκαήμερο. Ο κόσμος θέλει παιδικό κινούμενο!

Στις ταινίες αυτής της εβδομάδας έχουμε πάντως μη-παιδικό κινούμενο, με έναν “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών” και γύρω του κάποιες ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές απόπειρες, άλλες λιγότερο πετυχημένες κι άλλες περισσότερο.

Οι ταινίες της εβδομάδας

Εδώ

(“Here”, Ρόμπερτ Ζεμέκις, 1ω44λ)

****

Σε ένα σημείο αμερικάνικης γης, οι αιώνες περνάνε, το τοπίο μεταβάλλεται, οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη. Ένα σπίτι χτίζεται, οι ιδιοκτήτες του αλλάζουν. Η ζωή γεννά θάνατο, που γεννά ζωή. Μια οικογένεια μεγαλώνει στο σπίτι, και μετά παγιδεύεται σε αυτό. Ο χρόνος συνεχίζει να περνά. Η μνήμη φθίνει. Η ζωή συνεχίζεται.

Ο Ρόμπερτ Ζεμέκις, ένα σπάνιο υβρίδιο λαϊκού διασκεδαστή και άφοβου πειραματιστή του αμερικάνικου σινεμά, με ταινίες από το “Φόρεστ Γκαμπ” μέχρι το “Welcome to Marwen” στο βιογραφικό του, διασκευάζει ένα από τα κορυφαία κόμικς του 21ου αιώνα, το ομώνυμο “Here” του Ρίτσαρντ Μαγκουάιρ. Ένα βιβλίο του οποίου όλα τα δισέλιδα σαλόνια είναι ακινητοποιημένα στο ίδιο σημείο χώρου καθώς ο χρόνος κυλά και διαχέεται μέσα στις σελίδες του. Η εικόνα μας τοποθετεί στα ‘70s, αλλά ένα καρέ-μες-στο-καρέ κοιτάζει μια λεπτομέρεια του χώρου κάποιους αιώνες πριν. Ή μπορεί σε ένα δισέλιδο σαλόνι να αποτυπώνονται μισή ντουζίνα διαφορετικές χρονικές στιγμές ταυτόχρονα.

Ακούγεται κάτι το απίθανο να επιχειρήσει κανείς να μεταφέρει στο σινεμά, τόσο δεμένο που είναι σαν φόρμα αφήγησης με το χαρτί, με τα καρέ, τις εικόνες-μες-στις-εικόνες, και τελικά με το πώς εμείς ως θεατές γυρίζουμε τις σελίδες. Όμως ο Ζεμέκις πάντα πειραματιζόταν με την φόρμα και με την εικόνα της. Και πάντα εφάρμοζε τις ιδέες του (άλλες εντυπωσιακά πετυχημένες, άλλες απλά αποκρουστικές) στην υπηρεσία μιας βαθιά αμερικάνικης αφήγησης, για παθητικούς ήρωες που αφήνουν το Αμερικάνικο Παράδειγμα να τους καθοδηγήσει – ή μάλλον να τους παρασύρει σε χαριτωμένους θριάμβους.

Στο “Εδώ”, η κεντρική ιστορία ανήκει σε ένα all-american ζευγάρι που παίζουν ο Τομ Χανκς κι η Ρόμπιν Ράιτ, σαν μετενσαρκώσεις των χαρακτήρων τους από το “Φόρεστ Γκαμπ”. Ψηφιακά νεότεροι, με την τεχνητότητα των εφέ και την τεχνητότητα της κάμερας –που όπως και στο κόμικ, είναι κι εδώ καρφωμένη σε ένα σημείο διαμέσου των αιώνων– να συγκρούονται δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που ξεπερνάει την όποια αποστασιοποίηση του ψηφιακού και να μας οδηγεί σε κάτι σχεδόν ανεξερεύνητο. Είναι η Ιστορία σαν καθαρτήριο.

Το ζευγάρι κληρονομεί το σπίτι αλλά αναγκάζεται να ζει εκεί καθώς «ποτέ δεν είναι η Στιγμή» για να κάνουν το βήμα να πάνε κάπου αλλού. Είναι σαν φυλακισμένοι από την Ιστορία και τον χρόνο. Γύρω τους, πίσω τους, δίπλα τους, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι, βρίσκεται όλο το μέλλον και το παρελθόν αυτού του Εδώ:

  • Η προϊστορία, με μορφές ζωής που εξαφανίστηκαν αφήνοντας πίσω μόνο κάτι θαμμένα οστά.
  • Οι περασμένοι (κι επόμενοι) ένοικοι, όλοι τους αντιμέτωποι με ένα δικό τους νομοτελειακό φινάλε, ένα αδυσώπητο «πώς να πέθαναν/έφυγαν αυτοί από το σπίτι άραγε» που ρίχνει μια υπαρξιακή σκιά πάνω από την όποια καθημερινότητα.
  • Πολιτισμοί Ινδιάνων που καταπατήθηκαν και εξολοθρεύτηκαν, σαν η Εξέχουσα Παγιδευμένη Αμερική του Τομ Χανκς και του Ζεμέκις να ήρθε κυριολεκτικά πάνω τους για να γράψει τη δική της ιστορία γεμάτη ειρωνεία και αποστασιοποίηση και ζουμερό συναισθηματισμό.

Σε σενάριο και πάλι του Έρικ Ροθ (“Φόρεστ Γκαμπ” φυσικά, αλλά και “Μπέντζαμιν Μπάτον”, με το οποίο μοιάζει ξεκάθαρα περισσότερο αυτή η ταινία), ο Ζεμέκις διαρκώς περικυκλώνει στιγμές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος τη μία μέσα στην άλλη. Συχνά τις φέρνει κιόλας τη μία να στέκει δίπλα στην άλλη, όπως όταν στιγμές κεφιού ή πανηγυριού συνυπάρχουν στο ίδιο κάδρο, μέσα από μια σύνθεση ένθετων καρέ. Η ανθρώπινη ύπαρξη ως διόραμα – και φυσικά, το μεσοαστικό λευκό ζευγάρι του 20ου αιώνα είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος παρά (ή μήπως λόγω) της απουσίας του παραμικρού ουσιαστικού ενδιαφέροντος σε αυτό.

Σε αυτό το πλαίσιο τι θέση μπορεί να έχει ο χαρακτηριστικός συναισθηματικός του σκηνοθέτη; Όταν κοιτάμε όλη την ζωή ως μια ακολουθία ακίνητων δράσεων, ένα υπαρξιακό view-master, ποια είναι τελικά η έννοια της σύνδεσης με κάτι; Υπό αυτό το πρίσμα το τρομερά συγκινητικό φινάλε λειτουργεί ως μια πράξη βαθύτατα ανθρώπινη και βαθύτατα κυνική (αν όχι πολιτικά και συναισθηματικά δηλητηριώδη!) την ίδια ακριβώς στιγμή. Αυτή την ισορροπία δοκιμάζει ο Ζεμέκις σε όλη του την συναρπαστική καριέρα, αλλού γέρνοντας προς τη μία κι αλλού προς την άλλη. Ταιριαστά, το “Εδώ” μοιάζει να συμπυκνώνει τα πάντα, σαν όλες του οι εκφάνσεις να έχουν συντριβεί η μία πάνω στην άλλη.

Στην πρώτη κιόλας ταινία του Ζεμέκις, την απολαυστική κωμωδία εποχής “I Wanna Hold Your Hand” –για μια παρέα εφήβων στη Νέα Υόρκη του ‘64 που προσπαθούν να μπουν κρυφά στο πλατώ όπου θα ερμηνεύσουν ζωντανά οι Beatles στο Ed Sullivan Show– είναι ήδη εμφανής η μετέπειτα εμμονή του σκηνοθέτη με την εισβολή στην Ιστορία και με το πώς οι ιστορίες και τα συναισθήματα μεταδίδονται μέσα από οθόνες, πίξελ και ψηφιακά αντίτυπα της πραγματικότητας. 46 χρόνια, σχεδόν μισό αιώνα, μετά, στο “Εδώ” αυτές οι ιδέες μοιάζουν πια με νεκρή φύση. Είναι επιθετικό, είναι ακατάτακτο, είναι οριακά κάτι σαν αβάν γκαρντ χρονογράφημα. Για όλους τους σωστούς και λάθους λόγους του κόσμου, δεν ήθελα να τελειώσει αυτό το ξεφύλλισμα.

The End

(Τζόσουα Οπενχάιμερ, 2ω28λ)

**½

Χρόνια μετά από μια περιβαλλοντική καταστροφή που αποτελείωσε τον κόσμο, μια πλούσια οικογένεια επιβιώνει ακόμα στα έγκατα της γης, σε μια ένα καταφύγιο όπου βρίσκονται ακόμα απομεινάρια του πολιτισμού. Η οικογένεια ζει την κάθε νέα μέρα και την ρουτίνα της σα να μη συνέβη απολύτως τίποτα. Όλα καλά! Και τραγουδιστά. Μόνο που ανάμεσα στις νότες και στην πολύχρωμη ρουτίνα, βρίσκεται ένα καταπιεσμένο άγχος και ενοχές: Τι ήταν αυτό που κάναμε; Πώς θα μπορέσουμε να γράψουμε την ιστορία μας; Πώς προχωράμε; Η άφιξη μιας κοπέλας από τον έξω κόσμο, στέλνει τους πάντες σε τροχιά σύγκρουσης.

Ο Τζόσουα Οπενχάιμερ, σκηνοθέτης του μνημειώδους ντοκιμαντέρ διπτύχου “The Act of Killing” και “The Look of Silence” (όπου εγκληματίες πολέμου στην Ινδονησία επαναλαμβάνουν σαν σε περφόρμανς τις φρικαλέες πράξεις τους για χάρη της κάμερας), επιστρέφει μια δεκαετία μετά με ένα υπερφιλόδοξο μετα-αποκαλυπτικό μιούζικαλ με Τίλντα Σουίντον και Μάικλ Σάνον να φυλάνε την αλήθεια και την ενοχή ως ζευγάρι και τον Τζορτζ Μακάι έτοιμο να θρυμματιστεί καθώς ψηλαφίζει την αλήθεια σε μια ακόμα θαυμάσια ερμηνεία του. (Τον είδαμε φέτος και στο αριστούργημα “Το Θηρίο” δίπλα στη Λέα Σεϊντού.)

Όπως και στα ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη, έτσι κι εδώ οι ήρωες μοιάζουν να βρίσκονται σε μια παρατεταμένη νευρική κρίση, μην επιτρέποντας στον εαυτό τους να αποκτήσουν πλήρη συναίσθηση των όσων έχουν διαπράξει – σα να κλείνεις τα αυτιά σου στην εσωτερική σου φωνή που οδύρεται. Οπερατικό, τολμηρό και πολύχρωμο, ρίχνει ένα στενό αλλά περιέργως όχι ασφυκτικό βλέμμα σε ένα πολιτισμικό και κοινωνικό αδιέξοδο και παθιασμένα διεκδικεί το δικαίωμα στην μετα-αποκαλυπτική δυστοπία. Κοιτάζοντας την ατομική και συλλογική ενοχή (πάνω σε τι; διαλέξτε ελεύθερα, ο σημερινός κόσμος δεν έχει έλλειψη καταστροφών) ως ένα ξεκούρδιστο χολιγουντιανό υπερθέαμα που διαρκώς ξανακουρδίζεται για να μας κρατά πειθήνιους.

Το ότι τα τραγούδια γενικώς θυμίζουν πολύ άλλα τραγούδια (γεια σου, “La La Land”) και με εξαίρεση 1-2 κομμάτια ο Οπενχάιμερ δεν έχει και τρομερή αίσθηση στησίματος της χορογραφίας, δεν είναι καν το μεγάλο πρόβλημα. Όμως η ταινία κάπου χάνεται μες στα αδιέξοδά της, κι εξαντλεί (και εξαντλείται) μες στις διαρκείς επαναλήψεις των μοτίβων της. Παραμένοντας περισσότερο μια συναρπαστική ιδιαιτερότητα που θα θυμάσαι (με ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο!) στο μέλλον, παρά μια αληθινά ικανοποιητική κινηματογραφική εμπειρία.

Kraven: Ο Κυνηγός

(“Kraven the Hunter”, Τζ. Σ. Τσάντορ, 2ω7λ)

**

Η τελευταία πνοή αυτού του παράξενου παράλληλου σύμπαντος υπερ-κακών από τα κόμικς του Σπάιντερμαν, που η Sony εδώ και χρόνια αναπτύσσει γύρω από και χωρίς τον Σπάιντερμαν. Έχουμε δει εδώ από ταινίες-memes (“Morbius”) και σχεδόν απόκοσμες κακοτεχνίες (“Madame Web”, μια ταινία που νιώθεις πως τη βλέπεις σαν παραίσθηση), μέχρι απρόσμενα διασκεδαστικά pulp κατασκευάσματα (η τριλογία “Venom”). Κανένα τους πάντως δεν ήταν συνηθισμένο ή αδιάφορα βαρετό, όπως είναι το “Kraven: Ο Κυνηγός”.

Βασισμένο στον αντίπαλο του Σπάιντερμαν σε μια από τις διασημότερες περιπέτειες της εκδοτικής ιστορίας του ήρωα (“Kraven’s Last Hunt”), το φιλμ παρουσιάζει τη γένεση του villain ερμηνευμένο από τον Άαρον Τέιλορ Τζόνσον, επιχειρώντας να σχηματίσει ένα δραματικά ολοκληρωμένο δράμα με στοχασμούς περί οικογενειακής κληρονομιάς και ηθικής.

Το αποτέλεσμα είναι αβαρές και μάλλον πληκτικό, αν και σίγουρα ικανά κατασκευασμένο από τον κατά τα άλλα εξαιρετικό σκηνοθέτη Τζ. Σ. Τσάντορ (“All is Lost”, “Margin Call”). Οι σκηνές δράσης είναι συγκρατημένες αλλά όχι διασκεδαστικές ούτε ευρηματικές, η δραματική σκιαγράφηση και η πλοκή είναι ικανοποιητικές αλλά όχι ενδιαφέρουσες, και το αποτέλεσμα είναι μια από εκείνες τις ταινίες που αναρωτιέσαι για ποιον σκοπό τελικά φτιάχτηκαν.

Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Ο Πόλεμος των Ροχίριμ

(“Lord of the Rings: The War of the Rohirrim”, Κέντζι Καμιγιάμα, 2ω14λ)

**

Αιώνες πριν τα γεγονότα της ορίτζιναλ τριλογίας του Πίτερ Τζάκσον, μια ξαφνική επίθεση από έναν διψασμένο για εκδίκηση άρχοντα των Ντάνλεντινγκ, προκαλεί τον Χελμ και τους ανθρώπους του να στήσουν μια τελευταία γραμμή άμυνας σε ένα αρχαίο οχυρό. Η κόρη του Χελμ να πρέπει να βρει την δύναμη να ηγηθεί τις αντίστασης απέναντι στις δυνάμεις ενός φονικού εχθρού.

Μια νέα τακτική από την Warner να βγάλει λίγο ζουμάκι ακόμα από το franchise που ξεπήδησε από τις σελίδες του Τόλκιν. Μια μάλλον συνηθισμένη και προβλέψιμη ιστορία που δεν είναι παρά υστερόγραφο στον ορίτζιναλ μύθο ξεδιπλώνεται εδώ σε όλο της το μη-μεγαλείο σε μια anime περιπέτεια που θα μπορούσες να έχεις πετύχεις ένα οποιοδήποτε Σάββατο πρωί στην τηλεόραση. Περνάει η ώρα, αλλά είναι μόνο για τους ήδη υπάρχοντες φανς.

Ακόμα κυκλοφορούν

Επιχείρηση: Dirty Angels: Όταν μια ομάδα μαθητριών πέφτει θύμα απαγωγής στο Αφγανιστάν, η Αμερικανίδα στρατιώτης Τζέικ (Εύα Γκριν) ενώνει τις δυνάμεις της με μια ομάδα γυναικών κομάντο για να τις ελευθερώσουν. Το σχέδιο: να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των τρομοκρατών υποδυόμενες μέλη μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης. Αλλά οι προδοσίες, οι τραγωδίες και το στοιχειωμένο παρελθόν της Τζέικ περιπλέκουν την αποστολή. Σε σκηνοθεσία Μάρτιν Κάμπελ (“Casino Royale”).

Η Σοφία της Ευτυχίας: Ο Δαλάι Λάμα, σχεδόν 90 ετών πλέον, προσφέρει πρακτικές συμβουλές για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα. Μέσα από την ταινία μιλά απευθείας στους θεατές, δημιουργώντας την αίσθηση μιας ιδιωτικής ακρόασης, μέσα από την οποία μοιράζεται τη διαχρονική σοφία του.

Supersanta: Ο Άγιος Βασίλης γίνεται υπερήρωας για να σώσει τα Χριστούγεννα σε αυτή την παιδική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα