“ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ THE MUSICAL” – Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ ΑΛΜΠΟΥΜ
Μια συζήτηση με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο, τον συνδημιουργό της μουσικής της παράστασης, που πριν από δύο χρόνια κατάφερε το ακατόρθωτο: να δέσει μουσική, χορό και οικογενειακό μακελειό.
Τον Νοέμβριο του 2022, το “Σπιρτόκουτο”, η κλασική -πια- ταινία του Γιάννη Οικονομίδη ανέβηκε στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης ως μιούζικαλ και όσοι παραξενεύτηκαν με αυτό, όσο δίκιο και να είχαν στην αρχή, στο τέλος το μετάνιωσαν. Εφόσον, βέβαια, έκαναν το τόλμημα να φτάσουν μέχρι την αίθουσα.
Στους υπόλοιπους τώρα, μπορεί να έφτασε στα αυτιά τους κάτι για “ένα μιούζικαλ μέσα στα νεύρα και τα μπινελίκια”, αλλά πραγματικά, ακόμα και αυτό ήταν λίγο μπροστά στο απολαυστικά βέβηλο θέαμα που παρουσιάστηκε.
Και ήρθε η ώρα τώρα, σχεδόν δύο χρόνια μετά, μέσα στον Ιανουάριο να κυκλοφορήσει από τη Veego Records και επίσημα και το άλμπουμ με τα τραγούδια της παράστασης, ώστε να αποκτήσουν μια ιδέα και αυτοί που το έχασαν. Τα τραγούδια τα συνυπογράφουν ο Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος, με τον δεύτερο να μας κάνει την τιμή να μας λέει και τα παρακάτω λόγια:
Σχεδόν δυο χρόνια μετά την παράσταση, τι κληρονομιά πιστεύεις ότι έχει αφήσει; (Πχ έκανε άλλους να σκεφτούν ότι και η πλέον εξωφρενική ιδέα μπορεί να λειτουργήσει; Είδες άλλους να παίρνουν θάρρος; Ή ο κόσμος πώς τη θυμάται;)
Όσες φορές έχει τύχει να μιλήσω με κόσμο που είχε δει την παράσταση έχω ακούσει σχόλια τα οποία έχουν κυρίως με το σοκ του ανυποψίαστου θεατή από την εναλλαγή μουσικών ειδών, ερμηνειών αλλά και διαθέσεων από σκηνή σε σκηνή ως και την τελευταία.
Νομίζω πως η κληρονομιά που αφήνει το Σπιρτόκουτο the Musical είναι πως γράφτηκε για πρώτη ίσως φορά ένα έργο στα μέτρα της νεοελληνικής πραγματικότητας των τελευταίων δεκαετιών, όχι απλά ένα musical στα ελληνικά. Αντί για τον Tony, την Maria και τους Jets έχουμε τον Μήτσο και την Μαρία, τους γείτονες τους, μία άρια του Γιώργου για τον Κορυδαλλό (εννοώντας την αγαπημένη γειτονιά και όχι το συμπαθές πτηνό κλπ.)
Ελπίζω πραγματικά να έχουν πάρει θάρρος και άλλοι από το εγχείρημα μας και να έχουμε ακόμα πιο τρελές παραστάσεις στο μέλλον.
Φτάσανε ιδέες τρελές μετά απ’ αυτή την παράσταση; Ενέπνευσες κόσμο να σου προτείνει τρέλες; Θυμάσαι καμία; Ας ήταν και για πλάκα.
Πολλές και διάφορες και ίσως τα επόμενα χρόνια θα δείτε κάποιες, υπάρχει ένας οργασμός ιδεών. Γενικά μετά από αυτό που γράψαμε με τον Νιάρρο νομίζω πως καταλάβαμε πως όλα μπορούν να είναι πλάκα αλλά και καθόλου, και αυτή είναι η
μοναδικότητα της ιστορίας του Σπιρτόκουτου.
Η καθημερινότητα που περιγράφει δεν είναι καθόλου για γέλια αλλά κυρίως για κλάματα.
Τι χάνει και τι κερδίζει κάποιος όταν δεν βλέπει ένα μιούζικαλ, αλλά μόνο το ακούει;
Δυστυχώς σε αντίθεση με μια ηχογράφηση, τα υλικά που απαρτίζουν μια θεατρική παράσταση είναι θνησιγενή. Χάνουμε την ατμόσφαιρα της αίθουσας, τις ερμηνείες τα σκηνικά τα φώτα και τις χορογραφίες.
Όμως το μαγικό είναι πως η ηχογραφημένη εκδοχή του musical μπορεί να ανακαλέσει όλες αυτές τις εικόνες στη μνήμη κάποιου που έχει παρακολουθήσει την παράσταση αλλά και να δημιουργήσει νέες εικόνες σε κάποιον που δεν την έχει παρακολουθήσει, αυτός ήταν και ο σκοπός της παραγωγής αυτής.
Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι μπορεί να κυκλοφορήσει δίσκος σήμερα με περισσότερα μπινελίκια από ενός τράπερ. Τι ρεκόρ κυνηγάτε;
Νομίζω πως δεν είναι μόνο ποσοτικό το ζήτημα. Η ελληνική τραπ θεματολογία με τα μπινελίκια της είναι αρκετές φορές μονοσήμαντη και μη ρεαλιστική.
Από την άλλη η βία και η τραχύτητα γύρω μας ενσαρκώνεται καθημερινά μέσα από όλα αυτά τα μπινελίκια που θα βρει κάποιος στο έργο μας και στην ταινία του Οικονομίδη. Κι ενώ ανθρώπινα μπορεί κάποιος να παραδεχτεί πως όλος αυτός ο χείμαρρος της βωμολοχίας σου προκαλεί αντανακλαστικά το γέλιο, σε δεύτερο χρόνο γίνεται ένας καθρέφτης που δεν κολακεύει κανέναν μας.
Θυμάμαι ότι αυτήν τη φορά στην παράσταση δεν σοκαρίστηκαμε και τόσο πολύ απ’ τη σκληρή γλώσσα. Πιστεύεις ότι συνέβη επειδή συνηθίσαμε κάπως αυτόν τον οικονομιδικό κόσμο ή έχει να κάνει με τη μουσική, ότι κάπως τη φίλτραρε και την απενοχοποίησε; Ή φταίει κάτι άλλο;
Όχι, δεν συνηθίζεται ο οικονομιδικός κόσμος. Η μουσική έχει αυτή την ύπουλη δύναμη να μπορεί να φέρει επάνω της από το πιο αισχρό γηπεδικό σύνθημα μέχρι την πιο αισχρή προπαγάνδα και πάλι να φαντάζει αθώα.
Νομίζω πως η δύναμη της μουσικής μαλάκωσε πάρα πολύ την σκληρότητα του λόγου και σε αρκετά σημεία λειτούργησε σαν βαλβίδα “κωμικής αποσυμπίεσης”.
Πόσα διαφορετικά μουσικά είδη υπάρχουν μέσα σε αυτόν τον δίσκο; Αν σου ζήταγε κάποιος έναν αριθμό κατά προσέγγιση δηλαδή. Και γιατί είχατε τόσα πολλά μουσικά είδη και δεν επιμείνατε σε ένα δύο. Δήλωνε κάτι αυτή η επιλογή;
Δεν νομίζω πως θέλαμε με τον Νιάρρο να παρουσιάσουμε ένα έργο που να αφορά το πως γράφουμε και τι μας αρέσει προσωπικά σαν μουσική.
Γράφοντας το έργο άρχισε ο κάθε χαρακτήρας να ζητάει τη μουσική του. Ύστερα οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων ζήτησαν και αυτές την μουσική τους. Σαν αποτέλεσμα είχαμε πολλά είδη να εναλλάσσονται ακόμα και μέσα σε ένα τραγούδι. Νομίζω υπάρχουν αναφορές σε περίπου 25 είδη.
Οι “σοβαροί” μουσικοί, οι ασήκωτοι, των ωδείων, των συμφωνικών κλπ, τι είχαν πει για τη μουσική της παράστασης; Αυτοί μπόρεσαν να δουν κάτω απ’ τα μπινελίκια ή χάθηκαν στη σοβαροφάνεια;
Επειδή ανήκω σε αυτό το είδος μουσικής -αυτή την εποχή ετοιμάζω δύο συμφωνικά έργα- μπορώ να πως το δέχθηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, εστιάζοντας μάλιστα σε άλλα σημεία από τον περισσότερο κόσμο, όπως τα μουσικά αστεία ή τις αναφορές μας στην κλασική μουσική μέσα στο έργο.
Και τελικά, ποια ήταν η ιδέα πίσω απ’ την κυκλοφορία αυτού του άλμπουμ;
Νομίζω το δικό μου κίνητρο ήταν βαθιά συναισθηματικό. Δεν θα μου το συγχωρούσα αν περνούσαν χρόνια και όλο αυτό που έγινε
υπήρχε μόνο στην μνήμη μας.
Κάθε φορά που ακούω την ηχογράφηση μονολογώ ”Μαλακά όντως έγινε, κάναμε κάτι τόσο τρελό και βγήκε”. Όποτε είναι ένα σουβενίρ για όλους μας, συντελεστές και κοινό.