ΤΣΕΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΟ ΥΠΑΡΧΩ, ΤΟ ΑΤΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΡΑ ΚΑΙ ΟΙ “ΣΑΜΠΑΝΑΚΗΔΕΣ”
Ο βραβευμένος σκηνοθέτης της Πίσω Πόρτας και του Άντε Γεια αναλαμβάνει να φέρει στη μεγάλη οθόνη την ιστορία ζωής του Στέλιου Καζαντζίδη. Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος μίλησε στο NEWS 24/7 για τον λαϊκό τραγουδιστή, για τον Χρήστο Μάστορα στον ρόλο, και για καθοριστικές ιστορίες από την διαδρομή της καριέρας του.
Είναι πολλά τα πράγματα που μπορεί να τραβήξουν το βλέμμα και το ενδιαφέρον σε μια ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά εγώ δε μπορούσα να σταματήσω να κοιτάω τις λεπτομέρειες. Τα πρόσωπα των κομπάρσων. Τα ζευγάρια παπούτσια που τόση σημασία έχουν για το οικονομικό status των φτωχών ηρώων. Το πώς τα τραπέζια σε μια ταβέρνα έχουν πάνω τους μια διαρκή κίνηση και φασαρία, με πιάτα, με φαγητά, με ποτήρια που γεμίζουν κι αδειάζουν κρασί.
Δε μπορούσα να σταματήσω να παρατηρώ, το πώς η ταινία παρατηρεί.
Ίσως είναι αυτό, το άγγιγμα του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, ενός δημιουργού που από το 1974 και την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά επιστρέφει σποραδικά, με μία ταινία για κάθε δεκαετία, λέγοντας πάντα ευθείς, ανθρωποκεντρικές ιστορίες. Όχι πάντα απευθείας πολιτικές, αλλά με μια ματιά που τις κάνει τέτοιες – με διάθεση παρατήρησης, με λαϊκούς ήρωες, με φόντο μια Ελλάδα σε μια διαρκή διαδικασία μετάβασης.
Όπου οι δουλειές, το τι κάνουν οι άνθρωποι με τα χέρια τους και με το σώμα τους, έχει τεράστια σημασία. «Όταν έχουν επαγγέλματα οι άνθρωποι μέσα στις αφηγήσεις, στο στόρι μιας ταινίας, έχεις έρθει πιο κοντά στην αλήθεια οποιοδήποτε θεατή, που το επάγγελμά του είναι σε σημαντικό βαθμό αυτό που καθορίζει τη ζωή του», εξηγεί ο ίδιος.
Αλλά και τα αντικείμενα. Αυτά που γεμίζουν τους χώρους και μοιάζουν ζησμένοι, αυτά που διαρκώς αγγίζουν και μετακινούν και μεταχειρίζονται οι ήρωές του. «Είναι κάτι δικό μου πάρα πολύ, έχω μια μεγάλη εμμονή με τα αντικείμενα και τα πράγματα», εξομολογείται. «Περνώντας τώρα πια τα 70, για πρώτη φορά στη ζωή μου σκέφτομαι ότι δεν είναι και πολλά τα χρόνια μπροστά μου. Αλλά δεν λέω “αμάν, τι θα γίνουν χωρίς εμένα”, αλλά σκέφτομαι “αμάν, αυτά τα πράγματα που έχω μαζεμένα, τι θα απογίνουν;”.»
Ο Καζαντζίδης μέσα από το βλέμμα του Τσεμπερόπουλου – ερμηνευμένος στο Υπάρχω με μια ατόφια αίσθηση αφοσίωσης και χαρακτήρα από τον Χρήστο Μάστορα, πάνω σε ένα σενάριο της βετεράνου της κινηματογραφικής βιογραφίας Κατερίνας Μπέη– είναι ένας τέτοιος ήρωας, που κινείται με ξεροκεφαλιά και επιμονή μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει σα να μην τον χωράει. Έχει υπαρξιακά βαρίδια μέσα του και κάτι το μελαγχολικό στην ψυχή του, σαν ένα επίμονο ξεφύσημα να θέλει να βγαίνει από μέσα του.
Τελικά, όχι ανόμοιος με άλλους ήρωες του σινεμά του σκηνοθέτη, όπως ο Άλκης Κούρκουλος στο Άντε Γεια ή η Μπέτυ Λιβανού στον Ξαφνικό Έρωτα: Θέλουν να κινηθούν, να αλλάξουν, να πάνε κάπου αλλού κι ας είναι και με ένα βηματισμό αβεβαιότητας – αλλά είναι σαν ο κόσμος να βρίσκεται σε ένα διαφορετικό ρυθμό από εκείνους.
Ίσως αυτό κιόλας να τον έκανε τόσο φυσικό ταίριασμα για το Υπάρχω, για μια τέτοια αφήγηση, μιας λαϊκής φιγούρας συνυφασμένης (μέσα κιόλας από τις τόσες πολλές, διακριτές μεταξύ τους, διαφορετικές περιόδους του) με το πέρασμα του χρόνου στην σύγχρονη Ελλάδα.
«Μπήκα στην ταινία όταν έληγε η θητεία μου στην Ακαδημία», λέει ο Τσεμπερόπουλος όταν συναντιόμαστε, λίγη ώρα μετά την πρώτη προβολή της ταινίας. «Είχα ετοιμάσει το τσαντάκι μου να φύγω, να δω τι θα κάνω. Είχα ξεκινήσει ένα σενάριο αλλά μου έφυγε κάθε όρεξη για εκείνη την ταινία. Είναι από ένα βιβλίο, ακόμα θέλω να γίνει, αλλά έχω βαρεθεί να προσπαθώ να βρω την άκρη μου μέσα στο βιβλίο, τι είναι αυτό που με τραβάει σε αυτό και που να λέγεται μέσα σε μιάμιση ώρα».
«Με πήρε τηλέφωνο ο Διονύσης Σαμιώτης: “Καζαντζίδη θες να κάνεις;” Λέω, και ποιος δεν θέλει. Δεν πίστευα όμως ότι θα γίνει. Με είχαν ρωτήσει πριν 25 χρόνια αν θα ήθελα να κάνω Τσιτσάνη. Τελικά είχα προσπαθήσει να γίνει μια ταινία για τον Βαμβακάρη, που προχώρησα τις συζητήσεις και όταν είχε φτάσει σε ένα σημείο είπα ότι δεν πρέπει να την κάνω εγώ αλλά ο Πανουσόπουλος, που είναι όνειρό του – όλη του τη ζωή θέλει να κάνει ταινία τον Βαμβακάρη. Είπα ότι θα ήταν καλύτερος από εμένα για αυτό. Την δούλευαν ενάμιση χρόνο, αλλά τελευταία στιγμή δεν προχώρησαν τα δικαιώματα των τραγουδιών».
«Λέω στον Σαμιώτη, αφού δεν θα γίνει η ταινία. Μου λέει όμως ότι έχουμε όλα τα δικαιώματα. Λέω, ποιος θα παίξει; Εμ, αυτό είναι το θέμα, μου λέει. Έπρεπε κάποιος να παίξει, να τραγουδήσει. Στο σενάριο ήταν η Κατερίνα Μπέη. Το διαβάζω, ήταν η αρχή και το τέλος αυτής της ταινίας που είδες, και ο τίτλος. Κι ό,τι άλλο υπήρχε μέσα, ήταν αυτό και άλλα τόσα».
«Δεν είναι εύκολο κεφάλαιο ο Καζαντζίδης, είναι ζόρικο», παραδέχεται.
«Η Κατερίνα με κατέπληξε. Ό,τι δεν μου ταίριαζε, την ένοιαζε αλήθεια τι είναι αυτό που δεν μου αρέσει, για να το βρει, ώστε να μου ταιριάζει. Όπως κι εγώ, όταν εκείνη επέμενε ότι σε κάτι έχω άδικο που δεν μου αρέσει, την άκουγα. Κι έτσι κάθε πράγμα που έμπαινε στο σενάριο με αυτό τον τρόπο, κλείδωνε τη θέση του», εξηγεί σχετικά με την συνεργασία του με την Κατερίνα Μπέη στο σενάριο και τον Διονύση Σαμιώτη στην παραγωγή – μια τριπλή συνεργασία για την οποία μιλάει με πολύ θερμά λόγια.
Και για τον Μάστορα; Εκεί έχει τα θερμότερα όλων. Αλλά ίσως πρώτα αξίζει να θυμηθούμε, να κατανοήσουμε καλύτερα κάποια πράγματα, για το πώς φτάσαμε εδώ.
Αυτή η ιστορία ξεκινάει 50 χρόνια πριν.
Μέγαρα – το μεγαλείο της παρατήρησης
«Και τα Μέγαρα! Πάντα προσθέτω τα Μέγαρα!», λέει ο Τσεμπερόπουλος καθώς κάνουμε μια αναδρομή στις ταινίες του. Είναι η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, ένα ντοκιμαντέρ γυρισμένο μαζί με τον Σάκη Μανιάτη το 1974, που παρακολουθεί τον ξεσηκωμό των κατοίκων των Μεγάρων ενάντια στην απόφαση της χούντας να απαλλοτριώσει μια μεγάλη αγροτική περιοχή για την εγκατάσταση διυλιστηρίου πετρελαίου.
Ακτιβιστικό, πολιτικό σινεμά με θάρρος και καθαρό, verite βλέμμα το οποίο μπορούμε εύκολα να συναντήσουμε και στην μετέπειτα (μυθοπλαστική) διαδρομή του Τσεμπερόπουλου, τα Μέγαρα αποτελούν μεταξύ άλλων κι έναν κινηματογραφικό σηματοδότη πάνω στο τέλος της χούντας, χωρίς όμως ποτέ έκτοτε να έχουν απωλέσει την πολιτική τους αμεσότητα: Σίγουρα όχι όσο ως κοινωνία, χάνουμε διαρκώς την ίδια μας τη γη, με σωρεία διαφορετικών κόλπων και αποφάσεων.
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος θυμάται πώς γυρίστηκε η σημαδιακή, πολυβραβευμένη ταινία. Ήδη από τότε, όλα ξεκινάνε με μια παρατήρηση.
«Το θέμα ήταν να τραβήξουμε το υλικό, για τα δέντρα που γκρέμισαν.Το πρωί πηγαίναμε για ένα γύρισμα στους Δελφούς. Διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Σάκης Μανιάτης, για μια ταινία του Θανάση Ρεντζή, το ΜΑΥΡΟ + ΑΣΠΡΟ. Εγώ ήμουν πρώτος βοηθός. Ξεκινάμε χαράματα από την Αθήνα, φορτώσαμε το camera car, και θυμάμαι να βλέπω τον ελαιώνα αυτόν με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου και να σκέφτομαι τι ωραία που είναι η ζωή. Και γυρνώντας το μεσημέρι από το γύρισμα, τα δέντρα ήταν γκρεμισμένα.
Πήραμε από τον Ρεντζή ένα κουτί φιλμ, το φορτώσαμε στην κάμερα κι άρχισε ο Μανιάτης να τραβάει τα πεσμένα δέντρα, που είχαν περάσει μπουλντόζες, είχαν ξεριζώσει κι είχαν φύγει. Ήταν σαν εικόνα του Βατερλώ μετά τη μάχη. Για στρέμματα έβλεπες μόνο αιωνόβια δέντρα, πεσμένα.
Ήταν το καλοκαίρι της ας πούμε φιλελευθεροποίησης, που προσπαθούσε η χούντα να πει ότι θα κάνει και εκλογές –αυτές τις εκλογές-μαϊμού– σα να μας λέει ότι είμαστε και καλά ελεύθεροι. Αλλά παρόλαυτά είχαμε μάθει για 7 χρόνια, ότι σε ξένους δεν μιλάγαμε. Ήταν εκεί ένας βοσκός που είχε ξαμολήσει τα πρόβατα γιατί τα φύλλα των δέντρων είχαν πέσει στη γη. Τον ρώτησα τι είχε γίνει εκεί. Λέει εκείνος, «ας προσέχανε, καλά να πάθουν – τρέχανε όταν τους είπαν να πουλήσουν τις ελιές τους κι ότι θα δώσει ο Ωνάσης καλά λεφτά. Και μετά ήρθε ο Ανδρεάδης με τις πλάτες της χούντας»… Και το είπε έτσι: «της χούντας». Δεν τα λέγαμε αυτά τότε.
Σε εκείνο το σημείο εγώ, τι ταινία φιξιόν που δούλευα, τι ερωτευμένος που ήμουν, τι φιλίες… κόλλησα, μπήκε μέσα μου ο διάολος της ταινίας, της υπόθεσης αυτής. Και ρώτησα τον Μανιάτη, άμα τελειώσουμε την ταινία με τον Ρεντζή, θα τσοντάρεις τις κάμερες; Εγώ δεν είχα φύγει ακόμα εξωτερικό να σπουδάσω σινεμά – με είχαν δεχτεί στο London Film School για τρία χρόνια σπουδές. Ήμουν still photographer και έβγαζα χαρτζιλίκι από αυτό. Κι έπαθα τρέλα.
Πράγματι μόλις τέλειωσαν τα γυρίσματα του Ρεντζή κατέβηκα στα Μέγαρα να ψάξω να βρω άκρη. Παντού όμως κλειστά στόματα και κλειστές πόρτες. Οι ντόπιοι δεν ήξεραν τι είμαι, σου λέει ποιος είναι αυτός; Είναι μπάτσος; Είναι χουντικός; Δεν ήταν κι αριστεροί για να με καταλάβουν, θα συνεννοούμασταν από το λεξιλόγιο. Μέχρι που βρήκα λοιπόν τον Γιάννη τον λημνιό, που εμφανίζεται στο τέλος της ταινίας. Του λέω: θέλω ανθρώπους που να τα λένε. Που τους ρωτάς τι έγινε εδώ και τα εξηγούν ωραία, επικοινωνιακά. Άρχισε να χαμογελάει, μου λέει ξέρω πού θα σε πάω. Και με πήγε στον μπαρμπα-Παναγή, που είναι ο πρώτος που μιλάει στην ταινία. Τα υπόλοιπα ακολούθησαν.
Έτσι έγιναν τα Μέγαρα. Είναι στην καρδιά μου. Μου λένε πάντα ότι έχω κάνει αυτήν κι αυτήν την ταινία… εγώ πάντα προσθέτω: «Και τα Μέγαρα».»
Ξαφνικός Έρωτας – η χώρα σε φόντο
Μια δεκαετία μετά, κι έχοντας πια σπουδάσει στο εξωτερικό, ο Τσεμπερόπουλος γυρίζει την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας, βασισμένο στο βιβλίο Talgo του Βασίλη Αλεξάκη. Ακολουθεί μια χορεύτρια που δεν χορεύει πια, που έχει πάψει να είναι ερωτευμένη στο γάμο της, σε μια ζωή στάσιμη. Μέχρι που η εμφάνιση ενός παντρεμένου οικονομολόγου που ζει στη Γαλλία της αλλάζει όλο τον κόσμο – οι δυο τους ερωτεύονται, αλλά πώς μπορούν να ζήσουν αυτό το πάθος;
Με την ένταξη στην ΕΟΚ λίγα χρόνια πριν και στο φόντο μια Ελλάδα στο μεταίχμιο μιας μεγάλης αλλαγής, η κατάσταση της ηρωίδας (μιας καλλιτέχνιδας που παθιάζεται με έναν τεχνοκράτη) αντικατοπτρίζει κάτι από μια κοινωνία που αβέβαια έλκεται από το ταραχώδες, βλατωμένος παρελθόν της και ένα μέλλον που υπόσχεται κάτι νέο και αστραφτερό. Η ταινία διαθέτει τεχνική αρτιότητα και εντυπωσιακό τεχνικό τιμ, με τον Γιώργο Πανουσόπουλο στη διεύθυνση φωτογραφίας, τον Νίκο Περάκη στη σκηνογραφία και τον Σταμάτη Σπανουδάκη στη μουσική, έγινε εμπορική επιτυχία, ενώ τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Καλύτερης Ταινίας, Α’ Γυναικείου Ρόλου (Λιβανού) και Φωτογραφίας.
Ο Τσεμπερόπουλος θυμάται αυτά τα ενδιάμεσα χρόνια, από τα Μέγαρα μέχρι να αρχίσει να αναγνωρίζεται ως νέος σκηνοθέτης:
«To 1980 στην Αμερική γύριζα έναν πιλότο για ένα ντοκιμαντέρ για τις Women of All Red Nations (WARN). Στα Μέγαρα οφείλεται το ότι με φώναξαν να κάνω ντοκιμαντέρ στο Λος Άντζελες. Βρέθηκα στους άγιους τόπους των Ινδιάνων Λακότα, ψηλά στη Νότια Ντακότα, στα Black Hills και κατάφερα να πάρω συνέντευξη από τη Γουινόνα ΛαΝτιουκ. Είχα μιλήσει με σοφούς γέροντες, αλλά αυτή ήταν σοφή νέα – αυτήν ήθελαν όλοι. Δεν βρέθηκαν λεφτά για να προχωρήσει τελικά, αυτό ήταν για Ινδιάνους αλλά στο Χόλιγουντ έψαχναν κάτι πιο απλό σεναριακά.
Στο πρώτο μετα-χουντικό φεστιβάλ έδωσαν στα Μέγαρα το πρώτο βραβείο ταινίας – «αρτιοτέρας παραγωγής» – αντί να το δώσουν σε φιξιόν. Ήταν σημαντικό ίσως το είχαμε κάνει αυτό το ντοκιμαντέρ μέσα στη χούντα. Ο Μανιάτης ήταν που ήξερε από σινεμά, εγώ έβαλα όση ψυχή είχα: 24 χρονών, ένας πιτσιρικάς της αριστεράς.
Μετά από τα Μέγαρα περνάνε κάποια χρόνια και βγαίνει ο Ξαφνικός Έρωτας. Γράφτηκε πως «τι τον έπιασε, παράτησε την πολιτική και ασχολείται με το κοσμοπολίτικο ρομάντζο – μια ταινιούλα έκανε». Κι έγραψε ο μακαρίτης ο Γιώργος Μπράμος στην Αυγή πως «βλέπω τον ίδιο κινηματογραφιστή Τσεμπερόπουλο πίσω από τα Μέγαρα και τον Ξαφνικό Έρωτα». Το πώς πλησιάζει ανθρώπους η κάμερα, με το νοιάξιμο στα μάτια των ανθρώπων. Λέω τότε… [γελάει παριστάνοντας πως μιλάει στον εαυτό του] «μπα;; έχεις και μανιέρα τώρα;;» [γέλια]
Αλλά μου άρεσε πολύ γιατί μου έδειξε κι εμένα πόσο (και) δικά μου ήταν τα Μέγαρα. Που ήταν και του Σάκη Μανιάτη φυσικά. Και στον Ξαφνικό Έρωτα διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Πανουσόπουλος και καλλιτεχνικός διευθυντής ο Νίκος Περάκης, που είχαν κι οι δυο τους κάνει τόσα πράγματα κι εγώ έκανα μυθοπλασία για πρώτη φορά, οπότε πολλές κατευθύνσεις ήταν δικές τους. Κι ήρθε ένας άνθρωπος, μετά από τόσες κριτικές που επαινούσαν όλα αυτά τα στοιχεία, να γράψει για κάτι δικό μου. Και θυμάμαι να σκέφτομαι πως ναι: τον κουβαλάς τελικά τον εαυτό σου, ό,τι κι αν είσαι.
Η ταινία έκανε 200.000 εισιτήρια, είχε ένα έρεισμα, είχε οικογένειες που τρίζανε, γυναίκες που θέλανε να ξεφύγουν από τη ρουτίνα τους. Ήταν μια ταινία τελείως από τη ματιά μιας γυναίκας ηρωίδας.»
Άντε Γεια… – κάτι παραπάνω από απλοί ρόλοι
Το 1991 ο Τσεμπερόπουλος γύρισε τη δεύτερη ταινία μυθοπλασίας του, αυτή τη φορά συνεργαζόμενος στο σενάριο με τον Βασίλη Αλεξάκη, και διασκευάζοντας το βιβλίο της Γιοβάννας. Τα πάθη κι οι ανθρώπινοι έρωτες είναι και πάλι στο προσκήνιο με την κάμερα να ακολουθεί βλέμματα και να εξερευνά τους χώρους (επαγγελματικούς, προσωπικούς, δημόσιους) που ορίζουν συμπεριφορές και τον τρόπο που κινούνται σε αυτούς οι άνθρωποι.
Ο Άλκης Κούρκουλος παίζει έναν νέο στην Αθήνα του ‘90 που θέλει να γίνει πετυχημένος και διάσημος. Πιάνει δουλειά σε ένα χασάπικο, και σύντομα βρίσκεται ανάμεσα στην κόρη (Τάνια Τρύπη) και την γυναίκα (Καίτη Παπανίκα) του αφεντικού (Νίκος Δημητράτος). Οικογενειακές και δημόσιες ισορροπίες σε μια κοινωνία που αλλάζει χωρίς να καταλαβαίνει πώς.
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος μιλά για τη μέθοδό του να φέρνει ηθοποιούς μαζί, και το πώς βλέπει αυτούς τους ρόλους με το βλέμμα της αλήθειας:
«Δεν κλείνω ποτέ τους ηθοποιούς αν δεν τους κλείσω όλους μαζί. Σε όλες μου τις ταινίες. Δεν μπορώ να κλείσω τον πρωταγωνιστή αν δεν ξέρω ποια θα είναι η μάνα του, ποια η σύντροφός του, κλπ. Δηλαδή ο πατέρας του Δημητράτου θα ήταν ίδιος με τον πατέρα του Κούρκουλου, ίδιος με του Καταλειφού; Σκέψου και μόνο σαν ενέργειες πόσο διαφέρουν αυτοί, ό,τι κι αν λέει το σενάριο. Η παρουσία τους, το μέγεθος του χεριού τους, η φωνή τους. Όλα επηρεάζουν τους κώδικές τους.
Στο Άντε Γεια είχα στην αρχή τον Στράτο Τζώρτζογλου για τον ρόλο του Άλκη. Θα ήταν τελείως διαφορετικά. Ακόμα κι αν τα είχε κάνει όλα τέλεια, θα ήταν απλώς μια παντελώς διαφορετική ταινία. Ο Τζώρτζογλου ήταν τότε λαϊκός street guy. Ο Κούρκουλος είχε μεγαλώσει διαφορετικά.
Είχα σκεφτεί λοιπόν τον Νίκο Δημητράτο για να παίξει τον πατέρα της Τάνιας Τρύπη και σύζυγο της Καίτης Παπανίκα. Την Παπανίκα είχα αργήσει να την σκεφτώ, σε σημείο που σκεφτόμουν ότι ίσως δεν κάνω την ταινία.
Είχα τον Δημητράτο, είχα την Τρύπη, όχι κλεισμένους, αλλά αυτή ήταν η ομάδα. Ξεκινήσαμε πρώτες πρόβες και αυτοσχεδιασμούς, όπου τους δίνω κάποιες υποθετικές καταστάσεις. Έχουμε μιλήσει πολύ για την οικογένεια των χαρακτήρων τους, έχουμε διαβάσει όλες τις σκηνές με τους ηθοποιούς καθώς είναι οι τελικοί υποψήφιοι, και μετά λέω, να σας πω μια σκηνή που δεν είναι στην ταινία, να δούμε αν είστε μες στον ρόλο. Όχι ότι εγώ ξέρω – κι εγώ ψάχνομαι!
Του δίνω λοιπόν αυτοσχεδιασμό ότι η κόρη του έχει πάει φροντιστήριο μεσοβδόμαδα, 9.15 πρέπει να είναι σπίτι, αλλιώς πρέπει να ειδοποιήσει. Αλλά είναι 11.00 και δεν έχει γυρίσει. Είναι στο σαλόνι το ζευγάρι και λένε τα δικά τους, η μάνα ίσως και κάτι να ξέρει, και σε εκείνο το σημείο ακούγονται τα κλειδιά στην πόρτα και μπαίνει μέσα η κόρη. Όταν μπει θα την αντιμετωπίσεις.
Σηκώνεται λοιπόν ο Δημητράτος και πάει με οργή «ΚΑΙ ΠΟΥ ΗΣΟΥΝΑΑΑ», σαν αγροίκος. Του λέω ώπα, τι κάνεις; Πιο γλυκά! Πάμε άλλη μία, κατεβάζει λίγο αλλά πάλι άγριος. Του λέω, «μόνοι μας». Να πάμε πιο κεί. «Να μην ακούει το παιδί». [γελάει] Τα πιστεύω αλήθεια ξέρεις! Ότι είναι στιγμές αληθινές αυτές στις πρόβες. Σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή, τι, μπροστά στο παιδί θα μιλήσουμε; Οι ηθοποιοί συχνά νιώθουν ότι έχουν έρθει εδώ για 2 ωρίτσες να κάνουν το ρόλο τους και μετά θα πάνε κάπου αλλού – οπότε όταν το σκέφτομαι με τέτοια αφοσίωση εγώ, είτε θα τους σαγηνέψω και θα τους κρατήσω μέσα σε όλο αυτό, ή θα τους χάσω τελείως.
Πάμε λοιπόν πιο πέρα και μου λέει, μα χασάπης δεν είναι ο χαρακτήρας; Λέω εγώ, κάτσε ρε συ Νίκο, το επάγγελμα θα παίξεις; Είσαι εδώ επειδή έχεις αυτή τη φάτσα κι είσαι ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Γλυκαίνει, και μου λέει, το ξέρεις, είμαι κι εγώ μπαμπάς. Φυσικά το ήξερα, αλλιώς δε θα τον είχα φωνάξει για αυτό τον ρόλο. Και τελικά έπαιξε τον πατέρα σε αυτή την ταινία και πήρε το βραβείο ερμηνείας στη Θεσσαλονίκη, το μόνο του βραβείο.»
Πίσω Πόρτα & Ο Εχθρός Μου – στο περιβάλλον, οι άνθρωποι
Με μια σημαντική επιτυχία επέστρεψε στο σινεμά, 9 χρόνια μετά το Άντε Γεια ο Τσεμπερόπουλος. Στην εξαιρετικά αγαπητή Πίσω Πόρτα του 2000, στην πρώτη ταινία εποχής του σκηνοθέτη, γινόμαστε μάρτυρες μεγάλων αλλαγών και σημαντικών γεγονότων στη δεκαετία του ‘60, μέσα από το βλέμμα ενός νεαρού αγοριού που μπαίνει στην εφηβεία. Για πολύ κόσμο, η πιο διάσημη ταινία του σκηνοθέτη.
Το 2013, σε άλλο τόνο, Ο Εχθρός Μου είναι μια πολύ σκοτεινή ιστορία βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα της Ελλάδας της κρίσης, για έναν φιλήσυχο οικογενειάρχη που μια σοκαριστική εισβολή στο σπίτι τους θα τον στείλει σε ένα σπιράλ αμφισβήτησης αξιών και ορίων – και θα τον φέρει αντιμέτωπο με ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα, να φλερτάρει με την εκδίκηση. Ταξικές, κοινωνικές, φυλετικές εντάσεις σιγοβράζουν σε μια ταινία που βραβεύεται για Σκηνοθεσία, Σενάριο και Μοντάζ στα Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου εκείνη τη χρονιά.
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος θυμάται κάτι πολύ βασικό για αυτές, και τελικά μάλλον για σχεδόν όλες τις ταινίες του. Που ίσως και να εμπεριέχει όλα αυτά για τα οποία συζητάμε από την αρχή. Τους χαρακτήρες, μεγάλους αλλά κυρίως τους μικρότερους – και το πώς μοιάζουν ακόμα κι εκείνοι, αληθινοί:
«Είναι πολύ καθοριστικοί οι άλλοι άνθρωποι – το περιβάλλον μας. Μέσα στα σενάρια εγώ δίνω σημασία στους άλλους ανθρώπους. Όχι οι δεύτεροι ρόλοι, οι τρίτοι. Στο Άντε Γεια ας πούμε είναι όλοι οι φίλοι των πρωταγωνιστών. Στην Πίσω Πόρτα ο πολύ αγαπημένος ρόλος είναι η υπηρέτρια που είχε love affair με τον οδηγό του πειρατικού αυτοκινήτου, που τελικά τον πιάνουν. Όταν έβγαινα από την αίθουσα και λέγανε για την υπηρέτρια “αχ η καημένη, πώς τον αγαπούσε”, ήξερα ότι έχει πετύχει η ταινία. Κι είναι ένας τέταρτος ρόλος.
Στο πρώτο μοντάζ του Εχθρού Μου, ο Μαυροψαρίδης, που πολύ τον αγαπώ και τον τιμώ, μου λέει, εσύ έχεις αυτή τη μανία να βάζεις και τις άλλες ιστορίες και να νερώνεις την κυρίως ιστορία σου, που είναι ότι έγινε ένα έγκλημα αυτός δεν το σηκώνει, και πάει να εκδικηθεί. Τι τους θές μου λέει και τους άλλους; Όλα φόντο!
Ήθελα όμως να το δοκιμάσουμε έτσι, με όλους. Κι εκείνος το υπηρέτησε άψογα. Όσο μετά το έβλεπε κόσμος, σχολίαζε για τους μη κεντρικούς ρόλους. Ότι η ταινία δεν είναι ένα μονόπετρο, έχει κι άλλες πετρούλες. Αυτά είναι που συμπληρώνουν το παζλ. Είναι αυτό άραγε στοιχείο ντοκιμαντέρ, ρεαλισμού;
Ο Εχθρός Μου είναι πάντως η μόνη μου ταινία που πήρε βραβείο σκηνοθεσίας. Σεναρίου έχουν πάρει οι ταινίες μου. Ερμηνειών. Αλλά σκηνοθεσίας πρώτη φορά. Κι ομολογώ ότι μετράνε τα βραβεία παρόλο που δεν έχουν αντίκρυσμα, δεν βοηθούν τη διανομή. Αλλά να είμαι ειλικρινής: Ναι, μου μετράνε. Σε αναγνωρίζει το συνάφι σου.
Και κέρδισε αυτή η ταινία που δεν έχει καθόλου σκηνοθετική φιγούρα. Όπως νομίζω ούτε και το Υπάρχω έχει. Είναι κάτι που το αποφεύγω; Κάτι που δεν το έχω; Δεν είμαι καλός στο να το κάνω; Μάλλον τα aesthetics δεν είναι το δυνατό μου σημείο – το ότι είναι καλές οι ταινίες σημαίνει ότι λειτουργούν τα υπόλοιπα.
Οι ρόλοι. Η ιστορία. Η σχέση με την πραγματικότητα. Η παρατήρηση. Η αλήθεια.»
Υπάρχω – ο Στέλιος, ο Χρήστος και οι λαϊκές ιστορίες
«Αρκετές φορές κατά τη δημιουργία του Υπάρχω θυμάμαι να λέω “ρε εγώ είμαι ντοκιμαντερίστας”. Και σκέφτομαι… τι το λες αυτό, δεν συμφέρει. Έχεις κάνει ένα ντοκιμαντέρ, κάποτε!», λέει γελώντας ο Τσεμπερόπουλος. «Αλλά εκεί είμαι στραμμένος».
Μάλλον τώρα αυτό βγάζει πολύ νόημα. Μιλάει για τις ταινίες και το σινεμά που αγαπάει, από τον Μπομπ Ράφελσον ως τον Ελία Καζάν, αλλά από όλα τα σπουδαία πράγματα τα τελευταία 10 χρόνια, αγαπάει λέει πιο πολύ τους Κλέφτες Καταστημάτων. «Ο άνθρωπος έχει κάνει φιξιόν που νομίζεις ότι είσαι σε ντοκιμαντέρ. Όπως και με τον Ινιάριτου, που τα 21 Γραμμάρια είναι αριστούργημα, αλλά αυτό που μου σκίζει την ψυχή είναι το Biutiful. “Της γης η καταφρονεμένοι”; Αυτό δηλαδή με δελεάζει;», λέει σα να αναμετράται με τον εαυτό του. «Κι ας μην είναι και μέγα θέαμα», συνεχίζει.
Στο Υπάρχω, η κάμερα κι ο κεντρικός χαρακτήρας δεν ξεχνάνε ποτέ τη σύνδεση του Καζαντζίδη με τους εργάτες. «Η φτώχεια πολύ δύσκολα εξηγείται. Κι εγώ δεν το έχω ζήσει, στα ώπα ώπα μεγάλωσα σε σχέση με άλλα παιδιά εκείνη την εποχή», παραδέχεται ο σκηνοθέτης. «Αλλά η προσήλωσή μου είναι εκεί. Όταν έγινα νεαρός φωτογράφος σπουδάζοντας ταυτόχρονα, στους δρόμους ήμουν συνέχεια και φωτογράφιζα. Και νιώθω πως είναι παράσημο το ότι τα Μέγαρα τότε κι ο Καζαντζίδης τώρα είναι λαϊκές ταινίες, με την έννοια του να μπορείς να μιλήσεις στον άνθρωπο».
Είναι μεγάλο, κεντρικό θέμα της ταινίας η διαρκής υπενθύμιση της προέλευσης του Καζαντζίδη και το ποιοι είναι αυτοί για τους οποίους τραγουδάει. «Τι ξέρουν οι σαμπανάκηδες από ξενιτιά;», λέει κάποια στιγμή ο χαρακτήρας, έχοντας σιχαθεί τη νύχτα και τα κέντρα. Νωρίτερα, βρίσκεται στη Γερμανία για συναυλίες στους ομογενείς.
«Στη σκηνή της Γερμανίας που τραγουδάει λάιβ ο Καζαντζίδης, έβγαλα λόγο στους κομπάρσους λίγο πριν παίξουν. Πέρασε ώρα μετά μέχρι να ετοιμαστεί η σκηνή, αλλά κάποιοι παρέμειναν στο κλίμα. Ήταν ένας που στο γύρισμα του λάιβ είχε συγκινηθεί, και τον κράτησα στην ταινία», θυμάται ο Τσεμπερόπουλος, εξηγώντας το πόσο σημαντικό ήταν να βρίσκονται οι πάντες στο ίδιο συναισθηματικό κλίμα.
«Σκέψου τότε, τους εργάτες να βγαίνουν από τις στοές που δούλευαν και να τρέχουν γρήγορα να πλυθούν, να βάλουν ένα καθαρό πουκάμισο και να πάνε να ακούσουν ελληνικό στίχο;», λέει και η φωνή του σπάει, είναι βουρκωμένος καθώς μιλάει. «Στίχο που να λέει για τη μάνα τους; Για χαμένες ευκαιρίες;»
«Εμείς λέμε, αχ να πάμε έξω να ανοίξει το μάτι μας, για τουρισμό – οι άνθρωποι είχαν φύγει από εκεί που αγαπούσαν για να μπορέσουν να ζήσουν. Και πατρίδα τους δεν ήταν απλώς η Ελλάδα, ήταν το όποιο συγκεκριμένο χωριό. Όχι μόνο το τοπίο, αλλά οι άνθρωποι. Ένας θείος, μια γιαγιά. Και στην Αθήνα ξενιτεμένοι ήταν. Πόσο μάλλον κάπου στην Ευρώπη, να μένουν μαζί 20-20».
***
Φυσικά μέσα σε όλα αυτά τα στοιχήματα περί αλήθειας και αυθεντικότητας, μπαίνει το θέμα που κατευθείαν συζήτησαν και με τον παραγωγό, σε εκείνο το τηλεφώνημα που λέγαμε πίσω, στην αρχή του κειμένου. Ποιος θα παίξει τον Καζαντζίδη; Εκεί μπήκε ο Χρήστος Μάστορας, με μια τεράστια υπομονή και αφοσίωση – κάτι που μου είχε ήδη φανεί εντυπωσιακό από μια μέρα στα γυρίσματα της ταινίας, και το πόσο in the zone φαινόταν να είναι ο Μάστορας, με μια απίστευτη προσήλωση να παραμένει στο κλίμα του ρόλου επί σειρά ωρών.
«Έχει ταλέντο έμφυτο ο Χρήστος. Μαζί του έμαθα πολλά κι εγώ για τη δουλειά που κάνω. Ακριβώς επειδή αυτός δεν είναι ηθοποιός», λέει ο Τσεμπερόπουλος για τον πρωταγωνιστή του.
«Με σκλάβωσε ο Χρήστος από το πόσο πραγματικά πάρα πολύ πίστευε σε αυτό, και το είχα νιώσει στα αλήθεια. Μου είχε πει, θέλω να δουλέψω μαζί σας γιατί έχετε κάνει τον Εχθρό Μου και την Πίσω Πόρτα. Είπα ευχαριστώ, αλλά στην πορεία κατάλαβα πόσο πολύ όντως του αρέσανε. Βλέπει σινεμά, του αρέσει το Marriage Story, και μου έδειχνε τη σκηνή που τσακώνονται και με ρώταγε, αυτό πώς γίνεται;! Εύκολα, του λέω. Μα, δεν είναι το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου;;, με ρώταγε».
«Στα δοκιμαστικά έφτασε κι εκείνος για να καταφέρει να πάρει τον ρόλο. Θυμάμαι να σκέφτομαι πως θα τα καταφέρει να τον πάρει μόνο όταν καταλάβει ότι έχει ένα ατού που δεν έχει κανείς άλλος: Έχει αυτή τη ζωή. Έχει μάθει να βγαίνει εκεί πάνω με ένα μικρόφωνο και να παραληρούν 35.000 άνθρωποι», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Αυτό που είδε ο Στέλιος στην πρώτη του συναυλία στο εξωτερικό, εσύ το έχεις δει από πιτσιρικάς. Και μετά το πώς είναι να θέλουν όλοι ένα κομμάτι σου. Από το κορμί σου και το φιλί σου μέχρι τη δουλειά που θα τους δώσεις, την κονόμα, το οτιδήποτε. Όλα αυτά μαζί».
«Ο ρόλος δεν του δόθηκε. Του εξήγησα ότι δεν έχει πάρει το ρόλο, αλλά έχει πάρει τον χρόνο μου. Κι αυτό ήθελε κι ο ίδιος. Τόσο φιλότιμο παιδί, και τρελά πολυάσχολο. Όποτε του έλεγα ότι θα δω μια Καίτη Γκρέυ, “δε μπορώ στις 2, αλλά μπορώ στις 4” μου έλεγε, ερχόταν με τη γλώσσα έξω από το τρέξιμο, έφτανε, κάναμε δουλειά. Δοκίμασα πολλές για Γκρέυ, αν και είχα από την αρχή στο μυαλό μου τη Ρένεση, και παρέμεινε αυτή. Τη Μαρινέλλα τη βρήκα στο τέλος. Όταν έκλεισε το καστ συνεχίστηκαν οι πρόβες και δοκιμάστηκε με όλους. Πέρασαν από μπροστά του όλοι – το κάστινγκ έγινε όπως το κάνω πάντα, δοκιμάστηκαν οι πάντες», ξεκαθαρίζει.
«Έλεγε, πώς θα τα καταφέρω;. Του λέω πως όταν βρεις ποιος είναι ο Στέλιος, που εσύ μπαίνεις μέσα επειδή κάτι θέλεις να βρεις, τότε θα λυθεί το ζήτημα. Άσε του λέω, νωρίς είναι ακόμα, ακόμα παιδάκι είσαι, άσε να γεράσεις πρώτα – βλέπεις, δεν του είχαμε φτιάξει ακόμα μακιγιάζ και προσθετικά», λέει γελώντας.
Μοιράζεται ένα περιστατικό από τα γυρίσματα, για μια σκηνή όπου ένα γεμάτο μαγαζί τραγουδά εν χορώ τις επιτυχίες του Καζαντζίδη. «Ήταν οι μέρες του μεγάλου καύσωνα το καλοκαίρι, κι είχαμε ένα γύρισμα για 4 μέρες σε μια αίθουσα με τόσους κομπάρσους, με κλειστά τα air condition και τους ανεμιστήρες για λόγους ήχου. Ο Χρήστος ήταν έτοιμος αλλά έπρεπε να ετοιμαστούν άλλα πράγματα, ψειρίζαμε τα φώτα, οι κομπάρσοι είχαν μπει και περίμεναν. Και λέω, θα σκάσουν οι άνθρωποι – γιατί άλλο να δουλεύεις κι άλλο απλώς να περιμένεις μες στη ζέστη», περιγράφει.
«Χρησιμοποίησα λοιπόν τη δύναμη της μουσικής και του γλεντιού. Λέω στον Χρήστο, δεν τους τραγουδάς– Δεν πρόλαβα καν να ολοκληρώσω τη φράση μου, εκείνος είχε γυρίσει στην ορχήστρα. Γιατί είχαμε κάνει πολύ επιμελές κάστινγκ των μουσικών. Είχαμε μοιράσει και τα λόγια ενός τραγουδιού στους κομπάρσους να τα έχουν στα τραπέζια τους. Δεν τα χρειάστηκαν φυσικά, τα ξέρανε όλα. Κι ενώ λοιπόν ήταν στην αναμονή σε αυτή την εξουθενωτική ώρα όσο ετοιμάζονταν όλα τα υπόλοιπα, ο Χρήστος τους έκανε και γλέντησαν. Έγινε ένα πατιρντί… να του λένε “α ρε Χρηστάρα”, και να απαντάει, “δε με λένε Χρήστο, με λένε Στέλιο!”.
***
«Το επόμενό μου βήμα, τώρα που είμαι ζεστός; Θα ήθελα να κάνω αυτή την ταινία, το Υπάρχω, αλλά κάθε εποχή της να είναι μία ταινία», λέει ο Τσεμπερόπουλος. «Την εποχή που είναι άφραγκος, με την Καίτη Γκρέυ, εκείνη είναι όνομα κι αυτός ακόμα όχι, που πήγαιναν από ταβέρνα σε ταβέρνα με το μηχανάκι κι έλεγε 2 τραγούδια για να βγει το μεροκάματο – αυτό εκεί για μένα είναι μια ολόκληρη ταινία».
«Ή πώς μετά πήγαινε στους would-be τραγουδοποιούς, στα κυκλώματα εκεί γύρω, όλοι άφραγκοι με όνειρα. Πώς ήμασταν κι εμείς ίδιοι, στα καφενεία της Φωκίωνος Νέγρη, 20χρονοι φοιτητές που ΘΑ κάνουν πράγματα και ΘΑ γίνουν κάποιοι, που λέγαμε πού πήγε ο καθένας, αν του έδωσαν σημασία, τι έδωσε, τι πήρε… όλη αυτή η αγωνία του would-be. Αυτό με φτιάχνει πάρα πολύ», εξηγεί.
Αλλά όσο αφορά το υπάρχον Υπάρχω, σε μια σκέψη καταλήγει. «Αυτό που θα είμαι περήφανος αν έχω καταφέρει με την ταινία, είναι να σβήσει αυτή την εικόνα που έχουμε για τον Καζαντζίδη, που έβγαινε στην τηλεόραση και γκρίνιαζε. Η ταινία πραγματεύεται την εικόνα του πριν την Αμερική, και πριν την τηλεόραση και πριν του πάρουν άλλοι μερίδιο στην αγορά. Ο Λιάνης λέει στο πολύ έγκυρο βιβλίο του πως αυτή είναι η Αγία Περίοδος του Καζαντζίδη».
«Αν μετά από τρία χρόνια, ο κόσμος λέει “Καζαντζίδης” κι η εικόνα που θα έχει στο μυαλό του είναι η εικόνα της ταινίας αντί κάποιου που γκρινιάζει στην τηλεόραση, τότε θα έχουμε κάνει κοινωνικό έργο», συμπληρώνει ο Τσεμπερόπουλος, λέγοντας πως τον ενδιέφερε να πάρει απαντήσεις – γιατί εξελίχθηκε με αυτό τον τρόπο ο τραγουδιστής; Γιατί δεν πήρε κάποιο άλλο δρόμο; Γιατί δεν καταστράφηκε από το αλκοόλ, όπως πολλοί άλλοι; «Όλη η έρευνα έγινε από την Κατερίνα Μπέη, τη Ναταλί Δούκα και τον Σαμιώτη, που είχε τις απαντήσεις. Εμένα με ενδιέφερε να μάθω γιατί φερόταν έτσι ο Καζαντζίδης», λέει.
Γιατί τελικά ναι, αυτό είναι που δεκαετίες μετά, δεν έχει αλλάξει. Η κάμερα του Γιώργου Τσεμπερόπουλου συνεχίζει να αναζητά την αλήθεια στο βλέμμα των λαϊκών ηρώων του. Πώς το έλεγε αυτό και στα γυρίσματα; «Ρε, εγώ είμαι ντοκιμαντερίστας».
Το Υπάρχω σε σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου κυκλοφορεί στις 19 Δεκεμβρίου από την Tanweer.