ΟΙ 25 ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Tο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα το σημάδεψαν θεατρικά πολλοί δημιουργοί με τις παραστάσεις τους. Μία αναδρομή στο τι είδαμε αυτά τα χρόνια.
Το πρώτο τεταρτο του 21ου αιώνα, από το 2000 έως το 2024, το ελληνικό θέατρο υπήρξε χώρος έντονης δημιουργίας, γεμάτος παραστάσεις που σημάδεψαν την εποχή τους και διαμόρφωσαν τη σύγχρονη θεατρική σκηνή. Από τις καινοτόμες σκηνοθετικές προσεγγίσεις του Λευτέρη Βογιατζή, του Θεόδωρου Τερζόπουλου και του Μιχαήλ Μαρμαρινού, μέχρι τις προκλητικές δουλειές της Λένας Κιτσοπούλου, τις τολμηρές παραγωγές του Δημήτρη Καραντζά και τα σημερινά sold out που κατακλύζουν τις αίθουσες, κάθε δεκαετία προσέφερε μοναδικές στιγμές θεατρικής μαγείας, φωτίζοντας την εξέλιξη της τέχνης.
Η επιλογή των παραστάσεων που ξεχώρισαν είναι, αναπόφευκτα, υποκειμενική. Κάποιες δημιουργίες ίσως να μην περιλαμβάνονται, όμως προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε το θεατρικό στίγμα αυτής της 25ετίας. Ένα στίγμα που περιλαμβάνει σταθμούς όπως η επιδαύρια “Αντιγόνη” του Βογιατζή, η “Ορέστεια” του Τερζόπουλου, η αιχμηρή “Στέλλα Κοιμήσου” του Γιάννη Οικονομίδη, αλλά και οι φρέσκες και δυναμικές επιτυχίες του Γιώργου Κουτλή.
Αυτές οι παραστάσεις δεν αποτελούν μόνο καλλιτεχνικές δημιουργίες, αλλά και κομμάτι της πολιτιστικής μας ιστορίας, προσφέροντας στιγμές που μας συγκλόνισαν, μας ενέπνευσαν και άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στη μνήμη μας.
Ο Λευτέρης Βογιατζής και το θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Ο Λευτέρης Βογιατζής υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς και επιδραστικούς σκηνοθέτες της ελληνικής θεατρικής σκηνής. Η προσφορά του στο ελληνικό θέατρο είναι ανεκτίμητη και το αποτύπωμά του διαχρονικό, με έργα που παραμένουν επίκαιρα και γεμάτα σημασία. Ως ιδρυτής της “Νέας Σκηνής“, κατάφερε να αναβιώσει τόσο κλασικά όσο και σύγχρονα έργα, προσεγγίζοντάς τα με καινοτόμες, συχνά προκλητικές μεθόδους, που συνδύαζαν τη βαθιά κατανόηση των κειμένων με μία ιδιαίτερη αισθητική.
Από το 2000 και μετά είδαμε πολλές εξαιρετικές του παραστάσεις. Από το “Καθαροί Πια” και το “Λαχταρώ” της Σάρα Κέιν, έως το “Σε σας που με ακούτε” της Λούλας Αναγνωστάκη και το “Bella Venezia” του Γιώργου Διαλεγμένου. Κύκνειο άσμα του ο “Αμφιτρύωνας”, του Μολιέρου.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσω μία, αυτή θα ήταν σίγουρα η επιδαύρια “Αντιγόνη” του, παράσταση την οποία είδα και τις δύο χρονιές που παρουσιάστηκε στο αργολικό θέατρο. Αν ανακαλέσω εκείνες τις στιγμές, μπορώ ακόμη να θυμηθώ την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της βραδιάς, τα στάχυα, την εκπληκτική Αμαλία Μουτούση σαν Αντιγόνη και τον ίδιο τον Λευτέρη Βογιατζή σαν Κρέοντα να αναδεικνύουν τις ανθρώπινες συγκρούσεις και τα ηθικά διλήμματα.
Δε θα ξεχάσω το κύμα χειροκροτημάτων στο οποίο ξέσπασε το κοινό, τις βραδιές εκείνες, η Επίδαυρος έγινε ο πολιτιστικός ομφαλός της γης…
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος και το θέατρο Άττις
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος και το θέατρο Άττις αποτελούν ένα εξίσου τεράστιο κεφάλαιο του ελληνικού θεάτρου. Τα τελευταία 25 χρόνια έχουμε δει μια σειρά από σημαντικές παραστάσεις που άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα στο ελληνικό και διεθνές θέατρο. “Υλικό Μήδειας“, “Amor“, “Encore“, “Νόρα”, “Alarme” παραστάσεις που βυθίζονται στον ανθρώπινο ψυχισμό και αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα των σχέσεων.
Το 2018, οι “Τρωάδες” του Ευριπίδη ανέδειξαν τη φρίκη του πολέμου μέσα από μια σύγχρονη ματιά στο Αρχαίο θέατρο Δελφών, ενώ στις Επιδαύριες στάσεις του δεν μπορώ να ξεχάσω τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, που παρουσίασε με το Κρατικό Θέατρο του Ντίσελντορφ στο πλαίσιο του Θηβαϊκού Κύκλου το 2002 και βέβαια την ιστορική παράσταση της “Ορέστειας” που προσέφερε μια νέα ερμηνεία της εμβληματικής τριλογίας.
Το κλείσιμο του Θεάτρου Αμόρε και ο Γιάννης Χουβαρδάς
Ακόμη και σήμερα, όταν ανεβαίνουμε την οδό Πριγκηπονήσων δε γίνεται να μη σκεφτούμε το Θέατρο Αμόρε. Στη θέση του είναι πια ένα σούπερ μάρκετ. Το Σάββατο 31 Μαΐου 2008, στις 22:30, το Θέατρο Αμόρε έριξε οριστικά την αυλαία του με την παράσταση “Χιόνι στο στόμα” του Δημήτρη Καραντζά. Και αυτό ήταν το τέλος μιας εποχής. Έκτοτε το θεατρικό τοπίο της Ελλάδας άλλαξε άρδην.
Σε αυτά τα 17 χρόνια ζωής του, το θέατρο Αμόρε φιλοξένησε 145 παραγωγές, 5 συμπαραγωγές και μια φεστιβαλική παράσταση στην Επίδαυρο. Πάνω από 500.000 θεατές παρακολούθησαν τις παραστάσεις του, που περιλάμβαναν 25 ελληνικά έργα. Από τις σκηνές του πέρασαν 60 σκηνοθέτες, και 500 περίπου ηθοποιοί. Η αυλαία μπορεί να έπεσε, αλλά η παρακαταθήκη του Αμόρε παραμένει ζωντανή.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς έχει ταυτιστεί με το θέατρο αυτό. Κρατούσε άλλωστε το τιμόνι της καλλιτεχνικής του διεύθυντης 16 χρόνια. Ένα χρόνο πριν κλείσει το Αμόρε ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (από το 2007 έως το 2013).
Οι σκηνοθεσίες του τα 25 αυτά πρώτα χρόνια του 21 αιώνα μας αποτελούν σταθμό για το ελληνικό θέατρο. Από τη “Βερενίκη” και τη “Ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή” στο Αμόρε έως το “Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα” στο Εθνικό θέατρο και την τριλογία της “Ορέστειας” στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
Ο Εθνικός Ύμνος του Μιχαήλ Μαρμαρινού
Όποιος τον παρακολούθησε, δύσκολα μπορεί να ξεχάσει τον “Εθνικό Ύμνο” του Μιχαήλ Μαρμαρινού στο θέατρο Θησείον. Δεν ήταν μια τυπική θεατρική εμπειρία. Οι θεατές κάθονταν γύρω από τραπέζια σε σχήμα “Π”, συμμετέχοντας ενεργά σε μια εμπειρία που γινόταν κοινό βίωμα, γεμάτη μνήμες και συναισθήματα. Η σκηνοθεσία του Μαρμαρινού, έμοιαζε να καταργεί τα θεατρικά όρια. Η αφήγηση συνδύαζε κείμενα από θεατρικά έργα, λογοτεχνία, ακόμη και προσωπικές επιστολές, δημιουργώντας ένα μωσαϊκό που μιλούσε για τη χαμένη αθωότητα, τον έρωτα, την αποξένωση. Επρόκειτο για μια ζωντανή εμπειρία, μια αναμέτρηση με κοινές μνήμες και συναισθήματα.
Μια θεατρική εμπειρία που δύσκολα μπορεί να ξεχάσει κανείς. Βέβαια ο Μιχαήλ Μαρμαρινός αποτελεί έναν σταθμό από μόνος του. Δεν είναι τυχαίο που διετέλεσε Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Έλευσις, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Οι παραστάσεις του χαρακτηρίζονται από την αποδόμηση παραδοσιακών θεατρικών συμβάσεων, την πολυδιάστατη δραματουργία και την ενσωμάτωση διαφορετικών καλλιτεχνικών μορφών. Συχνά συνεργάζεται με ομάδες καλλιτεχνών, ενισχύοντας την έννοια της συλλογικής δημιουργίας. Για τον Μαρμαρινό, το θέατρο δεν είναι απλώς ένας τόπος αφήγησης αλλά μια εμπειρία συμμετοχής και βαθιάς σύνδεσης με το κοινό.
Θωμάς Μοσχόπουλος: Από το θέατρο Αμόρε στο Θέατρο Πόρτα
Οι παραστάσεις του συνδυάζουν την πρωτοπορία με την παράδοση, αποκαλύπτοντας νέες πτυχές τόσο σε κλασικά έργα όσο και σε σύγχρονα κείμενα. Διακρίνεται για την ευρηματική χρήση του χώρου, την αισθητική των εικόνων και τη λεπτομερή σκηνοθετική καθοδήγηση των ηθοποιών.
Από το 2000 έως το 2007, συνδιηύθυνε το Θέατρο Αμόρε μαζί με τον Γιάννη Χουβαρδά, συνεχίζοντας να το καθιερώνει ως έναν πυρήνα θεατρικής ανανέωσης. Το 2012 ανέλαβε τη διεύθυνση του Θεάτρου Πόρτα, αναδεικνύοντας τη σκηνή αυτή σε ένα δυναμικό και καινοτόμο καλλιτεχνικό κέντρο.
Ο λόγος για τον Θωμά Μοσχόπουλο, έναν από τους πιο δημιουργικούς σκηνοθέτες, συγγραφείς και μεταφραστές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
Το 2017, ο Θωμάς Μοσχόπουλος μας χάρισε στο Θέατρο Θησείον μια παράσταση που έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη όσων την παρακολούθησαν, το Μίστερο Μπούφο του Ντάριο Φο, ένα βιτριολικά χιουμοριστικό έργο που ζωντάνεψε μέσα από την πρώτη δουλειά της ομάδας Επτάρχεια. Η νεοσύστατη αυτή ομάδα συγκέντρωσε τότε μερικούς από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της εποχής: Άννα Καλαϊτζίδου, Άννα Μάσχα, Κώστα Μπερικόπουλο, Αργύρη Ξάφη, Θάνο Τοκάκη και Γιώργο Χρυσοστόμου.
Έκτοτε έχει παρουσιάσει και πολλές άλλες πολύ ενδιαφέρουσες παραστάσεις στο θέατρο Πόρτα, όπως “Η Δίκη του Κ.” (2016), Top Girls (2019), αλλά και την εξαιρετική “Ιφιγένεια στην χώρα των Ταύρων” στην Επίδαυρο.
Ο Στάθης Λιβαθινός, η Πειραματική Σκηνή και η Ιλιάδα
Η σκηνοθετική του δουλειά χαρακτηρίζεται από την έντονη προσοχή στη λεπτομέρεια, τη βαθιά ανάλυση των κειμένων και την έμφαση στη συλλογική δουλειά. Ο λόγος για τον Στάθη Λιβαθινό που εστιάζει στη δύναμη του λόγου και στη συναισθηματική ένταση, δίνοντας στις παραστάσεις του μια καθολική, σχεδόν τελετουργική διάσταση.
Αν κάτι του χρωστάμε είναι η δημιουργία της Πειραματικής Σκηνής στο Εθνικό Θέατρο. O τρόπος που ενσωματώνει την εκπαιδευτική και πνευματική διάσταση στην καλλιτεχνική του δουλειά είναι υποδειγματικός.
Η “Ιλιάδα” του πρωτοπαρουσιάστηκε το 2013 στην Πειραιώς 260, είναι σίγουρα μία παράσταση που άφησε εποχή. Καταρχάς παρουσιάστηκε πρώτη φορά ολόκληρο το ομηρικό έπος στο σύγχρονο θέατρο, στη βραβευμένη μετάφραση του Δ.Ν. Μαρωνίτη. Η παράσταση αυτή ήταν μια αναμέτρηση με τη συλλογική μνήμη, μια εξερεύνηση των βαθύτερων πτυχών του ανθρώπινου ψυχισμού μέσα από τον λόγο και τη δράση.
Πέρα από την Ιλιάδα, ωστόσο, ο Στάθης Λιβαθινός, που πέρασε και από την Καλλιτεχνική Διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου- μας έχει χαρίσει έξοχες παραστάσεις. Αρκεί και μόνο να θυμηθούμε τα “Οικόπεδα με θέα” στο θέατρο Πορεία (2001), το εκπληκτικό “Αυτό που δεν τελειώνει” (2003) στην Πειραματική του Εθνικού που ο ίδιος ίδρυσε, αλλά και το τελευταίο έξοχο “Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί” στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων.
Η “γροθιά” του Δημήτρη Καραντζά
Ο Δημήτρης Καραντζάς ανήκει σε μια γενιά δημιουργών που επαναπροσδιορίζει την ταυτότητα του ελληνικού θεάτρου, φέρνοντας στο Προσκήνιο νέες ιδέες και προσεγγίσεις. Σήμερα θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο αξιόλογους σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου, που συνεχίζει να εμπνέει με το έργο του.
Η δουλειά του χαρακτηρίζεται από τη διαρκή αναζήτηση νέων τρόπων αφήγησης και τη σύνδεση του κλασικού ρεπερτορίου με τη σύγχρονη εποχή.
Η αφαιρετικότητα, η δραματουργική ευρηματικότητα και η βαθιά κατανόηση των κειμένων που σκηνοθετεί μαγνητίζουν το κοινό, ενώ η εστίαση στις ψυχολογικές αποχρώσεις των χαρακτήρων και στην ένταση των ανθρώπινων σχέσεων, δημιουργούν παραστάσεις με έντονη συναισθηματική φόρτιση.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσω μία από τις παραστάσεις του, αυτή θα ήταν ο “Φαέθων” του Δημήτρη Δημητριάδη (2013) στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Μία παράσταση γροθιά στο στομάχι που όσοι την είδαμε μας στιγμάτισε. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναφέρω την “Πλατεία Ηρώων“, τον “Θείο Βάνια” και το “Λεωφορείο ο Πόθος” που παίζεται τη φετινή σεζόν στο Θέατρο Προσκήνιο.
Ο Άρης Μπινιάρης και η μουσικότητα της γλώσσας
Ο Άρης Μπινιάρης έχει καταφέρει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του ελληνικού θεάτρου με την παράδοση, φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα, φρέσκια οπτική που γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν.
Οι παραστάσεις του συνδυάζουν την ενέργεια της ζωντανής μουσικής, την ποιητικότητα του λόγου και τη φυσική παρουσία των ηθοποιών. Ο Μπινιάρης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ρυθμό και στη φωνητική απόδοση του κειμένου, δημιουργώντας έναν ιδιαίτερο, σχεδόν τελετουργικό, θεατρικό χώρο.
Η παράσταση “Το Θείο Τραγί” (2012), βασισμένη στο έργο του Γιάννη Σκαρίμπα, δικαίως καθιέρωσε ως έναν δημιουργό με ιδιαίτερη καλλιτεχνική ταυτότητα. Αν έπρεπε να επιλέξω τη δική μου αγαπημένη, αυτή θα ήταν οι “Πέρσες” του Αισχύλου που το 2017 παρουσιάστηκαν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, με μια σύγχρονη, ηλεκτρισμένη προσέγγιση που συνδύασε την αρχαία τραγωδία με τον σύγχρονο ήχο.
Η “πολυσχιδής” Κατερίνα Ευαγγελάτου
Οι παραστάσεις της Κατερίνας Ευαγγελάτου, καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ξεχωρίζουν για τη σύγχρονη ματιά τους και την ικανότητα να γεφυρώνουν το κλασικό με το μοντέρνο. Με βαθιά κατανόηση των θεατρικών κειμένων και αισθητική ακρίβεια, η Ευαγγελάτου ενσωματώνει δημιουργικά στοιχεία από τη διεθνή θεατρική σκηνή, αναδεικνύοντας νέες διαστάσεις σε κάθε έργο που σκηνοθετεί.
Η πολυσχιδής της πορεία περιλαμβάνει παραστάσεις που έχουν κερδίσει την αναγνώριση τόσο του κοινού όσο και της κριτικής. Από την ποιητική της ανάγνωση στο έργο “Η Ερωτευμένη Νεκρή” του Τεοφίλ Γκωτιέ στο Αμφιθέατρο, μέχρι τη δυναμική της εκδοχή στον “Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν” του Μπρεχτ στη Στέγη και την ανατρεπτική “Κωμωδία των Παρεξηγήσεων” του Σαίξπηρ στο Θέατρο Βασιλάκου. Ιδιαίτερη θέση στο έργο της κατέχει το “The Doctor” του Ρόμπερτ Άικε, μια παράσταση που άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις.
Η σκηνοθετική της ματιά σε αρχαία κλασικά κείμενα/τραγωδίες, όπως ο “Ρήσος”, η “Άλκηστις” και ο “Ιππόλυτος”, είναι ιδιοσυγκρασιακή και βαθιά ανατρεπτική. Μέσα από αυτές, η Ευαγγελάτου εξερευνά την ανθρώπινη φύση και τους διαχρονικούς προβληματισμούς που αναδύονται από τα αρχαία δράματα, φέρνοντάς τα σε επαφή με τον σύγχρονο θεατή.
Η αιρετική Λένα Κιτσοπούλου
Η Λένα Κιτσοπούλου είναι σταθμός στο ελληνικό θέατρο λόγω της αντισυμβατικής και τολμηρής της προσέγγισης, η οποία συνδυάζει μαύρο χιούμορ, ωμότητα και αιχμηρή κοινωνική κριτική. Το έργο της καταργεί τα παραδοσιακά όρια μεταξύ θεάτρου, λογοτεχνίας και μουσικής, δημιουργώντας έναν μοναδικό καλλιτεχνικό κόσμο που δεν διστάζει να προκαλέσει και να προβληματίσει.
Με τη σκηνοθετική της ματιά, η Κιτσοπούλου δε φοβάται να δοκιμάσει τα όρια – ούτε τα δικά της ούτε του κοινού της και επιτίθεται στην υποκρισία της κοινωνίας, εκθέτει τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης και ανατρέπει τα στερεότυπα της ελληνικής σκηνής. Οι παραστάσεις της γίνονται συχνά αντικείμενο συζήτησης και διαμάχης (βλ. Επιδαύριους Σφήκες), καθώς καταπιάνονται με θέματα που άλλοι δημιουργοί αποφεύγουν ή αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη συμβατικότητα.
Δεν ξέρω ποια από τις παραστάσεις της να ξεχωρίσω: Τη ΜΑΙΡΟΥΛΑ, την Κοκκινοσκουφίτσα, τον Φράνκεστάιν, το Cry ή τη φοβερή Ορέστεια του Στριντμπεργκ που παίζεται αυτή τη σεζόν στο θέατρο Άνεσις.
Ο “ευρύς” Γιάννης Κακλέας
Ο Γιάννης Κακλέας έχει συμβάλλει νευραλγικά στη διαμόρφωση ενός νέου αισθητικού μοντέλου στο ελληνικό θέατρο επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της σκηνικής αφήγησης. Διακρίνεται για την ικανότητά του να προσθέτει μια μοντέρνα, συχνά ανατρεπτική οπτική στα έργα που σκηνοθετεί. Οι παραστάσεις του – περισσότερες από 120 στο σύνολο- απευθύνονται στο ευρύ κοινό χαρακτηρίζονται από οπτική αρτιότητα, έντονα σκηνικά και φωτισμούς που δημιουργούν μοναδικές ατμόσφαιρες.
Παράλληλα έχει εντάξει έντονα σε αυτές τη μουσική είτε μέσω της συνεργασίας του με ζωντανές ορχήστρες είτε μέσω πρωτότυπων μουσικών επενδύσεων, ενισχύοντας τη δραματική ένταση και το συναίσθημα.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει το πρωτοποριακό για την εποχή του “Ουπς!!!, μια παράσταση κόμικς” στον Τεχνοχώρο το 2001, την “Αυλή των Θαυμάτων” του Καμπανέλλη στο Εθνικό το 2011, το “Μαγειρεύοντας με τον Έλβις” το 2015, τον “Μόμπυ Ντικ” το 2020 και βέβαια τον “Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού” το 2021.
Οι ιδιοσυγκρασιακοί Έφη Μπίρμπα και Άρης Σερβετάλης
Η Έφη Μπίρμπα και ο Άρης Σερβετάλης είναι ένα καλλιτεχνικό δίδυμο που επαναπροσδιορίζει την έννοια της θεατρικής αφήγησης. Οι δουλειές τους ξεχωρίζουν για την αφαιρετικότητα, την ποιητικότητα και την έμφαση στη φυσική κίνηση, δημιουργώντας μια μοναδική θεατρική γλώσσα που αγγίζει τα όρια του εικαστικού και του σωματικού θεάτρου.
Η ματιά της Έφης Μπίρμπα χαρακτηρίζεται από εικαστική αρτιότητα, έντονη σωματικότητα και μια αφαιρετική προσέγγιση που απογυμνώνει τα κείμενα από περιττές λεπτομέρειες, αναδεικνύοντας τον πυρήνα τους. Η υποκριτική του Άρη Σερβετάλη χαρακτηρίζεται από την οικονομία στις εκφράσεις και την εσωτερικότητα, στοιχεία που εναρμονίζονται ιδανικά με αυτό που οραματίζεται η Μπίρμπα. Οι ερμηνείες του αντλούν από τη φιλοσοφία του μινιμαλισμού, προσφέροντας βάθος και ένταση που καθηλώνουν.
Από τον “Σωσία” (2015), τα “Ωραία μας Χέρια” (2016) και τον “Ριχάρδο τον Β” (2017) στις Ροές έως τα εκπληκτικά επιδαύρια “Βατράχια” τους (2022) και την “Καρδιά του Σκύλου” (2023) αποδεικνύουν πως η συνεργασία τους δεν είναι απλώς μια σύμπραξη σκηνοθέτη και ηθοποιού, αλλά μια κοινή καλλιτεχνική δήλωση για το θέατρο ως χώρο στοχασμού, δημιουργίας και ανατροπής.
O λογοτεχνικός Δημήτρης Τάρλοου
Ο Δημήτρης Τάρλοου με την ικανότητά του να φέρνει τα κλασικά κείμενα στο σήμερα και να αφηγείται ιστορίες με καθολικό αντίκτυπο, έχει θέσει νέα πρότυπα για το ελληνικό θέατρο. Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Πορεία, έχει καθιερώσει τον χώρο αυτό ως έναν πυρήνα καλλιτεχνικής ανανέωσης, φέρνοντας στο κοινό παραστάσεις υψηλής ποιότητας και θεματολογικής ποικιλίας. Έχει μάλιστα κατορθώσει να δημιουργήσει μια θεατρική ταυτότητα που συνδυάζει την αισθητική ακρίβεια, τη λογοτεχνική συνέπεια και την ανθρώπινη ευαισθησία.
Τα τελευταία χρόνια έχει συνδέσει το όνομά του με την ανάδειξη λογοτεχνικών έργων, όπως αυτά του Μ. Καραγάτση, μεταφέροντάς τα στη σκηνή με σεβασμό και δημιουργική φαντασία.
Από τη “Μεγάλη Χίμαιρα”, τον “Γιούγκερμαν” και τον “Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου” ως το “Έγκλημα και Τιμωρία”, οι παραστάσεις του καταφέρνουν να “ζωντανέψουν” τη λογοτεχνία, ενώ παράλληλα αναδεικνύουν τις κρυφές πτυχές και τις διαχρονικές ανησυχίες των κειμένων.
O “ιπτάμενος” Νίκος Καραθάνος
Ο Νίκος Καραθάνος έχει επαναπροσδιορίσει τον τρόπο που το ελληνικό θέατρο προσεγγίζει την κλασική δραματουργία και ταυτόχρονα έχει ανοίξει νέους δρόμους στη σκηνική έκφραση.
Οι παραστάσεις του δεν είναι απλώς θεάματα, αλλά εμπειρίες που προκαλούν συναισθήματα, ερωτήματα και βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης. Με την τόλμη, την ειλικρίνεια και την ευρηματικότητά του, έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στο ελληνικό θέατρο και συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης για τη νέα γενιά καλλιτεχνών.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την “Γκόλφω”, το κλασικό έργο του Σπυρίδωνος Περεσιάδη που παρουσιάστηκε με μια ευρηματική και συγκινητική ματιά. Αφαιρώντας το παραδοσιακό «βάρος» του έργου, ο Καραθάνος ανέδειξε τη βαθιά τραγικότητα και την αθωότητα των χαρακτήρων, προσφέροντας μια σύγχρονη, ποιητική ερμηνεία. Οι Όρνιθες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Καραθάνου, αποτέλεσαν έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς της καριέρας του. Η παράσταση παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο και στη συνέχεια ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη.
Με έντονο εικαστικό και μουσικό χαρακτήρα, οι Όρνιθες του Καραθάνου μίλησαν για την ανθρώπινη ανάγκη για ελευθερία, όνειρα και φυγή, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του έργου. Οι ηθοποιοί και οι θεατές έγιναν συμμέτοχοι μιας ποιητικής και εξαιρετικά σύγχρονης θεατρικής εμπειρίας, όπου η κωμωδία συνυπήρχε με τον προβληματισμό για τη σύγχρονη κοινωνία.
O “Νέος Κόσμος” του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ίδρυσε λίγο πριν το 2000, το 1997, το Θέατρο του Νέου Κόσμου, έναν χώρο που έγινε πυρήνας δημιουργίας για νέους καλλιτέχνες και πρωτοποριακές παραγωγές. Το θέατρο αυτό δεν προσέφερε μόνο βήμα σε νέους δημιουργούς, αλλά και μία πλατφόρμα για να ακουστούν κοινωνικά ζητήματα μέσα από τη θεατρική τέχνη.Ταυτόχρονα, έφερε στο ελληνικό κοινό σημαντικά ξένα κείμενα που μιλούσαν για τις προκλήσεις της σύγχρονης κοινωνίας.
Οι σκηνοθεσίες του χαρακτηρίζονται από λιτότητα, έμφαση στη σχέση των χαρακτήρων και τη σύνδεση του θεάτρου με την πραγματικότητα. Ο Θεοδωρόπουλος αναζητά την ουσία του κειμένου και τη μεταφέρει στη σκηνή με τρόπο που να συνδιαλέγεται άμεσα με το κοινό.
Κράτησε από το 2016 έως το 2019 την καλλιτεχνική Διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου δίνοντας έμφαση στη στήριξη της ελληνικής θεατρικής δημιουργίας, στη διεθνή συνεργασία και στην ανάδειξη νέων θεατρικών μορφών. Προώθησε την εξωστρέφεια του Φεστιβάλ, προσελκύοντας νέες ομάδες κοινού.
Από τις παραστάσεις του, ανεξίτηλες έχουν μείνει το “Σφαγείο”, τα “Παράσιτα” του Βίβιεν Φράντσμαν, οι Επιδαύριες “Θεσμοφοριάζουσές” του, το “Σταματία, το γένος Αργυροπούλου” του Κώστα Σωτηρίου και βέβαια το “Μια άλλη Θήβα”.
O θεατρικός σταθμός Βασίλης Παπαβασιλείου
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου αποτελεί σταθμό στο ελληνικό θέατρο λόγω της ευφυΐας, της πολυπλοκότητας και της διαχρονικότητας που χαρακτηρίζουν το έργο του.
Ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και συγγραφέας, έχει διαμορφώσει μια μοναδική καλλιτεχνική ταυτότητα, συνδυάζοντας την πολιτική και κοινωνική κριτική με τη φιλοσοφία και την αισθητική αναζήτηση. Το έργο του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανανέωση της θεατρικής πράξης στην Ελλάδα και την εστίαση στη διαλεκτική σχέση μεταξύ τέχνης και κοινωνίας.
Το θέατρό του είναι έντονα πολιτικοποιημένο, με έργα που συχνά σχολιάζουν την πολιτική επικαιρότητα, την εξουσία και τις ανθρώπινες αντιφάσεις.
Στις παραστάσεις που ανέβασε μετά το 2000 ξεχωρίζουμε την “Ελένη” του, το απολαυστικό “RELAX…MYNOTIS, Μορφές ελληνικής αθανασίας”, αλλά και η απολαυστική επιδαύρια αυτή τη φορά “Ελένη” που απολαύσαμε από το ΚΘΒΕ για δύο καλοκαίρια (2022-2023)
Η Μπέττυ Αρβανίτη και το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας
Η Μπέττυ Αρβανίτη και το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας από το 1987 -έτος ίδρυσής του- αποτελούν θεατρικό σημείο αναφοράς στην πόλη της Αθήνας, καθώς συνδυάζουν υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικές παραγωγές, την ανάδειξη κλασικών και σύγχρονων έργων και τη διαρκή αναζήτηση νέων τρόπων θεατρικής έκφρασης.
Η ίδια, με την υποκριτική της δεινότητα και τη διαχρονική παρουσία της στη σκηνή, έχει αποτελέσει σημείο αναφοράς για το ελληνικό θέατρο.
Αυτά τα τελευταία 25 χρόνια έχουμε δει στο θέατρο αυτό κάποιες από τις ωραιότερες θεατρικές παραστάσεις. Την “Επιστροφή” του Χάρολντ Πίντερ, τον “Γλάρο” και τη “Μαρία Στιούαρτ” σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, τις “Δούλες” του Λευτέρη Βογιατζή, την “Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας”, “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” και τη “Φόνισσα” σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.
Το Θέατρο Τέχνης: Από τον Θάνατο του Κουν μέχρι την Μαριάννα Κάλμπαρη
Από την ίδρυσή του το 1942, το Θέατρο Τέχνης παραμένει πιστό στην αισθητική του πορεία και τους στόχους που έθεσε ο Κάρολος Κουν. Εστιάζει στη θεατρική ανανέωση, τη στήριξη της ελληνικής δραματουργίας και την ανάδειξη των νέων ταλέντων. Η διαρκής παρουσίαση κλασικών κειμένων σε νέες μεταφράσεις, η προώθηση της σύγχρονης ελληνικής και ξένης δραματουργίας και η καλλιέργεια του θεάτρου ως μέσου κοινωνικού διαλόγου το καθιστούν έναν από τους πιο σημαντικούς πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας.
Στη διάρκεια αυτών των δύο δεκαετιών (2000-2025), το Θέατρο Τέχνης διατηρεί τη μοναδικότητά του ως χώρος έμπνευσης, καινοτομίας και βαθιάς σύνδεσης με το κοινό του, αποδεικνύοντας ότι η τέχνη μπορεί να παραμένει επίκαιρη και ουσιαστική σε κάθε εποχή.
Μετά τον θάνατο του ιδρυτή του, Καρόλου Κουν, το 1987, το Θέατρο Τέχνης συνέχισε την καλλιτεχνική του πορεία, παραμένοντας πιστό στο όραμα και την ιδεολογία του. Υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Λαζάνη και του Μίμη Κουγιουμτζή, το Θέατρο Τέχνης λειτούργησε και στις δύο ιστορικές σκηνές του, τη Φρυνίχου και την Πεσμαζόγλου, διατηρώντας την καλλιτεχνική του ταυτότητα ως ένας χώρος αφιερωμένος στη θεατρική ανανέωση και τη σύνδεση με το κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο.Το 2005, τα ηνία της καλλιτεχνικής διεύθυνσης πήρε ο Διαγόρας Χρονόπουλος που έδωσε νέα πνοή στο Θέατρο Τέχνης, διατηρώντας το ως ένα ζωντανό κύτταρο του ελληνικού θεάτρου.
Το 2014 η Μαριάννα Κάλμπαρη ανέλαβε τη διεύθυνση του Θεάτρου Τέχνης, συνεχίζοντας την καλλιτεχνική του πορεία με νέες προκλήσεις. Υπό τη δική της ηγεσία, το Θέατρο Τέχνης επένδυσε ακόμη περισσότερο στη σύγχρονη δραματουργία, παρουσιάζοντας πρωτότυπα έργα, δίνοντας έμφαση στη στήριξη νέων δημιουργών και στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Επιπλέον, ενίσχυσε τη διεθνή διάσταση του θεάτρου με συνεργασίες και συμμετοχές σε φεστιβάλ, καθιστώντας το θέατρο πιο εξωστρεφές.
Το πολύτιμο κεφάλαιο του Εθνικού Θεάτρου
Το Εθνικό Θέατρο αποτελεί αναμφίβολα κεφάλαιο της θεατρικής ιστορίας στην Ελλάδα, καθώς από το 2000 και μετά έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της θεατρικής τέχνης, στην ανανέωση του κλασικού ρεπερτορίου και στην ανάδειξη σύγχρονων φωνών. Με τη λειτουργία των διαφορετικών σκηνών του και την παρουσίαση παραστάσεων που συνδυάζουν παράδοση, καινοτομία και διεθνείς συνεργασίες, το Εθνικό Θέατρο συνεχίζει να είναι ένας ζωντανός πολιτιστικός θεσμός που προσεγγίζει νέες γενιές θεατών.
Στον νέο αιώνα μπήκε υπό την Καλλιτεχνική Διεύθυνση του Νίκου Κούρκουλου.
Το 2007, ο Νίκος Κούρκουλος έφυγε από τη ζωή και τη σκυτάλη πήρε ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο Σωτήρης Χατζάκης και ο Στάθης Λιβαθινός. Ακολούθησε η ταραχώδης περίοδος με τον Δημήτρη Λιγνάδη, τον οποίο διαδέχθηκε ο μεταβατική Διευθύντρια η Έρι Κύργια και μέχρι σήμερα καλλιτεχνικός διευθυντής είναι ο Γιάννης Μόσχος.
Πολλές και ενδιαφέρουσες οι παραστάσεις που είδαμε τα χρόνια αυτά. Από την “Οδύσσεια” του Robert Wilson, το “Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα” σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, το “Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε” του Αντώνη Αντύπα και την “Ιλιάδα” του Στάθη Λιβαθινού, μέχρι την “Γκόλφω” και την “Οπερέτα” του Νίκου Καραθάνου, αλλά και το “Στέλλα κοιμήσου” του Γιάννη Οικονομίδη. Και από τον “Μισάνθρωπο” σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά έως το “Goodbye Lindita” του Μάριο Μπανούσι.
Η εξωστρεφής Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς πολιτιστικούς φάρους της Ελλάδας, καθώς από την ίδρυσή της το 2010 έχει καθιερωθεί ως χώρος καλλιτεχνικής καινοτομίας, κοινωνικού διαλόγου και σύγχρονης δημιουργίας.
Η Στέγη – που στηρίζει έμπρακτα την πρωτογενή καλλιτεχνική δημιουργία, αναθέτοντας νέα έργα σε σύγχρονους δημιουργούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό- προωθεί τη διατομεακή συνεργασία ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές τέχνης, δίνοντας βήμα σε καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ λειτουργεί και ως κέντρο που συνδέει την τέχνη με την τεχνολογία, την επιστήμη και τα καίρια κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας.
Με τη Στέγη έχει συνεργαστεί η αφρόκρεμα άνθρωπων των τεχνών και των γραμμάτων όπως οι ηθοποιοί Τίλντα Σουίντον, Ιζαμπέλ Υπέρ και Τζον Μάλκοβιτς, οι χορογράφοι Δημήτρης Παπαϊωάννου και Άκραμ Καν, η περφόρμερ Μαρίνα Αμπράμοβιτς και ο Ρόμπερτ Γουίλσον.
Έχουν παρουσιαστεί σημαντικές παραστάσεις θεάτρου και χορού, όπως το “Can we talk about this?” των DV8 (2011), “Refuse the hour” του Γουίλιαμ Κέντριτζ (2012), οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου (2016), η «Καθαρή Πόλη» των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη (2017), «Ο Μεγάλος Δαμαστής» του Δημήτρη Παπαϊωάννου (2017), ο “Xenos” του Άκραμ Καν και το «Σπιρτόκουτο: The Musical» του Γιάννη Νιάρρου, βασισμένο στην αντίστοιχη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη (2022).
Τέλος, χάρη στην υποστήριξη του προγράμματος «Εξωστρέφεια», οι Έλληνες δημιουργοί στρέφουν το βλέμμα προς τα έξω. Aπό το 2011 μέχρι σήμερα, 100 και πλέον παραγωγές και συμπαραγωγές θεάτρου, χορού και μουσικής της Στέγης έχουν δώσει πάνω από 1.000 παραστάσεις σε 56 χώρες και σε περίπου 200 πόλεις σε όλο τον κόσμο.
Ελληνικά μουσικά έργα στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής
Η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που στεγάζεται στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και βρίσκεται υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του σκηνοθέτη Αλέξανδρου Ευκλείδη από τον Φεβρουάριο του 2017, έχει κατορθώσει μέσα σε λίγα χρόνια να εξελιχθεί σε έναν πολιτιστικό πυλώνα για τη σύγχρονη δημιουργία.
Με επίκεντρο το μουσικό θέατρο σε όλες τις εκφάνσεις του, έχει εστιάσει σε τρεις βασικούς άξονες: την πρωτοποριακή καλλιτεχνική παραγωγή, την εκπαίδευση και τη σύνδεση με την κοινωνία. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην πρωτογενή καλλιτεχνική δημιουργία μέσω στοχευμένων αναθέσεων σε νέους και καταξιωμένους δημιουργούς, προωθώντας τη σύγχρονη σκηνική γλώσσα και ενισχύοντας τον διάλογο ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές καλλιτεχνών. Η Εναλλακτική Σκηνή έχει γίνει σημείο αναφοράς για τη συνάντηση της μουσικής με το θέατρο, αλλά και για την τόλμη της να αγκαλιάζει καινοτόμες προτάσεις και πειραματικά έργα.
Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε δει εξαιρετικές παραγωγές που ξεχώρισαν για την καλλιτεχνική τους τόλμη και τη σκηνική τους ματιά: το “Ζ” σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, το “Σαλό” του Άρη Μπινιάρη, τον “Αποτυχημένο” του Έκτορα Λυγίζου. Παράλληλα, η σκηνή άνοιξε τον δρόμο και για ιδιαίτερα μουσικά έργα και μιούζικαλ που κέρδισαν το κοινό, όπως τα “Φθηνά Τσιγάρα” του Ρένου Χαραλαμπίδη και η “Στρέλλα“.
Με σύγχρονη αισθητική, κοινωνική ευαισθησία και καλλιτεχνική ελευθερία, η Εναλλακτική Σκηνή έχει προσφέρει νέες εμπειρίες στο θεατρικό και μουσικό κοινό, λειτουργώντας ως φυτώριο δημιουργίας και σημείο συνάντησης διαφορετικών καλλιτεχνικών φωνών.
Άγριος Σπόρος, Στέλλα Κοιμήσου και ελληνικός ρεαλισμός επί σκηνής
Το “Στέλλα Κοιμήσου” του Γιάννη Οικονομίδη, που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το 2016, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον σύγχρονο ελληνικό θεατρικό ρεαλισμό. Ο Οικονομίδης, με τη χαρακτηριστική ωμή αισθητική του από τον κινηματογράφο (“Σπιρτόκουτο”, “Μικρό Ψάρι”), μετέφερε στη σκηνή τη σκληρή γλώσσα και τις έντονες συγκρούσεις που αναδεικνύουν τη βία και την αποξένωση στις ανθρώπινες σχέσεις. Η παράσταση προκάλεσε έντονες συζητήσεις και ανέδειξε την ψυχολογική και κοινωνική αποσύνθεση της ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας.
Το έργο αυτό ήταν καταλύτης για την ανανέωση του ελληνικού ρεαλισμού, καθώς άνοιξε νέους δρόμους για τη θεατρική αποτύπωση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Η ωμή, σχεδόν κινηματογραφική του γραφή ενέπνευσε νέους θεατρικούς δημιουργούς να ασχοληθούν με ανάλογες θεματικές, φέρνοντας στο προσκήνιο το υπαρξιακό αδιέξοδο, τη βία και την αστική παρακμή.
Ωστόσο, το έδαφος για αυτόν τον ρεαλισμό είχε ήδη διαμορφωθεί. Η γραφή του Γιάννη Τσίρου έδωσε σημαντικά παραδείγματα, με έργα όπως ο “Άγριος Σπόρος” σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη στο Θέατρο Επί Κολωνώ το 2014, που θεωρείται επιτομή του ελληνικού ρεαλισμού. Είχαν προηγηθεί και τα “Αξύριστα Πηγούνια” το 2008 από τον Θανάση Παπαγεωργίου, ενώ στη συνέχεια ο Τσίρος συνέχισε με νέες σημαντικές δουλειές.
Στο ίδιο ρεαλιστικό ύφος εντάσσονται τα έργα του Βαγγέλη Ρωμνιού, όπως ο “Χαρτοπόλεμος“, και οι παραστάσεις του Γιωργή Τσουρή (“170 Τετραγωνικά”, “Μακριά από παιδιά”), που αποτύπωσαν με ακρίβεια τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος με έργα όπως ο “Εθνικός Ελληνορώσων”, ο “Κωλόκαιρος” και τα “Ανεξάρτητα Κράτη“, συνέχισε την παράδοση αυτή με κείμενα γεμάτα αμεσότητα και οξύτητα.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης, με παραστάσεις όπως το “Άνθρωποι και Ποντίκια”, αλλά και με τα “Κόκκινα Φανάρια” του Αλέκου Γαλανού και τον “Πατέρα“, εδραίωσε τη δική του ταυτότητα, επενδύοντας στον σκληρό και ακατέργαστο ρεαλισμό, συνδέοντας τη σκηνή με την καθημερινή ζωή και τη σκληρή πραγματικότητα της κοινωνίας.
Όλες αυτές οι παραστάσεις και οι δημιουργοί συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας νέας ρεαλιστικής γραφής στο ελληνικό θέατρο, που με τόλμη και εντιμότητα καταγράφει τα αδιέξοδα, τις αντιθέσεις και την ανθρώπινη πλευρά της σύγχρονης κοινωνίας.
Tα μεγάλα sold οut και η μετα covid επιστροφή του κόσμου στα θέατρα
Τα μεγάλα θεατρικά sold out των τελευταίων 25 ετών είναι παραστάσεις που σημάδεψαν το ελληνικό θέατρο, αφήνοντας το αποτύπωμά τους τόσο καλλιτεχνικά όσο και στη σχέση του κοινού με τη σκηνή.
Το “Γάλα” του Βασίλη Κατσικονούρη, που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το 2006 σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, αποτέλεσε μία από τις πιο πολυσυζητημένες παραγωγές της εποχής. Στο ρόλο του εύθραυστου Λευτέρη, ο αξέχαστος Κωνσταντίνος Παπαχρόνης έδωσε μια συγκλονιστική ερμηνεία, σημαδεύοντας το κοινό, λίγο πριν φύγει πρόωρα από τη ζωή.
Μια ακόμη εμβληματική παράσταση είναι η “Κατερίνα” του Αύγουστου Κορτώ, που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Νανούρης. Η Λένα Παπαληγούρα, στον ομώνυμο ρόλο, συγκλόνισε με τη συναισθηματική της ένταση, δίνοντας νέα πνοή στη θεατρική απόδοση μιας βαθιάς προσωπικής ιστορίας.
Η πανδημία του κορονοϊού ανέκοψε την πορεία του θεάτρου, παγώνοντας τα ζωντανά θεάματα για περίπου έναν χρόνο. Ωστόσο, η επιστροφή των θεατών στις αίθουσες έκρυβε μια ευχάριστη έκπληξη: ένα νεανικό κοινό που, κουρασμένο από τις οθόνες, αναζήτησε τη ζωντανή εμπειρία της θεατρικής τέχνης.
Μετά την πανδημία, παραστάσεις όπως ο “Τυχαίος Θάνατος Ενός Αναρχικού” σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και οι “Παίκτες” του Γιώργου Κουτλή απέδειξαν τη δυναμική του θεάτρου να επαναφέρει το κοινό και να γεμίζει τις πλατείες με αλλεπάλληλα sold out. Και αυτά είναι μόνο λίγα από τα παραδείγματα παραστάσεων που κατάφεραν να συνδέσουν ξανά τον θεατή με τη μοναδικότητα της θεατρικής πράξης.
Το ελληνικό Θέατρο Ντοκιμαντέρ
Ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης είναι δύο σημαντικοί δημιουργοί του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, που συνυπογράφουν παραστάσεις Θεάτρου Ντοκιμαντέρ. Οι δυο τους ανέλαβαν τη διεύθυνση της Πειραματικής Σκηνής και συνεργάζονται από το 2008, δημιουργώντας έργα που εστιάζουν στην καταγραφή και ανάδειξη κοινωνικών θεμάτων, προσωπικών ιστοριών και ιστορικών γεγονότων μέσω μιας σύγχρονης θεατρικής γλώσσας.
Η έννοια του ντοκιμαντέρ στο θέατρο, ειδικά στον κόσμο των Αζά και Τσινικόρη, σχετίζεται με τη χρήση πραγματικών γεγονότων, αυθεντικών μαρτυριών και ιστοριών, οι οποίες μετατρέπονται σε θεατρική γλώσσα. Η συνεργασία τους έχει εξαιρετικά αποτελέσματα. Η “Καθαρή Πόλη” που είδαμε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση επαναπροσδιόρισε τα στερεότυπα, μέσα από το βλέμμα και τις προσωπικές μαρτυρίες εκείνων που είναι ειδικοί σε θέματα καθαριότητας: τις μετανάστριες καθαρίστριες της Αθήνας. Ταξίδεψε μάλιστα σε όλο τον κόσμο.
Τη σύγχρονη τάση του ελληνικού θεάτρου, που επιδιώκει να εμβαθύνει στην κοινωνική πραγματικότητα και τις ιστορικές συνθήκες ακολούθησαν και άλλοι Έλληνες καλλιτέχνες, όπως η Μάρθα Μπουζιούρη, ο Παντελής Φλατσούσης κ.ά.
Οι διεθνείς των παραστατικών τεχνών
Δημήτρης Παπαϊωάννου, Ευριπίδης Λασκαρίδης και Χρήστος Παπαδόπουλος αποτελούν τρεις από τις πιο καθοριστικές προσωπικότητες του καλλιτεχνικού στερεώματος, καθώς με τις δημιουργίες τους έχουν καταφέρει να ανοίξουν νέους δρόμους στην παγκόσμια πολιτιστική σκηνή. Οι παραστάσεις τους αποτελούν σημείο αναφοράς για τις σύγχρονες παραστατικές τέχνες.
Ο τρόπος που οι τρεις δημιουργοί χειρίζονται την κίνηση, τον λόγο και την ερμηνεία της σωματικότητας, αποτελεί ένα εκρηκτικό πάντρεμα της παραδοσιακής σκηνής με τις νέες, πιο απελευθερωμένες φόρμες της τέχνης. Τα έργα τους είναι κάτι παραπάνω από παραστάσεις: είναι δημιουργικές προτάσεις, που φέρνουν την τέχνη πιο κοντά στο κοινό και εκφράζουν την ανθρώπινη κατάσταση με μοναδικό και ανεπιτήδευτο τρόπο.