Νέες ταινίες: Στο “Υπάρχω” ο Χρήστος Μάστορας γίνεται ένας αληθινά πειστικός Στέλιος Καζαντζίδης

Διαβάζεται σε 9'
Νέες ταινίες: Στο “Υπάρχω” ο Χρήστος Μάστορας γίνεται ένας αληθινά πειστικός Στέλιος Καζαντζίδης

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Στα ταμεία το σίκουελ της “Moana” και η βιογραφική “Maria” συνεχίζουν το 1-2 τους από την περασμένη εβδομάδα. Το μεν σίκουελ κινουμένων σχεδίων ξεπερνά έτσι τις 200.000 εισιτήρια ενώ από την άλλη η βιογραφία του Πάμπλο Λαραϊν έχασε ελάχιστη από τη δυναμική της, αν και σε ακόμα ευρύτερο κύκλωμα αιθουσών από το άνοιγμά της. Έφτασε έτσι τα 90.000 εισιτήρια, κι ακόμα κι αν αδειάσει με τον ερχομό του Καζαντζίδη, μιλάμε έτσι κι αλλιώς για μια εξαιρετική συγκομιδή.

Στην κάτω άκρη των κυκλοφοριών, το “Εδώ” του Ρόμπερτ Ζεμέκις έμεινε κάτω από 1.500 εισιτήρια κάνοντας έτσι παρέα στο έτερο φορμαλιστικό πείραμα από σπουδαίο αμερικάνο master της χρονιάς, το “Megalopolis”, σε ένα γκρουπ ταινιών που είδαν απειροελάχιστοι τολμηροί θεατές. Ο χρόνος θα τους δικαιώσει!

Αυτή την εβδομάδα ανοίγει η προαναφερθείσα βιογραφία του Καζαντζίδη, το “Υπάρχω” δια χειρός Γιώργου Τσεμπερόπουλου, ενώ ο Μοχάμαντ Ρασούλοφ απέδρασε από το Ιράν προκειμένου να παραμείνει ελεύθερος – και να παρουσιάσει τον “Σπόρο της Ιερής Συκιάς” στις Κάννες, όπου και βραβεύτηκε. Αναμφίβολα ένα από τα πρόσωπα της χρονιάς.

Οι ταινίες της εβδομάδας

Υπάρχω

(Γιώργος Τσεμπερόπουλος, 2ω12λ)

***

Ο Στέλιος Καζαντζίδης αφηγείται τη ζωή του σε δημοσιογράφο, από το μεγάλωμά του σε συνθήκες φτώχειας μέχρι την άνοδό του στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού της μεταπολεμικής Ελλάδας, την κυριαρχία του στη Νύχτα, και τους έρωτές του με την Καίτη Γκρέυ και την Μαρινέλλα. Φτάνοντας μέχρι και την θριαμβευτική κυκλοφορία του Υπάρχω.

Συνεχίζοντας την παράδοση των καλογυρισμένων, στιβαρών μεγάλου μπάτζετ παραγωγών που έρχονται τα τελευταία χρόνια να προσφέρουν ποιοτικό, λαϊκό θέαμα (από την “Ευτυχία” μέχρι την “Σμύρνη Μου Αγαπημένη”), το “Υπάρχω” αναλαμβάνει να φέρει στη μεγάλη οθόνη την ιστορία της πιο εμβληματικής ίσως φωνής της σύγχρονης Ελλάδας. Από εκείνα τα πρόσωπα που λέμε συχνά πως, αν ήμασταν στο Χόλιγουντ θα είχαν γίνει γι’αυτόν ήδη όχι μία, αλλά τρεις ταινίες.

Η ταινία ακολουθεί μια συμβατική δομή επεισοδίων από όλη τη ζωή του Καζαντζίδη, τονίζοντας μεν σωστά την φτωχή του προέλευση, αλλά και ταυτόχρονα στριμώχνοντας πολλά «λήμματα» το ένα μετά το άλλο με τρόπο συχνά αμήχανο ως προς το ρυθμό και την εστίαση της ιστορίας. Εκεί όμως που το φιλμ πραγματικά ζωντανεύει είναι μέσα από τη ματιά του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, σε ένα σπουδαίο ταίριασμα υλικού με σκηνοθέτη.

Από το ντοκιμαντέρ “Μέγαρα” του ‘74 μέχρι τις διαφόρων ειδών και εποχών φιξιόν ταινίες του (“Πίσω Πόρτα”, “Ο Εχθρός Μου”, “Άντε Γεια…”) ο Τσεμπερόπουλος όχι μόνο δεν έχει κάνει μέτρια ταινία στην καριέρα του, αλλά έχει αναπτύξει και ένα απόλυτα προσωπικό κινηματογραφικό βλέμμα, στον τρόπο με τον οποίο αναζητά μελαγχολικά κοιτάγματα, στιβαρές κινήσεις και (λαϊκούς) ήρωες μέσα σε μεταβαλλόμενα κοινωνικά περιβάλλοντα.

Στα έργα του υπάρχει πάντα κίνηση και λεπτομέρεια και αλήθεια, από το πώς κοιτάζει τα πρόσωπα των ηρώων του μέχρι τη ζωντάνια και την αίσθηση αυθεντικότητας στα αστικά σκηνικά – από φτωχικά σπίτια μέχρι τραπέζια μιας μερακλίδικης παρέας σε κάποιο μαγαζί, κι από τις κινήσεις των εργατών στο τέλος μιας βάρδιας μέχρι κορμιά που έλκονται με ωμότητα και πάθος. Ακόμα και μέσα από μια υπερβολικά γυαλιστερή και «καθαρή» χροιά της εικόνας του Γιάννη Δρακουλαράκου (“Ευτυχία”), ο Τσεμπερόπουλος βρίσκει μια απολύτως αναγκαία αίσθηση τραχύτητας.

Μέσα από αυτή τη ματιά, ακόμα και συμβατικά κομμάτια αφηγηματικά αναμενόμενης βιογραφίας αποκτούν νέο ενδιαφέρον, ζωντάνια και αμεσότητα. Εδώ, το υπαρξιακό βάρος του Καζαντζίδη το νιώθεις στο πώς δεν τον χωράει ο κόσμος του, στο πώς πάντα κυνηγά μια αδύνατη άσκηση ισορροπίας: Είναι σαν την ίδια στιγμή να θέλει να φύγει μακριά από κόσμο στον οποίο γεννήθηκε (ή ανήκει!) αλλά και διαρκώς να επιστρέφει σε αυτόν – επειδή τελικά, βαθιά μέσα, είμαστε αυτοί που είμαστε.

Είναι ένα μεστό λαϊκό προφίλ, που συν τοις άλλοις δεν φοβάται την αγριάδα της εποχής και της συγκεκριμένης προσωπικότητα, σε συμπεριφορές και σε κινήσεις – από τον απότομο Καζαντζίδη που όλα μοιάζουν να του φταίνε, μέχρι την ωμή έκφραση πάθους ή θυμού. Σε αυτό τον περίπλοκο ρόλο, ο Χρήστος Μάστορας αποδεικνύεται μια ομολογουμένως αναπάντεχα πετυχημένη επιλογή κάστινγκ. Είναι τόσο αφοσιωμένος και τόσο βυθισμένος μες στην περσόνα του Καζαντζίδη, που νιώθεις σαν κι ο ίδιος να είχε ξεχάσει ποιος είναι.

Δεν κατέχει τις τεχνικές δεξιότητες που θα επέτρεπαν σε έναν βετεράνο ηθοποιό να σε συνεπάρει και να ξεχάσεις τι βλέπεις, οπότε ποντάρει στο άκρως αντίθετο: Σε βυθίζει μέσα μαζί του. Εκμεταλλεύεται τα όποια κοινά βιώματα για να παίξει με τη φωνή και τη γλώσσα του σώματος, αλλά δε λύνεται ποτέ κι αυτό περιέργως λειτουργεί, έρχεται σε συμφωνία με έναν ήρωα που έμοιαζε διαρκώς να βρίσκεται σε πάλη με το είναι του. Σε αυτό το ρόλο, ο Μάστορας είναι αυτό που λέμε in the zone, και μαζί του εκεί μεταφερόμαστε κι εμείς.

Δίπλα του, η θεατρικότητα της Κλέλιας Ρένεση ως Καίτη Γκρέυ μάλλον δεν λειτουργεί εξίσου καλά (αν και έχει κάποιες απολαυστικές στιγμές), ενώ πολύ δυναμική και θετική παρουσία είναι αυτή της Ασημένιας Βουλιώτη στον σαφώς πιο πολυδιάστατο ρόλο της Μαρινέλλας. Και τελικά σε ένα καλλιτεχνικό σύνολο που καταφέρνει να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στην περσόνα του Καζαντζίδη, τοποθετώντας τον στο κέντρο μιας ιστορίας για τις ρίζες –τελικά– της ίδιας της σύγχρονης Ελλάδας.

Ο Σπόρος της Ιερής Συκιάς

(“The Seed of the Sacred Fig / Dane-ye anjir-e ma’abed”, Μοχάμαντ Ρασούλοφ, 2ω47λ)

***

Ο Ιμάν, ένας δικαστικός ανακριτής του ιρανικού καθεστώτος, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Από τη μία έχει βλέψεις για επαγγελματική ανέλιξη μες στο καταπιεστικό σύστημα της χώρας, από την άλλη όμως βρίσκει απέναντί του την ίδια του την οικογένεια. Οι δυο κόρες του, μέσα από το social media και την άφιλτρη παρουσίαση της αλήθειας που προσπαθεί να καταπιέσει η κρατική προπαγάνδα, έρχονται σε επαφή με την αλήθεια για την κατάσταση στη χώρα. Όταν ο Ιμάν χάσει το υπηρεσιακό του όπλο θα κατηγορήσει τις κόρες του και σύντομα η σύγκρουσή τους θα γίνεται κυριολεκτική.

Έτσι κι αλλιώς στόχος του ιρανικού καθεστώτος επί σειρά ετών για τις όλο και πιο πολιτικά συγκροτημένες ταινίες του (πιο πρόσφατα το “Ένας Ακέραιος Άνθρωπος” και το “Δεν Υπάρχει Κακό” με Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο), ο Μοχάμαντ Ρασούλοφ βρέθηκε τώρα αντιμέτωπος με ποινή φυλάκισης 8 ετών χάρη σε αυτή, την πιο πρόσφατή του. Η οποία πλέον τίθεται όσο πιο σαφώς κι ευθέως γίνεται απέναντι στην κυβερνητική προπαγάνδα και το κράτος ελέγχου, τόσο μέσα από μια δραματικά απλουστευτική (αλλά δυνατή, ογκώδη) ιστορία, όσο και με τη χρήση αληθινών εικόνων και βίντεο από την εξέγερση στο Ιράν.

Η κλιμακούμενη ένταση ανάμεσα στις κόρες και τον πατέρα ξεδιπλώνεται μέσα από ομολογουμένως μακράς διαρκείας αλλά πάντα καθηλωτικά επεισόδια έντονης συμβολικότητας, με το κάθε ένα να οδηγεί στο επόμενο με ακρίβεια αλλά και με μια αίσθηση αγωνίας και φόβου: Πόσο ακόμα χειρότερα θα γίνουν τα πράγματα στο επόμενο σκαλοπάτι;

Με το ένα πόδι στο χώρο της κοινωνικής αλληγορίας και με το άλλο στην αμεσότητα της σοκαριστικής εικόνας-ντοκουμέντο, ο Ρασούλοφ χτίζει ένα ιδιόμορφο κατασκεύασμα πολιτικής αιχμής που είναι αδύνατο να παρεξηγήσεις ή παρερμηνεύσεις, έστω κι αν έτσι ποτέ δεν εκμεταλλεύεται πλήρως κανένα από τα εργαλεία του. Οι αντιφάσεις αυτές είναι παρούσες μέχρι τέλους, όπου το παραφουσκωμένο και σχηματικό αφηγηματικό τέλος της ιστορίας, δίνει σκυτάλη σε μια συνταρακτική υπενθύμιση της πραγματικότητας.

Εν μέρει λοιπόν φιλμ-αντίδραση, εν μέρει ακτιβιστική φωνή, εν μέρει παραδοσιακής στόφας κοινωνικό θρίλερ, το έργο του Ρασούλοφ φέρνει στις οθόνες μας μια σεισμική αλλαγή που συντελείται (κάτω από βία φυσικά, και καταπίεση), θέλοντας να μας κάνει –εξοργισμένους– μάρτυρες. Στηρίζοντας κι ο ίδιος αυτή την ορκισμένη του αποστολή με ρίσκο της ίδιας του της ελευθερίας. Γι’αυτό κι ο “Σπόρος της Ιερής Συκιάς”, περισσότερο από κάθε άλλη του ταινία, μιλάει –και ανήκει– στον εκεί έξω κόσμο.

Αξιαγάπητη

(“Loveable / Elskling”, Λίλια Ινγκολφσντοτίρ, 1ω41λ)

**½

Η χωρισμένη με δύο παιδιά Μαρία γνωρίζει τον αντισυμβατικό Σίγκμουντ και σύντομα μεγαλώνει την οικογένειά της μαζί του, προσπαθώντας να ισορροπήσει την απαιτητική καριέρα της με έναν δεύτερο γάμο. Καθώς όλοι και όλα απαιτούν ένα κομμάτι της, η Μαρία αρχίζει να χάνει τον έλεγχο και τα πάντα αποσυντίθενται. Όταν ο Σίγκμουντ ζητήσει διαζύγιο, η Μαρία θα αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες φοβίες και ανασφάλειές της.

Καλογυρισμένο και εξαιρετικά παιγμένο (με την εντυπωσιακή Χέλγκα Γκούρεν να κερδίζει το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι) δράμα χαρακτήρων που ξέρει πώς να κρατά το ενδιαφέρον ακόμα κι αν δεν κάνει ποτέ κάτι αληθινά πρωτότυπο με το υλικό και τους χαρακτήρες του. Υπάρχουν εξαιρετικές μεμονωμένες στιγμές (όπως μια στιγμή συνειδητοποίησης για τη Μαρία σε πρώτο πρόσωπο στην τρίτη πράξη του φιλμ) με το κάδρο να μην αφήνει ποτέ το κεντρικό ζευγάρι, κι ιδίως εκείνη, έξω από το κέντρο του – μια κάμερα που μοιάζει κολλημένη σε ένα βλέμμα μέχρι να καταλάβουμε τα πάντα για αυτό.

Όμως κι ένα φινάλε εν τέλει απλουστευμένο, λες και πάτησε κάποιος έναν διακόπτη για την ηρωίδα. Σε ένα φιλμ που πλέκει αποτελεσματικά μεν τη διαδρομή που θέλει να ακολουθήσει, αλλά είναι τελικά ίσως υπερβολικά σίγουρο και «καθαρό» ως προς το ποια είναι αυτή.

Ακόμα κυκλοφορούν

Μουφάσα: Ο Βασιλιάς των Λιονταριών: Πρίκουελ για την ιστορία του Μουφάσα όταν ήταν ακόμα ορφανό λιοντάρι, πριν μεγαλώσει και γίνει ο θρυλικός “Βασιλιάς των Λιονταριών”. Σκηνοθετεί ο Μπάρι Τζένκινς, ένας από τους καθοριστικούς δημιουργούς του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά (“Moonlight”, “Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε Να Μιλήσει”).

Τα Τελευταία Χριστούγεννα στο Πατρικό Μας: Την παραμονή των Χριστουγέννων, μια οικογένεια μαζεύεται για να γιορτάσουν, ίσως για τελευταία φορά όλοι μαζί, στο πατρικό τους σπίτι. Καθώς η νύχτα περνάει και ξεκινούν οι ενδοοικογενειακές διαμάχες, μια από τις έφηβες της μάζωξης φεύγει κρυφά με τις φίλες της με σκοπό να κατακτήσουν το χιονισμένο προάστιο. Ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά με Μάικλ Σέρα και Φραντσέσκα “τα tiktok με τον Μάρτιν Σκορσέζε” Σκορσέζε.

Ωρολογιακός Μηχανισμός: Τον 19ο αιώνα στην Ελβετία, ένας άντρας μπλέκεται με ομάδα ωρολογοποιών που σύντομα θα αποκαλύψουν τις αναρχικές πολιτικές τους πεποιθήσεις.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα