ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ Ο ΟΣΚΑΡΙΚΟΣ BARRY JENKINS ΕΚΑΝΕ ΤΟ “MUFASA” ΓΙΑ ΤΗ DISNEY
Ο οσκαρικός δημιουργός μάς μιλάει αποκλειστικά για την απόφασή του να αναλάβει το Mufasa και γιατί δεν θα τη μετανιώσει ποτέ.
Ο Barry Jenkins ξέρει ότι απόρησες. Και να μην του είχε πάει εξαρχής το μυαλό στις αντιδράσεις για την απόφασή του να αναλάβει το Mufasa: The Lion King, του έχει πάει μετά τις 400 φορές που υπολογίζει στο περίπου ότι έχει ερωτηθεί «γιατί έκανες το Mufasa». Είναι αμέτρητοι οι σκηνοθέτες που έκαναν άλμα στην παραγωγή CGI μπλοκμπάστερ, η δική του επιλογή όμως υπεραναλύθηκε. Ίσως επειδή δεν υπάρχει πληθώρα πιο αξιόπιστων σκηνοθετών κάτω των 50 ετών από τον Jenkins.
Σε μία στιγμή ατόφιου WTF θριάμβου, ο δημιουργός είχε σηκωθεί σοκαρισμένος από την καρέκλα του στο Dolby Theater για να παραλάβει μαζί με την υπόλοιπη δημιουργική ομάδα το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για το Moonlight, λίγα λεπτά αφότου το βραβείο είχε πάει στο La La Land. Λίγα χρόνια αργότερα θα επέστρεφε με το If Beale Street Could Talk, άλλο ένα αριστουργηματικό, πολυεπίπεδο ρομαντικό δράμα καθοδηγημένο από τη διαισθητική του προσέγγιση, ακτινοβολώντας ζεστασιά σε κάθε καρέ. Διασκευάζοντας ένα πολυαγαπημένο μυθιστόρημα του James Baldwin και, κυρίως, έχοντας κερδίσει ένα επεισοδιακό Όσκαρ δύο χρόνια πριν, ο Jenkins θα απευθυνόταν σε ένα ευρύτερο, πιο πεινασμένο κοινό, με πολύ μεγαλύτερο επίπεδο προσδοκίας, παρέα με μία άδικη αλλά αναπόφευκτη πίεση. Η πίεση για το Mufasa όμως θα ήταν διαφορετική και όχι απαραίτητα άδικη.
Τι δουλειά είχε ένας σκηνοθέτης ελεγειακών κοντινών με CGI λιοντάρια που θα περιόριζαν τις εντυπωσιακότερες δεξιότητές του; Θα χάναμε έναν ακόμη στη μηχανή ενός Χόλιγουντ που ισοπεδώνει τις μεσαίου μπάτζετ ταινίες και αφήνει τις αποφάσεις σε άτομα που λαμβάνουν υπέρογκα μπόνους αλλά δεν αντιλαμβάνονται γιατί οι σεναριογράφοι και οι ηθοποιοί που φτιάχνουν όσα πουλάνε χρειάστηκε να απεργήσουν; Και γιατί να στερηθούμε έναν σπουδαίο δημιουργό για τα πολλά χρόνια που τέτοια πρότζεκτ παίρνουν για να ολοκληρωθούν;
«Barry, είσαι πολύ καλός και ταλαντούχος για την άψυχη μηχανή του Iger», του είχε γράψει ένας χρήστη του X τον περασμένο Απρίλιο, αναφερόμενος στον διευθύνοντα σύμβουλο της Disney, Bob Iger.
«Δεν υπάρχει τίποτα άψυχο στο Lion King», είχε απαντήσει ο Jenkins. «Εδώ και δεκαετίες τα παιδιά κάθονται στις αίθουσες σε όλο τον κόσμο και βιώνουν για πρώτη φορά το συλλογικό πένθος, ασχολούνται για πρώτη φορά με τον Σαίξπηρ, σε διαδρόμους και μυριάδες γλώσσες. [Είναι] το πιο ισχυρό όχημα για κοινοτική ενσυναίσθηση».
Ο Jenkins υπερασπίστηκε τη θέση του, αναρωτιόμουν όμως αν τελικά χρειαζόταν να το κάνει. Δεν βγάζω τον εαυτό μου από την ομάδα των απορημένων, έως και ανήσυχων, θαυμαστών του σκηνοθέτη, ταυτόχρονα όμως δεν μπορώ να υποθέτω ότι γνωρίζω εκ των προτέρων τις επιθυμίες ενός δημιουργού, και τις ανάγκες του, ειδικότερα, σε μία δεδομένη στιγμή της καλλιτεχνικής του πορείας. Το αν αυτό είναι ένα πρότζεκτ για την περίοδο ακμής ενός καλλιτέχνη θα το απαντήσει ο καθένας από εμάς ξεχωριστά αφότου δει την ταινία, ο μόνος ωστόσο που μπορεί όντως να αποφανθεί σχετικά θα είναι πάντα ο ίδιος ο καλλιτέχνης.
Ο συγκεκριμένος, έχοντας βγει από το Underground Railroad, την καλύτερη ίσως τηλεοπτική σειρά της χρονιάς και το πιο απαιτητικό πρότζεκτ του ως τώρα, για το οποίο φλέρταρε με το εγκεφαλικό όταν ανακάλυψε πως ήταν ήδη κάποιες δεκάδες εκατομμύρια εκτός μπάτζετ πριν καν ρολάρουν οι κάμερες, αποζητούσε να του μαζέψει κάποιος τα ηνία και εμπιστευόταν πως θα έβρισκε τρόπους να κρατήσει την ταυτότητά του. Σκέφτηκε, επίσης, πως θα ήταν μία καλή ευκαιρία να εκπαιδευτεί στα νέα κινηματογραφικά παιχνίδια. Μάθε τέχνη κι άστηνε.
Το Mufasa, ένα prequel του Lion King που εστιάζει στον δεσμό του ομώνυμου ήρωα με τον αδερφό του, Scar, και τη συνάντησή τους με χαρακτήρες όπως η Sarabi και ο Rafiki σε μία στιγμή όπου όλοι τους βρίσκονταν σε διαφορετικές αναζητήσεις, έχει κάποιες – λίγες – λεπτές σουρεαλιστικές πινελιές που δεν υπήρχαν στην ταινία του 2019, όπως ένας σχηματισμός σύννεφων που παίρνει το σχήμα του κεφαλιού ενός λιονταριού και μία αντανάκλαση στο νερό που απεικονίζει για λίγο την οικογένεια του Mufasa και τον ίδιο μικρότερο. Υπάρχουν επίσης τα χαρακτηριστικά κοντινά του, και αρκετές ρευστές, αδιάκοπες λήψεις που αιωρούνται προς και γύρω από τους χαρακτήρες, θυμίζοντας τον αργό κινηματογράφο και όχι την τυπική γραμματική των καρτούν της Disney. Οι σχέσεις των χαρακτήρων είναι εμπλουτισμένες με συναίσθημα που πείθει περισσότερο από την ταινία του ‘19 και η οπτική αυτοπεποίθησή του είναι έκδηλη. Ακόμα και ο αυτοσχεδιασμός είναι εδώ, με το 90% των διαλόγων που έφτιαχναν επιτόπου στο ίδιο booth ο Seth Rogen και ο Billy Eichner ως Pumbaa και Timon να είναι σχεδόν όλο το κομμάτι τους στην ταινία. Δεν θα βιαζόμουν να υποθέσω πως η ταινία δεν έχει στοιχεία της υπογραφής του.
Ακόμη και να το έκανα πάντως, φαίνεται πως ο Jenkins θα έδειχνε κατανόηση. Ξέρει, άλλωστε, και ο ίδιος από γρήγορα συμπεράσματα. Δεν είχε καν σκοπό να διαβάσει το σενάριο του Mufasa. Το πλάνο του ήταν να πει ψέματα στους εκπροσώπους του ότι το έκανε και να μεταφέρουν το όχι του στη Disney. Η σύζυγός του όμως, η σεναριογράφος και σκηνοθέτρια Lulu Wang, επίσης επιτυχημένη στον arthouse χώρο με το The Farewell, αναρωτήθηκε εάν ο λόγος που δεν το διάβαζε ήταν επειδή φοβόταν.
Μιλήσαμε για όλα όσα ακολούθησαν μετά την πρώτη του ανάγνωση στην αποκλειστική συνέντευξη που θα δεις αμέσως τώρα.
Διάβασα ότι η πρώτη σου παρόρμηση όταν σου πρότειναν το σενάριο ήταν να μην το αναλάβεις. Τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη;
Ήταν η δύναμη του σεναρίου. Όταν το έλαβα, δεν το διάβασα αρχικά. Το απέρριψα από συνήθεια, από το γρήγορο συμπέρασμά μου. Μέχρι εκείνο το σημείο είχα πραγματικά δημιουργήσει όλες μου τις δουλειές. Είχα γράψει όλα όσα είχα σκηνοθετήσει, οπότε αυτό θα ήταν κάτι καινούργιο από αυτή την άποψη. Ήταν επίσης μία ταινία κινουμένων σχεδίων, και αυτό καινούργιο.
Και έτσι απλώς το απέρριψα, χωρίς καν να επιτρέψω στον εαυτό μου να το σκεφτεί σοβαρά. Με αυτό εννοώ το να ασχοληθώ πραγματικά με το τι ήταν αυτό το πράγμα και όχι με το τι υπέθεσα ότι ήταν. Μεγαλώνεις ως παιδί, βλέπεις τον Βασιλιά των Λιονταριών πριν γίνεις κάποιος arthouse σκηνοθέτης, και γίνεται μέρος του DNA πολλών από τις εμπειρίες σου. Είδα τι είχε κάνει ο Jeff Nathanson με αυτούς τους χαρακτήρες, και το βρήκα απροσδόκητο, τόσο ως κάποιος που δημιουργεί ταινίες, που κάνει τέχνη, αλλά και ως νεαρό άτομο που το θα αντιμετώπιζε κάτι τέτοιο για πρώτη φορά. Σκέφτηκα, δεν θα ήταν υπέροχο να συμμετέχω σε αυτό και να χρησιμοποιήσω ένα νέο σύνολο δεξιοτήτων μαθαίνοντας μια νέα τεχνολογία για να αφηγηθώ αυτή την ιστορία;
Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος του Mufasa και, κυρίως, πώς κινήθηκες εσύ μέσα σε αυτόν; Γιατί είναι ένας τρόπος κινηματογράφησης εντελώς διαφορετικός για σένα.
Δεν κάναμε γυρίσματα με goggles. Για να φτιάξουμε όλα τα σκηνικά ώστε να τα εξερευνήσουμε, όπως ακριβώς γίνεται σε μια ταινία μεγάλου μήκους, πηγαίνεις σε ανιχνευτές τοποθεσιών. Αυτό κάναμε με goggles, πράγμα υπέροχο επειδή ξεκινήσαμε την ταινία κατά τη διάρκεια της πανδημίας και έτσι μπορούσαμε να βρεθούμε σε όλο τον κόσμο και να ανιχνεύσουμε τοποθεσίες που αντιπροσώπευαν εικόνες σε όλη την αφρικανική ήπειρο. Είχαμε χαρτογραφήσει λοιπόν το ταξίδι της ταινίας όταν ήρθε η ώρα να τη γυρίσουμε την ταινία, τα goggles είχαν φύγει ως τότε.
Η εικονική παραγωγή δεν γίνεται με headset. Αυτό που κάνεις είναι να δημιουργείς ουσιαστικά έναν φυσικό χώρο σε ένα volume stage, και στη συνέχεια δημιουργείς μία κάμερα που υπάρχει επίσης σε αυτόν τον χώρο. Αυτό σου επιτρέπει να περιφέρεσαι και να κινηματογραφείς σε πραγματικό χρόνο σε κάποιο βαθμό. Χρησιμοποιήσαμε την Unreal Engine για να φτιάξουμε την ταινία. Η ανακάλυψη ήταν ότι συνειδητοποιήσαμε πολύ νωρίς στη διαδικασία ότι για να φτιάξουμε την ταινία με τον τρόπο που φτιάξαμε ταινίες όπως το Moonlight ή το If Beale Street Could Talk, έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να έχουμε πραγματικά όλους τους ηθοποιούς σε έναν φυσικό χώρο στον οποίο θα κατοικούσαμε. Το μοναδικό πράγμα που δεν ήταν ήδη προκαθορισμένο ήταν το blocking των ηθοποιών.
Έτσι εξελίξαμε την εικονική παραγωγή από έναν κόσμο όπου, όντως, φοράς goggles κανονικά. Μπορείς να γυρίσεις εξ ολοκλήρου την ταινία έτσι, χωρίς να είναι κανείς εκεί, μπορείς να δημιουργήσεις τα πάντα εκτός από την κίνηση των χαρακτήρων. Μετά όμως τοποθετείς εμένα, τον κάμεραμαν, τους ηθοποιούς, μας δίνεις εργαλεία για να περιηγηθούμε σε έναν φυσικό χώρο, και αυτός μεταφράζεται σε εικονικό. Στις ταινίες κινουμένων σχεδίων περιγράφεις αυτό που θέλεις, κάποιος άλλος το δημιουργεί, επιστρέφει, και μετά δίνεις σημειώσεις σχετικά με αυτό που έφτιαξε.
Μου αρέσει όμως η ιδέα της έκφρασης, της οπτικής επαφής, της μη λεκτικής επικοινωνίας, η γλώσσα του σώματος. Η κάμερα έχει μία άμεση σχέση, μία άμεση οικειότητα με αυτό. Γι’ αυτό μου αρέσει που έχουμε τους χαρακτήρες μας σε ένα φυσικό χώρο, με κανονική κάμερα, έτσι ώστε αν πλησιάσω κάποιον, μπορεί ενστικτωδώς να κάνει πίσω επειδή, ας πούμε, απειλείται. Η κάμερα θα προσαρμόσει αυτό το αίσθημα απειλής σε πραγματικό χρόνο. Το να το περιγράψω αυτό σε έναν animator…δεν ξέρω… γίνεται πιο στημένο σε σχέση με το να είσαι στη σκηνή, να ακούς τη φωνή του ηθοποιού, να συνειδητοποιείς ότι είπε τη φράση με έναν φοβισμένο τρόπο. Ενώ αν προσαρμόσουμε το σημείο που βρισκόμαστε στο blocking, η κάμερα θα προσαρμοστεί επίσης.
Τούτη η ταινία έχει το καθήκον να εξηγήσει τη μυθολογία του Βασιλιά των Λιονταριών και να δώσει πληροφορίες για το ρήγμα μεταξύ του Mufasa και του Scar. Πώς έμοιαζε η διαδικασία σε σχέση με αυτό;
Όταν διάβασα για πρώτη φορά το σενάριο του Jeff Nathanson, το βρήκα υπέροχο. Ένα από τα στοιχεία του που πραγματικά μου άρεσε πολύ σε αυτό ήταν ότι δεν είχε υπερεξηγήσεις, αλλά σου έδινε αυτή την πολύ λεπτή και σύνθετη απεικόνιση του πώς αυτοί οι χαρακτήρες εξελίσσονται ώστε να γίνουν, στην περίπτωση του Mufasa η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του, και στην περίπτωση του Scar η χειρότερη. Σκέφτηκα ότι θα ήταν πράγματι ενδιαφέρον για όσους έχουν αναπτύξει πολύ στενή σχέση με αυτούς τους χαρακτήρες στα 30 χρόνια που υπάρχει το Lion King. Είναι κάπως υπέροχο να βλέπεις πόσο ισχυρός ήταν ο δεσμός μεταξύ του Mufasa και του Taka σε κάποια χρονική φάση. Έχει ενδιαφέρον και ως μάθημα ζωής. Αυτοί οι δύο χαρακτήρες μεγαλώνουν στην ίδια οικογένεια, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Μπορείς να δεις πώς διαφοροποιούνται λόγω της ανατροφής, λόγω της διδασκαλίας που λαμβάνει το ένα παιδί σε σχέση με το άλλο. Ο Mufasa διδάσκεται από τη μητέρα του Taka να γίνεται ένα με τα στοιχεία της φύσης, μαθαίνει τη σημασία της συνύπαρξης όλων των ειδών σε αυτήν. Ο πατέρας του Taka αντιθέτως, ο Obasi, του λέει πως είναι όλοι κατώτεροι του, μόνο και μόνο επειδή είναι βασιλικού αίματος.
Ήταν και σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένο από τον Σαίξπηρ. Με ποιους τρόπους συνεχίστηκε αυτό στο Mufasa;
Η ιδέα της σαιξπηρικής φύσης της ταινίας είναι πολύ ενσωματωμένη εδώ. Ο Jeff Nathanson έκανε πολύ καλή δουλειά με την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων, τόσο αυτών που υπήρχαν όπως ο Mufasa και ειδικά ο Taka, αλλά και κάποιου όπως ο Kiros. Η κατάσταση της ζωής του είναι πολύ παρόμοια με του Rafiki, τους βλέπεις όμως να αντιδρούν σε αυτό με πολύ διαφορετικό τρόπο. Δεν προσπάθησα να τους κάνω να μοιάσουν σαιξπηρικοί, ήταν απολύτως μέρος του DNA του έργου.
Το Moonlight και το If Beale Street Could Talk είναι απίστευτα ευαίσθητες και προσωπικές ταινίες. Το Mufasa μοιάζει είναι μία ιστορία, άλλης κλίμακας, φτιαγμένη σε πιο αυστηρό, στουντιακό περιβάλλον. Αισθάνθηκες ότι μπορούσες να αφήσεις το αποτύπωμά σου;
Έχει σίγουρα το αποτύπωμά μου. Υπάρχει, για παράδειγμα, μία πολύ απλή σκηνή στην ταινία, όπου μετά από ένα πολύ καταστροφικό συμβάν, ένας χαρακτήρας μιλάει στον πατέρα του, και ο πατέρας του τού λέει, «κανείς ποτέ δεν μπορεί να μάθει ότι εγκατέλειψες τη μητέρα σου, δεν συνέβη ποτέ, καταλαβαίνεις;». Ο άλλος χαρακτήρας λέει, «μα ήμουν απλά φοβισμένος». Αντί ο πατέρας του να πει ότι δεν πειράζει να είναι κανείς φοβισμένος, του λέει πως η απάτη είναι το εργαλείο ενός μεγάλου βασιλιά. Ο διάλογος είναι τόσο πολυεπίπεδος, τόσο λεπτός όσο οποιαδήποτε συζήτηση στο Moonlight και στο If Beale Street Could Talk. Και όμως, όπως είπες, η κλίμακα είναι επική. Το βρήκα πολύ αναζωογονητικό αυτό, πολύ δυνατό.
Τα παιδιά θα πάνε στον κινηματογράφο και, θεωρητικά, ελπίζω, θα δουν συζητήσεις που θεωρώ ότι έχουν συναισθηματικό βάρος. Η μοίρα του κόσμου είναι στους ώμους αυτών των χαρακτήρων, κυριολεκτικά. Παρακολουθούμε δύο παιδιά – το ένα θα εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους πατέρες που έχουμε δει ποτέ στην ιστορία του κινηματογράφου και το άλλο θα εξελιχθεί σε έναν από τους πιο ειδεχθείς κακούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Θεώρησα ότι ήταν βαθύ και άξιο εξερεύνησης, άξιο μελέτης με τον ίδιο φακό που θα το έκανα σε μία ταινία όπως το Moonlight, αλλά τώρα στην κλίμακα ενός έργου όπως το Mufasa.
Επίτρεψέ μου να πω και κάτι ακόμα, γιατί μου αρέσει πολύ αυτή η ερώτηση. Στο αρχικό 2D animation του Lion King, τα παιδιά βρέθηκαν σε έναν κινηματογράφο να παρακολουθούν επί 12 λεπτά τη σκηνή όπου ο Simba πρέπει να πλησιάσει τον νεκρό Mufasa, τον πατέρα του, και να επεξεργάζονται με πολύ ειλικρινή τρόπο το πώς μπορεί να είναι το να χάνεις για πρώτη φορά έναν γονέα. Αυτό συμβαίνει σε μία παιδική ψυχαγωγική ταινία, την οποία αισθάνεσαι και αισθάνονται πολύ ασφαλή, αλλά η διαύγεια του συναισθήματος είναι τόσο καθαρή όσο οτιδήποτε θα δεις σε μία ταινία στις Κάννες και στο Sundance. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι σοβαρό σε αυτό. Έτσι ένιωσα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μην μπορώ να φέρω εδώ τη σοβαρή πλευρά του εαυτού μου που κάνει ταινίες όπως το Moonlight.
Θυμάσαι να παρακολουθείς το πρώτο Lion King;
Το ανακάλυψα όταν κρατούσα τα ανίψια μου. Πίσω στη δεκαετία του 1990, προσπαθούσες να βρεις ποια βιντεοκασέτα θα κρατούσε την προσοχή τους περισσότερο. Δεν υπήρχε το Baby Shark, δεν υπήρχαν τα iPads. Έπρεπε να βάλεις ταινία. Και θυμάμαι να συνειδητοποιώ ότι επεξεργάζονταν αυτό το πολύ σύνθετο συναίσθημα που μόλις ανέφερα, ενδεχομένως για πρώτη φορά – το πώς μπορεί να είναι να χάνεις έναν γονέα. Το πένθος, το τραύμα που προκαλεί αυτό. Αλλά γινόταν με έναν πολύ ασφαλή τρόπο και νομίζω ότι ήταν πολύ ισχυρό αυτό. Αυτή είναι η πρώτη μου ανάμνηση από τον Βασιλιά των Λιονταριών. Όταν αποδέχτηκα να γυρίσω αυτή την ταινία, συνειδητοποίησα ότι το δικό μου κατώφλι σε αυτή ήταν πως τα συναισθήματα μέσα της θα έπρεπε να είναι τόσο πολύπλοκα όσο αυτό.
Κοιτάζοντας πίσω στα τελευταία χρόνια, αισθάνεσαι ότι θα έκανες ξανά κάτι τέτοιο; Είδα ότι την περασμένη εβδομάδα ανέφερες πως το digital filmmaking δεν είναι το φόρτε σου.
Ναι, εκείνη η άποψη αφορούσε μία εντελώς ψηφιακή κινηματογράφηση, όχι αυτό που κάναμε εδώ. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να γυρίσουμε αυτή την ταινία, με μία πολύ νέα τεχνολογία. Συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν πολύ εύπλαστη. Πήγαμε και επισκεφτήκαμε τους ανθρώπους που φτιάχνουν το Avatar, και κάποιοι από αυτούς ήρθαν και μας βοήθησαν να επανακωδικοποιήσουμε την εικονική παραγωγή με την οποία δουλεύαμε, ώστε να μπορέσουμε να φέρουμε ζωντανά ερεθίσματα. Οπότε μπορούσαμε να έχουμε ζωντανή κάμερα, ζωντανούς ηθοποιούς, τους ίδιους τους animators με ειδικά κοστούμια στο soundstage που δούλευαν το blocking. Αυτό ήταν το πραγματικό κινούμενο σχέδιο που θα κατέληγε στην ταινία, έτσι ώστε αν εσύ και εγώ κάναμε μία συζήτηση και εγώ έκανα ένα βήμα προς το μέρος σου, μπορούσες να κάνεις ένα οργανικό βήμα πίσω. Ή αν τη συζήτηση και συνειδητοποιούσα ότι, ξέρεις κάτι, θέλω να σου γυρίσω την πλάτη αυτή τη στιγμή, γιατί θέλω να νιώσεις ότι έχω αηδιάσει τόσο πολύ μαζί σου που δεν μπορώ καν να σε κοιτάξω. Ήμασταν σε θέση να κάνουμε τέτοια πράγματα. Είχαμε ήδη σκηνοθετήσει το voice acting, τη φωνητική απόδοση του βασικού καστ που έφερε αυτούς τους δύο κόσμους στη σφαίρα της ζωντανής δράσης. Ήταν στ’ αλήθεια ανανεωτικό.
Αν θα το έκανα αυτό ξανά; Απολύτως. Αν έπρεπε να ξανακάνω αυτή την ταινία, αυτή τη στιγμή, με τον τρόπο που εξελίσσεται η τεχνολογία θα μπορούσα πιθανότατα να την κάνω στα δύο τρίτα του χρόνου, επειδή δημιουργήσαμε μία νέα εκδοχή αυτής της εικονικής παραγωγής που ήταν τόσο ελαστική. Αν ερχόταν το σωστό σενάριο, θα εφάρμοζα οπωσδήποτε αυτά τα εργαλεία για να το κάνω. Τώρα που ξέρω τη γλώσσα, μπορώ να γράψω σονέτα με αυτήν.
<iframe width=”560″ height=”315″ src=”https://www.youtube.com/embed/aszdztHlVks?si=zGDjr2tnnPlKd1G-” title=”YouTube video player” frameborder=”0″ allow=”accelerometer; autoplay; clipboard-write; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture; web-share” referrerpolicy=”strict-origin-when-cross-origin” allowfullscreen></iframe>
Το Mufasa: The Lion King κυκλοφορεί στις αίθουσες από τη Feelgood.