Μια σιωπηλή πρόκληση για τη φορολογική δικαιοσύνη
Διαβάζεται σε 4'Η φορολογική δικαιοσύνη δεν είναι απλώς ζήτημα τεχνικής παρέμβασης. Είναι μια ηθική δέσμευση που απαιτεί συστηματικούς ελέγχους, καθαρούς κανόνες και πολιτική βούληση.
- 24 Δεκεμβρίου 2024 06:55
Η μετονομασία των ιδιωτικών δαπανών σε εταιρικά έξοδα, μια πρακτική που συχνά παραμένει κάτω από το ραντάρ, κρύβει μέσα της έναν αποτελεσματικό μηχανισμό φοροαποφυγής με σοβαρές, όμως, επιπτώσεις για την οικονομία και την κοινωνία. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας βραβευμένης μελέτης από το World Inequality Lab, σύμφωνα με την οποία οι ιδιοκτήτες-διαχειριστές επιχειρήσεων στην Πορτογαλία μεταφέρουν κατά μέσο όρο το ένα τρίτο των προσωπικών και οικογενειακών δαπανών τους στις επιχειρήσεις τους.
Βασισμένη σε λεπτομερή και ακριβή δεδομένα από το ενοποιημένο ηλεκτρονικό σύστημα τιμολόγησης e-Fatura της Πορτογαλίας, η μελέτη αποκαλύπτει για πρώτη φορά τη συστηματική χρήση των επιχειρήσεων ως φορολογικών καταφυγίων, παρουσιάζοντας ευρήματα που καταδεικνύουν την έκταση και τις συνέπειες αυτής της πρακτικής.
Συγκεκριμένα, οι ιδιοκτήτες-διαχειριστές επιχειρήσεων στην Πορτογαλία μεταφέρουν σε ετήσια βάση κατά μέσο όρο:
- 36% των προσωπικών τους δαπανών στις επιχειρήσεις τους, οι οποίες παρουσιάζονται ως επαγγελματικά έξοδα.
- 31% των συνολικών οικογενειακών δαπανών, αποφεύγοντας φόρους εισοδήματος, μερισμάτων και ΦΠΑ.
Αυτή η πρακτική περιλαμβάνει κυρίως δαπάνες σε κατηγορίες που βρίσκονται στο γκρίζο όριο μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής χρήσης, όπως το λιανικό εμπόριο, τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια, οι οποίες είναι δύσκολο να διαχωριστούν.. Για παράδειγμα:
- Τα έξοδα για ξενοδοχεία και εστιατόρια αυξάνονται σημαντικά κατά τον μήνα γενεθλίων τόσο του ιδιοκτήτη (+9,8%) όσο και του/της συζύγου του (+6,1%), ακόμη και όταν ο/η σύζυγος δεν εργάζεται στην επιχείρηση.
- Αντίθετα, δαπάνες που σχετίζονται με μη απαραίτητες προσωπικές υπηρεσίες, όπως η ιδιωτική εκπαίδευση ή η αισθητική ιατρική, είναι λιγότερο πιθανό να μεταφερθούν, καθώς είναι δυσκολότερο να παρουσιαστούν ως επαγγελματικές.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της ίδιας μελέτης, η απώλεια φορολογικών εσόδων είναι εντυπωσιακή:
- 1% του ΑΕΠ της Πορτογαλίας χάνεται κάθε χρόνο από αυτή την πρακτική, ποσό που θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει δημόσιες επενδύσεις ή κοινωνικές παροχές.
- Οι φόροι που αποφεύγονται περιλαμβάνουν τόσο τον ΦΠΑ όσο και τις κοινωνικές εισφορές, δημιουργώντας επιπλέον ανισότητες μεταξύ ιδιοκτητών επιχειρήσεων και μισθωτών εργαζομένων.
Η πρακτική αυτή έχει ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες, καθώς συμβάλει στην αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας. Η μελέτη δείχνει ότι:
- Ο συντελεστής Gini, ο οποίος μετράει την εισοδηματική ανισότητα, αυξάνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα, υποδεικνύοντας ότι το εισόδημα συγκεντρώνεται ακόμη περισσότερο στα ανώτερα οικονομικά στρώματα.
- Το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 1% αυξάνεται κατά μισή μονάδα.
Η μελέτη, τέλος, υπογραμμίζει ότι η κατανάλωση μέσω επιχειρήσεων δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο των μικρών επιχειρήσεων ή των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, αλλά εντοπίζεται σε ολόκληρη την εισοδηματική κατανομή, με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις να παρατηρούνται στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων υψηλού εισοδήματος. Για παράδειγμα:
- Οι ιδιοκτήτες-διαχειριστές επιχειρήσεων στο ανώτατο 1% της εισοδηματικής κλίμακας μειώνουν τις δηλωμένες προσωπικές τους δαπάνες κατά 17,9% μετά τη φορολογική τους “μετάβαση” σε θέση επιχειρηματία.
- Αντίστοιχα, το φορολογητέο εισόδημα εμφανίζει μείωση 3,7% κατά το πρώτο έτος της μετάβασης, ενώ τα εισοδήματα που παραμένουν εντός της επιχείρησης αυξάνονται, υποδεικνύοντας σκόπιμη μεταφορά πλούτου.
Είναι προφανές ότι οι συνέπειες αυτής της πρακτικής υπερβαίνουν τη φορολογία και επηρεάζουν την οικονομική διαφάνεια, την κοινωνική συνοχή και τη λειτουργία της ίδιας της αγοράς.
Αν και τα δεδομένα προέρχονται από την Πορτογαλία, η χώρα μας παρουσιάζει ομοιότητες κυρίως όσον αφορά το πολύ υψηλό μερίδιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην οικονομία, κάτι που ίσως να δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για παρόμοιες πρακτικές.
Το ηλεκτρονικό σύστημα myDATA, που στοχεύει στη διαφάνεια, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο περιορισμού της φοροαποφυγής μέσω της “μεταμφίεσης” ιδιωτικών δαπανών σε εταιρικά έξοδα. Ωστόσο, η επιτυχία του εξαρτάται από την εφαρμογή αυστηρότερων ελέγχων και τη δημιουργία σαφών κανόνων για τον διαχωρισμό προσωπικών και εταιρικών δαπανών.
Το συμπέρασμα είναι πως η για πολλούς αθώα και θεμιτή πρακτική “χρέωσέ τα στην εταιρεία” ίσως να επηρεάζει περισσότερο απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε την κοινωνική συνοχή, ενισχύοντας τις εισοδηματικές ανισότητες και διαβρώνοντας υπόγεια αλλά σταθερά τη φορολογική εμπιστοσύνη των πολιτών.
Η φορολογική δικαιοσύνη δεν είναι απλώς ζήτημα τεχνικής παρέμβασης. Είναι μια ηθική δέσμευση που απαιτεί συστηματικούς ελέγχους, καθαρούς κανόνες και πολιτική βούληση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο φορολογικό σύστημα.