ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΚΑΘΗΛΩΝΕΙ ΑΚΟΜΑ Ο ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ, ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ;
Το Magazine κάνει μια αναδρομή στις κινηματογραφικές εμφανίσεις του εμβληματικού Δράκουλα, και συνομιλεί με τον σκηνοθέτη Ρόμπερτ Έγκερς που μας εξηγεί γιατί ήθελε να γυρίσει τη δική του, νέα εκδοχή του Νοσφεράτου.
«Σεξ και θάνατος», λέει ο Ρόμπερτ Έγκερς.
«Το σεξ κι ο θάνατος έχουν διαχρονική ισχύ», αποκρίνεται με ένα ύφος που μοιάζει εν μέρει έκπληκτο (σα να λέει: πώς να εξηγήσω εγώ κάτι τόσο διαχρονικό;) κι εν μέρει παιχνιδιάρικο (σα να ομολογεί: είναι προφανές όμως, έτσι δεν είναι;).
Δίπλα του στέκεται ο Γουίλεμ Νταφόε, ένας από τους πρωταγωνιστές της νέας, δικής του εκδοχής πάνω στο διαχρονικό μύθο του Νοσφεράτου. Οι δυο τους διασκεδάζουν καθώς προσφέρουν τις δικές τους θεωρίες για το τι είναι που κάνει το Νοσφεράτου μια από τις πιο επίμονες κινηματογραφικές εικόνες. Σίγουρα το έχουν σκεφτεί, και το έχουν συζητήσει ξανά και ξανά, ειδικά από τη στιγμή που κι οι δύο έχουν τη δική τους προσωπική ιστορία με τον Πρίγκιπα του Σκότους.
Για τον Νταφόε, που στη νέα ταινία παίζει έναν αμφιλεγόμενο καθηγητή βασισμένο στον Βαν Χέλσινγκ του Μπραμ Στόκερ, η σύνδεση πάει πίσω στην αυγή της χιλιετίας. Τότε που, στην ταινία Shadow of the Vampire, είχε υποδυθεί τον Μαξ Σρεκ, τον πρωταγωνιστή του ορίτζιναλ Νοσφεράτου του 1922 – αλλά με την εξής φανταστική υπόθεση εργασίας: «Κι αν ο Μαξ Σρεκ ήταν στα αλήθεια βαμπίρ;!»
Για τον δε Έγκερς, σκηνοθέτη που πάντα καταφέρνει να μας εντυπωσιάζει με την βαριά, ακριβέστατη αισθητική του προσέγγιση (βλέπε Northman, βλέπε The Lighthouse) και την χρήση των αισθητικών, λογοτεχνικών και κινηματογραφικών του αναφορών, ο Νοσφεράτου ήταν κάτι σαν όνειρο ζωής. Η πρώτη του επαφή με την ιστορία ήταν μόλις στα 17 του, όταν σκηνοθέτησε μια σχολική παράσταση βασισμένη στον μύθο(!), ενώ το κινηματογραφικό ριμέικ της εμβληματικής ταινίας του Μουρνάου από τον Έγκερς είχε ανακοινωθεί πρώτη φορά πίσω στο 2015.
Για διάφορους λόγους αυτό δεν προχώρησε τότε, αλλά να που σήμερα, 10 χρόνια μετά, ο κατά Έγκερς Νοσφεράτου είναι γεγονός. Έναν αιώνα (και κάτι ψιλά) μετά την πρώτη κινηματογραφική εκδοχή, ο αμερικάνος σκηνοθέτης καταφέρνει να μεταφέρει την ιστορία στη μεγάλη οθόνη με τους δικούς του όρους – αλλά όπως φαίνεται κι από το αποτέλεσμα, υπάρχει κάτι πολύ βαθύ στην πρωτότυπη εκδοχή, που είναι απλά αδύνατον να το αφήσεις πίσω.
ΟΡΛΟΚ, ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΚΟΜΗΣ ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ
Η ιστορία του Νοσφεράτου προέρχεται εξαρχής, φυσικά, από τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ. Το 1922 ο γερμανός καλλιτέχνης και αρχιτέκτονας (και λάτρης του μεταφυσικού) Άλμπιν Γκράου θέλησε να δει στην οθόνη μια μεταφορά του μύθου, αλλά δίχως να έχει τα δικαιώματα του βιβλίου. Δημιούργησε έτσι το λουκ μιας ελαφράς παραλλαγής, της οποίας το σενάριο γράφτηκε πατώντας πάνω στο βιβλίο του Στόκερ, αλλάζοντας ονόματα και τοποθεσίες.
Στην ιστορία, ο Όρλοκ (δηλαδή ο Δράκουλας) κυνηγά την Έλεν, σύζυγο του μεσίτη Τόμας (το ζεύγος των Μίνα και Τζόναθαν Χάρκερ), φέρνοντας στην πόλη τους έναν φονικό λιμό ύστερα από το ταξίδι του από τη θάλασσα. Το εξπρεσιονιστικό αριστούργημα που σκηνοθέτησε ο Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου ουσιαστικά δημιούργησε και καθόρισε ένα νέο είδος και παραμένει μέχρι και σήμερα μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά: ακόμα και σήμερα, συχνά-πυκνά θα βρείτε να παίζεται συνοδεία ζωντανής μουσικής σε κάποια αίθουσα.
Παρά τις ελπίδες των δημιουργών πως η ταινία θα έπαιζε κατά βάση σε ένα εσωτερικό κύκλωμα στη Γερμανία, η οικογένεια του Στόκερ έκανε μήνυση και δικαιώθηκε, με την αρχική απόφαση να διατάζει την καταστροφή της ταινίας – κάτι που ευτυχώς δεν συνέβη. Τον αιώνα που ακολούθησε, το Νοσφεράτου παρότι επί της ουσίας αντίτυπο της ιστορίας του Δράκουλα, δημιούργησε μια δική του παράλληλη κληρονομιά, που συχνά τέμνεται με εκείνη του έργου του Μπραμ Στόκερ.
Είναι χαρακτηριστικό ας πούμε πως όταν ο Κόπολα γύρισε τον δικό του Δράκουλα το 1992, αποτύπωσε την ιστορία με μια γοητεία που μέχρι και σήμερα συντροφεύει αντίστοιχες αναγνώσεις του βαμπιρικού μύθου. Με μεγάλο ενδιαφέρον λοιπόν παρατηρούμε τον Έγκερς σήμερα, να χρησιμοποιεί στοιχεία κι από τις δύο διακλαδώσεις της βαμπιρικής κληρονομιάς, δημιουργώντας έναν Νοσφεράτου που σφύζει από πάθος και ερωτική εμμονή, αλλά δίχως την καθωσπρέπει γοητεία της κατά Κόπολα εκδοχής, πιο κοντά στο επιβλητικό παιχνίδι σκιών του έργου του Μούρναου.
«Το σεξ και ο θάνατος έχουν διαχρονική ισχύ και αυτό δεν περιμένω να αλλάξει ποτέ ως δύο πράγματα που οι άνθρωποι σκέφτονται συνεχώς ως ζωντανά όντα», μας εξηγεί ο Ρόμπερτ Έγκερς επιχειρώντας να εντοπίσει τι είναι αυτό που τελικά διατρέχει όλες τις εκδοχές και που εξηγεί την πολιτιστική επιμονή αυτού του μύθου. «Και στον Δράκουλα αυτά είναι τα δύο κύρια στοιχεία του. Γουίλεμ, εσύ έδωσες χτες μια καλή εξήγηση σε αυτό», λέει ο σκηνοθέτης γυρίζοντας προς τον πρωταγωνιστή του για βοήθεια.
«Πρόκειται τόσο πολύ για το να δίνεις τον εαυτό σου σε κάτι – ένα είδος εμμονής», προσφέρει ο Νταφόε. «Αυτό θα είναι πάντα κάτι με το οποίο ασχολούμαστε, αυτή την εμμονή. Αυτή η ηρωίδα ξέρει ας πούμε ότι η εμμονή που έχει θα την καταστρέψει, αλλά θέλει να δοθεί, είναι σαν μια πνευματική παρόρμηση! Είναι ένα είδος φλερτ με… τι; Με την άλλη πλευρά. Και όλοι σε αυτή την ιστορία το έχουν αυτό, απλά είναι αφοσιωμένοι σε διαφορετικά πράγματα. Σε μια καλή ζωή. Σε μια καλή οικογένεια».
Για τον Έγκερς, αυτή η εξερεύνηση της εμμονής και του πάθους έχει να κάνει τελικά με κάτι αρχέγονο. Κάτι που, λέει, ούτε ο θάνατος δε θα μπορούσε να διώξει μακριά. Τι είναι αυτή η σύνδεση με τις πιο ανεξερεύνητες γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης; Αυτό που πολλές φορές μας φοβίζει να το σκεφτούμε, τα κομμάτια του εαυτού μας και της συνείδησής μας που φοβόμαστε να αναγνωρίσουμε καν πως είναι εκεί, ακόμα και σήμερα που η γνώση είναι μεγαλύτερη και οι δεισιδαιμονίες υποχωρούν.
«Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ζουν πια σε χωριά που κυριαρχούν οι απτές μεσαιωνικές πεποιθήσεις, το νήμα αυτής της σύνδεσής μας με το αρχέγονο είναι κάτι πολύ ισχυρό μέσα μας – ακόμα και σήμερα», λέει ο Έγκερς.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΝΕΟ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ
Ο Ρόμπερτ Έγκερς μοιράστηκε μαζί μας μερικές από τις τεχνικές-κλειδιά της προσέγγισής του, από το πώς προσέγγισε τον τρόμο μέχρι τους χαρακτήρες.
Τα τινάγματα: Μέσα από τη χρήση της μουσικής, το πλάνο-αντίστροφο πλάνο, και τη μακρά κίνηση της κάμερας, ήθελα όλοι να ξέρουν ότι έρχεται ένα τίναγμα τρόμου. Δεν είναι διακριτικό. Είναι μια τεχνική που γνωρίζουμε. Οπότε τα πάντα μας λένε ότι πρόκειται να γίνει κάποιο είδος έκρηξης. Είναι ένταση τεταμένη.
Το βαμπίρ στο σκοτάδι: Θέλω να νιώσετε τον βρικόλακα με όλες σας τις αισθήσεις. Γιατί όταν επιτέλους έρχεται, δεν τον έχουμε δει ως τότε με σαφή τρόπο. Ο τρόμος είναι λοιπόν απότομος.
Ο πυρήνας του τρόμου: Διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικά πράγματα που τους τρομοκρατούν περισσότερο από άλλα. Αλλά με ενδιαφέρει να κάνω ιστορίες όπου μπαίνεις σε κάτι το αρχέγονο. Για ένα τραύμα που δεν φεύγει ούτε μετά τον θάνατο.
Οι ερμηνείες: Η σκηνή της κλιμάκωσης με τη Λίλι-Ρόουζ Ντεπ και τον Νίκολας Χουλτ, όπου εκείνη κυριεύεται και την καταλαμβάνει μια υστερία ήταν πολύ δύσκολη συναισθηματικά για όλους τους εμπλεκόμενους. Τα τεταμένα συναισθήματα έπρεπε να ευθυγραμμιστούν με τη σωματικότητα της ερμηνείας.
Ιστορίες εκτός οθόνης: Προκειμένου να κάνω αυτή την ιστορία δική μου, έγραψα μια νουβέλα με όλες τις προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων, που δεν επρόκειτο να υπάρχουν στην ταινία. Ένα από τα πράγματα που προέκυψαν έτσι, ήταν ο πρόλογος της ταινίας.
«ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΥΝΙΣΜΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΡΙΜΕΪΚ»
«Είναι δίκαιο να υπάρχει κάποιος κυνισμός απέναντι στα ριμέικ», παραδέχεται ο Έγκερς. «Γιατί νομίζω ότι υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι κανείς δεν έχει κάτι καινούργιο να πει. Αλλά ξέρετε κάτι; Αν μιλήσεις για την ιστορία της τέχνης, θα συναντήσεις μοτίβα ζωγραφικής που πάντα επαναλαμβάνονταν. Κι αυτό ήταν μέρος μιας παράδοσης και κάτι αναμενόμενο. Επίσης, ξέρετε, ο Οιδίπους παίζεται στο Γουέστ Εντ αυτή τη στιγμή! Οπότε νομίζω είναι θέμα προοπτικής», τονίζει, θέλοντας να διαχωρίσει τη θέση του ως καλλιτέχνης από τη σωρεία κυνικών reboots και ριμέικ και franchise. «Αλλά ξέρεις, ακόμα κι εγώ σκέφτομαι καμιά φορά: πόσα υπερηρωικά reboots είναι πραγματικά απαραίτητα μέσα σε ένα διάστημα δύο χρόνων;», γελάει.
«Αυτό που πιστεύω για τη συγκεκριμένη ταινία είναι ότι είναι μια ιστορία που είναι πολύ σημαντική για μένα», ξεκαθαρίζει. Δεν το έκανε δηλαδή επειδή δεν είχε τι να κάνει και το στούντιο τον προσέλαβε, αλλά αντιθέτως, ήταν ένα δικό του πρότζεκτ πάθους, στο οποίο έτυχε να έχει καλή συνεργασία και συνοδοιπόρο το στούντιο.
«Τίποτα δεν είναι ποτέ ακριβώς όπως το σχεδιάζεις, και πάντα υπάρχουν κάποιες απογοητεύσεις και ελλείψεις, αλλά είμαι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Και σε πολλά πράγματα μπόρεσα να αρθρώσω αυτό που είχα στη φαντασία μου», εξηγεί, κάτι ποτέ δεδομένο ή εύκολο όταν κουβαλάς κάτι τόσο καιρό μέσα σου. «Είχα μια απίστευτη ομάδα συνεργατών, με πολλούς από τους οποίους, όπως ο Γουίλεμ, συνεργάζομαι ξανά και ξανά. Και είχα επίσης τεράστια υποστήριξη από το στούντιο. Ήταν τιμή και προνόμιο να μπορώ να πω ότι κατάφερα να διατυπώσω αυτό που φανταζόμουν», λέει.
Μια απόφαση-κλειδί ήταν το να θελήσει να εστιάσει την ιστορία πάνω στην Έλεν, η οποία είναι στην ουσία αυτή τη φορά ο κεντρικός χαρακτήρας. Όπως και να αποκτήσουν μεγαλύτερους ρόλους κάποιοι μικρότεροι χαρακτήρες από την ταινία του 1922. Στο ρόλο της Έλεν η Λίλι-Ρόουζ Ντεπ δίνει μια απίστευτα αφοσιωμένη, σωματική ερμηνεία που δανείζεται εξίσου από την Ιζαμπέλα Ατζανί του Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη του Ζουλάφσκι, όσο κι από τη γοτθική αισθητική. Όλος ο μύθος του Όρλοκ/Δράκουλα έχει αυτή τη φορά επανακεντραριστεί με κέντρο βαρύτητας τις δικές της επιθυμίες.
Ο Έγκερς έγραψε αναλυτικά ιστορικά για κάθε χαρακτήρα της ταινίας του, ακόμα και πράγματα που δεν έπαιξαν κανένα άμεσο ρόλο στο φιλμ. Όμως από αυτές τις νουβέλες προέκυψαν μεστές ερμηνείες, καθώς και κάποιες κατευθύνσεις στο στόρι που αλλιώς δε θα είχαν έρθει, όπως ένας εντυπωσιακός πρόλογος που ανοίγει την ταινία και θέτει εξαρχής το στίγμα – ότι αυτή είναι μια ιστορία της Έλεν, περισσότερο από κάθε τι άλλο.
«Ο πρόλογος της ταινίας νομίζω ότι είναι πολύ ωραίος. Ήξερα ότι ήθελα η Έλεν να είναι η κεντρική πρωταγωνίστρια της ταινίας. Και οι χαρακτήρες της Άννας και του Φρίντριχ Χάρντινγκ [σσ. φιλικό ζευγάρι της Έλεν και του Τόμας, που παίζουν εδώ οι Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον και Έμμα Κόριν], που ήταν ένας πολύ μικρότερος, λιγότερο συγκεκριμένος ρόλος στην ταινία του Μουρνάου, εδώ η οικογένειά τους γίνεται μια άγκυρα για το κοινό. Είναι οι χαρακτήρες στην ταινία με τους οποίους συνδέεσαι», εξηγεί ο Έγκερς.
Όσο για το πώς περνάνε τελικά όλα αυτά στους ηθοποιούς και τελικά στο κοινό, εκεί ο σκηνοθέτης μοιάζει να κοντοστέκεται για μια στιγμή. Πώς εξάλλου μπορείς να μεταδώσεις ατμόσφαιρα (κάτι που ξεχωρίζει σε όλες τις ταινίες του Έγκερς) σε επίπεδο σεναρίου, σε επίπεδο ιδεών; «Αυτή είναι η πρόθεσή μου, αλλά τελικά δεν ξέρω πώς φαίνεται αυτό στους άλλους ανθρώπους», ομολογεί ο Έγκερς.
«Εκεί είναι», γυρίζει και τον διαβεβαιώνει ο Νταφόε. «Από όσο ξέρω να διαβάζω σενάρια, είναι εκεί». Ο Έγκερς κάνει μια γκριμάτσα. «Δεν ξέρω, τα σενάριά μου τείνουν να είναι λίγο υπερβολικά γραμμένα. Έτσι είναι καλώς ή κακώς, γιατί προσπαθώ να αποτυπώσω την ατμόσφαιρα που επιδιώκω», λέει, και θυμάται μια ατυχή περίπτωση. «Μια φορά ένας ηθοποιός που απέρριψε έναν ρόλο σε μια από τις ταινίες, μου είχε πει ότι το σενάριό μου “προσπαθούσε υπερβολικά”».
Ο Νταφόε κουνάει το κεφάλι του, σα να του λέει “πίστεψέ με, καμία σχέση”. «Διαβάζω πολλά σενάρια. Διαβάζω πολλά σενάρια. Δεν προσπαθείς υπερβολικά», του λέει.
Ό,τι κι αν ισχύει, εμείς χαρούμενοι είμαστε. Κάποιες φορές, έχεις απλά ανάγκη να δεις μπροστά στα μάτια σου ένα σινεμά τόσο αισθητικά άρτιο και επιβλητικό, που δεν φοβάται να δείξει ότι προσπαθεί. Ένα σινεμά που δε φοβάται να αναμετρηθεί με τους ίδιους του τους θρύλους.
Ο ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ
Από το 1922 μέχρι σήμερα, ένας αιώνας κινηματογραφικής διαδρομής μας έχει δώσει αμέτρητες εκδοχές του Όρλοκ και του Δράκουλα στη μεγάλη οθόνη. Αυτές είναι κάποιες με ξεχωριστό ενδιαφέρον ως προς τη σχέση τους τόσο με το ορίτζιναλ Νοσφεράτου, όσο και με το βιβλίο του Μπραμ Στόκερ.
Nosferatu: A Symphony of Horror (1922, Φ. Β. Μουρνάου): Η ταινία του γερμανικού εξπρεσιονισμού που δανείστηκε εμφανώς στοιχεία από την ιστορία του Μπραμ Στόκερ αλλά κατάφερε να χτίσει και τη δική της παράδοση. Εκτός από όλα τα άλλα, έχει ενδιαφέρον μια ακόμα σύνδεση με το Νοσφεράτου του Έγκερς: Και τα δύο έργα γυρίστηκαν αμέσως μετά από έξαρση πανδημίας που μέτρησε εκατομμύρια νεκρούς, έχοντας ως κεντρικό κομμάτι πλοκής μια τέτοια πανούκλα.
Nosferatu the Vampyre (1979, Βέρνερ Χέρτσογκ): Ο Χέρτσογκ λέει πως λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια γενιά γερμανών σκηνοθετών στην ουσία δεν είχε «κινηματογραφικούς πατεράδες» και έκανε αυτή την ταινία ως φόρο τιμής στους κινηματογραφικούς «παππούδες» της γενιάς του. Στην κατά Χέρτσογκ εκδοχή ο Όρλοκ ονομάζεται πλέον Δράκουλας (Κλάους Κίνσκι), είναι πιο μελαγχολικός και κινείται μέσα σε εκπληκτικά σκηνοθετημένους χώρους και τοπία υπαρξιακών διαστάσεων.
Bram Stoker’s Dracula (1992, Φράνσις Φορντ Κόπολα): Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα βάζει τον Γκάρι Όλντμαν στο ρόλο και δίνει στη σχέση του με τη Μίνα Χάρκερ (Γουινόνα Ράιντερ) μια χαρακτηριστική ρομαντική χροιά απόλυτα χαρακτηριστική πλέον του βαμπιρικού μύθου.
Shadow of the Vampire (2000, Ε. Ελίας Μέριγκε): Μια ταινία για τη μανιακή διάσταση της δημιουργίας, με τον Γουίλεμ Νταφόε στο ρόλο του Μαξ Σρεκ, πρωταγωνιστή του ορίτζιναλ Νοσφεράτου – ο οποίος εδώ είναι κι ο ίδιος ένα βαμπίρ, με όλους τους δημιουργούς και τεχνικούς να απεικονίζονται περίπου ως τρελοί επιστήμονες.
The Last Voyage of the Demeter (2023, Άντρε Έβρενταλ): Ταινία τρόμου πρόσφατης σοδειάς, επιχειρεί μια αλλιώτικη προσέγγιση στο μύθο του Δράκουλα, διασκευάζοντας σε μορφή ολόκληρης ταινίας ένα και μόνο κεφάλαιο – το ταξίδι του με το καταραμένο πλοίο, που μεταφέρει τον λιμό.
Το Νοσφεράτου του Ρόμπερτ Έγκερς κυκλοφορεί στις αίθουσες στις 2 Ιανουαρίου από την Tanweer.