ΓΙΑΤΙ ΤΟ THE BRUTALIST ΕΙΝΑΙ ΤΟ MUST ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ;
Στο φετινό φεστιβάλ Βενετίας, ένα θεσμό που παραδοσιακά εδώ και χρόνια μας φέρνει τον ένα οσκαρικό θριαμβευτή μετά τον άλλον (από το La La Land μέχρι το Gravity κι από το Shape of Water μέχρι το Favourite του Λάνθιμου), η ταινία που οι πάντες είχαν στο στόμα τους από τη στιγμή που έγινε η πρώτη προβολή της μέχρι τη στιγμή που απονεμήθηκαν τα βραβεία ήταν, τελικά, μία: Το Brutalist του Μπρέιντι Κόρμπετ.
Μια ταινία-αίνιγμα πριν το φεστιβάλ (δεν υπήρχε τρέιλερ, δεν ξέραμε ακριβώς τι αφορούσε, οι δηλώσεις του σκηνοθέτη ήταν κρυπτικές), που άμεσα μετά την πρεμιέρα της απέκτησε δικαίως το στάτους της πρώτης αληθινά επικής ταινίας της χρονιάς – ίσως, κιόλας, των τελευταίων πολλών χρόνων. Επικό αμερικάνικο σινεμά με όλη τη σημασία της λέξης, σαν κάτι περισσότερο στα ‘70s θα μπορούσε να έχει γυριστεί, παρά σήμερα.
Τι είναι όμως το The Brutalist και πώς έφτασε να θεωρείται σήμερα ως το μεγάλο οσκαρικό φαβορί της χρονιάς;
Το θέμα του είναι –κυριολεκτικά!– μνημειώδες
Ήδη διαβάζοντας τι αφορά η ταινία, μπορείς να καταλάβεις πως η πρόθεση εδώ είναι να δημιουργηθεί μια Μεγάλη Αμερικάνικη Ταινία από εκείνες που θα θεωρούνται στο μέλλον κλασικές.
Η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη, κάθε ένα κάτι λιγότερο από δύο ώρες – χορταστικότατες, κι οι οποίες κυλούν σα να ήταν ημίωρα. Στο πρώτο, έχοντας μόλις διασωθεί από στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας Λάζλο Τοθ έχει αφήσει πίσω του τη μεταπολεμική Ευρώπη και φτάνει στην Αμερική για να χτίσει από την αρχή τη ζωή και την καριέρα του, περιμένοντας τη σύζυγο του Ερζέμπετ, την οποία αναγκάστηκε να αποχωριστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο Λάζλο είναι μόνος σε μια ξένη χώρα, άλλοτε “απλώς” εκμεταλλευτική, άλλοτε ανοιχτά εχθρική. Κάνει δουλειές όπως αυτές βρεθούν, χωρίς να χάνει ποτέ την προσήλωση στο στόχο: Να επανενωθεί με την οικογένειά του. Η γνωριμία με τον μεγιστάνα βιομήχανο Βαν Μπιούρεν θα του αλλάξει τη ζωή, καθώς εκείνος, εντυπωσιασμένος από τη δουλειά του Λάζλο στο σχεδιασμό –απλώς– μιας βιβλιοθήκης, θα μάθει περισσότερα για εκείνον. Όταν συνειδητοποιήσει ποιος είναι ο εργάτης που έχει απέναντί του, ο βιομήχανος θα αναθέσει στον Λάζλο ένα τεράστιο έργο: Την έγερση ενός μνημειώδους κοινοτικού κέντρου στην περιοχή της Πενσιλβάνια όπου ζει ο Βαν Μπιούρεν.
Ποιος όμως θα πάρει τις δύσκολες αποφάσεις; Ποιος έχει τον έλεγχο και την ισχύ σε μια τέτοια δυναμική; Σε ποιον, τελικά, ανήκει ένα τέτοιο μνημείο; Στον κάθε Τοθ; Ή, τελικά, στον κάθε Βαν Μπιούρεν;
Το δεύτερο μέρος, όπου τα πάντα επιταχύνονται και κορυφώνονται με απίστευτους τρόπους, θα επιχειρήσει να δώσει τις απαντήσεις. Καθηλώνοντας, σοκάροντας και, ναι, διασκεδάζοντας.
Το καστ είναι απίστευτο, παίζοντας ρόλους καριέρας
Ποιος να το έλεγε στον Έιντριεν Μπρόντι ότι, δύο δεκαετίες μετά το Όσκαρ-έκπληξη που είχε κερδίσει το 2002 για τον Πιανίστα – τότε που έγινε ο νεότερος ever νικητής της κατηγορίας Α’ Ανδρικού Ρόλου – θα έβρισκε έναν ρόλο ακόμα μεγαλύτερο και πιο εμβληματικό για τον ίδιο. Έναν ρόλο που απαιτεί από τον Οσκαρικό ηθοποιό να σηκώσει στις πλάτες του ένα έπος που διατρέχει ηπείρους και δεκαετίες, ενσκαρκώνοντας έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε να είναι σύμβολο της ίδιας της μεταπολεμικής Διασποράς.
Ο Μπρόντι παίζει τον Τοθ καταφέρνοντας να χρησιμοποιήσει το βαθύ, υγρό μελαγχολικό του βλέμμα, να βρει ακόμα και το χιούμορ σε επιμέρους στιγμές (η ταινία ξέρει πώς και πότε να είναι αστεία), και φυσικά την τραγωδία. Το βάρος που σηκώνει όλα αυτά τα χρόνια ο Τοθ είναι ανείπωτο, και συμβολικό μιας ταξικής εκμετάλλευσης μεταναστών στην νεόπλουτη Αμερική στο β’ μισό του 20ου αιώνα – κι ο Μπρόντι καταφέρνει να παίζει τις πτυχές, αλλάζοντας ριζικά το πώς κινείται, το πώς κοιτάζει και το πώς μιλάει (όταν μιλάει) διαμέσου του φιλμ.
Ανάμεσα στα μεγάλα φαβορί για το Όσκαρ (που θα είναι το δεύτερό του αν κερδίσει), ο Μπρόντι δεν είναι μόνος του όμως. Σε έναν από τους κορυφαίους β’ ρόλους της χρονιάς, ο διαχρονικά φανταστικός όσο και υποτιμημένος Γκάι Πιρς (Memento) παίζει τον Βαν Μπιούρεν καταφέρνοντας να συνυπάρξουν στη φιγούρα του κάτι ταυτόχρονα σχεδόν καρτουνίστικα κωμικό, όσο και σε στιγμές δυσοίωνα τρομακτικό – όπως συμβαίνει δηλαδή με τόσες πολλές βαθύπλουτες φιγούρες του δημόσιου βίου.
Η Φελίσιτι Τζόουνς παίζει την Έρσεμπετ Τοθ, σύζυγο του Λάζλο που μένει πίσω στην Ευρώπη και στην εύθραυστη φιγούρα της συγκεντρώνονται τα πάθη και η ραγισμένη δύναμη μιας ολόκληρης συντετριμμένης ηπείρου. Ενώ ο Τζο Άλγουιν, που σιωπηλά κάνει φανταστικά ενδιαφέρουσα δουλειά τα τελευταία χρόνια (δουλεύοντας από Κλερ Ντενί μέχρι Γιώργο Λάνθιμο) παίζει τον κακομαθημένο νεόπλουτο γιο του Βαν Μπιούρεν – και στην ερμηνεία του κουβαλάει όλη την (κούφια) απειλή του Γκάι Πιρς, αλλά τίποτα από την θέλησή του να δημιουργήσει κάτι μεγαλόπνοο.
Ακόμα, σε μια σύντομη αλλά τεράστιας σημασίας εμφάνιση, βλέπουμε και την Αριάν Λαμπέντ – αλλά για αυτό τον ρόλο, δε θα πούμε περισσότερα τώρα.
Ο σκηνοθέτης Μπρέιντι Κόρμπετ έφτιαξε ένα έπος με ένα ανύπαρκτο μπάτζετ
Τον Μπρέιντι Κόρμπετ τον γνωρίσαμε πρώτα ως ηθοποιό, παίζοντας αναγνωρίσιμους ρόλους σε μια σειρά από χαρακτηριστικές επιτυχίες του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά του 21ου αιώνα. Τον είδαμε στο coming of age κλασικό φιλμ Thirteen, στο Mysterious Skin, στο αμερικάνικο ριμέικ του Funny Games δια χειρός Μίκαελ Χάνεκε, στο Martha Marcy May Marlene και στη Μελαγχολία του Λαρς φον Τρίερ. Ο πιο mainstream τίτλος της καριέρας του; Λογικά θα παραμένει μέχρι και σήμερα η εμφάνισή του ως γιος της Κόνι Μπρίτον στην 5η (και καλύτερη!) σεζόν του 24.
Θα γίνει έτσι το πρώτο μέλος του καστ του 24 που θα κερδίσει Όσκαρ; Για να δούμε! Ο Κόρμπετ στα ‘10s πέρασε σταδιακά πίσω από την κάμερα, σκηνοθετώντας δύο άγνωστες στο ευρύ κοινό αλλά πολύ γνωστές στους φεστιβαλικούς κύκλους, ταινίες – με τον τρόπο τους, ήταν κι εκείνες πολιτικοκοινωνικά έπη πάνω στην έκρηξη και την επικράτηση της βίας διαμέσου της Ιστορίας.
Το Childhood of a Leader του 2015 είναι χαλαρά βασισμένο σε ιστορία του Σαρτρ και φανταζόταν τα παιδικά χρόνια ενός μελλοντικού ηγέτη. Μια ταινία για το πώς υπόκωφα γαλουχείται ο φασισμός, που ο Κόρμπετ έγραψε μαζί με τη σύντροφό του (κι επίσης σκηνοθέτη) Μόνα Φάστβολντ, με την οποία έχει συνεργαστεί αντίστοιχα σε όλες τους μέχρι σήμερα τις ταινίες.
Ακολούθησε το Vox Lux με τη Νάταλι Πόρτμαν και τον Τζουντ Λο, όπου μια κοπέλα που επιβιώνει από σχολικό πυροβολισμό μεγαλώνει και γίνεται η μεγαλύτερη ποπ σταρ εμμονή μιας Αμερικής (επανα)βαπτισμένης στο αίμα. Βία, star system, κυνισμός και περφόρμανς, 11η Σεπτεμβρίου και Columbine, όλα μέσα στον τυφώνα της Ιστορίας, όπου το «σύγχρονο» και το «εποχής» χάνουν την σημασία τους.
Και φτάνουμε στο σήμερα, όπου μετά από 7 χρόνια προσπαθειών, ο Κόρμπετ (πάντα μαζί με τη Φάστβολντ στο σενάριο) καταφέρνει να ολοκληρώσει ένα πολύωρο έπος που διατρέχει τις δεκαετίες στην μεταπολεμική Αμερική, με μεγάλο καστ, ένα σωρό τοποθεσίες, αρχιτεκτονική, κατασκευές, υψηλά στάνταρ παραγωγής… για λιγότερο από 10 εκατομμύρια δολάρια.
Ήταν τρομερά δύσκολο, και πήρε χρόνια για να το καταφέρει, αλλά δε μετανιώνει απολύτως τίποτα. «Ποτέ δεν σκέφτηκα “μακάρι να είχα άλλα 30 εκατομμύρια”», λέει ο σκηνοθέτης. «Υπάρχουν πολλές υποχρεώσεις που έρχονται με τέτοια χρήματα. Προσκαλείς πολλές απόψεις. Έχεις όλους αυτούς τους παραγωγούς που δεν εμπιστεύονται τον σκηνοθέτη και τον θάβουν σε σημειώσεις. Αυτό που παίρνεις τελικά σαν αποτέλεσμα είναι ένα αντισηπτικό, που δεν έχει καμία υπογραφή».
Κι αν έχεις υπογραφή το The Brutalist! Φαρδιά-πλατιά, σαν το ίδιο το εύρος της ταινίας.
Τα βραβεία έρχονται ως απλή επιβεβαίωση
Στη Βενετία το The Brutalist κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας παρόλο που για πολύ κόσμο ήταν η κορυφαία ταινία του Διαγωνιστικού. Εμείς αγαπάμε και τιμούμε τον Πέδρο Αλμοδόβαρ και το Διπλανό Δωμάτιο που κέρδισε, επιτέλους, το Χρυσό Λιοντάρι, αλλά έτσι κι αλλιώς, το The Brutalist είναι άλλο πράγμα – είναι από εκείνες τις ταινίες, πώς να το πούμε, που τις βλέπεις και λες “…ΟΚ, Όσκαρ Σκηνοθεσίας”.
Είναι μεγαλόπνοη, είναι τεράστια σε μέγεθος σε διαστάσεις, σε οπτική, σε όραμα. Έχει φανταστική μουσική, σχεδιασμό παραγωγής, φωτογραφία, αλλά και μοντάζ: Κυλάει απολαυστικά αν όχι καθηλωτικά και, όταν φτάνει η ώρα για το διάλειμμα νιώθεις την ανάσα σου κολλημένη στην πλάτη. Το καστ είναι έξοχο. Οι παρατηρήσεις που κάνει σε συμβολικό επίπεδο για την ταξική εκμετάλλευση, για την μεταναστευτική εμπειρία (η πρώτη σκηνή του φιλμ είναι αξέχαστη ως προς αυτή τη συμβολικότητα, με το αναποδογυρισμένο Άγαλμα της Ελευθερίας), αλλά και για τον μόχθο, την εργασία, την τέχνη – είναι όλα κομμάτια ενός έργου που έχει, πολύ απλά, τη στόφα ενός Μεγάλου Σινεμά.
Να το πούμε αλλιώς: Ακόμη κι αν πίστευε κανείς πως το The Brutalist ήταν η καλύτερη ταινία της φετινής Βενετίας, και πάλι πιο ταιριαστό της είναι το βραβείο Σκηνοθεσίας. (Βάσει κανονισμών του φεστιβάλ, μια ταινία δε μπορεί να πάρει και τα δύο.)
Εξ ου και, καμία έκπληξη, ο Μπρέιντι Κορμπέ θεωρείται αυτή τη στιγμή φαβορί για το φετινό Όσκαρ Σκηνοθεσίας, όπου είναι υποψήφιος σε μία από τις 10 φετινές υποψηφιότητες της ταινίας. Μόλις κέρδισε, άλλωστε, την αντίστοιχη Χρυσή Σφαίρα, από ένα σύνολο τριών Χρυσών Σφαιρών (Καλύτερο Δράμα και Α΄Ανδρικός συμπληρώνουν τη συγκομιδή) που του δίνουν ακόμη μεγαλύτερη ώθηση. Μαζί η ταινία κάνει και ισχυρή εμφάνιση σε πολλές ακόμα οσκαρικές κατηγορίες, από Καλύτερης Ταινίας μέχρι ερμηνευτικές και τεχνικές.
Το πού θα φτάσει τελικά είναι το ερώτημα, αλλά προς το παρόν μαζεύει εμφανίσεις σε λίστες «καλύτερων της χρονιάς» και βραβείων από διάφορες ενώσεις κριτικών. Μαζί με το βραβείο Σκηνοθεσίας στη Βενετία, τις 10 υποψηφιότητες Όσκαρ, τις 3 Χρυσές Σφαίρες (Ταινία, Σκηνοθεσία, Α’ Ανδρικός για τον Έιντριεν Μπρόντι) και υποψηφιότητες για 9 βραβεία BAFTA, το The Brutalist πλασάρεται ξεκάθαρα πλέον ως το απόλυτο καλλιτεχνικό γεγονός της κινηματογραφικής χρονιάς.
Ό,τι άλλο κι αν κερδίσει, το σίγουρο με δεδομένα όλα τα παραπάνω, είναι ένα: Πρόκειται για ΤΗΝ ταινία της οσκαρικής σεζόν, που απλά πρέπει να δεις στη μεγάλη οθόνη. Και θα μπορέσεις, από τις 6 Φεβρουαρίου, όταν το The Brutalist κυκλοφορήσει στις αίθουσες από την Tanweer.