EUROKINISSI // 24 MEDIA CREATIVE TEAM, ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΡΙΝΗ

ΣΕ ΕΝΑ CALL CENTER ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΗΜΙΤΗ

Ένα στιγμιότυπο από την εποχή που είχαμε καταργήσει τα φρένα. Μήπως τελικά όλο το debate δε γίνεται για την υστεροφημία του εκλιπόντα, αλλά για τις αναμνήσεις μας από την Ισχυρή Ελλάδα;

Καλοκαίρι του 2000. 

Στις εναλασσόμενες βάρδιες ενός call center στη Μιχαλακοπούλου, εικοσάχρονα αγόρια και κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά μαζεύουμε τα λεφτά των διακοπών. Ανατομική καρέκλα, headset με μικρόφωνο, οθόνη μεγαλύτερη από αυτή που είχαμε στα σπίτια μας. Βάπτισμα του πυρός με υπηρεσίες για τη συνδρομητική τηλεόραση «χμμμ… χρωστάτε τρεις μήνες, αν δεν εξοφλήσετε μέχρι το τέλος του μήνα, θα γίνει διακοπή». Ύστερα, κάποια τραπεζικά που, ειλικρινά, έχω προσπαθήσει να απωθήσω από τη μνήμη μου. Και στο φινάλε, η καταξίωση: τα χρηματιστηριακά. 

Οι «καλοί» και οι «καλές» όπως τους αξιολογούσαν τα άγρυπνα μάτια των supervisors που έκοβαν βόλτες πάνω από τις θέσεις εργασίας, περνούσαν εκεί. Όλες οι πληροφορίες του ταμπλό, όλοι οι αριθμοί και οι μεταβολές της κίνησης της ημέρας, ήταν στον υπολογιστή μας και στη διάθεση των πελατών που τηλεφωνούσαν -με το αζημίωτο του 090, φυσικά- για να μάθουν τι συνέβη στο χαρτοφυλάκιό τους. Μιλάμε άλλωστε για μια εποχή που το ίντερνετ δεν έχει μπει ακόμα σε κάθε ελληνικό σπίτι, πόσο μάλλον στα κινητά μας τηλέφωνα. 

Η πτώση βέβαια είχε ήδη συμβεί. Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου ξεπέρασε το ιερό δισκοπότηρο των 6000 μονάδων λίγες μέρες μετά τον φονικό σεισμό της Πάρνηθας, τον Σεπτέμβριο του ‘99, και δύο εβδομάδες μετά άρχισε να κατρακυλά. Παρότι κορυφαία κυβερνητικά στελέχη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός διαβεβαίωναν ότι η κατάσταση θα «έφτιαχνε σε λίγα 24ωρα». Το πάρτυ είχε τελειώσει. Λίγους μήνες αργότερα, η καταλληλότερη λέξη για να περιγράψει την σχέση των Ελλήνων με το Χρηματιστήριο ήταν «εγκλωβισμένοι».

Πίσω στο call center, στην άλλη άκρη της γραμμής, ό,τι μπορείς να φανταστείς: ο ενημερωμένος επενδυτής, αυτός που ασχολιόταν και πριν τη φρενίτιδα (και θα συνέχιζε και μετά) – ευγενικός, ενημερωμένος, βιαστικός. σαφείς ερωτήσεις, λίγα λόγια, «γεια σας» // ο απελπισμένος που ανάμεσα σε αναστεναγμούς ρωτούσε με Καζαντζιδική φωνή «πώς πήγε η Σελόντα;», μετά την απάντηση συνήθως δεν είχε «γεια σας» // ο πολύ απελπισμένος, ποτέ δεν είχα φανταστεί ως τότε στη ζωή μου ότι κάποιος άγνωστος μπορεί να με έβριζε επειδή του μετέφερα κακά νέα για την Κλωστοϋφαντουργία Λαναρά // ο man, κάπως μπερδεμένος αν έχει πάρει σε αθλητικό ραδιόφωνο και με το καλαμάκι του φραπέ να κάνει παράσιτα, ζητούσε γεμάτος κέφι «έλα αγόρι μου δώσε μου κάτι καλό για Γκάλη» – αν ήταν στο χέρι σου θα του έδινες, έλα όμως που δεν ήταν… // ο αδαής, σχεδόν επιθετικά αξίωνε να μάθει πληροφορίες για τη γενικότερη λειτουργία του χρηματιστηρίου που, μεταξύ μας, δεν ήμασταν καθόλου σε θέση να δώσουμε // η γραμματέας, εντεταλμένη από το αφεντικό να μάθει για Κλωνάρια, «πώς θα του το πώ τώρα..» η ατάκα πριν κλείσει // ο «φίλος», «έλα αφού τα ξέρετε από μέσα εσείς, τι ακούς για Αθηναϊκές Συμμετοχές;», τι να του πεις τώρα κι εκείνου…

Αυτό το τηλεφωνικό κέντρο στη Μιχαλακοπούλου είναι ένα υπέροχο παράδειγμα πανούργου βαλκανικού μικροκαπιταλισμού σε μια χώρα που είχε πετάξει τις βοηθητικές και είχε, επιπλέον, καταργήσει και τα φρένα. Περίπου 1.5 εκατομμύριο Έλληνες αγόραζαν και πουλούσαν μετοχές εκείνη τη διετία, «έπαιζαν» όπως έλεγαν – σαφώς μπερδεύοντας το καινούριο τους χόμπι με το Πάμε Στοίχημα που επίσης μόλις είχε μπει στη ζωή μας. Ήταν η εποχή που η γιαγιά σου, σε κάποιο οικογενειακό τραπέζι, είχε πει ότι θέλει κι αυτή να πάρει μετοχές. Και γιατί να μην το κάνει; Όλοι και όλα εκεί συνέκλιναν. Το ΠΑΣΟΚ τύπωνε την all-time classic αφίσα με τους «1.000.000 επενδυτές που ξέρουν ότι οι μετοχές τους έχουν αξία», ο Κώστας Καραμανλής, αρχηγός της ΝΔ και μελλοντικός πρωθυπουργός, έλεγε ότι «το χρηματιστήριο είναι σε φάση έντονης ανάπτυξης (…) και το μέλλον θα είναι ανθηρό», μεγαλοδημοσιογράφοι που μερικά χρόνια μετά κουνούσαν το δάχτυλο στα χρόνια της κρίσης έβγαιναν στην τηλεόραση και μετέφεραν «πληροφορίες» προτρέποντας τον κόσμο «να παίξει». 

Όταν σκέφτομαι την Ελλάδα του Κώστα Σημίτη, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών πριν λίγες μέρες, σκέφτομαι αυτό το call center. Όχι φυσικά γιατί φτάνει για να μιλήσουμε για τα πεπραγμένα του, αλλά γιατί αποτελεί στιγμιότυπο της (άλλης) Ισχυρής Ελλάδας, την οποία δημιούργησε ο εκλιπών. 

Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε Πρωθυπουργός με σημαντικά legacy points: Η είσοδος στην ΟΝΕ και η ένταξη στο ευρώ, η συνετή εξωτερική πολιτική μακριά από μικροεθνικισμούς (πώς να πάρεις στα σοβαρά όσους λένε γιατί δεν κάναμε πόλεμο στα Ίμια ή αγνοούν ότι η υπόθεση Οτσαλάν ξεκίνησε από το Δίκτυο 21;), η κοσμική νίκη απέναντι στην Εκκλησία στο θέμα των ταυτοτήτων, τα μεγάλα έργα κι ο εκσυγχρονισμός του κράτους με το ορόσημο των Ολυμπιακών να είναι μπροστά. Κι από την άλλη, η κατα γενική ομολογία ελλιπής προετοιμασία για την σύγκλιση που τελικά εκτόξευσε τις τιμές, η διαφθορά on steroids που συνέβαινε ακριβώς δίπλα του και φυσικά το τεράστιο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου (που εξαφάνισε κεφαλαιοποίηση 155 δισ. ευρώ).  

Ο Κώστας Σημίτης ήταν ο μόνος, μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα, Πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης που δεν προερχόταν από πολιτικό τζάκι. Ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ (όταν ή άλλη επιλογή ήταν η Δήμητρα Λιάνη και ο περίγυρός της) και το μετέτρεψε, κακά τα ψέματα, σε ένα κόμμα κεντροδεξιό. Εκφράζοντας κι εδώ το ρεύμα των 90s που ονομάστηκε «τρίτος δρόμος» και οδήγησε στην πλήρη εξαϋλωση της σοσιαλδημοκρατίας και την παγίωση της «μη εναλλακτικής» ως τις μέρες μας. Δεν κατέληξε ανέκδοτο σαν τους άλλους εκφραστές του π.χ. Τόνι Μπλερ, αλλά έκανε έντιμες και ουσιαστικές παρεμβάσεις ακόμα και μετά την πολιτική του αποστρατεία (ας πούμε, η κριτική του στα Μνημόνια). Κι επίσης, δεν μπορεί να μην αναφερθεί κανείς στην αύρα που εξέπεμπε σε όλο τον πολιτικό του βίο: ένας καλλιεργημένος, low profile αστός που δεν τρεφόταν από τα ντεσιμπέλ του μπαλκονιού. Πολύ μακριά δηλαδή από το πρότυπο που, κι όμως, θριάμβευσε στην Ελλάδα επί των ημερών του: μπρουτάλ ατομικισμός, σπατάλη και χαϊλίκια, μαγκιά και «ξεβλάχεμα».

Είναι ακριβώς αυτή η σχέση αγάπης-μίσους, νοσταλγίας κι αποκήρυξης για «τα χρόνια της ευημερίας» που έκαναν τόσο μεγάλο το debate γύρω από την υστεροφημία του εκλιπόντα, τόσο μεγάλα τα πάθη που σήκωσε ο θάνατός του όχι μόνο στα σόσιαλ (που, εντάξει, δε θέλουν και πολύ, τώρα και χωρίς fact checkers) αλλά και στον παραδοσιακό Τύπο. 

Θέλω να πω: δεν τσακωνόμαστε τόσο (ή μόνο) για τον Σημίτη, όσο για την ανάμνηση της Ισχυρής Ελλάδας. Από τη μία αναπολούμε την ανεμελιά, την ελαφρότητα, την «άπλα» βρε αδερφέ εκείνων των ημερών – από την άλλη ξέρουμε πόσο σημαντικές είναι οι ρίζες που βρίσκονται (κι) εκεί για όσα ακολούθησαν. Και είναι και κάτι άλλο: Όσο χυδαίο κι αν ήταν το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου, έχει γράψει στη συλλογική ψυχοσύνθεση, αφήνοντας ίχνη ενοχής. Κι εξαφανίζει κάθε ψυχραιμία, όπως φάνηκε τις προηγούμενες μέρες, όταν συζητάμε εκείνα τα χρόνια.

Την καλύτερη δε απάντηση στο λιβάνισμα των ελίτ που διαμορφώθηκαν επί των ημερών του και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να τον αγιογραφούν (έχοντας μεταπηδήσει, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους, στο σημερινό καθεστώς), την έδωσε  ο ίδιος ο Σημίτης με το περίφημο «αυτή είναι η Ελλάδα». Μια ομολογία, τελικά, ότι όλοι μέρος της είμαστε «αυτής της Ελλάδας»: κι ο Σημίτης, και οι αγιογράφοι, και οι επικριτές…

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα