Χριστίνα Θανάσουλα: “Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να μην μουτζουρώνεις τη σκηνή με φως”

Διαβάζεται σε 13'
Η Χριστίνα Θανάσουλα
Η Χριστίνα Θανάσουλα Ρούλα Ρέβη

Η φωτίστρια Χριστίνα Θανάσουλα μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή την ένταξή της στην ψηφιακή πλατφόρμα Women in Lighting.

Η Χριστίνα Θανάσουλα, μία από τις πιο διακεκριμένες Ελληνίδες σχεδιάστριες φωτισμού, ξεχώρισε διεθνώς με την ένταξή της στην παγκόσμια ψηφιακή πλατφόρμα Women in Lighting. Η πρωτοβουλία αυτή έχει στόχο να προβάλλει το πάθος και τα επιτεύγματα των γυναικών στον τομέα του φωτισμού, να αφηγηθεί τις επαγγελματικές τους διαδρομές, να εξυμνήσει το έργο τους και να εμπνεύσει την επόμενη γενιά γυναικών δημιουργών.

Στην έκδοση του Women in Lighting περιλαμβάνονται φωτογραφίες από τις δουλειές της Χριστίνας Θανάσουλα, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική της παρουσία στη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή και τη συμβολή της στην ανάδειξη της τέχνης του φωτισμού.

Με αφορμή αυτή τη σημαντική διάκριση, μιλήσαμε μαζί της για τη διαδρομή της, τις προκλήσεις της δουλειάς της και την τέχνη του φωτός, που ζωντανεύει σκηνές και συναισθήματα. Η συζήτηση αποκαλύπτει το πάθος της για δημιουργία, τη μαγεία του φωτισμού και τη σημασία της ελληνικής παρουσίας στον παγκόσμιο χώρο του θεάτρου.

Πότε και πώς ανακαλύψατε την αγάπη σας για τον σχεδιασμό φωτισμών;

Με το φως πρωτογνωριστήκαμε όταν ήμουν 20 χρονών, μέσα σε έναν σκοτεινό θάλαμο στο εργαστήρι ασπρόμαυρης φωτογραφίας του Δήμου Ζωγράφου. Σε αυτό το εργαστήρι ήμασταν γύρω στα 15 άτομα.
H σύνθεση της ομάδας υπήρξε καταλυτική: κάναμε παρέα μεταξύ μας, περάσαμε μια περίοδο, όπου όλη μέρα τραβούσαμε και εμφανίζαμε με μανία φωτογραφίες, συζητούσαμε για το κάδρο, τη σύνθεση της εικόνας, τους λόγους που οδήγησαν τον εκάστοτε φωτογράφο να πατήσει το κλικ τη συγκεκριμένη στιγμή και όχι ένα δευτερόλεπτο πριν ή μετά, βλέπαμε φωτογραφίες των Andre Bresson, Josef Koudelka, Man Ray, Andre Kertesz, Eugene Smith, διασκεδάζαμε με το οπτικό χιούμορ του Elliott Erwitt.

Το φως το ανακάλυψα μέσα από τους φωτογράφους του Magnum. Την αγάπη μου για τον σχεδιασμό φωτισμών την ανακαλύπτω ακόμη: σε κάθε παράσταση βρίσκω κάτι καινούριο, πάντα εμφανίζεται, αιφνίδια, κάτι να με εκπλήξει και αυτό είναι και το ωραίο, δεν βαριέσαι ποτέ με το φως.

Ποιοι ήταν οι πρώτοι σας δάσκαλοι ή οι άνθρωποι που σας ενέπνευσαν να ασχοληθείτε με αυτή την τέχνη;

Ο Νίκος Ανδρικόπουλος, ο πρώτος μου δάσκαλος φωτογραφίας, μιλούσε συχνά για το σωστό φως στη φωτογραφία, για τις διαφορετικές ποιότητες του φωτός, κάπως εγώ τα κατέγραφα όλα αυτά. Ήθελα να γίνω φωτογράφος και να ταξιδέψω με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, όπως η Μαριλένα Σταφυλίδου. Εκείνη την εποχή η Μαριλένα είχε έρθει και μας είχε μιλήσει για την δουλειά της με τους Γιατρούς, δείχνοντάς μας μαγικές φωτογραφίες.

Φωτογράφιζα με το φυσικό φως του ήλιου, το τεχνητό φως δεν μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Και μετά η ζωή έκανε την έκπληξη και έτυχε να αναγνωρίσω τη γοητεία του να δημιουργείς εικόνες με το φως, αντί να περιμένεις να δημιουργηθούν για να τις αποτυπώσεις στην κάμερα.
Τα δύο πρώτα χαρακτηριστικά του φωτός που με μαγνήτισαν ήταν το contrast και η κατεύθυνση της φωτιστικής δέσμης. Είναι τα δύο στοιχεία που -θεωρώ- δουλεύω, έντονα, ακόμη στις παραστάσεις. Και κάπως έτσι, δεν ασχολήθηκα ποτέ ξανά με το φυσικό φως.

Τι σας γοητεύει περισσότερο στο φως και τη χρήση του στο θέατρο και τη σκηνή;

Στο φως με γοητεύει η άυλη και εφήμερη φύση του, δεν είναι χειροπιαστό υλικό όπως ένα κομμάτι ύφασμα, το οποίο μπορείς να το πιάσεις μέσα στα χέρια σου και να το επεξεργαστείς. Αυτό είναι κάτι που ζηλεύω στους σκηνογράφους και ενδυματολόγους: μπορούν και συλλέγουν δείγματα των υλικών που σκέφτονται να χρησιμοποιήσουν σε μια παραγωγή.

Περνούν ώρες μαζί τους, τα κοιτάνε, τα βάζουν το ένα δίπλα στο άλλο, τα συγκρίνουν. Με το φως δεν γίνεται να το κάνεις αυτό, μπορώ να μαζέψω φωτογραφίες, παράδειγμα, από φωτιστικές συνθήκες που οραματίζομαι να αναπαράξω, όμως αυτό απέχει πολύ από την πράξη του να φωτίσω τον χώρο και τους ηθοποιούς.

Τα Φώτα τις Πόλης
Τα Φώτα τις Πόλης KAROL JAREK

Έχετε σχεδιάσει φωτισμούς για περισσότερες από 270 παραστάσεις. Ποια θεωρείτε ως ορόσημα στην καριέρα σας;

Αγαπώ και ξεχωρίζω συνεργασίες – ορόσημα, όχι παραστάσεις. Την πολυετή συνεργασία με τον Θάνο Παπακωνσταντίνου, την Κατερίνα Γιαννοπούλου, την Ιόλη Ανδρεάδη, το “Ονειρόδραμα” της Γεωργία Μαυραγάνη πέρυσι, Τα “Φώτα της Πόλης” της Αμάλια Μπένετ θα είναι πάντα στην καρδιά μου και θα σιγοτραγουδάω τη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, η “Φιέστα” του Χέμινγουεη, η πρώτη παράσταση που φώτισα αφού τελείωσα το μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, το καλοκαίρι του 2002, “Το Πάρτι της Ζωής μου” της Ελένης Ράντου σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά, από την πρώτη ανάγνωση κατάλαβα πως κάτι γίνεται εδώ, το “Αμάρτημα της Μητρός μου” του Γ. Βιζυηνού, σε σκηνοθεσία Κ.Γιαννακόπουλου, στο οποίο πρωταγωνιστούν τα κεριά, το “Countless” της Μαρκέλλας Μανωλιάδη, τη συνεργασία με την Έμιλυ Λουίζου στη μικρή Επίδαυρο.

Ονειρόδραμα- Γεωργία Μαυραγάνη
Karol Jarek

“Η καρδιά με κόκαλα” το 2005 στην εγκαταλελειμμένη οικία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στα Εξάρχεια με την ομάδα “Όχι Παίζουμε”, θυμάμαι την αίσθηση και την ζεστασιά με την οποία αγκάλιασε τότε το εγχείρημα όλη η γειτονιά. Ακόμη χαζεύω το σπίτι του Λαπαθιώτη, όταν περνάω από εκεί με το αυτοκίνητο. Και τώρα, ο Γιάννης Μόσχος έχει φτιάξει ένα μοναδικό σκηνικό σύμπαν στην “Κληρονομιά μας”, και ανυπομονώ να το εξερευνήσω με το φως!

Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο είδος θεάτρου ή παράστασης που σας συναρπάζει ιδιαίτερα και προτιμάτε να εργάζεστε;

Όταν συντελείται θέατρο, εμπεριέχεται μαγεία, συγκίνηση, φτερουγίζει η καρδιά. Αυτό το πετάρισμα της καρδιάς το έχω νιώσει με τραγωδίες, κωμωδίες, μελοδράματα, μεταδραματικά ανεβάσματα, performance, με τα πάντα. Το είδος θεάτρου δεν αποτελεί πανάκεια.

Με συναρπάζει το είδος θεάτρου όπου οι δημιουργοί σέβονται και εκτιμούν ο ένας τον άλλον, όπου όλοι περνάνε καλά, γελάνε. Θέλω να περνάω καλά στο θέατρο, μου αρέσει το χιούμορ στους ανθρώπους και πλήττω αφόρητα με την σοβαροφάνεια. Προτιμώ να εργάζομαι με ανθρώπους που αναγνωρίζουν πως είμαστε άνθρωποι και όχι ρομπότ, έχουμε οικογένειες, παιδιά. Μου είναι πιο αποτελεσματικό και δημιουργικό να συνεργάζομαι με ανθρώπους για τους οποίους το θέατρο είναι ένα κομμάτι της ημέρας και της ζωής τους, δεν είναι όλη τους η ζωή.

Ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί συνεργάτες σας και πώς διαμορφώνεται η σχέση σας μαζί τους στη δημιουργική διαδικασία;

Η συνεργασία δεν είναι μονόδρομος, είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης, επομένως, όλοι φέρουμε ευθύνη για την ποιότητα της συνεργασίας. Οι πιο σημαντικοί και άμεσοι συνεργάτες είναι οι άνθρωποι πίσω από τα φώτα: οι ηλεκτρολόγοι, οι προγραμματιστές κονσόλας, οι χειριστές κανονιού, οι τεχνικοί υπεύθυνοι με τους οποίους κάνω όλες τις συνεννοήσεις, οι βοηθοί, όλοι αυτοί οι άνθρωποι των οποίων το όνομα σπάνια φτάνει στα αυτιά του κοινού.

Ο σχεδιασμός φωτισμών, όπως και το θέατρο στο σύνολό του, είναι κατεξοχήν ομαδικό σπορ. Η ποιότητα και το επίπεδό της δουλειάς μου, εξαρτώνται άμεσα από τον τρόπο, το μεράκι και την προσοχή στη λεπτομέρεια που επιδεικνύουν αυτοί οι σημαντικοί συνεργάτες. Με πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους, διασταυρωνόμαστε χρόνια στις διάφορες σκηνές, και αυτό που εξασφαλίζει την καλή και αγαστή συνεργασία είναι ο αλληλοσεβασμός και η καλή διάθεση.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στον σχεδιασμό φωτισμών σε μια εποχή που η τεχνολογία εξελίσσεται ραγδαία;

Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να μην γίνουμε σκλάβοι της τεχνολογίας, η τεχνολογία δεν αποτελεί λύση για τα πάντα. Ως δημιουργοί εικόνων πρέπει να θυμόμαστε πως «βλέπουμε μόνο ό,τι κοιτάμε.

Η όραση είναι μια πράξη επιλογής» (John Berger, 1972) και πρέπει να μας απασχολεί, κυρίως, πώς θα επηρεάσουμε αυτήν την επιλογή του θεατή, πώς θα τον βοηθήσουμε να επιλέξει πού να κοιτάξει, ειδικά, μέσα στα σύγχρονα πολυεπίπεδα – πολυπρισματικά θεάματα με παράλληλες δράσεις, χρήση πολυμέσων, χορικής εκφοράς του λόγου κ.λπ.

Το πιο εύκολο, όταν υπάρχουν λεφτά, είναι να φτιάχνεις φωτιστικά πυροτεχνήματα επί σκηνής, να πολυλογείς, ακατάπαυστα, οπτικά. Εξάλλου, ο βομβαρδισμός με εικόνες είναι μέσα στην κουλτούρα της εποχής. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να παραμείνεις συνεπής στο καλλιτεχνικό σου έργο και σκοπό, να μην μουτζουρώνεις τη σκηνή με φως.

Πώς ισορροπείτε ανάμεσα στην τεχνική και την καλλιτεχνική πλευρά του σχεδιασμού φωτισμών;

Αφήνω το κείμενο να με οδηγήσει. Όπως σε μια παράσταση δεν μπορούν να ειπωθούν όλα, παρομοίως, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν και όλες οι καταπληκτικές φωτιστικές ιδέες, οφείλουμε να επιδιώκουμε τη συνάφεια, τη συνέπεια και την απλότητα. Λέγεται πως ο Charlie Chaplin είπε κάποτε στον Jean Cocteau πως αφού ολοκληρώσει κανείς μια κινηματογραφική ταινία, πρέπει να «ταρακουνά το δέντρο» και να διατηρεί μόνο ότι κρατιέται καλά στα κλαδιά.

Προσπαθώ να κρατάω, σαν πυξίδα, στη δουλειά μου, αυτή την αρχή της απλούστευσης, της οικονομίας, της φειδούς. Στόχος μου είναι να διευκολύνω τον θεατή να συνδεθεί και να διαβάσει τη σκηνική εικόνα. Μέσα στη διαδικασία των προβών απλοποιώ την αφήγηση του φωτός, συνήθως καταλήγω πάντα σε μία βασική αντίθεση, σε ένα ισχυρό δίπολο (φως-σκοτάδι, χρώμα-μη χρώμα, θερμό-ψυχρό) και χτίζεται όλη η αφήγηση του φωτός γύρω από αυτό. Είναι επίπονο να «ταρακουνάς το δέντρο», όμως είναι απαραίτητο στάδιο της δημιουργίας.

Πώς αισθάνεστε που το έργο σας ως σχεδιάστρια φωτισμών προβάλλεται μέσα από παγκόσμιες πρωτοβουλίες όπως το WOMEN IN LIGHTING και η σειρά βιβλίων Collected Light;

Τιμή και χαρά! Η παγκόσμια πρωτοβουλία WOMEN IN LIGHTING ξεκίνησε μόλις το 2019 και ακόμη αναπτύσσεται, από την έκταση όμως που έχει πάρει είναι εμφανές ότι ήταν κάτι που το χρειαζόμασταν. Το βιβλίο Women in Entertainment Lighting, Volume Three, παρουσιάζει το έργο από 65 γυναίκες σχεδιάστριες φωτισμών από όλο τον κόσμο.

Η ορατότητα των γυναικών στον χώρο δεν είναι αυτονόητη, ενώ, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, οι οποίου θεωρούν αχρείαστο να σου απευθύνονται στο σωστό φύλο: προσφάτως, επιχειρηματίας μού είπε, δεικτικά, «τι είσαι εσύ, φωτιστής;», «όχι, είμαι γυναίκα, άρα είμαι σχεδιάστρια φωτισμών» του απάντησα. Επομένως έχουμε δρόμο να διανύσουμε και πρωτοβουλίες σαν το WOMEN IN LIGHTING είναι απαραίτητες.

Πιστεύετε ότι τέτοιες πλατφόρμες συμβάλλουν ουσιαστικά στην αναγνώριση και την ενίσχυση της παρουσίας των γυναικών στον τομέα του φωτισμού;

Ναι, το πιστεύω ακράδαντα. Είναι ανακουφιστικό να βλέπεις ότι υπάρχουν και άλλες γυναίκες σαν και εσένα, παγκοσμίως, οι οποίες έχουν ακριβώς τις ίδιες αγωνίες, αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις. Είναι ωραίο να μην νιώθεις μόνη. Στους χώρους αυτούς, υπάρχει μια επίπλαστη ισότητα, αρκετές δουλειές και high profile projects ευθύνης, τα αναθέτουν κυρίως σε άντρες….

Οι γυναίκες είναι ΟΚ για να κάνουν τα μικρά θεατράκια, όμως όταν πρόκειται για μεγάλες σκηνές… Στα καθ’ ημάς, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε σχετικά αρχεία και θα δει πόσες παραστάσεις στην Επίδαυρο έχουν φωτίσει γυναίκες. Το 2021 κυκλοφόρησα το βιβλίο μου “Σχεδιασμός Φωτισμών”, Ζωγραφίζοντας επί σκηνής στις τέσσερις διαστάσεις. Μέσα στο βιβλίο δεν έγραφα μόνο “σχεδιαστής φωτισμών”, αλλά και “σχεδιάστρια φωτισμών”. Δεν θα ξεχάσω τα ευχαριστήρια μηνύματα από νέες γυναίκες, οι οποίες ένιωθαν να τις συμπεριλαμβάνουν. Πόσο να αντέξει κάποιος να είναι αόρατος;

Ποια είναι η άποψή σας για την ελληνική θεατρική σκηνή σήμερα; Βλέπετε κάποια ιδιαίτερη εξέλιξη στον τρόπο που χρησιμοποιείται το φως;

Η μεγάλη πρόκληση στην Ελλάδα είναι ότι η εξέλιξη του θεατρικού φωτισμού είναι ατομική υπόθεση, δεν υφίσταται στρωμένο μονοπάτι εκπαίδευσης. Ωστόσο υπάρχει διάθεση για πειραματισμό και μετασχηματισμό του μέσου, διάθεση η οποία, όταν δεν σκοντάφτει σε αισθητικές και δραματουργικές αγκυλώσεις, είναι αναζωογονητική για όλους. Η αλλαγή και ο μετασχηματισμός είναι μια αργή, επίπονη διαδικασία η οποία επηρεάζει και τα υπόλοιπα σκηνικά μέσα.

Αν αυτά ανθίστανται, δεν μπορεί να εξελιχθεί μόνος του ο σχεδιασμός φωτισμών. Παρόλα αυτά, το φως έχει αυτονομηθεί, πλέον δεν φωτίζει, αποκλειστικά, σκηνικά και πρόσωπα ηθοποιών, σχηματίζει νοήματα, χρησιμεύει ως χάρτης, παίρνει τους θεατές από το χεράκι και τους ξεναγεί στον σκηνικό κόσμο. Το φως στην ελληνική σκηνή έχει καταφέρει, σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, να γίνει λιγότερο περιγραφικό, έχει εξελιχθεί σε τολμηρό παίκτη, διεκδικεί δυναμικά χώρο και χρόνο. Και σε αυτήν την εξέλιξη έχουν βάλει το λιθαράκι τους όλες και όλοι, όσοι και όσες, σχεδιάζουν φωτισμούς.

Είναι ο σχεδιασμός φωτισμών μια τέχνη που, πιστεύετε, βρίσκει την αναγνώριση που της αξίζει στην Ελλάδα;

Το 1962 η Ελένη Βακαλό έγραψε ένα άρθρο στο περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, υπό τον τίτλο «Το σκηνικό και η κριτική του» στο οποίο εξέφραζε τους προβληματισμούς της ως προς την ετοιμότητα των κριτικών να κρίνουν το εικαστικό αποτέλεσμα επί σκηνής: «Πώς όμως ο κριτικός που δεν κατέχει αυτή την πλαστική γλώσσα [της σκηνογραφίας], […], θα μπορέσει να εκτιμήσει τη μεταφορά της στο θέατρο;» διερωτώταν.

Το ερώτημα της Βακαλό παραμένει επίκαιρο. Το θέμα όμως δεν είναι, μόνο, η σχεδόν, καθολική αποσιώπηση των φωτισμών από την κριτική, με εξαίρεση ελάχιστους κριτικούς και ελάχιστες παραστάσεις, όπως τα “Φώτα της Πόλης¨. Οι ίδιοι οι σκηνικοί καλλιτέχνες δείχνουν να αγνοούν τη σημασία του φωτός. Κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να γίνεται θέατρο με λιγότερους δημιουργούς από αυτούς που έχουν αναγνωρισθεί, πλέον, ως ειδικότητες, όπως δεν θα έπαιζε μια ομάδα ποδοσφαίρου με εννέα παίχτες, επειδή κάποιος πίστεψε ότι μπορεί να παίξει και τέρμα και άμυνα. Ο συγκεντρωτισμός δεν ταυτίζεται με το ταλέντο.

Και τέλος… τι είναι φως για εσάς;

Το φως είναι, ηρεμία, ζεστασιά, υγεία, χαρά. Οι άνθρωποι είμαστε φωτοευαίσθητα όντα, το φως είναι ζωή.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα