AP Photo/Chris Pizzello

ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΝΤΕΙΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ

Πώς ένας αβάν γκαρντ δημιουργός μπόρεσε να αλλάξει και το σινεμά και την τηλεόραση και να αγαπηθεί από το mainstream όσο ελάχιστοι καλλιτέχνες. Το έργο που αφήνει πίσω, η τελευταία του συνέντευξη, και λόγια αγάπης από συνεργάτες και μαθητές.

«Θα είναι όπως στις ταινίες… θα προσποιηθούμε πως είμαστε κάποιες άλλες.»

Όταν η Μπέτι της Ναόμι Γουότς έμπαινε σε έναν κόσμο κινδύνου και πάθους μαζί με την Ρίτα της Λόρα Χάρινγκ, το πρώτο της ένστικτο –και άραγε είχε αυτό να κάνει με προστασία; ή απλώς με μεγαλύτερη διάθεση για περιπέτεια και ζωή;– ήταν να αγκαλιάσει αυτό το αβέβαιο και ονειρικό του σινεμά: Όσα ζεις είναι ψέματα. Όσα νιώθεις είναι αλήθεια.

Το σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς ανταποκρινόταν πάντα σε αυτό το ένστικτο που οι πάντες έχουμε βαθιά κρυμμένο μέσα μας. Ακόμα κι αν στο φως της μέρας, στα όρια του σχηματισμένου μας κόσμου, αυτό που αποζητούμε είναι ένα νόημα, η ασφάλεια της λογικής, αυτό που πάντα μας κινεί μέσα μας, βαθιά στο υποσυνείδητο, είναι η έλξη του αγνώστου, του ακατανόητου – είναι πάντα μια τέτοια περιέργεια που μας κινεί.

Ναόμι Γουότς και Λόρα Χέρινγκ στην Οδό Μαλχόλαντ.

Και πάντα φανταζόμαστε κάτι άλλο. Υποθέτουμε, εικάζουμε, φαντασιωνόμαστε. Αυτή είναι ίσως η μεγάλη σύνδεση του απτού μας κόσμου, με τον κόσμο των ονείρων, εκεί όπου η απελευθέρωση είναι πλήρης. Οι χώροι μπορεί να είναι σκληροί και ψυχροί, αλλά και ζεστοί, γνώριμοι. Οι ήχοι μπορεί να ταιριάζουν με τις εικόνες, ή και όχι. Τα συναισθήματα βιώνονται δίχως όρια και λογική. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι εμείς, ή κάποιοι άλλοι, ή και τα δύο.

Ο Λιντς το καταλάβαινε πάντα αυτό, και σχεδόν ποτέ δεν παρέκκλινε από αυτή την ενστικτώδη αποτύπωση καταστάσεων και κόσμων. Το σινεμά του είναι γεμάτο ήρωες-αντίγραφα, ήρωες-αντικατοπτρισμούς. Ανθρώπους που περιβάλλονται από κάποια ηχώ του εαυτού τους, ή κάποια άλλη εκδοχή, ή κάποιο όνειρο, ή κάποια φαντασία, ή κάποιον εφιάλτη – όλα μαζί, σαν άπειρα multiverse που συνυπάρχουν μέσα σε μια σφαίρα ύπαρξης. Από τη Χαμένη Λεωφόρο μέχρι την Οδό Μαλχόλαντ μέχρι, φυσικά, το Twin Peaks: The Return, το έργο του είναι γεμάτο με τέτοια doppelganger που αδιαφορούν για συμβατικές επεξηγήσεις του γιατί είναι εκεί, ή τι ακριβώς είναι.

Είναι ίσως αυτός ο λόγος που το κατά τα άλλα αγνό αβάν γκαρντ σινεμά του Λιντς μπόρεσε να έχει τέτοια διείσδυση στην κοινή mainstream σφαίρα;

Η έκρηξη αγάπης των ωρών από τη στιγμή που ανακοινώθηκε ο θάνατός του, είναι κάτι που σπάνια έχουμε βιώσει ξανά: Δεν υπάρχουν διαφωνίες και τσακωμοί, υπάρχει μόνο θαυμασμός και συγκίνηση και υπέροχες ιστορίες και βιωματικές καταθέσεις από ένα τεράστιο εύρος κοινού – ακόμα κι άνθρωποι που είχαν δει μικρό κομμάτι του έργου του (ή, ακόμα περισσότερο, που ένιωσαν κι ότι «δεν το κατάλαβαν») μπορούσες να δεις πως ένιωθαν μια βαθιά συγκίνηση και δέος απέναντι στην απώλεια του Λιντς.

Πρόκειται βλέπετε για έναν καλλιτέχνη που ξεπερνά τα ίδια τα επιμέρους κομμάτια του έργου του. Ο οποίος ήρθε σε επαφή με ένα τόσο βαθιά κρυμμένο κομμάτι του υποσυνείδητου, που κατέληξε να εκφράζει κάτι συλλογικά αναγνωρίσιμο, και αδύνατο να το περιγράψεις, ή να το περιχαράξεις με λέξεις. Γι’αυτό κανείς ποτέ δε μπόρεσε να τον αντιγράψει, και γι’αυτό οι πάντες ξέρουν τι εννοούμε όταν λέμε «λιντσεϊκό στυλ». Είναι περίπου σα να πέθανε ο Πικάσο και να το μάθαμε σκρολάροντας στο ίντερνετ: Πραγματικά δεν έχει σημασία αν βρέθηκες πρόσφατα μπροστά σε κάποιον πίνακα του (ή αν «καταλαβαίνεις» τις ιδέες του), αλλά ενστικτωδώς νιώθεις πως χάθηκε κάτι μοναδικό και δυσαναπλήρωτο, ένας καλλιτέχνης-συνώνυμο μιας σχολής του Ενός.

Η φιλμογραφία του Ντέιβιντ Λιντς

Eraserhead (1977)… Υποσυνείδητο αποτυπωμένο σε κάθε καρέ του φιλμ, με το ηχητικό ντιζάιν να σου χαράζει τα αυτιά και κραυγές (ηχητικές και οπτικές) να αποτυπώνονται στον εγκέφαλό σου. Ο φόβος της πατρότητας σαν θρίλερ γκροτέσκου σουρεαλισμού.

Ο Άνθρωπος Ελέφαντας (The Elephant Man, 1980)… Ο Λιντς κινηματογραφεί κάθε λογής ιδιάζοντα αντικείμενα (και πρόσωπα, και σώματα), αναζητώντας με χάρη και φροντίδα τη θέση τους σε ένα κόσμο που δεν τα κατανοεί, και δεν έχει θέση για αυτά, προοικονομώντας την θέση ακόμα και του ίδιου ως παρεξηγημένο curiosity που η άρχουσα τάξη θα επιχειρήσει να οικειοποιηθεί. Υποψήφια για 8 Όσκαρ.

Dune (1984)… Η στουντιακή του απόπειρα έχει ως αποτέλεσμα ένα φιλμ αναγνωρίσιμα μεν δικό του, με συχνά παράλογες ιδέες και μια διάθεση απελευθέρωσης της φαντασίας. Η αναγκαιότητα για μα συμβατική, κυριολεκτική αφήγηση δεν του αφήνει όμως τον επιθυμητό καλλιτεχνικό χώρο.

Μπλε Βελούδο (Blue Velvet, 1986)… Υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας με ένα φιλμ πάνω στο κλινικά ρηγκανικό Αμερικάνικο Όνειρο, το οποίο κατατρώει ένας επίμονος εφιάλτης. Σωματικότητα, οπτικοί συμβολισμοί, κλασικό σάουντρακ του Άντζελο Μπανταλαμέντι και εμβληματικό καστ (Ιζαμπέλα Ροσελίνι, Ντένις Χόπερ, Κάιλ Μακλάχλαν) συνθέτουν έναν πυρετωδώς μεθυστικό κινηματογραφικό πίνακα.

Ατίθαση Καρδιά (Wild at Heart, 1990)… Η πιο παθιασμένη και ρομαντική έξαρση όλης της φιλμογραφίας του, ένα γεμάτο αιχμές αλλά και κρυμμένη τρυφερότητα δράμα που δανείζεται εξίσου από την μυθολογία των παρανόμων της αποκεντρωμένης Αμερικής όσο κι από σημειολογία των παραμυθιών, δημιουργώντας ένα από τα πιο αξέχαστα ζευγάρια της μεγάλης οθόνης.

Ο Ύποπτος Κόσμος του Τουίν Πικς (Twin Peaks: Fire Walk With Me, 1992)… Ο Λιντς ανταλλάζει τα quirks με πόνο και απόγνωση, ο Μπανταλαμέντι τα finger snaps με ένα score από την κόλαση, οι στυλιζαρισμένες αποχρώσεις δίνουν τη θέση τους σε οράματα τρόμου και υστερίας. Η ιστορία μιας κοπέλας-θύμα, επιτέλους μέσα από τα δικά της μάτια, μια επίπονη διαδρομή προς έναν αναπόφευκτο εφιάλτη που διανύουμε όλοι μαζί.

Χαμένη Λεωφόρος (Lost Highway, 1997)… Νεο-νουάρ τρόμου με Πατρίσια Αρκέτ και Μπιλ Πούλμαν, μια σπουδή πάνω στην εμμονή και τελικά την ταυτότητα σε ένα από τα κατεξοχήν δείγματα του σινεμά αφηγηματικής αποδόμησης του Λιντς, με χαρακτήρες-αντικατοπτρισμούς κι ένα μυστήριο που αψηφά τη συμβατική επίλυση.

The Straight Story (1999)… Αφοπλιστικά ανθρώπινο σινεμά στην διάσημη «ευθύγραμμη» ταινία του Λιντς. Ωστόσο ιδέες και χαρακτηριστικά του σινεμά του βρίσκουν τη θέση τους εδώ, σε μια και πάλι ονειρική (και άκρως συγκινητική) οδύσσεια.

Οδός Μαλχόλαντ (Mulholland Drive, 2001)… Μεγαλειώδης σπουδή πάνω στο μεγάλο ψέμα του κόσμου του θεάματος, που μέσα από κρυμμένες επιθυμίες και συσχετισμούς (σεξουαλικών, επαγγελματικών, και κάθε είδους) δυνάμεων, εξελίσσεται στο αριστούργημα της φιλμογραφίας του Ντέιβιντ Λιντς εξερευνώντας την ίδια την ιδέα του μυστηρίου και των ασυνείδητων ψευδαισθήσεων.

Inland Empire (2006)… Ο Λιντς σκηνοθετεί τη Λόρα Ντερν με χαμηλής ανάλυσης ψηφιακή κάμερα σε έναν κατακερματισμένο χολιγουντιανό εφιάλτη που δημιουργήθηκε κομμάτι-κομμάτι κατά τα γυρίσματα, δίχως τελικό σενάριο.

Ο ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΒΑΘΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΗΡΩΙΔΕΣ ΤΟΥ

Από μικρός δεν τα πήγαινε καλά με τους κανόνες και τις ντιρεκτίβες. Έλεγε πως το σχολείο ήταν κάτι σαν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, πως καταστρέφει τους καρπούς της ελευθερίας. Την δική του ελευθερία τη βρήκε σπουδάζοντας αργότερα στην Καλών Τεχνών της Πενσιλβάνια και την μετέπειτα ενασχόλησή του με ποικίλες μορφές τέχνης μέχρι και το τέλος της ζωής του: Από ζωγραφική μέχρι φωτογραφία, από σινεμά μέχρι μουσική, όλα για τον Λιντς έμοιαζαν σαν μια πηγαία έκφραση ιδεών και συναισθημάτων.

Είναι πολύ σημαντικό μιλώντας για το σινεμά του, να τονίσουμε αυτή τη συναισθηματικότητα. Ο Ντέιβιντς Λιντς αγαπούσε.

Το καταλαβαίνουμε και από τα όσα ξέρουμε για τον ίδιο, αλλά και από το πώς κάθε άνθρωπος που πέρασε από το διάβα του δεν έχει παρά τα καλύτερα και πιο εγκάρδια να πει για αυτόν. Το καταλαβαίνουμε κι από το πόσο παθιασμένα μιλούσε για θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης – το εμβληματικό πια «fix your hearts or die» είναι μια από τις αγνότερες εκφράσεις καλοσύνης.

Και φυσικά το έργο του, είναι γεμάτο αγάπη και συναίσθημα και φόβο και εμμονή. Μπορούσε εύκολα να κάνει τον θεατή να ξεχάσει τις απορίες του ή να αφήσει στην άκρη τις ενστάσεις του μέσα από κάποια εμφάνιση απογυμνωμένης συναισθηματικότητας. Στην Ατίθαση Καρδιά (Wild at Heart) του 1990, η Λούλου κι ο Σέιλορ (Λόρα Ντερν και Νίκολας Κέιτζ σε ρόλους καριέρας) αγαπιούνται τόσο παράφορά και άνευ όρων που ως θεατής είσαι έτοιμος να αφήσεις τα πάντα και να τους ακολουθήσεις, αγνοώντας τη λογική, το ένστικτο αυτοσυντήρησης, ακόμα και την ηθική.

Ή να πας σε ένα ταξίδι επιμονής μαζί με τον υπέροχο Άλβιν Στρέιτ του Straight Story, που θέλει να διασχίσει ένα αχανές τοπίο για να σμίξει ξανά με τον αδερφό του, στην πιο απρόσμενα απλή αφήγηση της καριέρας του Λιντς.

Πίσω στο 1990, γυρίζοντας τη σειρά Twin Peaks, βρήκε τον εαυτό του να νιώθει τέτοια σύνδεση και πόνο με την δολοφονημένη ηρωίδα Λόρα Πάλμερ (που αρχικά επρόκειτο να είναι απλώς μια φωτογραφία κι ένα σύντομο βίντεο), που σταδιακά ο ρόλος της επέστρεφε και μεγάλωνε. Το 1992 στο θαρραλέο πρίκουελ Fire Walk With Me, επισκέπεται ξανά την ιστορία της σειράς του αλλά μέσα πια από το τρομαγμένο βλέμμα και την θρυμματισμένη ψυχή της κακοποιημένης Λόρα.

Το 2017, ο μύθος του Twin Peaks –και, τελικά, η καριέρα του– κλείνει πάνω σε άλλη μια αναγέννηση της Λόρα, με την εμμονή του πράκτορα Ντέιλ Κούπερ (του Κάιλ ΜακΛάχλαν) να μετακινεί κόσμους και σύμπαντα για να τη σώσει, σαν ο ίδιος ο σκηνοθέτης να προσπαθεί να συγχωρέσει τον εαυτό που την σκότωσε εξαρχής. Αλλά στο σύμπαν του Λιντς δεν υπάρχει επιστροφή, ούτε τακτοποιημένα φινάλε – το ουρλιαχτό της συνταρακτικής Σέριλ Λι θα αντηχεί στο άπειρο. Και στα κορυφαία δείγματα του έργου του, ο Λιντς πάντα μιλάει για αυτό τον βαθύ τρόμο, την άρνηση, τη βία που πάντα επιστρέφει και αναγεννάται, και που τελικά συνδέεται με ψηλαφίζεις τον κόσμο, σαν από την αρχή.

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς δίπλα-δίπλα το μνημειώδες τελευταίο του έργο, Twin Peaks: The Return, με τον εναρκτήριο εφιάλτη της φιλμογραφίας του, το Eraserhead, ένα από τα πιο επιδραστικά έργα στην ιστορία του αμερικάνικου σινεμά. Στο ένα η ιστορία είναι περιορισμένη, μικρών διαστάσεων, στο άλλο επεκτείνεται σε σύμπαντα και στη γέννηση του Κακού και της ίδιας της ύπαρξης. Το ένα είναι γυρισμένο σε φιλμ, στο άλλο η αιχμηρή ψηφιακή καθαρότητα νιώθεις πως σε κόβει σαν μαχαίρι.

Όμως και τα δύο λειτουργούν τελικά με τους ίδιους όρους, χαρακτηριστικά των τεχνικών και του στυλ του Λιντς. Πολλοί ας πούμε μιλάνε για τον σουρεαλισμό στην αφήγηση και στην εικόνα, για τις εξπρεσιονιστικές πινελιές που διατρέχουν το έργο του Λιντς, αλλά περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έργο του, το Eraserhead και το Twin Peaks: The Return υπογραμμίζουν το ρόλο του ηχητικού σχεδιασμού στη δημιουργία αυτών των ονείρων. Οι ήχοι οριοθετούν και σχηματίζουν την αφήγηση, την πλοκή και τους χαρακτήρες, εξίσου αν όχι περισσότερο από τα ίδια τα λόγια και τις εικόνες – σα να ήταν γλυπτά, σμιλεμένα από ηχητικές χαρακιές.

Δες πόσο επιθετικά (και αποκομμένα) εισβάλλουν οι φωνές των αυτοκινήτων που έρχονται με φόρα να συγκρουστούν με τη λιμουζίνα της Ρίτα στην Οδό Μαλχόλαντ, εισβάλλοντας και τελικά τουμπάροντας τον κόσμο της. Άκου προσεκτικά τον ήχο που κάνει το κενό, στην καλά φυλαγμένη αποθήκη όπου ενσαρκώνεται ξανά ο Κούπερ στην αρχή του Twin Peaks: The Return. Ήχοι συχνά απορρυθμίζονται, ξεφεύγουν από τις εικόνες τους, ή έρχονται αντίστροφα – όπως συμβαίνει και στο Eraserhead. Στο έργο του Λιντς, το ίδιο το σύμπαν έχει ήχο.

Καμία έκπληξη φυσικά για έναν καλλιτέχνη που δίνει τόσο τεράστια σημασία στην ηχητική και μουσική ταυτότητα του έργου του. Λιντς θα σημαίνει για πάντα οι απόκοσμα συναισθηματικές μελωδίες του Άντζελο Μπανταλαμέντι, και θα είναι για πάντα αυτή η συλλογή σπουδαίων ερμηνευτών που έκλειναν μουσικά το κάθε επεισόδιο του Return.

Υπάρχει ένα φανταστικό ανέκδοτο από την παραγωγή της Χαμένης Λεωφόρου, όπου ο παραγωγός του σάουντρακ (και μετέπειτα οσκαρικός συνθέτης) Τρεντ Ρέζνορ θυμάται πώς του περιέγραφε ο Λιντς τους ήχους που επιθυμούσε. «Είναι ένα αστυνομικό αυτοκίνητο και κυνηγάει τον Φρεντ στη λεωφόρο, και θέλω να φανταστείς αυτό: Είναι ένα κουτί, ΟΚ; Και μέσα από αυτό το κουτί βγαίνουν φίδια – φίδια που πετάγονται δίπλα από το πρόσωπό σου. Οπότε αυτό που θέλω είναι αυτός ο ήχος – τα φίδια να πετάγονται έξω από το κουτί, αλλά πρέπει να είναι σαν επικείμενη καταστροφή». Ο Λιντς δεν είχε φέρει καθόλου οπτικό υλικό μαζί του, καμία εικόνα ή σκηνή της ταινίας. Μόνο την περιγραφή.

«ΟΚ, ΟΚ, προχώρα!», λέει στον Ρέζνορ. «Δώσε μου αυτόν τον ήχο.»

Η Ιζαμπέλα Ροσελίνι για τον Ντέιβιντ Λιντς και το Μπλε Βελούδο

Πριν τις γιορτές –και πριν φυσικά τον θάνατο του Λιντς– συνομιλήσαμε με την Ιζαμπέλα Ροσελίνι με αφορμή την ταινία Κονκλάβιο. (Η συνέντευξη θα δημοσιευτεί στο News24/7.) Η Ροσελίνι μίλησε για τη δυσκολία της να βλέπει παλιές της ταινίες, για το Μπλε Βελούδο, και για το πώς είναι μια ταινία που είναι ακόμα μοντέρνα.

«Ο Ντέιβιντ Λιντς είχε ήδη κάνει τον Άνθρωπο Ελέφαντα και το Eraserhead. Ο Άνθρωπος Ελέφαντας ήταν μια πολύ επιτυχημένη ταινία, αλλά φυσικά [όταν κάναμε το Μπλε Βελούδο] δεν ήταν ακόμα ο σημερινός Ντέιβιντ Λιντς. Και ο ρόλος μου [στην ταινία] ήταν πολύ αμφιλεγόμενος επειδή έπαιζα ουσιαστικά μια κακοποιημένη γυναίκα και δεν νομίζω ότι υπήρχαν ακόμη πολλοί ρόλοι που μιλούσαν γι’ αυτό. Η Ντόροθι Βάλενς, ο χαρακτήρας που υποδύθηκα στο Μπλε Βελούδο, είναι μια τραγουδίστρια σε νυχτερινό κλαμπ, αλλά είναι εντελώς θύμα των ανδρών, ζει κάπως τρομοκρατημένη.

Είναι δύσκολο να κοιτάζεις πίσω. Είναι ευκολότερο, καλύτερο, να κοιτάζεις μπροστά γιατί είναι μια περιπέτεια, δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Για μένα είναι πιο διασκεδαστικό να κοιτάζω μπροστά παρά πίσω. Όχι επειδή μετανιώνω για κάτι. Αλλά όταν βλέπω το Μπλε Βελούδο, σκέφτομαι τον Ντένις Χόπερ. Και ο Ντένις πέθανε και μου λείπει. Και κοιτάζω μια σκηνή και θυμάμαι ας πούμε εκείνη την μέρα που είχαμε την τάδε δυσκολία. Έτσι αποσπάται η προσοχή μου. Είναι λίγο δύσκολο να γυρίσω πίσω. Έτσι δεν κοιτάζω πίσω τις ταινίες μου.

Φυσικά, μερικές φορές το κάνω. Ήταν η 25η επέτειος του Μπλε Βελούδου και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη έκανε μια ειδική προβολή. Έτσι πήγα, φυσικά, και μετά έμεινα να δω την ταινία, και εξεπλάγην που την ένιωθα τόσο μοντέρνα, εξακολουθεί να είναι μια πολύ avant garde ταινία. Έτσι είπα στον Ντέιβιντ: “φαίνεται ακόμα καινούργια!”. Δεν γέρασε. Γιατί μερικές φορές βλέπεις ταινίες που έχουν μια απίστευτη φήμη αλλά με κάποιο τρόπο έχουν γεράσει. Δεν ξέρω, βλέπεις μια ταινία του Γκοντάρ και πραγματικά μοιάζει με τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Οπότε δεν ξέρω αν αυτό θα ισχύει για το Μπλε Βελούδο για πάντα, αλλά σήμερα, 30 χρόνια μετά, εξακολουθεί να φαίνεται μοντέρνο.»

ΚΑΙ ΑΒΑΝ ΓΚΑΡΝΤ, ΚΑΙ MAINSTREAM: ΜΟΝΟ Ο ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΛΙΝΤΣ

AP Photo

Στο memoir του Room to Dream από το 2018, ο Ντέιβιντ Λιντς θυμάται μια συνάντηση με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, όπου του εξομολογήθηκε πόσο τυχερό τον θεωρεί επειδή «τα πράγματα που αγαπάς, τα αγαπάνε εκατομμύρια, ενώ τα πράγματα που αγαπώ εγώ, τα αγαπάνε χιλιάδες». Στο οποίο ο Σπίλμπεργκ του απάντησε: «Ντέιβιντ, φτάνουμε στο σημείο που εξίσου πολλοί άνθρωποι θα έχουν δει το Eraserhead με όσους έχουν δει Τα Σαγόνια του Καρχαρία».

Υπάρχει σε αυτό το ανεκδοτάκι κάτι αληθινό πάνω στη σχετικότητα της δημοφιλίας. Τα επιμέρους έργα του Ντέιβιντ Λιντς δεν έχουν φυσικά μεγάλη συνάφεια με εκείνα του Σπίλμπεργκ –αν και είναι προφανώς κι οι δύο από τους σπουδαιότερους τεχνίτες στην ιστορία του μέσου, και με μια περιέργως όχι ανόμοια οπτική της Αμερικής, της κόσμου, και του Ανθρώπου ως συναισθηματικό και κοινωνικό ον– όμως είναι με τον τρόπο τους συνώνυμα του σινεμά. Δε θα ξέρουμε ποτέ πόσοι άνθρωποι έχουν δει το Eraserhead και πόσοι Τα Σαγόνια του Καρχαρία, όπως δε θα ξέρουμε ποτέ πόσοι άνθρωποι ξεκίνησαν να κάνουν σινεμά έχοντας το Eraserhead στο μυαλό τους (και πόσοι Τα Σαγόνια του Καρχαρία).

Και στις δύο όμως περιπτώσεις, υπάρχει τελικά μια διείσδυση στο mainstream που ξεπερνά τους αριθμούς και τη δημοφιλία και τις τάσεις. Κι αν για κάποιον σαν τον Σπίλμπεργκ αυτό ταιριάζει με το ευρύτερο μέγεθος των έργων του, για τον Λιντς θα μοιάζει πάντα κάπως αντιφατικό.

Στην καριέρα του, σχεδόν ποτέ δεν του επιβλήθηκε κάτι πέρα από το προσωπικό του όραμα. Το προβληματικό Dune του και η 2η σεζόν Twin Peaks θα παραμένουν οι αστερίσκοι μιας καριέρας που ποτέ δεν καθορίστηκε από notes κι από εμπορικές έγνοιες. Οι αβάν γκαρντ τεχνικές του και ο διάχυτος συναισθηματισμός του γέννησαν ένα αγνό curiosity: Έναν καλλιτέχνη που μέσα από τα προσωπικά του οράματα, θα κατάφερνε να παγιδεύσει το λαϊκό ενδιαφέρον, συχνότερα από ό,τι όχι.

Που ακολουθούσε όνειρα και οράματα (όπως το έκαναν κι οι ήρωές του, εξάλλου), που διαλογιζόταν για να βρει ιδέες και για να βρει την προσωπική του ισορροπία, που εντόπιζε την αλήθεια στα πιο απίθανα και πιθανά σημεία. Μια φανταστική στιγμή από τα γυρίσματα του Twin Peaks ήρθε όταν ο Μπανταλαμέντι έδειξε στον Λιντς το πώς οι νότες του Laura’s Theme σχηματίζουν όντως δύο κορυφές: «Είναι κοσμικό! Είναι κοσμικό!», άρχισε να φωνάζει ο Λιντς στον συνθέτη.

Η 1η σεζόν του Twin Peaks είχε δεκάδες εκατομμύρια θεατές. Η Οδός Μαλχόλαντ μετατράπηκε σε αίνιγμα-σημείο αναφοράς, με θεατές να προσπαθούν επί σειρά χρόνων να την «λύσουν». Η Ατίθαση Καρδιά κέρδισε Χρυσό Φοίνικα. Για τρεις ταινίες του, προτάθηκε για Όσκαρ Σκηνοθεσίας: Ο Άνθρωπος Ελέφαντας, Μπλε Βελούδο και Οδός Μαλχόλαντ. (Τα έχασε από τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Όλιβερ Στόουν και Ρον Χάουαρντ.) Προτάθηκε για τηλεοπτικά Έμμυ.

Τελικά, για να γυρίσουμε πίσω από όπου ξεκινήσαμε, το κλειδί αυτής της όλης παραδοξότητας περί δημοφιλίας και αναγνωρίσης, ίσως και να βρίσκεται στην ιστορία της δημιουργίας της Οδού Μαλχόλαντ. Μια ταινία που ξεκίνησε ως τηλεοπτικός πιλότος για σειρά που απορρίφθηκε από το δίκτυο ABC, με τον Λιντς να γυρίζει ένα έξτρα μισάωρο που δίνει σε αυτή την σκοτεινή, κοφτερή σάτιρα την οριστικά ονειρική της διάσταση – που επαναπροσδιορίζει την κυρίως αφήγηση των πρώτων 100 λεπτών, φέρνοντας τα δύο μέσα σε μια απόλυτη αρμονία και παγιδεύοντας τις ηρωίδες του και τους θεατές του μέσα στο ίδιο παθιασμένο, απεγνωσμένο, σκοτεινό, λυρικό, αξέχαστο όνειρο.

Και το τελικό αποτέλεσμα; Μια από τις κορυφαίες ταινίες του 21ου αιώνα – ή και όλων των εποχών.

«Ακόμη και αν καταλάβεις το όλο πράγμα, θα εξακολουθούν να υπάρχουν κάποια αφηρημένα στοιχεία σε αυτό που θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να αισθανθείς-σκεφτείς», έλεγε ο Λιντς στο βιβλίο Lynch on Lynch του 2005. «Θα πρέπει να πεις, “Το καταλαβαίνω κάπως αυτό, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι είναι”. […] Αυτός είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να λέγονται πολλά στους ανθρώπους, γιατί η “γνώση” σαπίζει αυτή την εμπειρία», καταλήγει.

Γι’ αυτό ο Λιντς δε θα ξεπεραστεί, ούτε θα παλιώσει ποτέ, γι’ αυτό και οι πάντες αναγνώρισαν σε αυτόν κάτι απολύτως μοναδικό που χάθηκε. Σε μια εποχή αποσπασματικής, ασφυκτικής κυριολεξίας, ο Ντέιβιντ Λιντς συνέχιζε πεισματικά και αναπολογητικά να πιστεύει στο αφηρημένο. Το τελευταίο, ασφαλές, απροσπέλαστο καταφύγιο: Τα όνειρά μας.

AP Photo/Fred Dufour, Pool

Η τελευταία συνέντευξη

Στο περιοδικό Sight and Sound του Σεπτεμβρίου, μόλις δηλαδή πριν 4-5 μήνες, ο Ντέιβιντ Λιντς κοσμεί το εξωφύλλο του “music special” τεύχους. Το κείμενο στο εξώφυλλο δίνει τον τόνο: “Ο Ντέιβιντ Λιντς πάνω στη μουσική, στην καινοτομία, και στο μέλλον του ως σκηνοθέτης”.

Μέσα, στις σελίδες της συνέντευξης με αφορμή την κυκλοφορία του άλμπουμ του Cellophane Memories (μαζί με την Chrystabell, που την είδαμε και σε έναν μεγάλο ρόλο στο Twin Peaks: The Return ως Τάμι), ο Λιντς αποκαλύπτει πως έχει εμφύσημα λόγω του τσιγάρου και πως μετά τον κόβιντ δεν μπορεί να βγει από το σπίτι του – άρα κάθε μελλοντική του σκηνοθετική απόπειρα θα έπρεπε να είναι remote.

Μετά την κυκλοφορία του τεύχους και την εξάπλωση μιας ευρύτερης ανησυχίας για την κατάσταση της υγείας του, ο Λιντς αφήνει ένα μήνυμα στα σόσιαλ το οποίο καταλήγει με τη φράση “Είμαι γεμάτος ευτυχία και δε θα αποσυρθώ ποτέ”.

Πίσω στις σελίδες του Sight and Sound, ο δημοσιογράφος Σαμ Γουίγκλεϊ που μίλησε μαζί του, γράφει το εξής προς το τέλος του κειμένου:

«Είναι χαρούμενος όταν μιλάει για το θάνατο και την ιδέα του ότι η συνείδηση συνεχίζεται στο υπερπέραν. Του αρέσει να μιλάει για την εγκατάλειψη των γερασμένων σωμάτων μας, όπως τα σακατεμένα αυτοκίνητα στη μάντρα, και για εμάς τους οδηγούς που απλά βγαίνουμε έξω. “Το φυσικό σώμα πέφτει, αλλά όλοι θα γνωριστούμε ξανά μεταξύ μας… Διαφώτιση είναι να βγαίνεις από τον τροχό της γέννησης και του θανάτου και να πηγαίνεις στην αθανασία, στην απόλυτη ολοκλήρωση, στην απόλυτη απελευθέρωση”.»

Ντέιβιντ Λιντς… θα γνωριστούμε ξανά μεταξύ μας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα