Η ανθρώπινη συνθήκη στη μυστηριώδη επικράτεια του David Lynch

Διαβάζεται σε 8'
Ντέιβιντ Λιντς
Ντέιβιντ Λιντς AP

Πολλοί δημιουργοί αγάπησαν το παράδοξο ή την αφηγηματική ασάφεια. Ο Lynch, ωστόσο, ξεχωρίζει διότι –ως γνήσιος δημιουργός– είναι διαρκώς έτοιμος να πειραματιστεί· να ενώσει το κομμάτι του ανθρώπου που παρατηρεί, μετρά και καταγράφει

Ο David Lynch ανήκει σε εκείνη τη χορεία δημιουργών που αψηφούν τις εύκολες ταξινομήσεις. Γιος ερευνητή επιστήμονα με ειδίκευση στη δασοπονία, έφηβος πρόσκοπος, ενήλικος οραματιστής, ο Lynch συνδύασε από νωρίς έναν «πειραματικό» τρόπο θέασης του κόσμου με την ελευθερία να δοκιμάζει ό,τι καινούριο κεντρίζει την περιέργειά του. Είναι ο σκηνοθέτης που όχι μόνο άνοιξε ένα παράθυρο στις πιο υπόγειες ροές του «Αμερικανικού Ονείρου», αλλά εισήγαγε ταυτόχρονα μια σχεδόν επιστημονική μεθοδολογία στη μελέτη του παράξενου, του ασυνείδητου, ακόμα και της ίδιας της ύλης.

Ο Lynch μεγάλωσε βλέποντας τον πατέρα του να παρατηρεί προσεκτικά τα δάση, να κάνει μετρήσεις σε δέντρα, και να συλλέγει και να αναλύει δεδομένα για τις ασθένειές τους. Αυτή η παιδεία τού ενστάλαξε την ιδέα ότι ο κόσμος μπορεί –και οφείλει– να προσεγγιστεί με περιέργεια κι ένα είδος «ερευνητικής» συνέπειας. Επιπλέον, η δική του εμπειρία στην προσκοπική ζωή, με την έμφασή της στην πειθαρχία, τη συνεργασία και την επιβίωση στην ύπαιθρο, αποτέλεσε για τον έφηβο Lynch έναν πρώτο κύκλο μύησης στη σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Εκεί διέκρινε πως κάτω από τους κανονισμούς και τα τελετουργικά, κρύβεται μια δέσμη κοινών για όλους μας ερωτημάτων που λίγο πολύ μας συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή.

Σαν να αποφάσισε να «πάρει δείγματα» και από την ανθρώπινη ψυχή, με τον ίδιο τρόπο που ο πατέρας του έπαιρνε δείγματα από τα δέντρα, άρχισε αργότερα να σκαλίζει τους μηχανισμούς του φόβου, της επιθυμίας, της ελπίδας. Ο ίδιος συνόψισε αυτή τη στάση ως εξής: « Ό,τι έμαθα στη ζωή μου, το έμαθα γιατί αποφάσισα να δοκιμάσω κάτι νέο». Οι ταινίες του αποτέλεσαν, για τον ίδιο, πεδίο έρευνας – ένα οπτικοποιημένο εργαστήριο πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη.

Ο Lynch είχε δηλώσει ότι «το φιλμ είναι μία μορφή αφαίρεσης». Συχνά παρομοίαζε την κινηματογραφική εμπειρία με την ανάγνωση ενός βιβλίου: ο δημιουργός δεν είναι εκεί να δώσει απαντήσεις, ο θεατής μένει με τα δικά του συμπεράσματα, και –το σπουδαιότερο– σημασία έχει να εμπιστευτεί τη διαίσθησή του. Αυτό παραπέμπει στην παραδοχή πως τα λόγια ή η λογική δεν επαρκούν πάντα για να διατυπώσουν πλήρως μια εμπειρία· ο Lynch θεωρεί τον κινηματογράφο εκ φύσεως ανεπαρκή να χωρέσει το νόημα σε λέξεις, όπως ακριβώς ένα όνειρο δεν μπορεί να μεταφερθεί εύκολα σε κάποιον που δεν το είδε. Και αυτό διότι, όπως έχει δηλώσει ο σκηνοθέτης, είναι αδύνατο να συμμεριστεί κάποιος άλλος την εμπειρία μας –είτε αυτή αφορά ένα όνειρο ή κάτι άλλο–  αν δεν την έχει βιώσει και ο ίδιος.

Την ίδια στιγμή, πολλοί κριτικοί και θεωρητικοί εντάσσουν το έργο του στη σφαίρα του ονειρικού. Κάποιοι μιλούν για «σουρεαλιστική» γραφή· άλλοι για ψυχαναλυτικές προεκτάσεις. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές (με τους οποίους ίσως να συμφωνούσε και ο ίδιος ο Lynch), δεν είναι ο κινηματογράφος που διαθέτει ονειρική φύση, μα το ίδιο το όνειρο που κρύβει εξ αρχής μια κινηματογραφική λογική – με ροή, δομή και συγκεκριμένη αισθητική. Οι ταινίες του Lynch, λοιπόν, δεν ονειροποιούν την αφήγηση, αλλά αναδεικνύουν αυτή την «εγγενή» σκηνοθετική δύναμη του ασυνείδητου.

Όπως έχει αναφέρει η μελετήτριά του, Martha P. Nochimson, πολλοί κριτικοί βιάστηκαν να ερμηνεύσουν τις ανωμαλίες του κόσμου του Lynch σαν «όνειρα» ή «εφιάλτες» μόνο και μόνο επειδή δεν χωρούσαν στην κατηγορία του ρεαλισμού. Για τον ίδιο, όμως, η πραγματικότητα είναι έτσι κι αλλιώς ασταθής. Πίσω από την κανονικότητα της αμερικανικής επαρχίας ή την αστραφτερή βιτρίνα του Χόλιγουντ ελλοχεύουν δυνάμεις που αψηφούν όποια βεβαιότητα. Η Nochimson ερμηνεύει αυτήν την «αστάθεια» μέσα από τη σύγχρονη φυσική –συγκεκριμένα τη θεωρία της σχετικότητας και την κβαντομηχανική–, σημειώνοντας ότι ο Lynch είχε εκφράσει στον κύκλο του ενδιαφέρον για το πώς η επιστήμη αποκαλύπτει έναν κόσμο πιθανοτήτων, πολλαπλών εκδοχών και φαινομενικών «παραδόξων».

Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως το Lynch-ικό «όνειρο» δεν απεικονίζεται ως ακλόνητο ιδεώδες. Αντίθετα, γίνεται αφορμή για να εξεταστεί πόσο ρευστή, αινιγματική και –εντέλει– συναρπαστική είναι η ανθρώπινη εμπειρία. Εδώ εντοπίζεται και η διαφορά του από την παραδοσιακή ματιά του Χόλιγουντ, που τείνει να εδραιώνει ένα σαφές, «αισιόδοξο» πλαίσιο. Ο Lynch επιλέγει να αποδομήσει αυτή την αισιοδοξία, όχι απαραίτητα ως πολιτική στάση, αλλά περισσότερο ως φιλοσοφική αναζήτηση. «Η ζωή παρουσιάζεται ως ένα μυστήριο. Και είναι στη φύση του ανθρώπου να προσπαθεί να λύσει αυτά τα μυστήρια», είχε πει.

Σε κάθε ταινία του, με εξαίρεση ίσως το Dune, ο Lynch μας καλεί να εστιάσουμε στο πώς η αντίληψη καθορίζει τον πόνο, στο πώς οι χαρακτήρες του βλέπουν τον κόσμο. Υπάρχουν εκείνοι που αντικρίζουν τη ζωή με μάτια γεμάτα θαυμασμό, πλάθοντας μια πραγματικότητα γεμάτη δυνατότητες και ενθουσιασμό, που τους οδηγεί σε πιο φωτεινές επιλογές. Και υπάρχουν κι εκείνοι που βλέπουν τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του φόβου, διαμορφώνοντας μια ύπαρξη σκοτεινή και ζοφερή. Στις ταινίες του Lynch, η επίλυση του μυστηρίου δεν θα μπορούσε να ήταν εύκολη υπόθεση. Οι «επιτυχημένοι» αναζητητές θα περάσουν μέσα από δοκιμασίες και κακουχίες, όπως ακριβώς κάνει η Nikki Grace στο Inland Empire, την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη.

Σε αυτήν την αναζήτηση, ο Lynch μπορεί να φαίνεται σε πολλούς αποκομμένος από την πολιτική ή κοινωνική κριτική. Η Nochimson εξηγεί πως, στις συζητήσεις της με τον σκηνοθέτη, εκείνος όντως εστίαζε λιγότερο σε «εξωτερικούς» παράγοντες (καταναλωτισμός, οικονομία κ.λπ.) και περισσότερο στη «συνείδηση» ως κλειδί. Είναι γνωστή η προσήλωσή του σε μορφές διαλογισμού που αντλούν έμπνευση από τις ιερές Βέδες (Vedas) της ινδουιστικής παράδοσης – μια στάση που προκάλεσε κάποιες φορές επικρίσεις ως «λατρευτική» ή «αμφιλεγόμενη». Ωστόσο, για τον ίδιο, επρόκειτο μάλλον για μια προσπάθεια απελευθέρωσης του μυαλού από τις φοβίες και τα «διδαγμένα» όρια· ένα βήμα προς τη διαύγεια, απαραίτητη για να προσεγγίζει με αστείρευτη δημιουργικότητα το αίνιγμα του κόσμου ως ένα σύστημα ισορροπιών και αντιθέσεων.

Παράλληλα, ο Lynch απορρόφησε –έστω σε ποιητικό επίπεδο– ιδέες από τη σύγχρονη φυσική, όπως η έννοια της «σύμπλεξης» (entanglement) ή της «υπέρθεσης» (superposition). Στην κβαντομηχανική αυτές οι έννοιες περιγράφουν φαινόμενα που αντιβαίνουν στην κοινή λογική (π.χ. σωματίδια σε δύο σημεία ταυτόχρονα), όμως για τον Lynch λειτουργούν περισσότερο σαν μεταφορά: χαρακτήρες που είναι ταυτόχρονα δύο ή περισσότεροι, τόποι που βρίσκονται σε «παράλληλες διαστάσεις»· μια υπενθύμιση ότι η πραγματικότητα ίσως να μην είναι τόσο σταθερή όσο φανταζόμαστε. «Ο Lynch είναι ποιητής της κινηματογραφικής γλώσσας», λέει η Nochimson· δεν διεκδικεί επιστημονικά συμπεράσματα, μα αξιοποιεί τα «δώρα» της φυσικής για να εκφράσει την ιδέα πως «πολύ περισσότερα είναι δυνατά απ’ ό,τι νομίζαμε».

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε δηλώσει ότι εκτιμά βαθιά όταν οι θεατές των ταινιών του προσπαθούν να βγάλουν το δικό τους νόημα, ακόμα κι αν αποκλίνει από το δικό του. «Μερικοί μπορεί να έρθουν πιο κοντά στη δική μου ερμηνεία, μερικοί όχι. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό», είχε πει, καλώντας το κοινό να εμπιστευτεί την εσωτερική του διαίσθηση, αυτή την ενδόμυχη αίσθηση που δεν μπορείς να περιγράψεις με λόγια. Λέξεις όπως «ονειρικό», «σουρεαλιστικό», «παράλογο» συχνά αδυνατούν να μεταφέρουν το βάθος της ανθρώπινης εμπειρίας· ο Lynch αφήνει συνειδητά και μεθοδικά την οθόνη να λειτουργήσει ως μία επικράτεια άρρητου διαλόγου με το υποσυνείδητο του καθενός μας και ταυτόχρονα όλων μας.

Πολλοί δημιουργοί αγάπησαν το παράδοξο ή την αφηγηματική ασάφεια. Ο Lynch, ωστόσο, ξεχωρίζει διότι –ως γνήσιος δημιουργός– είναι διαρκώς έτοιμος να πειραματιστεί· να ενώσει το κομμάτι του ανθρώπου που παρατηρεί, μετρά και καταγράφει (παρακαταθήκη του επιστημονικού, πατρικού του υπόβαθρου) με εκείνο που αναζητά υπερβατικές εξηγήσεις, άλλοτε στον διαλογισμό, άλλοτε στο μοντάζ, την μουσική και την εικονοπλασία. Είναι λογικό ότι μια τέτοια συνθήκη ασκεί έλξη όχι μόνο στους θαυμαστές της κινηματογραφικής τέχνης αλλά και σε όσους, μέσα από την επιστήμη, μελετούν άγνωστα ή «απίθανα» επίπεδα της πραγματικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το μετά θάνατον «ευχαριστώ» της ΝASA δεν μοιάζει παράταιρο: σε τελική ανάλυση, κι εκείνη αναζητά νόημα στα βάθη του σύμπαντος, όπως ο Lynch αναζήτησε νόημα στις αχαρτογράφητες γωνίες του εσωτερικού μας κόσμου.

Είτε θεωρήσουμε τις ταινίες του δοκίμια στην ανθρώπινη συνθήκη είτε υπόγειες διαδρομές ενός «κινηματογραφικού εργαστηρίου», ένα παραμένει σίγουρο: ο David Lynch μάς καλεί να αμφισβητήσουμε τα εξωτερικά και εσωτερικά όρια, υποδεικνύοντας ότι το περίεργο δεν είναι παρά μια άλλη εκδοχή του οικείου. Όπως το έθεσε και η Martha P. Nochimson, «είναι ποιητής που αξιοποιεί ιδέες της επιστήμης για να δραματοποιήσει τις αθέατες πλευρές της ζωής». Είναι, όπως φαίνεται, ακριβώς αυτός ο γόνιμος διάλογος ανάμεσα στο ορθολογικό και στο υπερβατικό, στο μετρήσιμο και στο μυστήριο, στο τετριμμένο και το συναρπαστικό, που εξακολουθεί να καθιστά το έργο του τόσο γοητευτικά ανοιχτό και εμπνευστικό. Και ίσως αυτή να είναι η ύψιστη αξία του: το να μας θυμίζει ότι η ανθρώπινη συνθήκη παραμένει ένα δημιουργικό μυστήριο που αξίζει να αγαπάμε να εξερευνούμε.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα