Νέες ταινίες: Ο Τίμοθι Σαλαμέ είναι ο Μπομπ Ντίλαν στο απολαυστικό “A Complete Unknown”
Διαβάζεται σε 13'Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 23 Ιανουαρίου 2025 06:27
To “Υπάρχω” συνεχίζει αμετακίνητο από την πρώτη θέση του box office με 35.000 εισιτήρια 4ημέρου να φτάνει πια τις 750.000 και να κατεβάζει μεν ταχύτητα επιτέλους, αλλά να παραμένει μακριά από οτιδήποτε άλλο.
Από μακριά οι δύο πιο εμπορικές πρεμιέρες της περασμένης εβδομάδας, δηλαδή η τρίτη ταινία “Πάντινγκτον” (16.600) και η δεύτερη “Ληστεία του Αιώνα” με τον Τζέραρντ Μπάτλερ (λίγο πάνω από 12.000). Τα 100.000 έφτασαν σχεδόν συγχρονισμένα τα δύο αγαπημένα μας τέρατα του κινηματογραφικού χειμώνα, δηλαδή ο Σόνικ ο Σκατζόχοιρος (“Sonic 3”) κι ο Νοσφεράτου (“Νοσφεράτου”).
Στα του καλλιτεχνικού κυκλώματος, λίγο πάνω από 3.500 εισιτήρια άνοιγμα έκαναν αμφότερα τα “Queer” και “Αληθινός Πόνος” (λογική επίδοση, αν μας ρωτάτε), το “Babygirl” φτάνει το κλασικό φετινό όριο του «arthouse 40-κάτι χιλιάδων» όπου έχουν κινηθεί πολλές αντίστοιχες φεστιβαλικές ταινίες, ενώ overperform σε αυτή την περιοχή συνεχίζει να κάνει το “Μικρά Πράγματα Σαν Κι Αυτά” με τον Κίλιαν Μέρφι που πλησιάζει πλέον τις 60.000(!).
Οι ταινίες της εβδομάδας
A Complete Unknown
(Τζέιμς Μάνγκολντ, 2ω20λ)
***½
Στη Νέα Υόρκη των ‘60s, ο 19χρονος Μπομπ Ντίλαν καταφθάνει από τη Μινεσότα έχοντας μαζί του μια κιθάρα κι ένα ταλέντο που θα καθορίσει γενιές. Με φόντο μια μουσική σκηνή σε αναβρασμό και μια κοινωνία στο μέσον μεγάλων αλλαγών, ο Ντίλαν χτίζει στενές σχέσεις με άλλους μουσικούς και εκτοξεύει την καριέρα του με μια αμφιλεγόμενη εμφάνιση στο φεστιβάλ φολκ μουσικής του Νιούπορτ, το 1965.
Βασισμένος στο βιβλίο “Dylan Goes Electric” που χρονολογεί τη μεγάλη πολιτιστική μάχη στα παρασκήνια του Νιούπορτ, ο στιβαρός σκηνοθέτης Τζέιμς Μάνγκολντ επιστρέφει στο είδος της μουσικής βιογραφίας μετά το “Walk the Line” με ακόμα καλύτερα αποτελέσματα. Σκιαγραφεί τον Ντίλαν ως ένα απόμακρο αίνιγμα, δίχως να κάνει προσπάθεια να τον κατανοήσει σε βάθος ή να τον «λύσει», και το λέω για καλό αυτό: Κάποιες φορές ένας άνθρωπος έρχεται κι έχει ένα εξωπραγματικό, ενστικτώδες ταλέντο, και η ταινία δεν προσπαθεί να θεωρητικοποιήσει τη σύγκρουση διάνοιας και ενσυναίσθησης. Ο Ντίλαν της ταινίας είναι ένας στεγνός, απότομος άνθρωπος που βασικά οι πάντες αντέχουν επειδή αυτά που δημιουργεί έχουν κάτι το θείο.
Δραματουργικά μιλώντας, αυτό αρκεί στον Μάνγκολντ – αλλά και στον Τίμοθι Σαλαμέ, που τον ερμηνεύει ως σύνολο των χαρακτηριστικών του ήχων και μανερισμών δίχως κάποια φορσέ προσπάθεια προσγείωσης ή εξανθρωπισμού. (Ο Σαλαμέ φαίνεται πάντως ότι προσπαθεί κι ότι «παίζει». Είναι αποτελεσματικό αυτό που κάνει, απλά όχι το αγαπημένο μου είδος ερμηνείας.)
Η πολιτική διάσταση του Ντίλαν δεν βρίσκεται στο χώρο ενδιαφέροντος της ταινίας (κι αυτό είναι σίγουρα από τα μειονεκτήματά της), όμως το φιλμ επιχειρηματολογεί πως ακόμα κι η ίδια η παρουσία μιας τέτοιας πρωτοποριακής δημιουργικής ορμής, είναι ένας πολιτικός τυφώνας είτε το θέλει, είτε όχι. Ο Ντίλαν θέλει να πάει την τέχνη του πιο μακριά και, υπηρετώντας την μούσα του, τα έβαλε είτε συνειδητά είτε όχι με ένα κυρίαρχος είδος συντηρητισμού, με την «χειροποίητη» Αμερική των ‘50s που έμενε πια πίσω.
(Όχι για πάντα, φυσικά. Ο ριγκανισμός στα ‘80s κι ο MAGA τραμπισμός επιστρέφουν πάντα πίσω, εκεί, όταν φαινομενικά σταμάτησε ο χρόνος για ένα συγκεκριμένο είδος συντηρητικού νοσταλγού.)
Για το ίδιο το φιλμ, λειτουργεί απόλυτα η εστίαση στο διαβόητο εκείνο φεστιβάλ του Νιούπορτ. Με τη σύγκρουση αυτή στο φόντο η ταινία αποκτά μια στόχευση και μια βαρύτητα δίχως να χρειάζεται να ακολουθούμε χιλιοειπωμένες δραματικές διαδρομές ανόδου και πτώσης. Αντιθέτως, ο Μάνγκολντ αφήνεται να εστιάσει περισσότερο σε αυτή την ανεξήγητη δύναμη της μουσικής του Ντίλαν, και δεν φοβάται να σχηματίσει την ταινία (ιδίως στο δεύτερο μισό της) σα να ήταν ένα εκτεταμένο μουσικό περφόρμανς. Με τα δραματικά περιθώρια των κεντρικών χαρακτήρων να διαγράφονται χωρίς πολλά λόγια και επεξηγήσεις, μέσα από βλέμματα και αντιδράσεις.
Όχι πως δεν υπάρχουν κάποιες ευκολίες του είδους κι εδώ. Η Ελ Φάνινγκ είναι πολύ καλή ως Σύλβι, αλλά ο ρόλος είναι μια ακόμα ισχνά γραμμένη φωτοτυπία τυπικού γυναικείου χαρακτήρα στο περιθώριο μιας ιστορίας για ιδιότροπες αρσενικές ιδιοφυίες. Κι ο άδικα γραμμένος Πιτ Σίγκερ του επίσης πολύ καλού Έντουαρντ Νόρτον, θυσιάζεται στο βωμό της αναγκαίας αγωνιώδους σκηνής κορύφωσης του φιλμ.
Αντιθέτως, η Μόνικα Μπάρμπαρο ως Τζόαν Μπαέζ είναι μια αποκάλυψη: Άλλοτε στιβαρή κι άλλοτε πληγωμένη, αφήνει τις σιωπές και τη μουσική να σχηματίσουν τον χαρακτήρα της και τη σχέση της με τον Ντίλαν, διατηρώντας έτσι ένα στοιχείο μυστηρίου γύρω της. Από τους σπάνιους biopic χαρακτήρες που δεν νιώθεις πως είναι εκεί για να εκπληρώσουν έναν προκαθορισμένο σκοπό για τον κεντρικό ήρωα, παρά έχουν δική τους οντότητα που απλώνεται αν όχι εντός του φιλμ, τότε σίγουρα κάπου εκεί έξω, στην ατμόσφαιρα.
Πάντως καμία από τις ενστάσεις δεν φρενάρει εν τέλει την ταινία και την εμφανή δύναμή της. Είναι ένα έργο στημένο πάνω στη γοητεία της φιγούρας του Ντίλαν και στο μεγαλείο της τέχνης του, χωρίς πολλά-πολλά περιττά, χωρίς ποτέ να καταλήγεις ως θεατής να βλέπεις τα γρανάζια πίσω από την μηχανή. Είναι εύκολο να αφεθείς σε μια καλογυρισμένη, καλοπαιγμένη ιστορία για τον Μπομπ Ντίλαν, κι ο Μάνγκολντ έχει την εμπειρία και την τεχνική γνώση ώστε να μην αφήσει την ταινία να μπει εμπόδιο στον εαυτό της.
Τίποτα από αυτά δεν είναι δεδομένο. Το “Walk the Line” έχει γίνει κάπως εμβληματικό της βαρετά εννοούμενης ως συμβατικής, ακαδημαϊκής μουσικής βιογραφίας κι ο ίδιος ο Μάνγκολντ πάντα ήταν ένας εξαιρετικά ικανός εκτελεστής του στουντιακού σινεμά (“Ford v Ferrari”, “Logan”). Όλα αυτά είναι πράγματα που έχουμε μάθει να τα σκεφτόμαστε με αρνητικούς συνειρμούς, σαν έναν πιο ευγενικό τρόπο να πεις κάτι ανέμπνευστο και βαρετό. Όμως το “A Complete Unknown” δείχνει πως ένα σταθερό σκηνοθετικό χέρι, με γνώση και πάθος, ξέρει πώς να πάρει μια συνταγή και να την εκτελέσει με αρκετή μαεστρία ώστε με χαρά και επίγνωσή σου, απλώς να της παραδοθείς.
Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως
(“All We Imagine As Light”, Παγιάλ Καπάντια, 2ω3λ)
****
Τρεις γυναίκες στο Μουμπάι προσπαθούν να κρατήσουν το συναίσθημα ζωντανό για τις ζωές τους και τις σχέσεις τους, που απειλούνται να σιγοσβήσουν μέσα σε ένα καταπιεστικό, μουντό περιβάλλον. Η νοσοκόμα Πράμπα συγχύζεται όταν λαμβάνει ένα δώρο από τον απομακρυσμένο της σύζυγο, που βρίσκεται σε άλλη ήπειρο. Η νεότερη συγκάτοικός της, Άνου, θέλει απλώς να βρει ένα μέρος μες στην πυκνοκατοικημένη πόλη όπου να μπορεί να αγγίξει το αγόρι της, σα να μη τους κοιτά (και να μην τους ελέγχει) κανείς. Η νοσοκόμα Πάρβατι απειλείται με έξωση από το μόνο σπίτι που έχει γνωρίσει εδώ και δεκαετίες σε αυτή την πόλη – επειδή η «ανάπτυξη» δε νοιάζεται ούτε για τα άτομα, ούτε για τις προσωπικές τους ιστορίες.
Μυθοπλαστικό ντεμπούτο για την ινδή Παγιάλ Καπάντια, που πριν 3 χρόνια μας είχε δώσει το ανατριχιαστικό ντοκιμαντερίστικο essay film “A Night of Knowing Nothing”, για μια σχέση την οποία μας αφηγείται η χαμένη αλληλογραφία ανάμεσα σε δύο άτομα, μέσα από την οποία μαθαίνουμε για τις δραστικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν γύρω τους την ίδια περίοδο. Με όμοιο τρόπο, το “Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως” εξερευνά κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μέσα από προσωπικές δυναμικές, με τον πιο λυρικό τρόπο.
Το φιλμ, που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες, είναι ένα ποίημα, φτιαγμένο από τα πιο απλά υλικά. Η αίσθηση της απόστασης και της επιθυμίας, συντετριμμένες μέσα σε έναν αστικό ιστό φτιαγμένο για να καταστρέφει ανθρώπους και όνειρα. Η Καπάντια καταλαβαίνει πως το σινεμά είναι το θρόισμα του αέρα· αφήνει το φως και τους ήχους της πόλης και τα βλέμματα να σμιλέψουν τις ηρωίδες της στην διάρκεια ενός θαυμάσιου πρώτου μέρους. Εκεί όπου τα πάντα είναι καταπιεσμένα, και η επαναστατική πράξη είναι ένα πηγαίο γέλιο ή το κράτημα ενός χεριού μέσα σε ένα πλήθος κόσμου, με την κάμερα πάντα σε απόσταση.
Ίσως η πιο επίμονη εικόνα της ταινίας είναι δυο γυναίκες, στη διάρκεια μιας νύχτας όπου ο εξευγενισμός μοιάζει να κοιμάται, να πετούν πέτρες στην ταμπέλα ενός από αυτά τα αδηφάγα κατασκευαστικά πρότζεκτ του gentrification – και το γέλιο τους καθώς τρέχουν μακριά.
Η Καπάντια βρίσκει χρόνο και χώρο για να κινηματογραφήσει το Μουμπάι ως ένα ενδιάμεσο αέναο μέρος, ως ένα τόπο συνάντησης ανθρώπων που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες κι έχουν διαφορετικές επιθυμίες, αλλά καταπιέζονται όλοι από το ίδιο ακραίο σύστημα κάστας. Στον τερματικό σταθμό του καπιταλισμού, δυο γυναίκες προσπαθούν απλά να νιώσουν ένα άγγιγμα χωρίς η σκληρή συστημική κατασκευή γύρω τους να θελήσει να τις ισοπεδώσει. (Ένα μοτίβο που κυριαρχεί και στο εκπληκτικό της ντοκιμαντέρ, με μια και πάλι έντονα πολιτικοποιημένη ματιά γύρω από τον ρομαντικό σκελετό.)
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας οι τρεις γυναίκες ταξιδεύουν σε ένα παραλιακό μέρος, όπου οι επιθυμίες αρχίζουν πλέον να εκδηλώνονται. Η Καπάντια κινηματογραφεί αυτή την απελευθέρωση δίχως ποτέ να σπάει τόνο σε σχέση με το υπόλοιπο φιλμ. Τα πάντα είναι ακόμα τρυφερά, πληγωμένα, διστακτικά. Όμως η διακριτική έστω μετατόπιση είναι εκεί: Οι δύο γυναίκες μοιράζονται περισσότερο χρόνο (στο πρώτο μέρος είναι σαν η πόλη να τις κρατά μακριά, κι ας μένουν μαζί), οι ξεθωριασμένοι μπλε τόνοι του πρώτου μέρους δίνουν τη θέση τους σε ανοιχτά χρώματα του ήλιου και της πέτρας, κι ακόμα και το τζαζ μοτίβο που διατρέχει την ταινία αλλάζει σε κάτι που ακούγεται λιγότερο διερευνητικό, και περισσότερο σίγουρο.
Με επιρροές από άλλους auteurs ενός σινεμά για τη θέση του ανθρώπου μέσα σε στοιχειωμένη και επιβλητική φύση (Απιτσατπόνγκ, Αλίτσε Ρορβάχερ, Μιγκέλ Γκόμες), η Καπάντια πλέκει ένα λεπτοκεντημένο αριστούργημα πάνω στην απόσταση, στην επιθυμία και τον εγκλωβισμό της στη μοντέρνα αστική καταπίεση του καπιταλισμού. Χρησιμοποιεί τη μουσική, τα βλέμματα, τις αποχρώσεις του φωτός, τους ήχους, τη θάλασσα – όλα αυτά που κανείς ποτέ δε θα μπορέσει να πάρει από εμάς.
Αρκάντια
(Γιώργος Ζώης, 1ω39λ)
***
Ο Γιάννης και η Κατερίνα καταφθάνουν στο νοσοκομείο για να αναγνωρίσουν το θύμα ενός θανατηφόρου τροχαίου. Εκεί, εκτός από το σοκ της ξαφνικής απώλειας θα έχουν να αντιμετωπίσουν και μια σειρά αποκαλύψεων που θα φέρουν μυστικά στην επιφάνεια και θα σχηματίσουν την πλήρη εικόνα του τι ακριβώς έχει συμβεί. Στο απόκοσμο παραθαλάσσιο μπαρ Αρκάντια, τα πράγματα θα πάρουν μια νέα τροπή, όταν η Κατερίνα γνωριστεί με τους θαμώνες – οι οποίοι έχουν τη δική τους ιστορία να πουν.
Ο Γιώργος Ζώης (του προ ετών σκληροπυρηνικά arthouse “Interruption” αλλά και πολλών βραβευμένων μικρού μήκους ταινιών) επιστρέφει για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, σε σενάριο που συνυπογράφει με την Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη, αφηγούμενος μια φιλόδοξη και πολύ ειλικρινή ιστορία πάνω στον θρήνο, αλλά και την απώλεια γενικότερα. Ήρωες που έρχονται σε επαφή μεταξύ τους σε μια παράλογη συνθήκη, σαν αυτό που τους φέρνει κοντά να είναι πιο δυνατό από την ίδια τη δύναμη της φύσης.
Ο Ζώης χρησιμοποιεί προς όφελος της ιστορίας που λέει κάποια επιφανειακά χαρακτηριστικά του greek weird σινεμά (μια βουβή ακινησία, μια συνύπαρξη σε διαφορετικά μήκη κύματος) κρύβοντας όμως από κάτω κάτι ουσιώδες και βαθύ, καταφέρνοντας να φέρει εις πέρας μια αφήγηση πολύ τολμηρά δομημένη, παρά τα προβλήματα ρυθμού ειδικά στο δεύτερο μισό όπου το φιλμ παγιδεύεται σε κάποια αφηγηματικά αδιέξοδα. Σα να ακολουθείς μια ιστορία χωρίς τη βεβαιότητα του από πού προέρχεται και πού κατευθύνεται, με κύρια συντροφιά έναν υπνωτιστικό τόνο μοιρολογιού που όμως σε αγκαλιάζει με αγάπη αντί σε να διώχνει μακριά.
Υπάρχουν εδώ πολλά επιμέρους εξαιρετικά στοιχεία – η απρόσμενη μετατροπή ενός τυπικά τουριστικού, ή τελοσπάντων ξέγνοιαστου σκηνικού σε ένα φόντο απώλειας και ανατριχίλας, οι Βαγγέλης Μουρίκης και Αγγελική Παπούλια να κάνουν πολλά πράγματα με λιγοστά λόγια, η αλληγορική σημασία της παθιασμένης σαρκικής επαφής για επανεκκίνηση αναμνήσεων, η ήπια συνύπαρξη σε έναν κόσμο που μοιάζει σαν ηχώ άλλων κόσμων. Μπορεί σε σημεία να μοιάζει δυσπρόσιτη, αλλά με έναν παράδοξο τρόπο αυτή είναι μια ταινία που, ειλικρινά, μπορεί να μείνει ζωντανή στις σκέψεις σου για πάρα πολύ καιρό: Σχεδόν ένα χρόνο μετά την πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βερολίνου συνεχίζω συχνά να επιστρέφω σε αυτήν. Με περιέργεια, αλλά και με αγάπη.
Λυκάνθρωπος
(“Wolf Man”, Λι Γουάνελ, 1ω43λ)
**
Ο Μπλέικ (Κρίστοφερ Άμποτ του “Girls” και του “Poor Things”) βλέπει τον γάμο του στα όρια της επιβίωσης και πείθει την σύζυγό του Σάρλοτ (Τζούλια Γκάρνερ του “Ozark”) να πάρουν την μικρή κόρη τους και να πάνε να περάσουν κάποιες μέρες στο πατρικό του Μπλέικ, σε μια αγροτική περιοχή του Όρεγκον. Φτάνοντας εκεί όμως τη νύχτα, θα τους επιτεθεί ένα μυστηριώδες τρομακτικό πλάσμα. Θα προλάβουν να κλειστούν μες στο σπίτι, όμως ο Μπλέικ νιώθει ήδη παράξενα…
Νέα διασκευή του κλασικού κινηματογραφικού τέρατος, δια χειρός Λι Γουάνελ (του πολύ καλού “The Invisible Man” και του ακόμα καλύτερου “Upgrade”) που όμως σε αντίθεση με την προηγούμενη τέτοια τερατο-ταινία του σκηνοθέτη, αυτή τη φορά δεν λειτουργεί. Το “Invisible Man” διέθετε μια πολύ δυνατή αλληγορία κομμένη και ραμμένη πάνω στα μέτρα μιας ιστορίας τρόμου που έτσι κι αλλιώς ήταν καθηλωτική (και διασκεδαστική). Αυτός όμως ο “Λυκάνθρωπος” μοιάζει να έχει προέλθει από 3-4 διαφορετικές μισοδουλεμένες αρχικές ιδέες, κάθε μία εκ των οποίων εγκαταλείπεται κάπου στα μισά.
Η ταινία είναι υπερβολικά σοβαρή και καθόλου διασκεδαστική, τα εφέ και το μακιγιάζ δεν λειτουργούν σε αυτό το πλαίσιο (κάτι που με πονά να παραδεχτώ, καθώς πραγματικά εκτιμώ την χειροποίητη υφή του φιλμ) κι ιστορία τελικά εγκλωβίζεται και επαναλαμβάνεται σε ένα άκρως περιορισμένο περιβάλλον δράσης χωρίς να λέει τίποτα συγκροτημένο. Ο Γουάνελ σκηνοθετεί με νεύρο και με αρκετές οπτικές ιδέες, αλλά το αποτέλεσμα εν τέλει δεν δικαιώνει το εγχείρημα.
Ακόμα προβάλλεται
Και η Γιορτή Συνεχίζεται!: Η Ρόζα είναι η ψυχή της λαϊκής γειτονιάς της στην παλιά Μασσαλία. Μοιράζει την αστείρευτη ενέργειά της μεταξύ της οικογένειάς της, της εργασίας της ως νοσοκόμα και της πολιτικής της δέσμευσης να βοηθάει τους αδύναμους. Καθώς όμως πλησιάζει στη συνταξιοδότηση, οι ψευδαισθήσεις της ξεθωριάζουν. Η ζωντάνια των κοντινών της ανθρώπων και η συνάντησή της με τον Ανρί την ωθούν να συνειδητοποιήσει ότι ποτέ δεν είναι αργά για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.