“Ο,ΤΙ ΤΟ ΕΞΗΓΕΙΣ, ΤΟ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ”: Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΩΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΦΙΛΜ-ΜΥΣΤΗΡΙΟ “ΑΡΚΑΝΤΙΑ”
Ο βραβευμένος Έλληνας σκηνοθέτης μιλάει στο Magazine για το “Αρκάντια”, για όσα αγαπάει να (μην) λέει στο σινεμά, κι όσα τον θυμώνουν στον κόσμο γύρω μας.
Το ταξίδι του Αρκάντια στον κόσμο είχε μεγάλο ενδιαφέρον, από όπου κι αν το πιάσεις.
Αρχικά, με μια πρεμιέρα στο Βερολίνο πριν σχεδόν ένα χρόνο, η ταινία ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο να φύγει από τις σκέψεις μας – κάτι στον τρόπο που είναι κατασκευασμένο, ως ένα αίνιγμα γεμάτο θρήνο και πόνο αλλά και αγάπη, ένα φιλμ που δεν βιάζεται να αποκαλυφθεί στο κοινό.
Στο Αρκάντια (που κυκλοφορεί τώρα στα σινεμά από την Tanweer), ένα ζευγάρι που παίζουν ο Βαγγέλης Μουρίκης κι η Αγγελική Παπούλια, φτάνουν σε ένα τοπικό νοσοκομείο για να αναγνωρίσουν ένα πτώμα ύστερα από ένα φονικό τροχαίο. Καθώς περνούν το χρόνο τους στην γύρω περιοχή, εκείνη θα έρθει σε επαφή με ντόπιους και με θαμώνες του απόκοσμου παραθαλάσσιου μπαρ, Αρκάντια. Όλοι και όλες, έχουν τις ιστορίες τους. Αλλά είναι μόνο η (σαρκική) επαφή, που μπορεί να ζωντανέψει ξανά τις αναμνήσεις τους – και, τελικά, τη σπίθα για ζωή.
Μετά το Βερολίνο, η ταινία τιμήθηκε με βραβεία σε διαφορετικές άκρες του πλανήτη: ο πάντα σπουδαίος Βαγγέλης Μουρίκης που πρωταγωνιστεί κέρδισε βραβείο ερμηνείας στο Χονγκ Κονγκ, ο δε Γιώργος Ζώης πήρε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Σαράγιεβο.
Ήταν τότε που, την ώρα που καιγόταν η Ελλάδα από άκρη σε άκρη, ο Ζώης παρέλαβε το βραβείο του βγάζοντας έναν εντυπωσιακό λόγο που μιλούσε για τις φωτιές, για τα Τέμπη, για το φιάσκο της ελληνικής επιτροπής των Όσκαρ – η ελληνική διαπλοκή και καταστροφή σε κάθε πιθανή διάσταση, μέγεθος και έκφραση.
Λίγες μέρες μετά την προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου και κέρδισε το βραβείο της διεθνούς ένωσης των κριτικών, FIPRESCI, ο σκηνοθέτης κάθισε και μίλησε μαζί μας για τα πάντα: Από το πώς συνθέτεις μια τόσο αινιγματικά κατασκευασμένη ταινία για το πένθος, μέχρι εκείνη την ομιλία του στο Σαράγιεβο κι όλα όσα την ενέπνευσαν.
«ΗΘΕΛΑ ΤΟ ΑΡΚΑΝΤΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΕΝΑ ΞΟΡΚΙ»
Πώς πήγε η προβολή της ταινίας στη Θεσσαλονίκη;
Ένιωσα κάποιους ανθρώπους ότι σαν να τους είχε στοιχειώσει, γιατί έτρεμαν λίγο όταν μιλούσαν μετά. Κάποιος θεατής είπε ότι «σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για την ταινία και για το γεγονός ότι μας κάνατε να νιώσουμε ότι υπάρχουν κι άλλοι μέσα στην αίθουσα».
Ήταν και λίγο στόχος μου αυτό για την ταινία. Επειδή είναι μια στοιχειώδης ιστορία αγάπης θέλω κάπως τον κόσμο να τον ακολουθεί μετά την προβολή, και κάπως λίγο να τον στοιχειώνει. Κι όταν κάτι σε στοιχειώνει, το νιώθεις στο σώμα, στο πώς μιλάς, πώς τρέμει η φωνή… Οπότε αυτή η αντίδραση ήταν πολύ ωραία. Ήταν η καλύτερη προβολή που έχω κάνει.
Είναι μια ταινία που προτού καν αποφασίσω αν μ’αρέσει, πόσο μ’αρέσει, το πρώτο πράγμα που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι από όταν την είδα πριν ένα χρόνο σχεδόν στο Βερολίνο, δεν έχω σταματήσει να τη σκέφτομαι. Συνέχεια τη γυροφέρνω στο κεφάλι μου. Είναι μια ταινία φτιαγμένη με ένα τρόπο που μένει για πολύ καιρό κάποιος μέσα της.
Κατασκευάστηκε με αυτόν τον τρόπο και σεναριακά και σκηνοθετικά. Μου αρέσουν οι ταινίες, και θέλω αντίστοιχα να φτιάχνω και τις ταινίες, που να είναι μια εμπειρία. Nα μπαίνεις μέσα και να είναι μια ανοιχτή πρόσκληση σε έναν κόσμο που έχει τους δικούς του κανόνες. Να μπαίνεις εκεί και να αρχίζεις να εξερευνάς, να βλέπεις διάφορες περιοχές και από τη μία περιοχή να οδήγησαι στην άλλη. Όπως είναι ο εγκέφαλος, που κάθε συγκεκριμένο μέρος του εγκεφάλου χτυπάει σε διαφορετικά μέρη του σώματος. Έτσι, κάθε μέρος της ταινίας να σε χτυπάει σε διαφορετικά σημεία. Μου αρέσουν οι ταινίες που έχουν μια πιο νευρολογική κατάληξη.
Ήθελα με κάποιο τρόπο η ταινία να είναι σαν ένα ξόρκι. Οι ερμηνείες είναι υπόκωφες. Η μουσική είναι στοιχιώτικη και μέσα από μια λούπα κομματιών το μοιρολόι αποδομείται. Η φωτογραφία έχει κάτι το απαλό και το στοχαστικό στην χρωματική χροιά. Ήθελα όλα τα στοιχεία μαζί να είναι σαν ένα ξόρκι, κάτι που με το που φεύγεις από την ταινία να νιώθεις στοιχειωμένος – ότι σε ακολουθεί.
Από τη στιγμή που πήρατε την απόφαση να είναι έτσι γραμμένη η ταινία, να είναι μια εξερεύνηση, πόσο δύσκολο ήταν να κατευθυνθείτε κι εσείς μέσα της; Διότι για κάποιο μέρος της ταινίας θες ουσιαστικά ο θεατής να μην καταλαβαίνει με σιγουριά τι είναι αυτό που βλέπει, κι απλά να το νιώθει.
Υπάρχει μια επιλογή που λέει ότι: εγώ θα εξηγήσω στο θεατή από τα πρώτα πέντε λεπτά, να τον αρπάξω. Η παραδοχή δηλαδή ότι είμαστε όλοι εθισμένοι στην ταχύτητα της πληροφορίας, στα social media, όλη την αισθητική σήμερα.
Μας το μαθαίνουν κιόλας αυτό, ότι πρέπει η ταινία σου να αρπάξει τον θεατή από τα 5 πρώτα λεπτά, ή αν είναι ένα βίντεο από τα πρώτα 10”. Μέσα σε έναν ωκεανό ειδήσεων όπου με το που βλέπεις κάτι, με το που γεννιέται κάτι στο κεφάλι σου, πεθαίνει κιόλας εκείνη ακριβώς τη στιγμή – σαν τις ειδήσεις, που με το που τις διαβάζουμε έχουν πεθάνει, έχουν αντικατασταθεί από κάτι άλλο.
Οπότε εγώ θεωρώ ότι είναι κι αισθητική και πολιτική επιλογή να πεις στον άλλον: Κούλαρε, κάθισε κάτω, θα μπεις τώρα σε έναν καινούριο κόσμο και –όπως και στη ζωή– σταδιακά θα αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι ποιοι είναι αυτοί που βρίσκονται γύρω σου, τι θέλουν από σένα, πώς ξημερώνει σήμερα η μέρα, πώς προχωράμε σταδιακά. Ξέρεις, πώς κια στη ζωή βλέπεις έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις προθέσεις του και σιγά σιγά αρχίζει να τον ανακαλύπτεις, και να ανακαλύπτεις και τι αισθάνεσαι κι εσύ γι’αυτόν;
Αυτό λοιπόν το σταδιακό, θεωρώ ότι είναι μια επαναστατική μορφή αντίληψης των πραγμάτων. Σήμερα που όλα επιτάσσουν να έχουμε τη μέγιστη δυνατή επίδοση και την μέγιστη δυνατή κατανόηση στην πρώτη επαφή. Και να σου πω κάτι; Αυτά είναι τα πράγματα που σε στοιχειώνουν. Αυτά που δεν καταλαβαίνεις, αλλά τα νιώθεις. Ό,τι ξαφνικά το καταλαβαίνεις και το εξηγείς, το σκοτώνεις και τελειώνει. Ό,τι δεν καταλαβαίνεις και αρχίζει μέσα σου να σε αναστατώνει σωματικά και ψυχικά… αυτά τα πράγματα είναι νομίζω και τα πιο δυνατά, τα πιο γοητευτικά. Και κάπως θεραπευτικά, ίσως.
Αναπτύχθηκαν μαζί αυτά; Δηλαδή είχες την ιδέα μιας τέτοιας ιστορίας κι άρα έπρεπε να δομηθεί με έναν τρόπο ώστε να έχει αυτή την επίδραση; Ή ήθελες να κάνεις μια τέτοια αποδόμηση και εκεί σου κόλλησε η ιστορία;
Πάντα κάτι είναι που σε στοιχειώνει. Μπορεί να είναι μια ιδέα, μια εικόνα, οτιδήποτε. Μετά αρχίζεις αυτό το πράγμα να το να το χτίζεις.
Αυτό που δεν μου αρέσει πολύ σινεμά, είναι όταν χτίζεται κάτι ντετερμινιστικά, δηλαδή αιτιοκρατικά – το ένα πράγμα οδηγεί στο άλλο. Γιατί όταν το ένα οδηγεί στο άλλο είναι σαν να λες αυτό οδηγεί στο άλλο και αυτό οδηγεί στο άλλο και στο τέλος θα οδηγήσει εκεί. Και άρα δίνεις ένα θέσφατο, ένα δόγμα. Πιο πολύ μ’αρέσουν αυτές οι ταινίες που ξαφνικά από ένα σημείο ξεκινάει κάτι και μετά σε πηγαίνει σε μια άλλη περιοχή, σε μια τρίτη περιοχή και μετά αυτό που είδες στην τρίτη περιοχή επηρεάζει την πρώτη περιοχή.
Διότι μέσα στην ταινία υπάρχουν θέματα όπως το στοίχειωμα, η απώλεια, η μνήμη, ο θάνατος και η ζωή. Οπότε όλα αυτά νομίζω αλληλοδιαπλέκονται. Έτσι είναι και στη ζωή, έτσι λειτουργεί ο εγκέφαλός μας. Οπότε γράφοντας το σενάριο με την Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη, όσο έμπαινα μέσα στο σενάριο, θες λίγο με την μουσική, θες λίγο με διάφορες εικόνες που με είχαν στοιχειώσει, θες λίγο με τα locations που τα είχα βρει, όλα τροφοδοτούσαν το ένα στο άλλο.
Θα σου πω ας πούμε ότι ενώ έγραφα, βρήκα locations, και μετά πέρασα το γράψιμο ξανά με αυτό το νέο δεδομένο. Δηλαδή δεν ήταν πρώτα η ιδέα, με τά οι ηθοποιοί, μετά οι χώροι. Εγώ δε μπορώ να το κάνω έτσι. Έχω μια ιδέα. Μετά σκέφτηκα κάποιους ηθοποιούς, και άρχισαν εκεί πάνω να βγαίνουν οι χαρακτήρες. Με το που βλέπω κάποιον, τότε άρχισαν να αλλάζουν οι σκηνές. Με το που βρίσκω ένα κομμάτι που νιώθω ότι ταιριάζει στην ταινία, το μοιρολόι, είπα τότε ότι θα γράψουμε μια σεκάνς για αυτό το μοιρολόι. Το αντίθετο δηλαδή από το να γράψω κάτι και μετά να το ντύνω με μουσική. Κάπως έτσι δηλαδή γίναν όλα – οργανικά.
«ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΣΤΟΙΧΕΙΩΣΕΙ ΕΝΑ ΧΩΡΙΣΜΟΣ Ή ΜΙΑ ΑΠΩΛΕΙΑ»
Η ίδια η ιδέα πώς ήρθε;
Ένιωθα, θυμάμαι, να βλέπω πάντα κι εμένα και άλλους ανθρώπους που μπορεί να είχαν στοιχειωθεί από έναν άλλο άνθρωπο. Που μπορεί να ζει ή μπορεί να έχει πεθάνει, ή να έχουν χωρίσει, οτιδήποτε. Μπορεί να είναι αγάπη, μπορεί να είναι μίσος. Ή ένας χωρισμός ή μια απώλεια – με αποτέλεσμα κάποιοι άνθρωποι να «σέρνουν» μαζί τους ανθρώπους που τους έχουν στοιχειώσει.
Και κάποια στιγμή στο μυαλό μου, θυμάμαι ότι συνέδεσα την απώλεια μιας αγάπης με τη γέννησης ενός φαντάσματος. Οπότε εκείνη τη στιγμή έγινε ένα κλικ.
Σκέφτομαι σε σχέση με το Interruption, που είναι τελείως άλλο πράγμα, αλλά κάπως κι εκεί συνυπάρχουν διαφορετικά επίπεδα. Με κάποιο τρόπο έχεις δηλαδή ανθρώπους που είναι ένα πράγμα αλλά είναι και κάτι άλλο. Και διάβαζα και την περιγραφή μιας σειράς που θες να ετοιμάσεις, το Play, όπου και πάλι εκεί υπάρχουν αυτά τα διαφορετικά επίπεδα.
Ζωή που δεν είναι ζωή, και τα λοιπά. [γελάει] Ναι, δεν ξέρω.
Καταρχάς, το Play είναι μια σειρά που όντως ετοιμάζουμε στο εξωτερικό. Στο οποίο θα έχουμε μια ομάδα αγνώστων μεταξύ τους, οι οποίοι συναντιούνται και παίζουν σκηνές από ταινίες στην πραγματική ζωή. Αλλά δεν είναι ούτε ηθοποιοί, ούτε θίασος, ούτε τίποτα. Κανείς δεν ξέρει εκείνη τη στιγμή ότι γίνεται αυτό. Και έτσι μπλέκουν τα όρια μεταξύ ζωής και μυθοπλασίας.
Δεν ξέρω τώρα αυτό γιατί με απασχολεί τόσο πολύ και μ’αρέσει. Αλλά θυμάμαι από μικρός που έπαιζα πολλούς ρόλους μέσα στο κεφάλι μου και προσποιούμον ότι ήμουν διάφοροι άνθρωποι. Στο Γυμνάσιο τους έδειχνα το θωρηκτό Αβέρωφ και τους έλεγα ότι αυτό είναι φωτογραφίες που έχω επειδή ο μπαμπάς μου είναι πράκτορας της KGB. [γελάει]
Προχθές μια θεατής στην προβολή μου είπε κάτι άλλο. Μου είπε, «και το Interruption και το Αρκάντια, είναι μια συνθήκη ομηρίας». Και είναι όντως μια τέτοια συνθήκη. Έχεις χαρακτήρες που δεν γνωρίζουν ακριβώς τι είμαστε. Και υπάρχει όντως μια συνθήκη «ομηρίας», ανάμεσα στον φυσικό και τον μεταφυσικό κόσμο. Μια συνθήκη ομηρίας, με την έννοια ότι κανείς δεν αφήνει τον άλλον.
Και στην πραγματική μας ζωή, νομίζω είμαστε συνέχεια όμηροι των σχέσεων μας, ερωτικών, επαγγελματικών, οτιδήποτε. Υπάρχει μια συνθήκη ομηρίας από την οποία είναι δύσκολο ξαφνικά να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις. Πρέπει πρώτα να το συνειδητοποιήσεις και μετά να φύγεις.
Και μετά αρχίζεις να σκέφτεσαι ευρύτερα. Γιατί σε στοιχειώνει μια ιδέα; Είναι κάτι πολύ προσωπικό στον καθένα, όπως είναι τελείως προσωπικό το γιατί σε στοιχειώνει μια ταινία κι άλλη μία δεν σου κάνει τίποτα. Έχει να κάνει με κάτι δικό σου. Δεν το έχω αναλύσει ψυχολογικά όλο αυτό, αλλά σίγουρα αυτό που μου είπε αυτή η θεατής, είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Πώς μπορείς να απελευθερωθείς;
Με ενδιαφέρει πώς δούλεψες με τους ηθοποιούς, με ένα τόσο μεγάλο καστ. Γιατί είναι δύσκολο να μπορέσεις να έχεις όλο τον θίασο σε ένα παρόμοιο mood.
Για μένα το κλειδί είναι ότι όλοι οι κόσμοι της ταινίας είναι τελείως πραγματικοί, και όπου και να ανήκε κάθε χαρακτήρας, έπρεπε πρωτίστως να παίζει πραγματικά βάσει της επιθυμίας του. Κάποιοι χαρακτήρες είναι σα να είναι ήδη νεκροί ας πούμε – γιατί είναι τόσο βυθισμένοι στις εμμονές τους που δε μπορούν να αναπνεύσουν και να ζήσουν κανονικά. Είναι σαν σαν νεκροζώντανοι, σαν ζόμπι. Ο Μουρίκης ας πούμε μου είπε: «Εγώ θα κοιτάζω μέσα μου». Κι έτσι είναι όταν έχεις υποστεί ένα δυνατό σοκ, μια μεγάλη απώλεια. Με το μέσα σου διαπραγματεύεσαι πλέον.
Πάντως γενικότερα με την Κωνσταντίνα όταν γράφαμε την ταινία, αυτό που είχαμε βάλει σαν προτεραιότητα ήταν το συναίσθημα. Να μην είναι μόνο μια διανοητική κατασκευή. Με ενδιέφερε να είναι ένα high concept, αλλά να έχει καρδιά. Να συγκινεί ρε παιδί μου. Να σε πιάνει στο σώμα. Δεν ήθελα κάτι αποστασιοποιημένο. Ήθελα να είναι πιο ζεστή αυτή ταινία. Κι επειδή έχει να κάνει και με προσωπικά πράγματα – και δικά μου και άλλων φίλων. Σε σχέση με την απώλεια και τον τρόπο που τη διαχειριζόμαστε. Και χαίρομαι που το βλέπω αυτό στις αντιδράσεις του κόσμου.
«Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΑΝΤΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΤΟ ΡΙΞΕΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΑΙΟ ΤΡΑΓΟ, ΣΕ “ΕΝΑΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟ”»
Πρόσφατα πήρες και βραβείο σκηνοθεσίας στο Σαράγιεβο, όπου έδωσες κι έναν εξαιρετικό λόγο. [σσ. Στον λόγο του ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε στο σκάνδαλο με την επιτροπή των Όσκαρ, στα Τέμπη, και στις φωτιές που έκαιγαν ακόμα και τον αστικό ιστό εκείνες τις μέρες.]
Να σου πω κάτι; Να πώς συνδέονται λίγο γενικότερα τα αιτήματα πέρα από τον κλάδο μας. Είναι αυτό που λέγαμε πριν, για το πώς τα πράγματα λειτουργούν σαν τον εγκέφαλο, και συνδέονται. Θέλω να πω, τα Τέμπη δεν είναι άσχετα με το φιάσκο των ελληνικών Όσκαρ. Και στα δύο η εξουσία αποφασίζει να το ρίξει σ’έναν αποδιοπομπαίο τράγο, σε έναν υπάλληλο. Αν είναι έτσι, τότε να ψηφίζουμε υπαλλήλους και να τελειώνει η ιστορία. Να λέμε ότι θα ψηφίσουμε τον υπάλληλο του Υπουργείου Εσωτερικών.
Δηλαδή δεν γίνεται να μην παίρνει κάποιος την ευθύνη για τίποτα. Οπότε όλο αυτό, μαζί με τις φωτιές, έπαθα κι εγώ ένα σοκ εκείνη τη μέρα. Έβλεπα φωτογραφίες, τι καιγόταν. Και άκουγα, πάλι, εκείνη τη στιγμή να φταίει «ο στρατηγός άνεμος». Ναι, υπάρχει κλιματική αλλαγή, υπάρχουν όλα αυτά. Αλλά τώρα… καίγεται το αλσύλλιο στο Χαλάνδρι. Ποιος στρατηγός άνεμος τώρα δηλαδή; Έχουν καεί τόσα πράγματα. Οπότε στη συνέχεια τι γίνεται; Υπάρχει κάποια πρόληψη;
Αυτό εννοώ, ότι κι εμείς σαν καλλιτέχνες πρέπει πολλές φορές να τα συνδέουμε αυτά και να μην είμαστε μόνο στη σφαίρα τη δικιά μας. Αν έχουμε δείξει αλληλεγγύη στους άλλους και οι άλλοι σε εμάς, τότε θα τα βρούμε όταν έρθουν τα δύσκολα, αλλιώς τελευταία στιγμή είμαστε τελείως μόνοι μας. Πρέπει να συνδέουμε τα αιτήματα, το ένα με το άλλο, γιατί ξέρεις κιόλας, η ίδια η αντίληψη που προσπαθεί να μας επιβάλει πράγματα, είναι η ίδια αντίληψη που επιβάλλει αντίστοιχα και σε άλλους κλάδους, και στην υγεία και παντού.
Άρα μήπως να ενωθούμε απέναντι σε αυτή την τόσο υπερ-καπιταλιστική αντίληψη που λέει πως μόνο όποιος έχει επίδοση θα ζει; Αν έχετε επίδοση παραγωγική, τότε θα χρηματοδοτούμε, αλλιώς κόβουμε.
Ναι, είναι το επιχείρημα του γιατί να χρηματοδοτούμε ταινίες που θα κάνουν λίγες χιλιάδες εισιτήρια.
Ναι, αλλά τι να κάνουμε παιδιά; Σε ολόκληρο τον πολιτισμό έτσι είναι. Υπάρχουν και εμπορικές ταινίες που πηγαίνει κόσμος, αλλά υπάρχουν και ταινίες που μπορεί ακόμα και να εκπαιδεύουν τους σκηνοθέτες που κάνουν τις ίδιες τις εμπορικές ταινίες.
Επίσης υπάρχουν ταινίες που μπορεί κάποιος να τις δει και να περάσουν και να φύγουν σε μια μέρα. Και άλλες ταινίες μπορεί και να σε μετακινήσουν, να αλλάξουν τη ζωή σου. Να σε αλλάξουν, να σε σώσουν από κάτι γιατί σου έδειξαν έναν άλλο δρόμο. Υπάρχει κι αυτή η τέχνη που λειτουργεί καθαρτικά και θεραπευτικά. Κι υπάρχει κι η τέχνη που μπορεί να λειτουργήσει και επαναστατικά πολλές φορές.
Να σου πω κάτι; Μια διαρκής μάχη είναι όλο αυτό. Γιατί πραγματικά εγώ πιστεύω ότι το σύστημα πάντα, την οποιαδήποτε διαφορετική φωνή θέλει απλά να την καταστείλει.
Θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου από μικρός. Όταν ξεκίνησα Σταυράκου το 2004. Παίρναμε τότε και διαβάζαμε τις κριτικές και όλοι βρίζανε τις ελληνικές ταινίες. Ήταν δηλαδή τρομερά πασέ, τρομερά ντεμοντέ το να πάς και να γίνεις σκηνοθέτης. Πριν τον Λάνθιμο αυτό, πριν γίνει και μόδα το ελληνικό σινεμά στο εξωτερικό.
Μπορεί να σε πεισμώνει κιόλας αυτό; Ότι όχι, εγώ θα τα καταφέρω.
Σε πεισμώνει. Εγώ όταν ξεκίναγα ως σκηνοθέτης μου έλεγαν τότε ότι απλώς θα πάω και θα φέρνω τον καφέ στον σκηνοθέτη. Ότι δε θα καταφέρουμε πράγματα. Γιατί πάντα υπήρχε κρίση. Θυμάμαι τότε πάλι είχε σταματήσει το Κέντρο Κινηματογράφου να δουλεύει για δύο χρόνια. Βγήκαν σκηνοθέτες πολύ καλοί, που έκαναν τις ταινίες τους και προχώρησαν ενώ το Κέντρο δεν δούλευε. Νιώθω πως πάντα υπάρχει μια κρίση. Αλλά κρίση δεν σημαίνει κατάρρευση.
Θα βρούμε τον τρόπο να κάνουμε ταινίες, θα το βρούμε. Δεν γίνεται να μην το βρούμε. Μακάρι εννοείται να είναι καλύτερες συνθήκες. Γι’αυτό παλεύουμε. Αλλά νομίζω ότι πάντα θα το βρίσκουν οι άνθρωποι, γιατί είναι επίμονοι και δημιουργικοί και παθιασμένοι. Και είναι και μια δουλειά που δεν την κάνουμε για τα λεφτά. Δεν έχουμε βγάλει λεφτά από αυτή τη δουλειά. Θα είχαμε βγάλει λεφτά αν κάναμε άλλες δουλειές, αλλά δεν θέλουμε να γίνουμε κοράκια.
Αυτό είναι το μεγάλο μου πρόβλημα στη σημερινή κοινωνία. Σε αυτό τον καπιταλισμό, τον ελληνικό ειδικά τώρα ξαφνικά, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Το να βγεις έξω σε εστιατόριο έχει γίνει θέμα προνομίου πια. Το να έχεις ένα σπίτι, μια στέγη, είναι προνόμιο και είναι και επένδυση τρελή. Σε λίγο θα γίνει και το νερό τέτοιο επενδυτικό προϊόν. Φοβερό; Απλά πράγματα τα οποία ήταν κοινωνικές κατακτήσεις, το να μπορούμε να φάμε, να έχουμε μια στέγη, να έχουμε ρεύμα, ξαφνικά έχουν γίνει μέσο κερδοφορίας και πρέπει να είσαι σχεδόν προνομιούχος για να τα απολαμβάνεις.
Άρα σε αναγκάζουν να γίνεις πλούσιος για να μπορείς να ζεις. Αλλά εγώ δεν θέλω να γίνω πλούσιος. Δεν θέλω! Γιατί σημαίνει ότι πρέπει να συμμετέχεις σε ένα μηχανισμό εκμετάλλευσης. Και εγώ δεν θέλω. Αλλά σε αναγκάζουν: Ή το κάνεις, ή πέθανες. Οπότε εκεί έχω τεράστιο πρόβλημα με το σημερινό σύστημα.
Και υπάρχει και ο κατακερματισμός των δυνάμεων που θα μπορούσαν να κάνουν και μια αντίσταση. Ο κόσμος είναι σε απόγνωση και οικονομική αλλά και ψυχολογική, γιατί δεν νιώθει ότι υπάρχει ένας φορέας που να μπορεί να τον εκφράσει. Δεν γίνεται τα ενοίκια να έχουν φτάσει εκεί που είναι τώρα. Έβλεπα τις προάλλες έναν υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο, που έλεγε στον ΣΚΑΪ ότι πρέπει να μπει πλαφόν στα ενοίκια. Και πετάγονταν όλοι θιγμένοι, προσβεβλημένοι, ότι «θα μου πεις εμένα, τι θα κάνω εγώ με την περιουσία μου;» Ναι! Θα σου πω, γιατί ζούμε σε μια κοινωνία.
Δεν έχω ιδέα που θα πάει η κοινωνία και δεν έχω και καμιά προφητική διάθεση για οτιδήποτε. Απλά ελπίζω να κερδίζει σιγά σιγά μια συλλογικότητα, γιατί αλλιώς… Και επειδή διαβάζω τώρα και για τον δεύτερο παγκόσμιο για ένα σενάριο, βλέπω πώς αρχίζουν πάλι να κερδίζουν έδαφος όλα αυτά τα φασιστικά μορφώματα. Ένας μικρο-φασισμός ο οποίος παίρνει τον κόσμο μαζί του, και θα οδηγήσει σε διάφορα πράγματα, που τα έχουμε ξαναδεί στην Ιστορία.
Η ταινία Αρκάντια κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.