24 Media Creative Team

ΘΥΜΙΟΣ ΚΑΛΑΜΟΥΚΗΣ: ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΧΟΥΜΕ ΔΕΧΤΕΙ ΑΠΕΙΛΕΣ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΕΚΠΟΜΠΗΣ

Στην πρώτη μεγάλη συνέντευξη της ζωής του, το άλλο μισό της “Ελληνοφρένειας” μαζί με τον Αποστόλη Μπαρμπαγιάννη, αποκαλύπτεται και εξηγεί πως από “ο Κνίτης με την μπλε βέσπα” έφτασε να είναι σήμερα ένας απ’ τους κορυφαίους ραδιοφωνικούς παραγωγούς της χώρας.

Προφανώς δεν δέχτηκε να φωτογραφηθεί. Και όταν του ζήτησα μία παιδική του φωτογραφία, έτσι για να υπάρχει στο εξώφυλλο, (“δεν θα σε καταλάβει κανείς από μια τόσο παλιά”), μου είπε “να σου στείλω μία του σκύλου μου, που τον πήρα και πρόσφατα;”.

Κλασικός ειρωνικός Καλαμούκης δηλαδή.

Το ήξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί αλλά έριξα άδεια για να πιάσω γεμάτα, γιατί ήδη είχε δουλέψει μια φορά αυτό το κόλπο. Όταν πριν από κάτι μήνες βρεθήκαμε τυχαία σε ένα σπίτι για μια άλλη συνέντευξη, πέταξα χωρίς να περιμένω τίποτα “να κάνουμε και μαζί μία”. Και αντί για το “όχι” που περίμενα, τα δίχτυα αναδύθηκαν με ένα μεγαλοπρεπέστατο και καταφατικό “θα δούμε”.

Μετά ήρθε και το “ναι”.

Δεν έχει ξαναμιλήσει για τη ζωή του οπότε το να ψάξω πληροφορίες για αυτόν στο ίντερνετ θα ήταν μάταιο. Αυτό σημαίνει όμως και ότι δεν θα μπορούσα να προσπεράσω και τις κλασικές, ψιλοκουραστικές ερωτήσεις όπως “πού γεννήθηκες, πού πήγες σχολείο” κλπ. Εδώ έπρεπε να πιάσουμε την ιστορία απ’ την αρχή. Και ευτυχώς είχε όρεξη να μιλήσει και για αυτά πέρα απ’ την Ελληνοφρένεια, την καριέρα του στο ραδιόφωνο, κτλ.

Ακολουθεί η συζήτηση, γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τον είχα απέναντί μου να απαγγέλει σαν τον Όμηρο. Μια κανονική κουβέντα σε καφέ κάναμε πριν δύο Παρασκευές. Απλά είπαμε πολλά, και κάπως έπρεπε να συμμαζευτούν.

(Mην τον μπερδεύετε με τον Τσολιά, δηλαδή τον Αποστόλη Μπαρμπαγιάννη. Οι φωτογραφίες είναι παραπλανητικές. Αυτός είναι ο “άλλος”)

Γεννήθηκα στην Ηλιούπολη το 1967. Είμαι ο μικρότερoς από τρία αδέρφια και με τον μεσαίο μου αδερφό έχουμε την ίδια ημέρα γενέθλια. Οι γονείς μου ήταν εσωτερικοί μετανάστες απ’ τη Λέσβο. Οικοδόμος ο μπαμπάς, οικιακά η μαμά. Απλή εργατική οικογένεια με ωραίες αξίες και ευχάριστο κλίμα, χωρίς πολλές οικονομικές ανέσεις. Πάντα είχαμε μια στέρηση. Πάντα κάτι μας έλειπε. Ακόμα και το ποδήλατο ήταν αίτημα και όταν το πήραμε… Το πήραμε όπως το πήραμε.

Πολιτικά η οικογένεια μου ήταν κεντρογενής και μετά το 1975 ήταν ΠΑΣΟΚ. Δεν είχε καμία σχέση με το ΚΚΕ. Θυμάμαι το ‘81 που βγήκε ο Αντρέας όλο μας το σπίτι ήταν στον δρόμο, όπως όλη η γειτονιά βέβαια.

Πολύ μικρός ήθελα να γίνω δημοσιογράφος και μάλιστα το είχα χτίσει κάπως στο μυαλό μου, έλεγα “θα δουλεύω στην Απογευματινή, γιατί αυτή βγαίνει απόγευμα, άρα θα δουλεύω από το πρωί ως το μεσημέρι”. Το κλασικό πρότυπο του ανθρώπου που δουλεύει πρωί και γυρίζει μετά στο σπίτι δηλαδή.
Μετά την εγκατέλειψα αυτήν τη σκέψη.

Πέρασα Λογιστικά, αλλά δεν πήγα ποτέ. Τα σιχαίνομαι.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΣΤΟ ΚΚΕ

Εξαιτίας της επιρροής της οικογένειας ήμουν στη μαθητική νεολαία του ΠΑΣΟΚ (ΠΑΜΚ) και όταν τελείωσα το λύκειο οργανώθηκα κανονικά στο ΠΑΣΟΚ στη γειτονιά μου, στην τοπική Αγίας Μαρίνας της Ηλιούπολης. Έκατσα ένα χρόνο.

Στις εκλογές του ‘85 πήγαινα στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ για κάποιες ώρες κι απέναντι ήταν τα γραφεία του ΚΚΕ. Έβαζαν ωραία τραγούδια κι είχαν και ωραία συνθήματα.
Ναι, και το ΠΑΣΟΚ είχε ωραία τραγούδια αλλά τότε είχε κλείσει η πρώτη τετραετία και είχε αρχίσει τις δεξιές στροφές. Ε, κι εγώ στο πλαίσιο της ενηλικίωσης να το πω; Της ριζοσπαστικοποίησης; Διάβαζα και περισσότερο… Αγόραζα και κανένα Ριζοσπάστη -με έβλεπε ο πατέρας μου και έλεγε “Τι, κομμουνιστής έγινες;”.
Και κάποια στιγμή τον Ιούνιο, μετά τις εκλογές, φεύγω ένα βράδυ από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, πάω απέναντι και βλέπω έναν που τον ήξερα. “Θέλω να έρθω σε σας”, του λέω. “Τι;”, μου λέει. Με έβλεπε τόσο καιρό απέναντι ως Πασόκο.

Η πολιτική μου πορεία δηλαδή ήταν ένας δρόμος, η Λεωφόρος Δημοκρατίας, που διέσχισα απ’ τη μια μεριά στην άλλη.

Κάναμε μια κουβέντα και μετά έστειλα μια επιστολή προς το ΠΑΣΟΚ, τους λέω “ευχαριστώ σύντροφοι αλλά γεια σας. Πολιτικές διαφωνίες”. Την έχω κρατήσει την επιστολή.

Στην αρχή με δέχτηκαν με μία καχυποψία. “Ο Πασόκος που μας ήρθε”. Σιγά σιγά όμως γνωριστήκαμε, μπήκα στην ΚΝΕ, μετά μπήκα και στο κόμμα.
Μου άνοιξε ένας τεράστιος ορίζοντας εκεί γιατί είχα ήδη ένα υπόβαθρο απ’ το σπίτι με Χατζιδάκι, Θεοδωράκη κλπ, αλλά όλα αυτά ήταν λίγο ασύνδετα. Υπήρχαν οι σκόρπιες γνώσεις, οι ευαισθησίες κτλ αλλά με την παρέα που φτιάξαμε στην ΚΝΕ, όλα αυτά κάπως συνδέθηκαν μεταξύ τους.

Τότε μοίραζε και το ΠΑΣΟΚ κουπόνια, οπότε εκεί που πήγαινα να δίνω πράσινα κουπόνια, τώρα άρχισα να δίνω κόκκινα. Kαι πήγα σε κάτι φίλες της μάνας μου στη γειτονιά, με το που με βλέπουν και τους λέω “κουπόνια;”, μου λένε “βεβαίως”. Λέω όμως “δεν είναι για το ΠΑΣΟΚ”. “Για ποιον είναι;”. “Για το ΚΚΕ”. “Για το ΚΚΕ;;; Άντε καλά”. Κανά δυο μόνο δεν πήραν.
Κωμωδία είναι όλο αυτό αλλά έτσι έγινε.

Από τα 18 ως τα 22 ήμουν στην ΚΝΕ. Ήμουν και πρόεδρος στο Στέκι Νεολαίας Ηλιούπολης και τότε πήρα την πρωτοβουλία να βγάλουμε ένα περιοδικό, το “Δελτίον του Στεκιού Νεολαίας Ηλιούπολης”. Έγραψαν και κανά δυο άλλοι, αλλά στην πραγματικότητα το είχα γράψει σχεδόν όλο μόνος μου.
Και αυτό μου θύμισε κάπως την παλιά μου θέληση να γίνω δημοσιογράφος.

Ήδη δούλευα, από την πρώτη στιγμή που τελείωσα το λύκειο γιατί ο νόμος στο σπίτι ήταν ότι “αν μείνετε θα συμβάλλετε οικονομικά”. Δεν είχε “σε συντηρώ”.
Και έτσι τη μία μέρα τελείωσα το Λύκειο, την άλλη ξεκίνησα σε ένα εργαστήριο χρυσοχοΐας, κάνοντας βοηθητικές δουλειές.

Δεν πήγα για να μάθω, δεν ήθελα να γίνω χρυσοχόος. Για το χαρτζιλίκι πήγα και τότε πήρα και το πρώτο μου μηχανάκι με 20.000 δραχμές. Ήμουν ο “κνίτης με την μπλε βέσπα”.

Η ΠΡΩΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κάποια στιγμή στα 22 μου σκέφτηκα ότι κάτι πρέπει να κάνω για τη ζωή μου. Μεγάλωνα. Τι μ’ αρέσει; Δημοσιογράφος. Πως θα το κάνουμε αυτό; Δεν υπήρχαν τότε κρατικές σχολές. Και το 1988 γράφομαι στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας.

Λίγο μετά, το ‘89 άρχισαν να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο τα σοσιαλιστικά κράτη. Και επειδή έβλεπα ότι καταρρέει κάτι που πίστευα και επειδή ήμουν και σε μια φάση να κάνω κάτι επαγγελματικά, μου γύρισε όλο και λέω “σταματάω το ΚΚΕ, ασχολούμαι μόνο με την επαγγελματική μου καριέρα”.

Έφυγα από την ΚΝΕ. Όχι με κακό τρόπο, απλώς δεν πήγαινα και έτσι με διέγραψαν. Αυτό συμβαίνει αν δεν είσαι ενεργός.

Ένα από τα στελέχη του ΚΚΕ ήταν ο Αντώνης Μαλάμης (έχει τραγουδήσει ο Πανούσης γι’ αυτόν για τα επεισόδια του Χημείου), ο οποίος ήταν και οικονομικός διευθυντής στην εφημερίδα η “Πρώτη”. Όταν του είπα ότι “θέλω να γίνω δημοσιογράφος”, μου λέει “έλα αύριο από μας”.
Πήγα και έκατσα για εννιά μήνες, κάνοντας ελεύθερο ρεπορτάζ μέχρι να κλείσει.

Δεν πήρα ποτέ μισθό από εκεί, μόνο κάτι οδοιπορικά. M’ άρεσε το κλίμα γιατί έμπαινα μέσα και ήταν μια μεγάλη αίθουσα με γραφομηχανές, σαν τις σκηνές που είχα δει σε ταινίες. Ένιωθα “δημοσιογράφος”, ότι “εγώ θα σώσω την ανθρωπότητα”, ότι θα, θα, θα… Όλη αυτή την ωραία νεανική αυταπάτη που μπορεί να έχει κάποιος.

Ήταν πολύ γοητευτικό που πήγαινα έξω σε γεγονότα -από θανατικά και πλημμύρες ως πολιτικά γεγονότα. Πολύ ωραία εμπειρία. Το είχα και ανάγκη όλο αυτό γιατί έτσι καταλάβαινα και πώς λειτουργεί η ζωή.

Η μέρα που έκλεισε η “Πρώτη” είναι και αυτή που θυμάμαι περισσότερο και απ’ αυτό το εννιάμηνο που δούλεψα εκεί. Εκείνη τη μέρα στο Τόκιο αποφασιζόταν ποιος θα κάνει τους Ολυμπιακούς του ‘96 και ήταν υποψήφια η Αθήνα και επειδή ήταν σίγουρoι όλοι ότι θα το πάρουμε εμείς, η Φάνη Πάλλη Πετραλιά είχε κατεβάσει κόσμο στο κέντρο της Αθήνας (μαθητές, χορευτικά συγκροτήματα κλπ). Και μόλις άκουσαν “Ατλάντα” υπήρχε μια τρελή απογοήτευση.
Κι εκείνη τη μέρα γυρίζουμε στα γραφεία και βλέπουμε μια ανακοίνωση που έγραφε “σύσκεψη στην αίθουσα σύνταξης για ανακοινώσεις”. Είχαμε ήδη ψυλλιαστεί ότι θα κλείσει, αλλά εκεί μας το είπαν.

Την εφημερίδα με τον καιρό την είχε πάρει το ΚΚΕ. Η ηγεσία του αποφάσισε να την κλείσει. Και ποια είναι η ειρωνεία; Όλο το τμήμα του ελεύθερου ρεπορτάζ το παίρνουν μεταγραφή στο Ριζοσπάστη. Και εκεί αρχίζω να πληρώνομαι.

Έμεινα ένα χρόνο. Μεσολάβησαν η διάσπαση του ΚΚΕ και τα πολύ άσχημα γεγονότα -και μέσα στον Ριζοσπάστη. Μας χώριζε ένας διάδρομος και παλεύανε οι από δω με τους από κει. Εγώ έτσι κι αλλιώς είχα αρχίσει να αποκόπτομαι από το ΚΚΕ, οπότε παραιτούμαι και φεύγω φαντάρος.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΣΚΑΙ

Το 1995 πήγα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ. Εκεί έκανα ελεύθερο ρεπορτάζ έξω στον δρόμο. Και κάποια στιγμή μου δίνουν και μια εκπομπή, μια ώρα κάθε Κυριακή βράδυ. Πριν από μένα ήταν ο Γιώργος Παπαστεφάνου και μετά ο Νότης Μαυρουδής.

Η εκπομπή που έκανα τότε δεν είχε καμία σχέση με την Ελληνοφρένεια. Ήταν “σοβαρή”. Είμαστε ακόμη στη φάση που παίρνουμε σοβαρά τον εαυτό μας, είμαστε δημοσιογράφοι που θα σώσουμε τον κόσμο.

Ο “καλός” ΣΚΑΪ τότε ήταν πολύ ωραίο σχολείο. Πολύ ωραίες σχέσεις με τα παιδιά, με την ιδιοκτησία. Όλη η κοινωνία έλεγε “θα το πω στον ΣΚΑΙ”. Τριανταφυλλόπουλος, Κακαουνάκης, Χαρδαβέλλας, Τσίμας, Παναγιωτόπουλος, τότε ήταν όλοι εκεί.

Εκεί βλέποντας πια πώς λειτουργεί για τα καλά ένα μέσο ενημέρωσης και η δημοσιογραφία, αλλά και μεγαλώνοντας κι άλλο, κατάλαβα ότι το μόνο που έχει νόημα σε όλα αυτά είναι να τους κοροϊδεύεις.
Είχα υπάρξει αδαής. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι γίνεται έτσι, ότι δηλαδή ένας υπουργός μπορεί να βρίζεται με έναν άλλο βουλευτή και την ίδια ώρα να είναι φίλοι ή να παίρνει έναν διευθυντή και να του λέει “θα βγω να πω αυτό”, “εντάξει, πες το έτσι για να το βάλουμε “. Δεν είχα φανταστεί αυτό το μαγείρεμα.

Μου πήρε δύο, τρία χρόνια να καταλάβω τι παίζει και μόλις κατάλαβα, πρότεινα στο μαγαζί να κάνω πιο χιουμοριστική εκπομπή. Με πήγαν 11 η ώρα το πρωί της Κυριακής και εκεί άρχισα να βάζω ηχητικά, να το κάνω λίγο πιο σατιρικό.
Και το ‘99 προτείνω να το κάνουμε ένα τρίλεπτο όλο αυτό, κάθε μέρα 10 παρά 5 το πρωί.

iStock

Το όνομα “Ελληνοφρένεια” το βρήκα με έναν συνάδελφο, τον Γιάννη Δοδόπουλο. Ήταν πολύ καλός σε αυτά. Τρώγαμε και όπως του έλεγα ότι “θέλω να έχει κάτι με Ελλάδα και σχιζοφρένεια”, μου λέει “Ελληνοφρένεια”. Του λέω “Γιάννη, μόλις το βάφτισες. Εισαι ο νονός”.

Η εκπομπή ήταν σαν τη σημερινή. Είχε τη φωνή μου και κάποια ηχητικά πολύ γρήγορα, σαν το πολύ σύντομο το σφηνάκι της ημέρας.

Αυτό το τρίλεπτο το έκανα για κάνα χρόνο και μετά μου έδωσαν εκπομπή 1 η ώρα το μεσημέρι.
Στην αρχή δεν είχε τηλέφωνα. Ήταν τρεις “ελληνοφρενικές” ιστορίες. Πχ ένα σχολείο στην Πάτρα, που δεν είχε κτίριο και ήταν μοιρασμένο σε δύο ταβέρνες. Τέτοιου τύπου παλαβά θέματα. Και έτσι πήγε μέχρι το 2003.

Όχι, δεν μου πρότεινε ποτέ κανείς να γράψω σε περιοδικά. Δεν το ήθελα κιόλας. Εμένα με γέμιζε πολύ το ραδιόφωνο. Τρελαινόμουν. Και ήθελα μόνο μία δουλειά, δεν ήθελα να κάνω τρεις.
Θέλω να αφοσιώνομαι εκεί και να έχω και ελεύθερο χρόνο πάντα. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν θα γεμίσει το δοχείο αν κάνω πολλά πράγματα.

ΑΡΗΣ ΠΟΡΤΟΣΑΛΤΕ – ΜΑΝΟΣ ΒΟΥΛΑΡΙΝΟΣ

Το κλίμα στο ΣΚΑΙ ήταν πολύ ωραίο, όποιος έχει περάσει από εκεί έχει και το λέει. Σχολούσαμε και δεν φεύγαμε. Καθόμασταν, και μήπως γίνει κάτι, και για παρέα σε όσους είχαν βάρδια.

Η παρέα μου ήταν η Χριστίνα Βίδου, ο Σπύρος Μάλης, ο Μάνος Βουλαρίνος, η Λήδα Μπόλα, ο Άρης Χατζηστεφάνου, η Αθηνά Φλώρου, ο Νίκος Παπαχρήστου, ο Άρης Πορτοσάλτε, κα. Έχουμε κρατήσει επικοινωνία με πολλούς από αυτούς.
Με τον Μάνο τον Βουλαρίνο τότε είχαμε και κοινή εκπομπή το Σαββατοκύριακο, τα “Ραδιενεργά Κατάλοιπα”.
Είχαμε μια παρέα που είχε πάρα πολύ γέλιο, γιατί και όλοι αυτοί τότε αυτοσαρκάζονταν. Ήμασταν και νέοι.

Το τι δρόμο ακολούθησε ο καθένας είναι δικαίωμά του. Όλα αυτά τα χρόνια εγώ δεν έχω ανταλλάξει με κανέναν κάτι βαρύ. Και τώρα άμα βρεθούμε, μιλάμε.

Μερικούς από αυτούς, που είναι στο δημόσιο λόγο, τους κρίνω μέσα από την εκπομπή μου. Μου αρέσει να διαφωνούν οι άνθρωποι και να μπορώ να τους κερδίζω με τα επιχειρήματα και με την αντίληψή μου.

Πάρα πολύ καλός συνάδελφος και ωραίος τύπος ο Άρης. Τότε ήμασταν όλοι ωραίοι και καλοί γιατί δεν είχε έρθει ακόμα το μνημόνιο, που μας τσίτωσε όλους και χώρισε κάπως και τους συναδέλφους.

Καταλαβαίνω τις ενστάσεις που έχει κάποιος για τον Άρη γιατί πια στον δημόσιο του λόγο έχει γωνίες και καλά κάνει. Εγώ θέλω γωνίες από όλους. Θέλω να διαφωνώ με τους ανθρώπους. Και επειδή ερεθίζει πολύ κόσμο στο δημόσιο του λόγο, πολλοί είναι απέναντι του. Τότε δεν ήταν έτσι κανείς μας. Όχι μόνο ο Άρης. Ούτε εγώ ήμουν τόσο ΚΚΕ, να το πω κι έτσι. Η ζωή, η πορεία, οι κοινωνικές εξελίξεις, οι καταστάσεις μάς έδωσαν μια κατεύθυνση.

Σήμερα απορώ με ορισμένα που ακούω από αυτούς, είναι ακραία και απάνθρωπα.

Όχι, δεν με εκνευρίζει σήμερα ακούγοντάς τον, γιατί καταλαβαίνω ότι πολλά από αυτά που λέει τα πιστεύει.
Εγώ πιστεύω τα ακριβώς αντίθετα. Αλλά αυτά που πιστεύω εγώ, τα πιστεύουν το 20% του ελληνικού λαού. Το 80% είναι απέναντι. Όλοι πιστεύουν σε θρησκείες, όλοι πιστεύουν ότι πρέπει να φύγουν οι ξένοι. Εγώ θέλω να δείξουμε αλληλεγγύη σε έναν μετανάστη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα μισήσω τους πάντες και θα αρχίσω να τους πολεμάω. Σε αυτή τη φάση πολεμάμε με ιδέες.

iStock

Μ’ αρέσει να ιντριγκάρω τον κόσμο, γιατί όταν μου λένε για τον Πορτοσάλτε εγώ δεν βγάζω την άποψη που φαντάζονται. Και θα σου πω γιατί. Έχουμε δουλέψει μαζί με ανθρώπους στον ίδιο χώρο, πηγαίναμε στα σπίτια ο ένας του άλλου, τρώγαμε, μιλούσαμε και για ιδιωτικά θέματα. Ε, δεν μπορώ εγώ να βάλω Χ σ’ αυτό, γιατί είναι κομμάτι της δικής μου ζωής.

Με τον Άρη, τον Μάνο και τους υπόλοιπους, μας συνδέουν άλλα πράγματα, όπως συμβαίνει και με τους παιδικούς φίλους. Η παιδική μου ηλικία στο ραδιόφωνο είναι στον ΣΚΑΙ, άρα κρατάω τους “παιδικούς φίλους” ως ανάμνηση. Δεν κάνουμε παρέα τώρα. Δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό. Είναι τελείως κόντρα οι απόψεις μας.
Τι να συζητήσω με κάποιον που διαφωνώ κάθετα; Να συζητήσουμε για να επιβεβαιώσουμε ότι διαφωνούμε; Δεν υπάρχει λόγος.

ΓΙΑΤΙ “ΚΡΥΒΕΙ” ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ

Απέφευγα να δείχνω το πρόσωπό μου και προτού γίνει τόσο γνωστή η Ελληνοφρένεια.
Δεν είναι “εμμονή” (σ.σ. Μού απαντάει δήθεν ενοχλημένος απ’ τη λέξη που χρησιμοποίησα). Συνέπεια, θα το έλεγα (σ.σ. Συλλαβίζει τη λέξη και γελάμε).

Ακούω ραδιόφωνο από 7 χρονών. Μ’ άρεσε να φαντάζομαι πως είναι το στούντιο, ο ηχολήπτης, μ’ άρεσαν οι εικόνες που μου δημιουργούσε και ήθελα κάποια στιγμή να κάνω κι εγώ.
Πιστεύω ότι όποιος ακούει ραδιόφωνο είναι vintage τύπος και θέλει να φαντάζεται πώς είναι αυτός που βρίσκεται πίσω από το μικρόφωνο. Οπότε κάνω το ίδιο.

Με τα πρώτα λεφτά από τα κάλαντα αγόρασα ένα τρανζιστοράκι. Το είχα στο αυτί μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ.
Άκουγα Δεύτερο Πρόγραμμα, “Καλησπέρα κύριε Έντισον” με τον Παπαστεφάνου. Όταν μετά κάναμε και δίπλα δίπλα εκπομπή, καταλαβαίνεις τι σήμαινε αυτό για μένα.
Είμαι από τους λίγους που έχω υλοποιήσει το παιδικό μου όνειρο στο 1000%. Πιο πολύ δεν γίνεται.

iStock

Πώς και δεν με έχει φωτογραφίσει κανείς; Έστω κάποιος που να δουλεύουμε στον ίδιο χώρο για να με δείξει στους φίλους του πχ; Δεν ξέρω, προφανώς μπορεί να έχει γίνει. Το σέβονται ίσως;
Επίσης εγώ δεν κώλοτρίβομαι και δεν πάω σε κοσμικά να φωτογραφίζομαι. Δεν πάω πουθενά, έχω τους φίλους μου.

Στην πορεία, βέβαια, είδαμε ότι αυτό γίνεται και κάπως μαρκετινιστικό. Ότι “ποιοι είναι αυτοί που κάνουν την Ελληνοφρένεια;”. Οπότε το κρατήσαμε ως ίντριγκα. Μας δίνει και μια ασφάλεια. Στην πορεία που έγιναν πιο μαύρα τα πράγματα, μπορούσαμε να κινηθούμε και σε διάφορους χώρους χωρίς να ξέρουν οι πολλοί ποιοι είμαστε.

Με έχουν αναγνωρίσει πάντως πολλές φορές απ’ τη φωνή, σε ταξί, σε ταβέρνες, σε διάφορες πόλεις.

Και ο παράγοντας “ματαιοδοξία”; Μα κάνω κάθε μέρα μια εκπομπή τα τελευταία 25 χρόνια και μας ξέρουν πάρα πολλοί.
Δεν έχω χειρότερο απ’ το να περπατάω και να με χαιρετάνε. Δεν μ’ αρέσει καθόλου. Θέλω μόνο τους ανθρώπους που έχω επιλέξει. Δεν μπορώ καθόλου αυτές τις εισβολές στις ζωές μας. Θα με ενοχλούσε πάρα πολύ αυτό που λες, επειδή το θεωρώ πολύτιμο αυτό που έχω με εμένα.
Η διασημότητα με ενοχλεί και με αφήνει παγερά αδιάφορο.

ΕΙΣΒΟΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ

Ο μπαμπάς Μητσοτάκης είχε χαρακτηρίσει “χαμαιτυπείο” ολόκληρο τον ΣΚΑΪ στην κόντρα που είχε τότε με τον Αλαφούζο και έτσι εγκαινιάσαμε μια βραδινή εκπομπή που λεγόταν “Το Χαμαιτυπείο του ΣΚΑΪ”. Εκεί, λοιπόν, κάθε Δευτέρα βράδυ έκανα εκπομπή μαζί με τον Άρη Πορτοσάλτε. Και μια Δευτέρα του Ιουνίου του 2003 με παίρνει τηλέφωνο το πρωί και μου λέει “δεν μπορώ να έρθω γιατί γεννάει η γυναίκα μου. Κάνε την εκπομπή με τον Κουφόπουλο”. Και με παίρνει ο Κουφόπουλος και με ρωτάει “να καλέσω τους Schooligans”;

Αυτό ήταν ένα περιοδικό που μέσα σε αυτή την συντακτική ομάδα συμμετείχε και ο Αποστόλης.
Είχαν πάρει συνέντευξη από την Ντόρα Μπακογιάννη, έκαναν αργότερα αυτήν τη φωτογράφιση που είχαν δεμένο τον Τσίπρα, κλπ.

Έρχεται αυτή η ομάδα στο στούντιο και όπως μιλούσαμε είδα ανάμεσά τους κι έναν τύπο που δεν πολυμιλούσε, αλλά όποτε άνοιγε το στόμα του έλεγε πολύ καλή ατάκα και με ωραία φωνή.

Την ίδια περίοδο ψάχναμε δύο παιδιά για να πάρουμε ως δόκιμους στην Ελληνοφρένεια. Στο διάλειμμα βγαίνουμε έξω και πιάνω τον Αποστόλη και ένα άλλο παιδί που ήταν μαζί του, “τι κάνετε στη ζωή σας;”. Μου λένε “τίποτα. Δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε”. Δεκαοχτώ χρονών τότε ο Αποστόλης.
Τους λέω “θέλετε να ‘ρθείτε εδώ;”. Και έτσι ήρθαν για τρεις μήνες δοκιμαστικά. Το άλλο παιδί μετά έφυγε, ο Αποστόλης, έμεινε.

Με λίγα λόγια, αν δεν είχε γεννήσει η γυναίκα του Άρη Πορτοσάλτε εκείνη τη μέρα, εγώ δεν θα είχα γνωριστεί με τον Αποστόλη.

Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η ωραία μας ιστορία. Το κάρμα το περίφημο. Ήρθε, λοιπόν, ο Αποστόλης και στην αρχή βοηθούσε την εκπομπή, βοηθούσε και στα “Ραδιενεργά Κατάλοιπα”.
Έκανε μοντάζ και σιγά σιγά αρχίζαμε να τον βγάζουμε έξω με κασετοφωνάκι και να μιλάει με τον κόσμο, με τον οποίο είχε μια πολύ ωραία διάδραση.

Και στις εκλογές του 2004 του λέω “θες να κάθεσαι στο τηλεφωνικό κέντρο να ηχογραφούμε; Θα σε παίρνει κόσμος και θα τους ρωτάς τι θα ψηφίσουν”.

Εγώ πάντα λάτρευα να κάθομαι στο τηλεφωνικό κέντρο του σταθμού, γιατί έπαιρνε κάθε καρυδιάς καρύδι και έλεγε ό, τι μπορείς να φανταστείς. Σκεφτόμουν ότι αυτό είναι χαμένο υλικό, ότι κάτι πρέπει να το κάνουμε.

Άρχισε, λοιπόν, σιγά σιγά να τους δουλεύει ως διάολος, και μετά του λέω “δεν το κάνουμε και μόνιμο αυτό;”. Και έτσι έγινε. Και το 2004-2005, κάπου εκεί έγινε το μπαμ. Τότε πήρε και τη σημερινή της μορφή η εκπομπή.

Κανείς ποτέ δεν μας έκανε μήνυση από όλους αυτούς που τους κάναμε πλάκα στο τηλέφωνο. Ούτε εκείνος απ’ τα νερά στη Μαγούλα ούτε ο Φιδέμπορας -καλά, αυτός έχει γίνει φίλος του Αποστόλη. Μιλάνε.
Πώς το εξηγώ; Όταν παίρνεις έναν ραδιοφωνικό σταθμό, ξέρεις ότι μπορεί να ηχογραφείσαι. Είσαι λίγο ψιλιασμένος δηλαδή.

Με τον Αποστόλη είμαστε οικογένεια πια. Σκεφτόμαστε σχεδόν το ίδιο, είναι εντελώς θεατράλε όλο αυτό. Είμαστε πχ σε ένα τσατ μαζί με δύο συναδέλφους και γράφουμε ταυτόχρονα την ίδια ατάκα. Δηλαδή είναι αηδιαστικό πια. Είναι τόσο προβλέψιμο πως θα αντιδράσουμε.
Είναι όπως τα ζευγάρια που είναι παντρεμένα χρόνια και ξέρουνε πια τα πάντα ο ένας για τον άλλον.

Δεν μου έχει περάσει ποτέ απ’ το μυαλό να κάνω εκπομπή με άλλον.

ΣΑΤΙΡΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ(;)

Δεν υπάρχουν κείμενα, δεν γράφω τίποτα εκ των προτέρων για την εκπομπή. Έχω μόνο μία κόλλα Α4 μπροστά μου, όπου είναι σημειωμένη μόνο η σειρά των ηχητικών. Και τίποτε άλλο. Μόλις τελειώνει κάθε εκπομπή την σκίζω και την πετάω στο “μουσείο του ραδιοφώνου”, έτσι λέω τον κάδο που υπάρχει στο στούντιο.

Όλο είναι αυθόρμητο. Μόνο έτσι έχει νόημα. Με λάθη, με βραχνή φωνή, με ό, τι τύχει. Το να διαβάζεις κείμενα είναι λάθος ραδιοφωνικά.
Θέλω ό, τι λέω να βγαίνει εκείνη τη στιγμή, κοιτώντας τον ηχολήπτη, κοιτώντας κάποιον που περνάει από το τζάμι, τι γκελ μου έκανε εκείνη την ώρα η δήλωση που ακούω, κτλ.

Από ένα σημείο και μετά, όσο χάλια και να είμαι ψυχολογικά, 12.55 με 13.55, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αυτομάτως δηλαδή τρέχουν δύο εγκέφαλοι ταυτόχρονα. Ό, τι πρόβλημα και να έχω, δεν επηρεάζει καθόλου την εκπομπή.

Τόσα χρόνια σίγουρα έχω αδικήσει κάποιον. Μα όλο αυτό έχει την ταμπέλα που γράφει “αδικούμε”. Εδώ αδικούμε, εδώ υπερβάλουμε, εδώ γενικεύουμε, εδώ ισοπεδώνουμε. Αυτή είναι η σατιρική αντίληψη. Γιατί η Ελληνοφρένεια δεν είναι αποκλειστικά σάτιρα.
Δεν έχει νόημα αλλιώς. Δηλαδή δεν είναι εκπομπή που θα τηρήσει τις αποστάσεις, θα διασταυρώσει και θα βγάλει και την άλλη άποψη. Αυτά στις άλλες εκπομπές. Εδώ είναι όπως ήταν παλιά το χρονογράφημα σε εφημερίδες όπου θα ειπωθούν και καφρίλες μερικές φορές.

Αυτό όμως που έχουμε εμείς πάντα ως μπούσουλα είναι να μην θίγουμε προσωπικά δεδομένα -εξωτερικά χαρακτηριστικά. Κυρίως αυτά. Δηλαδή δεν κάναμε κριτική στον Πάγκαλο επειδή ήταν χοντρός. Δεν μας αφορούσε αυτό. Ούτε θα πούμε τον Χίτλερ τρελό. Φασίστας ήταν.
Αυτά είναι και τα ΜΟΝΑ όρια που βάζουμε.

Έχουμε το εξής μότο, το μόνο σε σχέση με την αυτολογοκρισία μας. Για να υπάρχουμε στα αστικά μέσα ενημέρωσης, όπως υπάρχουμε εδώ και 20-25 χρόνια, κάνουμε μία μόνη παραχώρηση: δεν λέμε για το νυν αφεντικό μας. Λέμε για το προηγούμενο, λέμε για το επόμενο, αλλά για το νυν αφεντικό δεν λέμε γιατί ξέρουμε ότι αν πούμε, δεν θα υπάρχουμε την άλλη μέρα.

Ας πουν όλοι οι άλλοι για το νυν. Εμείς θα αξιοποιήσουμε αυτή τη χαραμάδα, όπως τη λέω εγώ, για να λέμε όλα τα άλλα που δεν τα λέει επίσης κανείς.
Το ζυγίσαμε και διαλέξαμε αυτό τον τρόπο. Θα μπορούσαμε να μην είμαστε στα αστικά μέσα ενημέρωσης και να είμαστε σε ένα διαδικτυακό πχ. Επειδή όμως η συγκεκριμένη εκπομπή έχει απαιτήσεις (θέλει και κάνα δυο να την ετοιμάζουν) δεν θα έβγαινε με τίποτα. Και εγώ θέλω να απευθυνόμαστε σε πολύ κόσμο. Και αυτό το καταφέρνεις κυρίως μέσω των αστικών μέσων ενημέρωσης.

Δεν έχουμε δεχτεί ποτέ λογοκρισία απ’ τους σταθμούς που έχουμε περάσει. Όποιος θέλει το πιστεύει, τι να πω. Από το 2005 δεν έχει υπάρξει πουθενά το παραμικρό.

Δεν είναι ηλίθιοι. Μας πήραν για αυτά που λέμε. Αν πάρεις την Ελληνοφρένεια και την ευνουχίσεις ή κόψεις κάτι, δεν θα είναι αυτό που είναι. Και άρα δεν θα πουλάει. Άρα ή το παίρνεις όπως είναι ή όχι. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη κατάκτηση που έχω εγώ και ο Αποστόλης.
Από την άλλη ξέρουμε λίγο και τι μπορεί να είναι μηνύσιμο. Όχι να μην τη φάω εγώ. Να μην τη φάει ο σταθμός, γιατί ο σταθμός θα πληρώσει. Όλα μπορούν να ειπωθούν, αλλά με τον σωστό τρόπο.

iStock

Όχι, δεν φοβάμαι ότι μπορεί να χάνω την επαφή με το χιούμορ των νέων. Γελάνε με αυτά, αρκεί να τα ξέρουν. Δεν τα ξέρουν τα παιδιά. Γιατί η πολιτική -εμείς είμαστε κυρίως πολιτική- δεν είναι στα must της εποχής. Ένα νέο παιδί δεν ξέρει τι σημαίνει εμφύλιος, τι σημαίνει Άδωνις που υπερασπίζεται τη δεξιά πλευρά του εμφυλίου, τι έκανε η Δεξιά τα μετέπειτα χρόνια. Άρα μπορεί να μην του λέει και τίποτα αυτό που κάνουμε.
Εγώ όμως θαυμάζω παιδιά, 20-22 χρονών, που ξέρουν, ψάχνουν και το γουστάρουνε πολύ.

Ε, δεν ξέρω τι θα έκανα αν αύριο μεθαύριο έχανε την ακροαματικότητα της η εκπομπή και δεν τη θέλανε πια. Αν δεν κάναμε ραδιόφωνο, θα βλέπαμε τι άλλο μπορούμε να κάνουμε.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟΝ ΣΚΑΙ

Όταν ξεκίνησε η κρίση πολλές εκπομπές άρχισαν να κόβονται και οι σταθμοί να αλλάζουν το περιεχόμενό τους. Και εμείς έτσι φύγαμε από τον ΣΚΑΪ.
Δεν χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα το ότι λέγαμε τα ακριβώς αντίθετα απ’ τον ΣΚΑΙ. Δεν ήταν πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό. Και στην πρώτη θητεία Καραμανλή εκείνοι τον στήριζαν και εμείς τον σατιρίζαμε.

Μάλλον επιταχύνθηκε η φυγή μας επειδή τότε ο ΣΚΑΪ επέβαλε τις εθελούσιες εξόδους και τις ατομικές συμβάσεις. Και επειδή εμείς είχαμε κοντραριστεί και εσωτερικά υπήρχε μια έντονη συνδικαλιστική δραστηριότητα -είχα πει και κάποια πράγματα στον αέρα, όπως η πίεση που δεχόταν οι άνθρωποι να υπογράψουν- ε, αυτά ήταν οι αιτίες να μας πουν ότι “αρκετά, ως εδώ η συνεργασία”.

Έτσι το 2011 πήγαμε στον Real FM, όπου και μείναμε μέχρι το 2019.

Η ΠΕΡΙΒΟΗΤΗ ΕΚΠΟΜΠΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΖΙΜΗ ΠΑΝΟΥΣΗ

Με τον Τζίμη κάναμε παρέα όταν ήμασταν στο ΣΚΑΙ. Είχε κι αυτός εκπομπή το Σάββατο κι ερχόταν από νωρίς, τα λέγαμε, μετά καθόμασταν και τρώγαμε. Ο Αποστόλης ήταν παραγωγός του.

Σε εκείνη την εκπομπή ο Τζίμης αυτοπροσκαλέστηκε γιατί είχε κάποια παράσταση τότε. Εννοείται του είπαμε “έλα πάνω”. Ήταν η δεύτερη φορά που τον φιλοξενούσαμε.

Λέγαμε αυτά που λέγαμε, κάναμε χαβαλέ και κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς, κάτι είπε για την σάτιρα. Και εγώ στο πλαίσιο του “ναι μεν, φίλοι, αλλά ας τον πιέσω γιατί μπορεί να ανταποκριθεί και θα βγάλει ωραία δήλωση”, τον πίεσα κάνα δυο φορές και κάπως είδα ότι δεν ήταν ο Τζίμης που ήξερα. Κάπως σαν να ζορίστηκε, τσαντίστηκε και από κει και πέρα αλλάζει λίγο το περιβάλλον μέσα στην εκπομπή. Εγώ όμως δεν είχα αυτή την πρόθεση.

Ο Τζίμης ήταν τόσο γλυκός άνθρωπος από κοντά, που κι εγώ απόρησα λίγο. Μετά κάπως ξέφυγε, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς τη διατύπωση, αλλά χρησιμοποίησε τη γνωστή φρασεολογία που χρησιμοποιούσε τότε η Χρυσή Αυγή και κάθε ακροδεξιός για το ΚΚΕ.

Μπορεί ο καθένας να πει άπειρα πράγματα για το ΚΚΕ, αλλά όταν ακούω από τον Τζίμη Πανούση τις ίδιες λέξεις με αυτές που κάποιος ακροδεξιός ή ένας αστοιχείωτος, ας το πω έτσι, θα αναφερόταν στο ΚΚΕ, ε, κάπως αισθάνθηκα την ανάγκη να πω κι εγώ αυτό που πιστεύω. Και κάπως έτσι κουβέντα στην κουβέντα βγήκε αυτό το τελικό αποτέλεσμα. Με θυμάμαι στο τέλος να ζητάω συγγνώμη από τους ακροατές.

Δεν ήταν ποτέ υπέρ του ΚΚΕ αλλά εκεί ήταν ένας διαφορετικός Πανούσης από αυτόν που ξέραμε. Ποτέ δεν χρησιμοποιούσε τη χυδαία φρασεολογία “ιερατείο Περισσού” και διάφορα άλλα τέτοια.

Πέρα από το χυδαίο ήταν και χαζό. Ένα μέγεθος Τζίμη Πανούση, που παίζει τις λέξεις και τις έννοιες και μπορεί να χτίσει και να αποδομήσει ό, τι γουστάρει, να καταφεύγει στα χαζά ουγγάνικα επιχειρήματα.

Εντωμεταξύ μες στην εκπομπή ο Τζίμης κοκκίνιζε, φούντωνε και επειδή ξέραμε ότι είχε περάσει ήδη καρδιά, εγώ άρχισα να έχω ένα ανάμεικτο συναίσθημα. Ήμουν σε μια κατάσταση ότι “τι είναι αυτά που ακούω; Θα πω αυτά που θέλω οπωσδήποτε”, όμως τον έβλεπα να κοκκινίζει και να φτάνει σε κάποια όρια. Ήταν δύσκολο αυτό, ήταν ζόρι.

Το ωραίο είναι μετά τι έγινε. Μόλις τελειώνει η εκπομπή, πάμε στο γραφείο της Ελληνοφρένειας και καθόμαστε λίγο. Εμείς έπρεπε να φύγουμε καπάκι για την εκπομπή στον ALPHA, οπότε ο Τζίμης έμεινε μόνος του με έναν συνεργάτη μας, ο οποίος ήταν και μέλος της ΚΝΕ. Μάλιστα του ζήτησε και τσιγάρο, ενώ το είχε κόψει.
Όταν αργότερα τον πήρα τηλέφωνο τον συνεργάτη μας, μου λέει “έφυγε ο Τζίμης, όλα μια χαρά αλλά ξέρεις τι έγινε; Μου έκοψε και 20 ευρώ κουπόνια του ΚΚΕ”.

Είναι τόσο σουρεαλιστικό να βρίζει το ΚΚΕ, να γίνει όλη αυτή η αντιπαράθεση και μετά να πάρει και 20 ευρώ κουπόνια. Δηλαδή λέω “ρε Γιάννη, έλεος, άστον τον άνθρωπο να ηρεμήσει”.

Την επόμενη ημέρα ανέβηκε η εκπομπή σε όλα τα ακροδεξιά sites με τίτλο “Ο Πανούσης ξεβρακώνει το ΚΚΕ” κτλ. Στεναχωρήθηκα, όχι για μένα, εμείς πάντα αυτά λέγαμε και πάντα αυτά θα λέμε, όποιος και ναι είναι στην εκπομπή καλεσμένος.

Πάντα είχε κόλλημα με το ΚΚΕ. Εμένα μ’ αρέσουν τα κολλήματα των καλλιτεχνών, αρκεί να μην τους φθείρουν. Νομίζω ότι τα συγκεκριμένα κολλήματα τον έφθειραν, και την εικόνα του συνολικά. Αλλά είναι από τους πιο ταλαντούχους που έχουν περάσει. Μοναδικός στο είδος του. Και καλλιτέχνης με πολύ ζεστή φωνή. Όταν τραγουδούσε τον “Μπελογιάννη”, δάκρυζε.

Και βέβαια έχουμε δεχτεί απειλές, παίρνουν ακόμα και την ώρα της εκπομπής. Ειδικά σε κρίσιμες στιγμές, όπως τότε με τη Χρυσή Αυγή ή με τον ΣΥΡΙΖΑ, το πρώτο εξάμηνο του 2015. Αλλά έξω δεν μας έχει βρει κανείς.

Από την πρώτη μέρα κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είπα “τι μπαρούφα είναι αυτό” και “τι κακό θα κάνει στην αριστερά”. Είναι δυνατόν η Ευρωπαϊκή Ένωση να αφήσει έναν λαό δέκα εκατομμυρίων να χαλάσει τη συνταγή;
Δεν γίνονταν διαπραγματεύσεις. Χάσιμο χρόνου έκανε για να μετασχηματίσει την οργή του κόσμου σε συμβιβασμό.

Ψήφισα άκυρο στο δημοψήφισμα. Τι θα ψήφιζα; Όχι; Για να γίνει τι; Πήγα λογική ΚΚΕ.

Δεν με νοιάζει καθόλου αν “χάνεται λίγο η αξιοπιστία μου όταν όλοι ξέρουν ότι είμαι ΚΚΕ”, όπως λες. Δεν με ενδιαφέρει. Ας χαθεί. Η ίδια η ζωή το έχει απαντήσει. Μας ακούνε και με υψηλά νούμερα στον κάθε σταθμό, ξέροντας ότι είμαστε αυτοί. Αλλά εκτιμώντας το κιόλας.

Είναι πιο τίμιο έτσι. Δεν υπάρχει ανεξάρτητος δημοσιογράφος, δεν υπάρχει αντικειμενικότητα, αυτό είναι κωμωδία. Εμείς είμαστε και σχολιογραφική εκπομπή δηλαδή δεν επιλέγουμε το σύνολο της επικαιρότητας, σχολιάζουμε ό, τι θέλουμε με συγκεκριμένη οπτική, η οποία κατά σύμπτωση ταυτίζεται με τα συμφέροντα των πολλών. Τι να κάνω, να το παραγνωρίσω αυτό; Να πάω με τις τράπεζες και όχι με αυτόν που τον βγάζουν από το σπίτι του; Είναι δυνατόν;

Πολλές στιγμές κάνω κριτική στο ΚΚΕ, και δημοσίως.

Αν στεναχωρήσαμε ποτέ το κοινό μας; Τότε με τον ΣΥΡΙΖΑ, το πρώτο εξάμηνο.

Προηγουμένως, με τους Σαμαροβενιζέλους είχε ένα peak η Ελληνοφρένεια, γιατί ήταν και το κύμα του ΣΥΡΙΖΑ που ερχόταν. Όλοι αυτοί μας λάτρευαν. Και ξαφνικά, όταν είδαν ότι εμείς δεν συμμετέχουμε σε αυτή τη χαρά και την ελπίδα, και το κρίνουμε αυτό με μαλακό τρόπο στην αρχή, με πιο σκληρό μετά, νευρίασαν.

Αυτό κράτησε μέχρι που ήρθε το τρίτο μνημόνιο. Την επόμενη μέρα δεν βγήκαμε να πούμε “εμείς τα λέγαμε”. Κάναμε το ακριβώς αντίθετο. “Συνεχίζουμε”, “Ο αγώνας προχωράει”, “δεν έχει χαμένους και νικητές”, κτλ. Βάλαμε πένθιμα τραγούδια. Δεν μου έβγαινε και να το πάω κι αλλιώς, δεν μπορούσα να βγω να πω “σας τα ‘λεγα”. Θα ήμουν πολύ μαλάκας.

iStock

Μα ευτυχώς που το ΚΚΕ δεν πρόκειται να κυβερνήσει σ’ αυτο το σύστημα, γιατί δεν κυβερνάει το κόμμα που εκλέγεται από τον κόσμο. Στην αστική δημοκρατία είναι έτσι φτιαγμένο το σύστημα και οι δομές, που και τον Λένιν να φέρουμε εδώ, δεν θα μπορέσει.
Tο ΚΚΕ έχει νόημα να κυβερνήσει σε ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα που δεν θα έχει το κέρδος ως κριτήριο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό από όλα. Μην μου κουνάς τα χέρια (σ.σ. Γελάω και του λέω “μέχρι τότε τι κάνουμε”;). Μέχρι τότε να πιστεύεις σε Τσιπράκους, σε Ζωές, σε Κασελάκηδες και Βαρουφάκηδες. Μέχρι τότε κατανάλωσε ψευδαισθήσεις.

Το ΚΚΕ το στηρίζω ως πυρήνα αντίστασης και πυρήνα κατάκτησης. Νομίζω αν δεν υπήρχε στην Ελλάδα, πολλά περισσότερα μέτρα θα είχαν έρθει κατά όλων μας. Ο φόβος ότι μπορεί να κατεβάσει και δέκα ανθρώπους στον δρόμο σε μια Ευρώπη που δεν κατεβαίνει κανείς, σε μια Ευρώπη που μαυρίζει, είναι πολύ σημαντικό.

Μου έχουν πει να κατέβω στην πολιτική, είχα πρόταση από το ΚΚΕ. Είχα πει ότι καλύτερα έτσι όπως το κάνω τώρα. Θα με στέγνωνε πολύ το άλλο γιατί μπαίνεις σε κάποιες συγκεκριμένες διαδικασίες καθημερινά.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΠΟΥ ΤΟ ΒΡΗΚΕΣ

Γελούσαμε πολύ στην οικογένεια μας. Ο πατέρας μου, ένας άνθρωπος του δημοτικού, είχε τέτοια ατάκα, τέτοια ειρωνεία, τέτοια διαπεραστικότητα. Μια αποδόμηση. Εγώ τρελαινόμουν και όλοι του οι φίλοι.
Το χιούμορ μου το αποδίδω και στη Λέσβο που πήγαινα μικρός. Οι Μυτιληνιοί έχουν φοβερή πνευματικότητα στο χιούμορ.

Επίσης έχω επηρεαστεί από τον Βασίλη Ραφαηλίδη, τον έχω προλάβει και στα πάνελ. Και βεβαίως απ’ τα βιβλία του όπως η “Κωμικοτραγική ιστορία της χώρας”, που με είχε καθορίσει.

Νομίζω όλο αυτό με το χιούμορ, προέρχεται από την επίγνωση της ματαιότητας των πραγμάτων. Νομίζω είναι ένας κυνισμός. Είναι μια γέφυρα επικοινωνίας και ένα σύστημα ελέγχου απέναντι στη ματαιότητα.

ΑΛΛΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

Παλιά με καλούσαν στην τηλεόραση ως σχολιαστή, πχ ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος. Δεν πήγαινα όμως. Και άλλου είδους προτάσεις μου έχουν κάνει και πολλές φορές δεν πήγα ούτε καν στα ραντεβού. Δεν με ενδιέφερε, ήθελα να κάνω μόνο ραδιόφωνο.

Μου λείπει στην εκπομπή η ζωντανή δημόσια αντιπαράθεση. Μ’ αρέσει να “κατατροπώνω” γιατί νιώθω πολύ σίγουρος για αυτά που πιστεύω. Αυτό είναι το βασικότερο όπλο. Αλλά όχι να το κάνω με τηλεοπτικούς όρους-πάνελ που γίνεται οχλοβοή και βαβούρα. Με ωραία συζήτηση face to face και με επιχειρήματα.

Έχω γράψει κείμενα και για άλλες εκπομπές, πχ για τον Μητσικώστα στο ΣΚΑΙ και μετά στην εκπομπή του στο ΑΛΤΕΡ.
Και για κάτι παραστάσεις στην Ηλιούπολη έχω γράψει, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς. Είχαμε κάνει και μια επιθεώρηση, που δεν είχε πάει και τόσο καλά, αλλά δεν είχε σημασία.
Πριν λίγο καιρό έγραψα και τρία κείμενα για το αφιέρωμα της Νατάσας Μποφίλιου στον Θεοδωράκη στο Ηρώδειο.
Και φυσικά έχω γράψει κείμενα για την τηλεοπτική “Ελληνοφρένεια” μαζί με τον Αποστόλη. Συμμετείχαν και κάνα δυο συνεργάτες, όχι πάντα, αλλά κυρίως εμείς οι δύο τα γράφαμε.

Θα ακουστεί λίγο παράξενο αλλά δεν με νοιάζει να με θυμούνται. Δεν μου λέει κάτι αυτό. Θα το βλέπω από κάπου; Λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι δεν θα το βλέπω. Είμαι σε αυτή την αντίληψη, ότι ακολουθεί μετά τον θάνατο η πλήρης ανυπαρξία. Αν μου έλεγες “πεθαίνοντας είσαι κάπου, και τα βλέπεις”, θα με ένοιαζε λίγο να σου πω την αλήθεια.
Εμένα με νοιάζει πως με θυμούνται τώρα οι φίλοι μου ή οι γνωστοί. Να με θυμούνται ως έναν άνθρωπο που τον ενοχλεί το άδικο. Να το επισημαίνω και να προσπαθούμε να το αλλάξουμε όσο γίνεται.

Αναρωτιέμαι τώρα μήπως θα έπρεπε; Και μήπως αυτό το “δεν με νοιάζει” φαίνεται ότι είναι πολύ ψωνίστικο; Αλλά πραγματικά, δηλαδή πόσο ζούμε που τα έχουμε καλύψει όλα τα τωρινά στη ζωή με τις δράσεις μας, με τη φήμη μας και θα ασχοληθώ τι θα γίνει όταν δεν υπάρχω; Σκασίλα μου. Δεν μπορώ να πάω εκεί πέρα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα