ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΤΑΣΚΕΝΔΗΣ
Ένα οδοιπορικό στην πόλη που υπήρξε το καταφύγιο για χιλιάδες πρώην μαχητές του ΔΣΕ.
ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ
Η «Τασκένδη» είναι λέξη οικεία στα ελληνικά. Όχι φυσικά επειδή είναι η πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν –ελάχιστοι ξέρουν την πρωτεύουσα του Καζακστάν, του Τουρκμενιστάν, του Τατζικιστάν και της Κιργιζίας αντίστοιχα –αλλά επειδή υπήρξε τόπος όπου έζησαν Έλληνες, και μάλιστα πρόσφατα.
Με την έννοια αυτή λοιπόν, η Τασκένδη είναι πόλη του ελληνικού χάρτη του 20ού αιώνα. Παλιότερα περισσότερο –τώρα ολοένα και λιγότερο– όλο και κάποιοι κάποιον θα ξέραμε που είχε κάποτε συγγενείς εκεί, από αυτούς που έφυγαν μετά την ήττα του ΔΣΕ και το τέλος του Εμφυλίου, τον Αύγουστο του ’49.
Το πρότζεκτ «Τασκένδη» υπήρξε για τους πολιτικούς πρόσφυγες ένα απάγκιο πεντέμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον Γράμμο, σε μια στιγμή που η ΕΣΣΔ έφτιαχνε σε μια άρτι δημιουργηθείσα πρωτεύουσα στην κεντρική Ασία μια δυνητικά υποδειγματική σοβιετική πόλη. Στον τόπο αυτόν βρέθηκα και περπάτησα.
Δεν είχε μεγάλη σημασία για τους πρόσφυγες αν τελικά οι Σοβιετικοί κατάφεραν να φτιάξουν την πόλη μοντέλο, καθώς για τους περισσότερους από αυτούς, η Τασκένδη δεν ήταν αιώνια. Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, ήδη πριν από τη χούντα, ξεκινάνε το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα: «με τη σκέψη πάντα στην πατρίδα» ήταν εξάλλου.
Πουθενά εξάλλου δεν απέκτησαν την ιθαγένεια της χώρας υποδοχής τους. Αυτή ήταν απαγορευμένος καρπός για τους Έλληνες κομμουνιστές πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι έμειναν, μέχρι την επανάκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, απάτριδες.
Σταδιακά, η Ελλάδα, στοργική μητέρα-πατρίδα, άνοιξε την αγκαλιά της για εκείνους. Για μερικούς ήδη από τη δεκαετία του ΄60, για τους περισσότερους μετά το 1974 και πανηγυρικά το 1982. Ωστόσο, όχι για όλους, καθώς από τον «επαναπατρισμό» αποκλείστηκαν οι Σλαβομακεδόνες μαχητές του ΔΣΕ οι οποίοι στην Τασκένδη ήταν κάτι περισσότερο από το ένα τέταρτο του συνόλου. «Μη Έλληνες το γένος» … Αυτοί, «επαναπατρίστηκαν» στη χώρα που το 2018 ονομάστηκε «Βόρεια Μακεδονία».
Δεν ήταν όμως η διάκριση μεταξύ «Μακεδόνων» και «Ελλήνων» προσφύγων που βάρυνε τότε. Εξάλλου κι οι μεν κι οι δε για το ίδιο είχαν αγωνιστεί και εξοριστεί. Εντός της κοινότητας, πιο ζωτική ήταν η διένεξη μεταξύ «ζαχαριαδικών» και μη που οδήγησε στα διαβόητα «γεγονότα της Τασκένδης» το Σεπτέμβρη του ΄55. Οι μέχρι πρότινος σύντροφοι του Γράμμου ξυλοκοπούνται δημοσίως στην πόλη: «Πώς βρήκε τη δύναμη ο (τάδε) αγωνιστής να κόψει με τα δόντια του το αυτί του συναγωνιστή του (τάδε)», διερωτάται ειλικρινά αργότερα ένας αυτόπτης μάρτυρας, κομμουνιστής κι ο ίδιος…
Με την αποσταλινοποίηση να διαλύει ορμητικά το ηρωικό παρελθόν των «αλύγιστων αγωνιστών», μετά το ’56-57, οι περισσότεροι Έλληνες πρόσφυγες στην Τασκένδη βρεθήκαν οριστικά εκτός ΚΚΕ, παραμένοντας πιστοί στην έκπτωτη ηγεσία του. Η μοίρα τους επιφύλαξε αυτό το κακό παιχνίδι που, πρώτοι από όλους, είχαν μάθει να παίζουν καλύτερα στις πλάτες των «αποσυνάγωγων» πρώην συντρόφων τους: στιγματισμός και απομόνωση. Όποιος διαφωνούσε, χωρίς άλλες διατυπώσεις, «πράκτορας». «Πράκτορες» λοιπόν μετά το 1956 και οι ίδιοι, οι «ζαχαριαδικοί» και «σταλινικοί».
Οι περισσότεροι λοιπόν επέστρεψαν στην Ελλάδα Κάποιοι όμως, λίγοι, δεν γυρίσανε. Οι περισσότεροι πεθάνανε εκεί. Πλέον, είναι ελάχιστοι ζωντανοί από την πρώτη γενιά που έχει μείνει εκεί. Διψήφιος αριθμός.
ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Ένα απομακρυσμένο τμήμα του μεγαλύτερου νεκροταφείου της Τασκένδης ονομάζεται «κομμουνιστικό». Ανάμεσα στους τάφους αμέτρητων Ρώσων και Ουζμπέκων κομμουνιστών, ο προσεκτικός παρατηρητής θα εντοπίσει και τους τάφους των Ελλήνων κομμουνιστών. Τους τάφους εκείνων που δεν πρόλαβαν ή δεν τους επιτράπηκε να γυρίσουν. Σε κάποιους τα γράμματα είναι λαξευμένα με ελληνικούς χαρακτήρες, σε άλλους με κυριλλική γραφή.
Περπατώντας ανάμεσά τους, έβλεπα ότι οι τάφοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι παρατημένοι, χορταριασμένοι, ζωσμένοι από θάμνους και αγριάδες, βρώμικοι και κάποιοι σπασμένοι. Μόνο ένας ήταν προσεγμένος. Κι αυτό διότι ήταν ο κοινός τάφος ενός πρόσφυγα που πέθανε το 1970 και της Ρωσίδας συζύγου που πέθανε προ τριετίας. Οι Έλληνες εξάλλου δεν παντρεύτηκαν ποτέ Ουζμπέκες. Τις κοιτούσαν αφ’ υψηλού. Άλλη η γοητεία του «ξανθού γένους» κι άλλο οι τουρκόφωνες σχιστομάτες κεντροασιάτισσες…
Όμως, γιατί τέτοια εγκατάλειψη στο νεκροταφείο; Η απάντηση είναι, σε πρώτο χρόνο, μάλλον απλή: οι Έλληνες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, επαναπατρίστηκαν. Η πρώτη γενιά των προσφύγων –75 χρόνια μετά την άφιξη– έχει πλέον πεθάνει, και οι ελάχιστοι που μένουν δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τον κομμουνισμό… Πολλώ δε μάλλον με την κομμουνιστική ταφή σε ένα απλό μνήμα χωρίς σταυρό παρά μόνο με το κομμουνιστικό αστέρι, αντί για άλλο σύμβολο. Σχεδόν αδιανόητο για τα δεδομένα στην Ελλάδα όπου δηλωμένοι κομμουνιστές δεν τολμάνε –ή, πιο συχνά, δεν θέλουν, δεν τους περνάει από το μυαλό καν– να μην ταφούν χριστιανικά, ακόμη και σήμερα. Για κομμουνιστικό αστέρι στον τάφο, ούτε λόγος!
Μαζί με τους Έλληνες κομμουνιστές λοιπόν, στην Τασκένδη πεθαίνει κι η μνήμη τους. Και αυτό είναι κάτι που βαραίνει. Πραγματικά μου γεννιέται η απορία: το ΚΚΕ, που κατά τα λοιπά κάνει εδώ και κάμποσο καιρό ό,τι περνάει από το χέρι του για να προτάξει τη μνήμη των κομμουνιστών μαχητών του Εμφυλίου, γιατί δεν έχει κινητοποιηθεί να συντηρήσει αυτούς τους τάφους; Μου είπε κάποιος ότι αυτοί που πεθάνανε πιθανώς στην πλειοψηφία τους να είχαν ήδη διαγραφεί από το κόμμα ως ζαχαριαδικοί. Όμως είναι πραγματικά λόγος εγκατάλειψης αυτός; Το ίδιο το κόμμα εξάλλου έχει ήδη «αποκαταστήσει» τον Ζαχαριάδη από το 2011, ενώ το 1991 μετέφερε τη σορό του στην Ελλάδα. Μήπως λοιπόν, να δοθεί και ένα μικρό κονδύλι για την συντήρηση των μνημάτων αυτών των ανθρώπων που ακολούθησαν τυφλά τον μοιραίο αρχηγό τους;
Και βέβαια, καθώς κλείνει πια η πρώτη 25ετία του 21ου αιώνα, μήπως ήρθε η ώρα και η Ελλάδα, ως κράτος, να κάνει αυτό που χρειάζεται και να χρηματοδοτήσει κάποιες στοιχειώδεις έστω εργασίες εκεί; Είναι πολύ στενάχωρο να περπατάς ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα μνήματα αυτών των ανθρώπων.
Είναι, νομίζω, οφειλή σε αυτούς τους ψαλιδισμένους ήρωες, τους ματαιωμένους αγωνιστές, τους επικίνδυνους στην αφέλειά τους βολονταριστές, τους τολμηρούς ηττημένους παρτιζάνους, τους κατατρεγμένους μαχητές, ξεριζωμένους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να μεταμορφωθούν σε στεγνούς ή στυγνούς γραφειοκράτες. Οι κομμουνιστές γραφειοκράτες έχουν μεγαλοπρεπείς τάφους. Όχι χορταριασμένα μνήματα.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΑΣΚΕΝΔΗΣ;
Όταν υπάρχουν άνθρωποι που κάτι τους συνέχει, υπάρχει μέλλον και για τις κοινότητές τους. Όταν όμως πεθαίνουν οι άνθρωποι και πεθαίνει κι η μνήμη τους, τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Όταν δεν μιλιέται η γλώσσα και δεν ασκείται η θρησκευτική λατρεία ακόμη δυσκολότερα. Οι απόγονοι των Ελλήνων κομμουνιστών που είχαν φτάσει στην Τασκένδη δεν ξέρουν σπουδαία πράγματα για το βίο των παππούδων τους. Ούτε τους νοιάζει πλέον: γι’ αυτούς εξάλλου, η υπόθεση του κομμουνισμού ούτε μουσειακό ενδιαφέρον δεν έχει. Το μόνο που ξέρουν κάποιοι είναι ότι «οι παππούδες μας πολέμησαν για την ελευθερία» κι ως εκεί. Τα υπόλοιπα ούτε τα ξέρουν ούτε θέλουν να τα ξέρουν.
Για την Ελλάδα πάλι, άπαξ αποφασίστηκε ο επαναπατρισμός των «Ελλήνων το γένος» και ουχί των Σλαβομακεδόνων ή άλλων μειονοτήτων, το κεφάλαιο έληξε. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για το ΚΚΕ.
Όμως, η ιστορία έχει απρόβλεπτες στροφές. Η ελληνική κοινότητα της Τασκένδης αντέχει στον καιρό, ενάντια στον αφανισμό της, παύοντας σταδιακά να είναι κοινότητα καταγωγής, παρά μόνον απώτατης και τμηματικής. Οι περισσότεροι εξάλλου, είναι πλέον εγγόνια μεικτών γάμων. Ελληνικής καταγωγής ένας από τους τέσσερις παππούδες ή γιαγιάδες… Αυτός είναι ο κανόνας.
Για κάποιους ανθρώπους, το γεγονός ότι ένας παππούς υπήρξε Έλληνας έχει σημασία. Άλλοι άνθρωποι πάλι, μετέρχονται των δραστηριοτήτων της κοινότητας αυτής όχι επειδή «είναι» Έλληνες αλλά επειδή νιώθουν μια αίσθηση εγγύτητας στην ελληνική ιδέα. Τους αφορά και την αγαπούνε. Την έχουν οικειοποιηθεί, ανεξαρτήτως αν δεν μιλάνε ελληνικά ή αν δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι.
Ένα από τα πιο δραστήρια και ενθουσιώδη μέλη της κοινότητας έχει πλέον καταγωγή από Ρωσία και Τουρκία. ΟΙ άνθρωποι κοινωνικοποιούνται στους χώρους της, μαθαίνουν για την Ελλάδα, χορεύουν ποντιακά και καλαματιανά, γιορτάζουν το «Όχι», ακούνε Μητροπάνο και Μαρινέλλα, και γενικώς μετέρχονται της «ημετέρας παιδείας» με τρόπο πηγαίο. Κάτι μεταξύ φιλελλήνων κι Ελλήνων δηλαδή.
Εν τέλει, στην Τασκένδη σήμερα η ιδέα της ελληνικότητας εξαιτίας των ιστορικών όρων συγκρότησής της δεν μπορεί να παραπέμπει πειστικά και αποκλειστικά στην καταγωγική συνέχεια μιας πονεμένης σποράς Ελλήνων. Συνδέεται πλέον με τη βούληση και την έμπνευση που αυτή η ιδέα δημιουργεί στους ανθρώπους ανεξαρτήτως καταγωγής. Μια ιδέα για το μέλλον. Κι ό,τι βγει… Εξάλλου το ελληνικό παρελθόν στην Τασκένδη δεν το σκαλίζει κανείς, γιατί πονάει αφόρητα.