Τζένη Γιαννοπούλου

ΤΖ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ: ΑΠΟ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗ, ΜΑΘΡΑΚΙ ΚΑΙ ΤΗΛΟ – ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ROAD MOVIE

Μία γυναίκα και ο γιος της ζουν τα τελευταία τέσσερα χρόνια σε νησιά της άγονης γραμμής. Και είναι ευτυχισμένοι γι’ αυτό.

Από τη Φραγκφούρτη, στη Θεσσαλονίκη της καραντίνας. Και από την κατάθλιψη του εγκλεισμού, πρώτα στο Μαθράκι, στο βορειοδυτικότερο άκρο της ελληνικής επικράτειας, και εν συνεχεία στην Τήλο των Δωδεκανήσων. Πριν από τη Φραγκφούρτη, η ζωή της την είχε φέρει στην Ελλάδα, στη Γερμανία, ξανά στην Ελλάδα, στην Αμερική και πίσω στην Ελλάδα. Αν η ζωή της Τζένης Γιαννοπούλου (σήμερα ειδική σύμβουλος της Δημάρχου Τήλου) γινόταν ταινία, θα ήταν σίγουρα road movie. Από το ένα νησί στο άλλο, από τη μία μεγάλη απόφαση στην άλλη, ένα καράβι ή αεροπλάνο δρόμος, ενίοτε και περισσότερα.

Αλλά, τέλος πάντων, τι είναι αυτό που ωθεί μία μητέρα μαζί με το ανήλικο παιδί της να κυνηγά προκλήσεις και έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής που δεν έχει καμία σχέση με τον τυποποιημένο που προσφέρουν οι ελληνικές μεγαλουπόλεις; Η αφήγηση που ακολουθεί από την πολυτάλαντη Τζένη (υπεύθυνη γραφείου τύπου και δημοσίων σχέσεων του Δήμου Τήλου, ψυχολόγος, web designer και πολλά άλλα) ίσως να λύσει τις απορίες σας. Αλλά ακόμα και αν δεν τις λύσει, αξίζει τον κόπο να την διαβάσετε.

Πίσω στην Ελλάδα

“Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη από την παραμονή μου στη Φραγκφούρτη της Γερμανίας μέσα στη δεύτερη καραντίνα. Ήμασταν σε τέσσερις τοίχους, εγώ, το παιδί μου και ένα σκυλί. Διαπίστωνα ότι το παιδί άρχιζε να μην περνάει καθόλου καλά, οι έξοδοι με το σκυλί μία ή δύο φορές την ημέρα προφανώς δεν έφταναν. Κάποια στιγμή μου τη βίδωσε, κατά το κοινώς λεγόμενο. Δεν άφησα στρωμένη δουλειά στη Γερμανία και τα ενήλικα παιδιά μου για να ζω έτσι. Μοιράστηκα τις ίδιες ανησυχίες με 3-4 φιλικές οικογένειες. Και έριξα την ιδέα. Θελήσαμε να διαμορφώσουμε σ’ έναν άλλο τόπο μια μικρή κοινότητα, μπορούσαμε να το κάνουμε αφού είχαμε όλοι εξ αποστάσεως δουλειές”.

Η σκέψη ήταν το λίπασμα για να ανθίσει μια… ανατρεπτική ιδέα μέσα, μάλιστα, σε μια πολύ δύσκολη εποχή: “Αρχίσαμε να ψάχνουμε στο χάρτη μέρη μικρά. Εκμυστηρεύτηκα παράλληλα στους άλλους ότι πάντα θα ήθελα να ζήσω σ’ ένα νησί. Και μία φίλη Κερκυραία μάς μίλησε για τα Διαπόντια νησιά. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Μίλησα με τον πρόεδρο της κοινότητας του Μαθρακίου. Του είπα “γεια σας, είμαστε 4-5 οικογένειες και θέλουμε να έρθουμε να ζήσουμε μόνιμα στο νησί σας”. Η απάντηση ήταν “είσαι τρελή, κοπέλα μου;”. Εξήγησα γιατί είχαμε επιλέξει αυτό το νησί. Μας άρεσε η ομορφιά του και θέλαμε να δώσουμε μια νέα πνοή σε έναν τόπο όπου ζούσαν μόνο 45 ηλικιωμένοι. Ένα-δυο μαγαζιά υπάρχουν για όλο το νησί χειμώνα-καλοκαίρι. Το σχολείο ήταν κλειστό τα τελευταία 21 χρόνια. Το δύσκολο ήταν να βρούμε σπίτια. Υπήρχαν κενά οικήματα, κυρίως ανθρώπων που έχουν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, άλλα σε καλή κατάσταση, άλλα όχι σε τόσο καλή. Βρέθηκε, τέλος πάντων, ένα σπίτι στην αρχή”. Με μία λέξη: Ουάο!

Η ιστορία δεν έχει μόνο θετικές πτυχές και ανάλαφρες αφηγήσεις. Υπήρξαν δυσκολίες, ξεβολέματα και εντάσεις. Το να αλλάξεις σχεδόν τελείως ζωή μέσα σε μερικές μέρες προφανώς δεν είναι κάτι απλό: “Πήγαμε πρώτοι εγώ και ο γιος μου. Φορτώσαμε σε ένα μικρό αμαξάκι το βιός μας και από Θεσσαλονίκη βρεθήκαμε στο Μαθράκι με μία διανυκτέρευση μέσα στο αυτοκίνητο. Φτάσαμε στο σπίτι, ήταν χειρότερα από ότι περίμενα. Πτηνά ψόφια μέσα, κοπριές, εικόνα εγκατάλειψης. Δεν δούλευε σχεδόν τίποτα. Ο μικρός άρχισε να κλαίει. “Πως θα ζήσουμε εδώ;”. Σήκωσα τα μανίκια και άρχισα να καθαρίζω. Μέχρι το βράδυ άλλη δουλειά δεν έκανα. Στο μαγαζί του χωριού την επόμενη μέρα έμαθα από τη γυναίκα που το κρατούσε ότι θα μπορούσα να δουλέψω και εκεί. Έτσι και αλλιώς, παρά τις σπουδές μου, τη δουλειά δεν την φοβήθηκα ποτέ. Ήμουν προετοιμασμένη για όλα, και στη Γερμανία τα ίδια έκανα”.

Ο μικρός Τάσος, μοναδικός μαθητής στο Μαθράκι, παρελαύνει

Μία ξένη και ένα παιδί σε ένα μικρό νησί είναι πάντα ευπρόσδεκτοι από όλους; Μην βιαστείτε να απαντήσετε: Γνωρίσαμε σιγά-σιγά τους κατοίκους. Στην αρχή ήταν, όπως είναι λογικό, επιφυλακτικοί. Εν συνεχεία άρχισαν να “λύνονται”, αγκάλιασαν και το παιδί, μας συμπεριφέρθηκαν πολύ όμορφα. Μετά από μία εβδομάδα θα ερχόταν και η άλλη οικογένεια, η φίλη μου με το γιο της. Ιούνιος ήταν και από το καφενείο-εστιατόριο μου έκαναν πρόταση για δουλειά, τα εργατικά χέρια στο νησί, όπως καταλαβαίνεις, βρίσκονται πολύ δύσκολα. Έπιασα δουλειά στη λάντζα σε σκληρές συνθήκες. Πολλές ώρες δουλειά, λίγα τα χρήματα. Το παιδί ερχόταν συνεχώς μαζί μου αφού δεν είχε που αλλού να μείνει. Η συμπεριφορά που συνάντησα δεν ήταν ενδεδειγμένη για να το πω κομψά. Δεν ξέρω, μάλλον νόμιζαν ότι δεν έχω στον ήλιο μοίρα και ήθελαν να με εκμεταλλευτούν. Δεν ήμουν όμως αυτό. Περίμενα απλώς να μου συνδέσουν το internet για να αρχίσω να δουλεύω ξανά”.

Ο γιος της Τζένης Γιαννοπούλου, Τάσο, σημαιοφόρος στο Μαθράκι Τζένη Γιαννοπούλου

Με μεγάλη προσπάθεια πάντως κάποια από τα προβλήματα λύθηκαν και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Μέχρι το επόμενο… ταξίδι: “Με απασχολούσε ιδιαίτερα το κομμάτι του σχολείου. Έμαθα ότι υπήρχε θέση εκπαιδευτικού η οποία ήταν απλά ανενεργή. Μας κάλεσε η δήμαρχος της Κέρκυρας και μας υποσχέθηκε βοήθεια σε ότι χρειαζόμασταν. Περνούσαν οι μέρες αλλά δεν γινόταν τίποτα. Πολύ αργότερα με πήρε ο διευθυντής της Πρωτοβάθμιας και με πληροφόρησε ότι “τώρα έμαθα ότι υπάρχει παιδί στο Μαθράκι και ότι το σχολείο πρέπει να ανοίξει”. Ήρθε τελικά εκπαιδευτικός, ευτυχώς βρέθηκαν άνθρωποι που βοήθησαν αποφασιστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Το σχολείο άνοιξε με τη δασκάλα μας αλλά κτιριακά δεν βελτιώθηκε παρά τις υποσχέσεις. Μας παραχώρησαν μία κοινοτική αίθουσα η οποία είχε μετατραπεί σε αποθήκη. Η δασκάλα, με προσωπικό της μόχθο, την μετέτρεψε σε αίθουσα διδασκαλίας. Εν τω μεταξύ έγινε γνωστό το θέμα και μας έκαναν δωρεές άνθρωποι από όλη την Ελλάδα. Ο Τάσος έκανε μόνος του παρέλαση την 28η Οκτωβρίου και έγινε viral παντού. Και αυτό βοήθησε. Εν τω μεταξύ βρήκαμε άλλο σπίτι από τους κατοίκους του νησιού που είχαμε γνωρίσει. Είχα πια αρχίσει να βρίσκουμε το βηματισμό μας παρά τα όποια προβλήματα”.

Από το βόρειο Ιόνιο στα Δωδεκάνησα

Η πανδημία συνεχιζόταν. Το ίδιο και η επιθυμία της Τζένης να ζήσει κάπου ακόμη πιο ήρεμα και μακριά από περιττές εντάσεις. Η ευκαιρία βρέθηκε, από τύχη, στην άλλη άκρη της χώρας, και δεν το σκέφτηκε στιγμή παρά την τεράστια απόσταση: “Η ατμόσφαιρα στο Μαθράκι δεν ήταν η καλύτερη. Ένιωθα ότι από συγκεκριμένους ανθρώπους το κλίμα είχε γίνει βαρύ. Υπήρξε και ένα λεκτικό επεισόδιο εις βάρος μου για το οποίο δεν θα ήθελα να επεκταθώ. Άρχισα να αναζητώ άλλο μέρος για να ζήσουμε εγώ και το παιδί. Όταν έγινε γνωστό ότι ψάχνομαι, ένας λιμενικός μου μίλησε για την Τήλο.

Αναζήτησα πληροφορίες για το νησί. Διαπίστωσα ότι κάνει πολύ πρωτοποριακά πράγματα για τους κατοίκους της και όχι μόνο. Αυτό όμως που έκανε κλικ ήταν ένα video της Δημάρχου, Μαρίας Καμμά στην ΚΕΔΕ να “στολίζει” τους πάντες. Ανακάλυψα τη δίδυμη αδερφή μου. Πήρα τηλέφωνο στον Δήμο, μίλησα με τη Μαρία, με είχε δει στην τηλεόραση. “Έλα μία βόλτα να δεις το νησί” μου είπε. Άφησα το παιδί με τη γιαγιά και ήρθα πράγματι”.

Και εγένετο… έρωτας. Με την πρώτη σχεδόν ματιά, Τζένη και Τήλος ανέπτυξαν δεσμό ισχυρό και έως σήμερα ακατάλυτο: “Τη δεύτερη ημέρα της παραμονής μου εδώ (σσ η συνέντευξη έγινε στα Λιβάδια της Τήλου) διαπίστωσα ότι τα χνώτα μου ταιριάζουν μ’ αυτά της δημάρχου. Είμαστε παρόμοιοι χαρακτήρες. Έψαξα, βρήκα σπίτι και ήρθα μόνιμα τον Νοέμβριο του 2022. Στην Τήλο μάς κρατούν τα πάντα. Δεν μου συμπεριφέρονται σαν να είμαι ξένη, κανείς. Και το εννοώ. Μέχρι και παρέλαση με την παραδοσιακή στολή έχω κάνει. Εγώ από τη πλευρά μου είμαι άνθρωπος που ενσωματώνεται εύκολα. Το να ξυπνάς το πρωί και να λες 50 φορές καλημέρα για μένα είναι ανεκτίμητο. Έσπασα το πόδι μου την πρώτη χρονιά και έτρεξαν οι πάντες για να με βοηθήσουν. Έφυγα για Βουδαπέστη με τη Δήμαρχο, ήξερα ότι το παιδί μου είναι σε πολύ καλά χέρια”.

H Tζένη Γιαννοπούλου (δεξιά) με την παραδοσιακή στολή της Τήλου. Αριστερά, η δήμαρχος του νησιού, Μαρία Καμμά Τζένη Γιαννοπούλου

Το μυστικό είναι ένα: Η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Οποιος έχει επισκεφθεί την Τήλο, γνωρίζει: “Δεν είναι βέβαια ότι δεν υπάρχουν προβλήματα. Η έλλειψη γιατρών για παράδειγμα με απασχολεί. Εχω μικρό παιδί και εγώ αντιμετωπίζω προβλήματα υγείας. Αλλά το ΕΣΥ είναι πλέον προβληματικό ακόμα και σε μέρη που υπάρχουν περισσότεροι γιατροί. Κρατάω όμως, και κρατιέμαι από αυτό, την αλληλεγγύη, το νοιάξιμο και τελικά τον άνθρωπο. Το να βασιζόμαστε εδώ ο ένας στον άλλο είναι η πρώτη επιλογή, οι υπόλοιπες ίσως να μην υπάρχουν. Μπορεί αυτό να σε φοβίζει αλλά όταν ζυγίζεις τα υπέρ και κατά φτάνεις σε οριστικό και ασφαλές συμπέρασμα. Στη Θεσσαλονίκη μια φορά στραβοπάτησα, σωριάστηκα στο έδαφος, δεν ήρθε ένας άνθρωπος δίπλα μου να δει τι έχω. Καλύτερα να έχω μόνο αγροτικούς γιατρούς και λίγο φόβο αλλά με πραγματικούς ανθρώπους γύρω μου, παρά το αντίθετο”.

Ιδού, για το τέλος, και το οριστικό συμπέρασμα μετά τη μικρή Οδύσσεια: “Πίσω στην Ελλάδα με έφερε η νοσταλγία. Δεν άντεχα άλλο. Η ψυχή δεν γεμίζει με χρήματα και καλή εξυπηρέτηση στα νοσοκομεία. Στη Γερμανία η ψυχή μου δεν γέμισε με τίποτα. Δεν υπάρχει επαφή. Για να παίξει το παιδί μου με άλλο παιδί, έπρεπε να κλείσω ραντεβού με μαμά μία εβδομάδα νωρίτερα. Το παιδί εδώ είναι ευτυχισμένο, αν του πω κάποια στιγμή να φύγουμε, θα με σφάξει!”.

Πρόβλεψη: Μάλλον δεν θα του το πει…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα