ISTOCK

ΓΙΑΤΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΤΑ ΣΙΝΕΜΑ ΕΧΟΥΝ ΓΕΜΙΣΕΙ ΜΕ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ;

Για πολύ κόσμο είναι το πιο ντεμοντέ κινηματογραφικό είδος, αλλά αυτή τη στιγμή μοιάζει να κυριαρχεί. Από τον Καζαντζίδη, την Κάλλας και τον Ντίλαν, μέχρι το απίθανο Better Man για τον Ρόμπι Γουίλιαμς.

Στην κλασική πια παρωδία μουσικής βιογραφίας Walk Hard του 2007, ο Τζον Σ. Ράιλι παίζει τον φανταστικό μουσικό Ντιούι Κοξ με έναν απολαυστικά αστοιχείωτο τρόπο. Όχι ακριβώς σα να είναι ο μόνος αληθινός άνθρωπος κι όλοι γύρω του να είναι μάπετς, αλλά περισσότερο σα να είναι ο μόνος αληθινός άνθρωπος και τα πάντα γύρω του να είναι προκαθορισμένα.

Το χιούμορ σε αυτή την ταινία –η οποία παρωδεί επιτυχημένες, πρόσφατες τότε μουσικές βιογραφίες σαν το Ray και το Walk the Line– βγαίνει ακριβώς από αυτή τη δυναμική. Είναι σαν ο Ντιούι Κοξ να είναι ο μοναδικός που δεν γνωρίζει πώς θα καταλήξουν όλα, που ζει το δράμα του μέσα σε μια μηχανή από κλισέ. Γι’αυτό και είναι ξεκαρδιστικό.

Η ταινία χτύπησε κάποιο νεύρο στο συλλογικό υποσυνείδητο. Οι παρατηρήσεις της για τα κλισέ του είδους ήταν εύστοχες και ο στόχος της εύκολος – πάντα είναι εύκολο να σατιρίζεις κάτι τόσο αναπολογητικά λαϊκό, όσο η συμβατική κινηματογραφική βιογραφία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το Walk Hard (παρόλο που το ίδιο δεν υπήρξε ποτέ εμπορική επιτυχία) απέκτησε μια τεράστια καλτ φήμη και έφτασε να θεωρείται κάτι σαν ταφόπλακα για ένα είδος που ποτέ όμως δεν πέθανε.

«Μα καλά, πώς είναι δυνατόν να κάνει κάποιος μουσική βιογραφία μετά το Walk Hard;» ήταν μια συνηθισμένη επί σειρά ετών απορία, που εξέφραζε κάτι βαθύτερο φυσικά – γιατί αυτό έλειπε, μια καλτ home video επιτυχία να ακύρωνε ένα ολόκληρο είδος. Κι η απορία, στα αλήθεια, ήταν: Σε μια εποχή αποστασιοποίησης, μετα-ειρωνείας και αποστροφής προς το ειλικρινές, είναι δυνατόν ακόμα να βλέπουμε τόσο συμβατικές ταινίες, σε ένα τόσο συμβατικό είδος;

Λοιπόν, ναι. Το είδος παραμένει άκρως δημοφιλές και κανείς δε θα γράψει τη νεκρολογία του για πολύ καιρό ακόμα – κι όχι μόνο αυτό, αλλά είναι ιδέα μας, ή αυτή τη στιγμή τα σινεμά είναι γεμάτα με τέτοιες μουσικές βιογραφίες;

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΛΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ

Ο Χρήστος Μάστορας στα γυρίσματα της ταινίας "Υπάρχω"
Ο Χρήστος Μάστορας στα γυρίσματα της ταινίας "Υπάρχω" Marilena Anastasiadou/Tanweer

Δύο από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της σεζόν ανήκουν στο είδος και δεν χρειάζονται και πολλές συστάσεις. Το Υπάρχω του Γιώργου Τσεμπερόπουλου πλησιάζει τα 800.000 εισιτήρια, έχει φέρει στα σινεμά αμέτρητο κόσμο που μπορεί και να είχε πολύ καιρό να μπει σε αίθουσα, αρέσει, συζητιέται.

Και… είναι ακριβώς το είδος της ταινίας που μοιάζει να κοροϊδεύει το Walk Hard: Μια πολύ ειλικρινής μεταφορά μιας ιστορίας κι ενός λαϊκού πορτρέτου, με άνοδο και πτώση, με διάσημα πρόσωπα γύρω από την κεντρική φιγούρα, με σημαντικές στιγμές καμπής της καριέρας του, με το πώς γράφτηκαν κάποια από τα πιο διάσημα τραγούδια, με ανασύσταση εμβληματικών στιγμών.

Και… καθόλου εν τέλει δεν πειράζει. Υπάρχει μια μαεστρία στον τρόπο που η κάμερα του Τσεμπερόπουλου αγκαλιάζει λεπτομέρειες και παρατηρεί καταστάσεις και πρόσωπα, μην αφήνοντας την ταινία να γίνει μια συρραφή από βιογραφικά bullet points. Και είναι εξαιρετική κι η παρουσία του Χρήστου Μάστορα, ο οποίος καταφέρνει να μετατρέψει την αμηχανία και τους φόβους του σε κάτι πολύ μεστά ανθρώπινο μέσα στον δικό του ήρωα.

Όπως σε πολλά πράγματα, έτσι κι εδώ τα πάντα είναι ζήτημα εκτέλεσης.

Η Αντζελίνα Τζολί ως Κάλλας. Pablo Larraín/Netflix © 2024

Αν το Υπάρχω έχει γίνει ήδη η 4η εμπορικότερη ελληνική ταινία όλων των εποχών, το Maria του Πάμπλο Λαραϊν δεν κινείται μεν σε τόσο καθαρά μπλοκμπάστερ λημέρια, αλλά στον δικό του, arthouse χώρο, σίγουρα ξεπέρασε προσδοκίες και φραγμούς. Η ταινία έχει φτάσει σχεδόν τα 175.000 εισιτήρια, τεράστιο νούμερο για τα δεδομένα του φιλμ, και που προφανώς πηγάζει από το ιδιαιτέρως ελληνικό ενδιαφέρον γύρω από το θέμα.

Εδώ έχουμε όμως μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Ο χιλιανός σκηνοθέτης είναι γνωστός για τις αντισυμβατικές προσεγγίσεις του στο είδος της βιογραφικής ταινίας, εστιάζοντας σε στιγμές ή σε περιστατικά αντί σε ολόκληρες περιόδους, και συχνά πλέκοντας διάφορα επίπεδα πραγματικότητας ή αντίληψης. Στο Neruda η πραγματικότητα μπλέκει με το φιξιόν, στο Spencer όλη η κλειστοφοβικά στοιχειωμένη ταινία μοιάζει οριακά σα να συμβαίνει μες στο κεφάλι της Νταϊάνα, ενώ στο Jackie θραύσματα στιγμών, περφόρμανς και αλήθειας γίνονται ένας μικρός σίφουνας.

Το Maria έχει κάτι από την προσέγγιση των δύο τελευταίων, καθώς διαδραματίζεται σε μεγάλο βαθμό στο κεφάλι της κεντρικής ηρωίδας που ερμηνεύει η Αντζελίνα Τζολί, και ανασυστήνει μεγάλες στιγμές από τη ζωή της περφόρμερ μέσα σε μια τρικυμία αναμνήσεων που περνάνε μπροστά από τα μάτια της καθώς χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα.

ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΕΙΣ, ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

Courtesy of Dean Rogers/Focus Features

Οι δύο αυτές ταινίες βοηθιούνται πολύ στο μέγεθος της επιτυχίας τους από τις ίδιες τις προσωπικότητες στο κέντρο τους, αλλά αυτός είναι τελικά κι ένας πολύ βασικός λόγος που ποτέ δεν θα πάψουν τέτοιες απόπειρες. Το ενδιαφέρον του κοινού για αληθινές ιστορίες πάντα ήταν μεγάλο και παραμένει άσβεστο – αν επιπλέον αυτή η αληθινή ιστορία αφορά κάποιο θαυμαστό λαϊκό είδωλο, τότε ακόμα καλύτερα.

Κι αν αυτό το λαϊκό είδωλο είναι, συν τοις άλλοις, και μουσικός, τότε χτυπήσαμε τζακποτ. Υπάρχει κάτι στις προσωπικότητες των μουσικών που τους κάνουν και τις κάνουν να μοιάζουν πιο κοντά στο κοινό. Είναι ίσως επειδή η μουσική δημιουργεί πιο έντονες συναισθηματικές συνδέσεις από οτιδήποτε άλλο; Ένα ρεφρέν, ακόμα και μια μοναχική νότα, μπορούν να μας ενεργοποιήσουν με τρόπο που καμιά άλλη τέχνη δε μπορεί, σε ένα επίπεδο αμεσότερο, πιο ενστικτώδες. Επομένως η σύνδεση με ένα τέτοιο λαϊκό είδωλο, έχει μια πιο αγνή στόφα.

Έτσι κι αλλιώς, στη σημερινή εποχή νιώθουμε πως οι αποστάσεις έχουν σχεδόν εξαφανιστεί – αυτή είναι η ψευδαίσθηση των social media (όπου μπορεί η Αριάνα Γκράντε να κάνει λάικ κάποιο τουήτ σου), αυτή είναι και η κυρίαρχη δύναμη του βομβαρδισμού από entertainment, όπου κάθε φτάρνισμα της Τέιλορ Σουίφτ γίνεται κομμάτι ειδησεογραφίας. Τα είδωλα είναι παρόντα με αμέτρητους τρόπους, από τα εξομολογητικά stories της Chappell Roan μέχρι τα απολαυστικά πόντκαστ της Ντούα Λίπα.

Ταυτόχρονα, αυτή η τάση σε συνδυασμό με την κυριαρχία της κυριολεξίας και του κατά πόσο έχει κανείς δικαίωμα να πει ποιες ιστορίες, έχουν οδηγήσει σε μια υπερπροσφορά εγκεκριμένων βιογραφιών: Η Πρισίλα Πρίσλεϊ ήταν σημαντικό κομμάτι της ανάπτυξης του Priscilla της Σοφία Κόπολα. Η οικογένεια της Έιμι Γουάινχαουζ είχε εμπλοκή στη δημιουργία του Back to Black, κάτι που εγείρει ένα μεγάλο ηθικό ζήτημα στην αναζήτηση της όποιας αλήθειας μέσα από την ιστορία.

Έχουμε συνεπώς εμπλεκόμενους που θέλουν να πουν τις ιστορίες (τους), έχουμε δημιουργούς που βρίσκουν εξαιρετικό υλικό στα χέρια τους, κι έχουμε κοινό που εν τέλει διψά για κάθε είδους ιστορίες λαϊκών (μουσικών) ειδώλων, σε διάφορες μορφές. Πώς να μην παραμένει κυρίαρχο το είδος; Εξάλλου δεν απέχουμε πολλά χρόνια από την τεράστια εμπορική επιτυχία του Bohemian Rhapsody, μια επιτυχία που αποδεικνύει πως ένα τέτοιο εγχείρημα δεν χρειάζεται καν σκηνοθετική υπογραφή (ή τεχνική) για να κάνει γκελ.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΟΜΠ ΝΤΙΛΑΝ ΣΤΟΝ CGI ΠΙΘΗΚΟ ΡΟΜΠΙ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ

© 2024 Searchlight Pictures

Εκτός από το Υπάρχω και το Maria, οι τελευταίοι 12 μήνες έχουν φέρει πολλές ακόμα τέτοιες απόπειρες μουσικών biopics. Το ‘24 ξεκίνησε με το εντελώς συμβατικό και αδιάφορο Bob Marley: One Love και συνεχίστηκε την άνοιξη με το προαναφερθέν Back to Black. Και δε φαίνεται να κόβουμε και ταχύτητα κιόλας. Σε διάφορα επίπεδα ετοιμασίας έχουμε ταινίες για τον Μπρους Σπρίνγκστιν (με τον Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ στο ρόλο), για τον Μάικλ Τζάκσον, και για όλους τους Beatles (δια χειρός Σαμ Μέντες).

Μέσα στην υπερπροσφορά πληροφορίας και ειδησεογραφίας, ακόμα κι εκεί αυτές οι ταινίες έχουν προβάδισμα απέναντι στις υπόλοιπες: Πάντοτε θα υπάρχει φυσικό ενδιαφέρον στο παρασκήνιο και την ετοιμασία ενός τέτοιου φιλμ, ποιοι θα πρωταγωνιστούν στο ρόλο κάθε προσώπου, ποια θα είναι η προσέγγιση, η εστίαση, πρώτες εικόνες, πρώτοι ήχοι, πόσα τραγούδια είναι αληθινά, ποιανού τη φωνή ακούμε στα αλήθεια, κλπ κλπ.

Κι έχει ενδιαφέρον το πώς, τελικά, οι εξαιρετικές ταινίες μπορούν να προκύψουν μέσα από κάθε συνθήκη. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις φετινές και πρόσφατες μουσικές βιογραφίες, οι δύο ανώτερες βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικά άκρα του φάσματος.

Από τη μία, το A Complete Unknown του Τζέιμς Μάνγκολντ, με τον Τίμοθι Σαλαμέ ως Μπομπ Ντίλαν, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό την πεπατημένη. Δεν προσπαθεί να εφεύρει ξανά τον τροχό, και κινείται με σιγουριά μέσα στα πλαίσια του είδους, που εξάλλου ο Μάνγκολντ έχει όχι απλά τιμήσει, αλλά ίσως και καθορίσει: Το Walk the Line του ίδιου του Μάνγκολντ ήταν που παραμένει ως και σήμερα (εν μέρει χάρη και στο Walk Hard) το πόστερ του τι εννοούμε όταν λέμε «συμβατικό biopic».

Το A Complete Unknown είναι συμβατικό, αλλά αυτό δεν το κάνει λιγότερο καλό ως φιλμ. Γιατί ξέρει ακριβώς τι ιστορία θέλει να πει – δεν χάνεται μες στην πολυπλοκότητα των περσόνων του Ντίλαν, παρά εστιάζει σε περίοδο κι εντοπίζει μια ουσιώδη σύγκρουση μέσα σε αυτήν, σύγκρουση που έχει δραματουργικές επεκτάσεις στην εποχή και στην κοινωνία. Είναι εξαιρετικά καλοπαιγμένο, όμορφα σκηνοθετημένο, και δίνει στο κοινό πολύ μουσικό περφόρμανς.

Ο Τζόνο Ντέιβις ως "Ρόμπι Γουίλιαμς" στην ταινία Better Man.

Στο άλλο άκρο, όχι μόνο το καλύτερο μουσικό biopic της σεζόν αλλά και μια από τις αληθινές εκπλήξεις της χρονιάς, είναι το Better Man. Η μεταφορά της ιστορίας ζωής του Ρόμπι Γουίλιαμς δεν είναι αντισυμβατική μόνο επειδή ο κεντρικός ήρωας απεικονίζεται ως ένας CGI πίθηκος. (Αν και… αυτό κάπως θα αρκούσε εδώ που τα λέμε.)

Η ταινία του Μάικλ Γκρέισι (The Greatest Showman) σπάει τα δεσμά του ίδιου του είδους με τρόπο εντυπωσιακό. Φαινομενικά είναι μια ακόμα κινηματογραφική βιογραφία που γυρίστηκε υπό την έντονη επιρροή του ίδιου του αντικειμένου της (ποτέ καλό νέο) και η οποία χτυπάει κάθε σημείο της εξέλιξης και της ιστορίας του ήρωά της σα να τσεκάρει γεγονότα από μια λίστα, το αποτέλεσμα είναι σιωπηλά ριζοσπαστικό.

Σε αφήγηση του ίδιου του Ρόμπι Γουίλιαμς, το Better Man είναι μια ταινία για έναν άνθρωπο που κι ο ίδιος βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση ως προς το star status του, κρύβοντας κυριολεκτικά την ίδια του την εικόνα κάτω από ένα CGI τραγικό αστείο. Το αποτέλεσμα είναι μια δραματική ταινία γεμάτη κίνηση αλλά και γεμάτη αμφιβολία. Ειλικρινής, και σκληρή με τον ήρωά της όπως τελικά μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να είναι απέναντι στον εαυτό του.

Γεμάτη μουσική, με το σάουντρακ των επιτυχιών του Γουίλιαμς να χρησιμοποιείται ως τζούκμποξ, και με εντυπωσιακές χορογραφίες γεμάτες ιδέες, ευρήματα και δραματική εσωτερικότητα. Η ταινία δεν πήγε καλά στα ταμεία, αλλά είναι βέβαιο μελλοντικό καλτ χιτ – ναι, σαν το Walk Hard ένα πράγμα.

Ίσως τότε γίνει ξανά κουλ το να γυρίζονται μουσικά biopics. Αλλά όπως είναι εμφανές, αυτό τελικά δεν είναι καν αναγκαίο: Τα μουσικά biopics θα τα δεις, και θα πεις κι ένα τραγούδι.

Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Μάνγκολντ υπερασπίζεται τη μουσική βιογραφία

Ο σκηνοθέτης του A Complete Unknown και του Walk the Line, υποψήφιος φέτος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας για τη βιογραφική ταινία του Μπομπ Ντίλαν, μίλησε μαζί μας υπερασπιζόμενος με πάθος το είδους του μουσικού biopic. Ακόμα κι όταν γίνεται, όπως στην περίπτωση της δικής του ταινίας, με όρους αναπολογητικά συμβατικούς. Γιατί ναι –κι όμως!– το είδος δεν τελείωσε όταν έπεσε θύμα παρωδίας από το Walk Hard. Αυτά είναι όσα μας είπε ο Μάγκολντ όταν μιλήσαμε μαζί του μέσω zoom.

«Είμαι πολύ ευαίσθητος με τη λέξη μουσική βιογραφία, γιατί νομίζω ότι κάποιοι τη χρησιμοποιούν για να υποτιμήσουν μια ταινία. Σαν να εκπληρώνεις μια φόρμουλα. Υπάρχει τρόπος να πεις μια ιστορία για ένα πραγματικό πρόσωπο που δεν είναι τυποποιημένη, χωρίς δηλαδή να σημαίνει ότι η ταινία πρέπει να μετατραπεί σε μια σειρά από κλισέ. Δεν θα μου άρεσε να πετάξω μια ολόκληρη φόρμα ή ένα ολόκληρο είδος μόνο και μόνο επειδή είναι εύκολος στόχος σάτιρας.

Ο Μελ Μπρουκς έκανε το Blazing Saddles, αλλά εμείς εξακολουθούμε να κάνουμε γουέστερν. Και η πραγματικότητα είναι ότι αυτές οι μορφές είναι όμορφες, όλες τους. Και αυτή η φόρμα, νομίζω, είναι όμορφη, ειδικά όταν δεν γίνεται το κλισέ του εαυτού της. Όταν δεν είναι απλά: α, κοίτα, να εκείνο το διάσημο πρόσωπο. Ή ω, Θεέ μου, εδώ είναι αυτό το τραγούδι επιτυχία και μετά κόβει η εικόνα σε ένα περιστρεφόμενο δίσκο, και τα ποπ τσαρτς, και όλα αυτά– ξέρουμε ποιες είναι αυτές οι στιγμές.

Αλλά ξέρουμε επίσης τις στιγμές σε μια ταινία με πιστολέρο όπου οι τύποι γεμίζουν τα όπλα τους και ετοιμάζονται να τραβήξουν τη σκανδάλη. Είναι σαν ιεροτελεστία κάποιες από αυτές τις στιγμές. Δεν χρειάζεται να περιοριστούν σε ένα κλισέ.

Στην πραγματικότητα, όταν γίνονται με ωραίο τρόπο, όλα αυτά αποτελούν βασικά στοιχεία της κινηματογραφικής μας γλώσσας. Πάντα σκέφτομαι, λοιπόν: Το Serpico είναι βιογραφική ταινία ή αστυνομική ταινία; Είναι το Gunfight at the O.K. Corral μια βιογραφική ταινία ή ένα γουέστερν;

Όλοι φτιάχνουμε ιστορίες που βασίζονται στην πραγματικότητα. Όλοι αφηγούμαστε ιστορίες που με τη μία ή την άλλη μορφή προέρχονται από την εμπειρία της ζωής μας. Προφανώς, όταν κάνεις μια ταινία για τον Μπομπ Ντίλαν, έχεις μια πρόσθετη ευθύνη.

Αυτή η χρήση της “μουσικής βιογραφίας” είναι ένας τρόπος να υποβαθμίσεις μια ταινία, δηλαδή να την υποβιβάσεις σε ένα κλισέ. Ως κάποιος που έχει δουλέψει σε ρομαντικές κομεντί και γουέστερν και αστυνομικές ταινίες και ταινίες Marvel και ταινίες φαντασίας, πιστεύω ότι μπορείς να το κάνεις αυτό σε οποιαδήποτε ταινία αν προσπαθήσεις.

Οπότε δεν είμαι απόλυτα σίγουρος γιατί αυτό το είδος δέχεται αυτή την κακόβουλη επίθεση. Αλλά όταν έκανα αυτή την ταινία ήμουν πολύ αποφασισμένος κι είχα συναίσθηση του τι θεωρούσα ως βασικά στοιχεία της φόρμας. Δεν μπορώ να τα παραλείψω όλα. Εξακολουθούμε να παρακολουθούμε την άνοδο στη δόξα κάποιου που κάνει μουσική, αλλά προσπάθησα πάρα πολύ να μην εμπλακώ με συγκεκριμένες ημερομηνίες, και συμβάντα, και να παρουσιάσω ένα σωρό χαρακτήρες, και να το κάνω κάπως σαν ένα λήμμα της Wikipedia.

Περισσότερο από όλα, προσπάθησα να κάνω την ταινία όπως θα λειτουργούσε αν επρόκειτο για χαρακτήρες μυθοπλασίας. Να είναι δηλαδή απλώς μια ιστορία για αυτόν τον μοναδικό 19χρονο που έρχεται στη Νέα Υόρκη κουβαλώντας μαζί του την ιδιοφυία του.»

Info:

Οι ταινίες Υπάρχω, A Complete Unknown και Maria προβάλλονται στις αίθουσες.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα