Ρέι Γιούνγκ: “Η θεσμοθετημένη ομοφοβία υπάρχει ακόμα στην κοινωνία”

Διαβάζεται σε 15'
Ρέι Γιούνγκ: “Η θεσμοθετημένη ομοφοβία υπάρχει ακόμα στην κοινωνία”
Σκηνή από την ταινία "Όλα Θα Πάνε Καλά" (All Shall Be Well).

Ο σκηνοθέτης της ταινίας “Όλα Θα Πάνε Καλά” μιλάει στο News24/7 για την ανάγκη προστασίας των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, για το Χονγκ Κονγκ και για το πώς μοιάζει στα αλήθεια η αγάπη ανάμεσα σε δύο ανθρώπους.

«Πολλές φορές όλοι μας μπορούμε να φαινόμαστε πολύ απελευθερωμένοι και να δείχνουμε αποδοχή των άλλων ανθρώπων. Αλλά στην πραγματικότητα, όταν τα δικαιώματά μας ή το δικό μας συμφέρον τίθενται υπό αμφισβήτηση, τότε πώς αντιδρούμε; Εκεί είναι που βγαίνει η πραγματική αλήθεια», λέει ο σκηνοθέτης Ρέι Γιουνγκ μιλώντας μαζί μας μέσω zoom.

Μες στο ‘24 ο Γιουνγκ κέρδισε τις εντυπώσεις με την ταινία του όπου κι αν προβλήθηκε, από το Βερολίνο μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου κέρδισε αντίστοιχα τα βραβεία Teddy και Mermaid τα οποία απονέμονται και στα δύο φεστιβάλ στην καλύτερη ταινία ΛΟΑΤΚΙ+ θεματικής.

Το “Όλα Θα Πάνε Καλά” είναι ένα χαμηλών τόνων δράμα, που αποφεύγει τις μεγάλες εξάρσεις, που όμως κάτω από την επιφάνειά του κρύβει ένα σιωπηλά συγκλονιστικό στόρι. Στην ταινία, η Άντζι και η Πατ είναι ένα ζευγάρι που ζει αρμονικά στο Χονγκ Κονγκ εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Μετά τον ξαφνικό θάνατο της Πατ, η Άντζι βρίσκεται στο έλεος της οικογένειας του αδερφού της Πατ: Νομικά, εφόσον οι δυο τους δεν μπορούσαν να έχουν νομικά κατοχυρωμένη τη σχέση τους, το σπίτι που μοιράστηκαν μια ολόκληρη ζωή ανήκει στην Πατ, δηλαδή πλέον στην οικογένειά της.

Μια οικογένεια που πάντα αποδεχόταν και αγκάλιαζε την Άντζι ως δική τους – μέχρι που τώρα, αρχίζουν σταδιακά να επανεξετάζουν τα πάντα. Σα να σκέφτονται, τι είναι πλέον αυτή η γυναίκα για εμάς. Και: Γιατί να της ανήκει το σπίτι της Πατ «μας»;

Οι ταξικές παράμετροι, η κοινωνική διαστρωμάτωση και η βαθιά ουσία της αποδοχής μπαίνουν στον χώρο ενδιαφέροντος του Γιουνγκ, ο οποίος αφηγείται την ιστορία του με ανθρώπινο, συγκινητικό τρόπο. Με έναν τρόπο, που σε βάζει σε μια θέση να επανεξετάσεις πολλά από τα πράγματα που θεωρούσες ίσως δεδομένα.

Ο βραβευμένος σκηνοθέτης Ρέι Γιουνγκ μίλησε στο News24/7 για την ταινία του, για τις σχέσεις βαθιάς αγάπης, για την έννοια (και την πράξη) της αποδοχής, και για το Χονγκ Κονγκ.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Ρέι Γιουνγκ.

Η αφίσα της ταινίας δείχνει μόνο το κεντρικό ζευγάρι, τους δύο χαρακτήρες. Κι ενώ στην ταινία μία από τις δύο ηρωίδες πεθαίνει, δεν είναι εκεί, κατά κάποιο τρόπο έχεις όντως την αίσθηση ότι είναι εκεί σε όλη την ταινία.

Νομίζω ότι είναι σημαντικό γιατί κατά κάποιον τρόπο, ναι, είναι μια ιστορία για την πρωταγωνίστρια, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για τη σχέση. Είναι πραγματικά για ένα ζευγάρι. Έχει να κάνει με δύο ανθρώπους που είναι μαζί. Αυτό δεν αναγνωρίζεται από την κοινωνία ή από το νομικό σύστημα. Επομένως, θεωρώ ότι είναι σημαντικό να τοποθετηθούν οι δυο τους, να είναι στο προσκήνιο.

Μπορείτε να μιλήσετε για τη διαδικασία συγγραφής της ιστορίας με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι και οι δύο παρούσες κατά κάποιον τρόπο;

Ναι. Νομίζω ότι είναι σημαντικό. Γι’ αυτό στην αρχή της ταινίας αφιερώσαμε λίγο χρόνο για να καθιερώσουμε την καθημερινότητά τους. Νομίζω ότι θέλουμε να απεικονίσουμε ότι μια μακροχρόνια σχέση δεν είναι όπως δύο άνθρωποι που ερωτεύονται για πρώτη φορά, η οποία είναι γεμάτη πάθος. Είναι πολύ περισσότερο το να νιώθει ο ένας άνετα με τον άλλον, είναι τα μικρά πράγματα στη ζωή. Οι μικρές τελετουργίες που κάνουμε και εμείς. Έτσι καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον και νομίζω ότι είναι μεγάλη η σημασία του να νιώθουμε άνετα με τις σιωπές.

Παρατήρησα ότι πολλές φορές όταν βλέπεις ένα ζευγάρι που νιώθει πολύ άνετα μεταξύ του, στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να πουν τίποτα. Είναι απλά αυτή η παρουσία και αυτή η ευκολία του να είσαι μαζί. Οπότε θέλω πραγματικά να το απεικονίσω αυτό. Και επίσης έχουν μια κοινωνική ομάδα φίλων μαζί τους, η οποία βοήθησε στη δημιουργία αυτού του κόσμου. Ξέρουμε ότι αυτές οι δύο γυναίκες έχουν χτίσει αυτόν τον κόσμο μαζί, αυτή τη σχέση μαζί, και νιώθουμε άνετα να τις βλέπουμε. Όταν μετά η μία από αυτές λείπει, τότε το κοινό θα νιώσει το ίδιο με το πώς νιώθει η Άντζι: Ότι κάτι λείπει από τη ζωή της.

Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο που εκτυλίσσεται η ταινία. Δεν συμβαίνουν διαρκώς πράγματα, υπάρχει η κεντρική σύγκρουση και υπάρχει η Άντζι που προσπαθεί να μάθει πώς να ζει και πώς να υπάρχει γύρω από αυτό. Είχες πάντα πρόθεση να αναπτύξεις την ιστορία με αυτή τη χαμηλών τόνων προσέγγιση;

Ναι. Γιατί στην πραγματικότητα, αν το σκεφτείς, είναι ήδη πολύ δραματικό αυτό που περνάει η Άντζι. Φυσικά, έχασε τον σύντροφό της. Και μετά η οικογένεια που νόμιζε ότι είχε, στράφηκε εναντίον της. Και τελικά έχασε ουσιαστικά τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του τόπου που νόμιζε ότι ήταν το σπίτι της. Οπότε μέσα σε δύο ώρες, υπάρχουν πολλές ιστορίες που πρέπει να περάσουμε. Και αν την κάνω πολύ δραματική, τότε πολύ εύκολα θα γίνει σαν τηλεοπτική σαπουνόπερα.

Γι’ αυτό ήθελα να είναι λίγο πιο διακριτική. Αλλά το πιο σημαντικό, ένιωσα ότι θα έπρεπε να αντικατοπτρίζει πραγματικά τον τρόπο με τον οποίο κάθε χαρακτήρας στην ταινία περνάει αλλαγές. Όταν η Πατ ήταν αρχικά εκεί, όλα ήταν καθιερωμένα και όλοι ήταν πολύ άνετα στη θέση που είχαν στην οικογένεια. Ωστόσο, μόλις η Πατ φύγει, τότε το όλο πράγμα αρχίζει να αλλάζει και κάθε χαρακτήρας μαθαίνει να το αντιμετωπίζει.

Όταν η Πατ ήταν εκεί, ήταν εύκολο για αυτούς να δουν την Άντζι ως μέλος της οικογένειας. Αλλά τώρα που έφυγε, ξαφνικά αρχίζουν να εξετάζουν. «Εντάξει, εσείς οι δύο δεν ήσασταν παντρεμένες». Μετά, «η σχέση σας δεν ήταν εγκεκριμένη από το νόμο». Μετά, «στην πραγματικότητα, ο νόμος είναι με το μέρος μας τώρα και μας ανήκει η ιδιοκτησία τώρα». Έτσι, μέσω αυτής της αλλαγής, αρχίζουν να αποβάλλουν την Άντζι από την ομάδα αυτή. Είναι δηλαδή επίσης μια διαδικασία που περνούν κι οι ίδιοι. Ήθελα η ταινία να το αντανακλά αυτό.

Αν οι αλλαγές γίνονται πολύ δραματικά και γρήγορα, τότε αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά γίνεται κάτι που βρίσκεται στον ιστό αυτών των χαρακτήρων. Ότι αρχικά δηλαδή θα έπρεπε να είναι ήδη πολύ ομοφοβικοί. Κάτι που δεν είναι αυτό που θέλω να δείξω. Θέλω να δείξω ότι η θεσμοθετημένη ομοφοβία υπάρχει στην κοινωνία, και αυτό κάνει τους ανθρώπους να βγάζουν σιγά-σιγά την εσωτερική τους ομοφοβία, λόγω του πώς είναι δομημένη η κοινωνία.

Φαίνεται στην ταινία πως η οικογένεια της Πατ είχε αποδεχθεί αυτή την κατάσταση λόγω της Πατ, η οποία κατά κάποιο το απαίτησε, είτε το αναγνωρίζει ο νόμος, είτε όχι. Και με την απουσία της όλα άρχισαν να καταρρέουν. Ακόμα και χωρίς να είναι επιθετικά ομοφοβικοί, άρχισαν να σκέφτονται… «τι είναι αυτό το άτομο για εμάς τώρα;».

Ναι. Επειδή πρόκειται για την αποδοχή. Στην κοινωνία μας τώρα, σε γενικές γραμμές, υπάρχουν γάμοι μεταξύ ομοφυλοφίλων σε πολλά μέρη και όλοι νιώθουμε ότι είμαστε πιο ανοιχτοί και αποδεκτοί στη διαφορετικότητα. Αλλά πραγματικά, αν το σκεφτείς, πόσο βαθιά είναι αυτή η αποδοχή; Η ταινία θέλει επίσης να αντανακλά αυτό.

Πολλές φορές όλοι μας μπορούμε να φαινόμαστε πολύ απελευθερωμένοι και να έχουμε αποδοχή των άλλων ανθρώπων. Αλλά στην πραγματικότητα, όταν τα δικαιώματά μας ή το δικό μας συμφέρον τίθενται υπό αμφισβήτηση, τότε πώς αντιδρούμε; Εκεί είναι που βγαίνει η πραγματική αλήθεια. Νομίζω λοιπόν ότι η ταινία θέλει πραγματικά να το διερευνήσει αυτό.

Ναι, όταν όλα είναι καλά, τότε φυσικά, όλοι είναι αποδεκτοί. Αλλά όταν η Πατ δεν είναι κοντά μας, τότε, όπως είπες, τότε αρχίζουν πραγματικά να αναρωτιούνται, ποια είναι η θέση αυτής της γυναίκας στην οικογένειά μας;

Πώς είναι η κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ αυτή τη στιγμή; Αν δυο άτομα είχαν παντρευτεί σε άλλη χώρα, και πάλι δεν θα είχαν αναγνωριστεί ως σύζυγοι στο Χονγκ Κονγκ;

Όταν έκανα έρευνα για το σενάριο, υπήρχαν κάποιοι ακτιβιστές στο Χονγκ Κονγκ που αποφάσισαν να παντρευτούν στο εξωτερικό και να μηνύσουν την κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ επειδή δεν αναγνώριζε τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, και κέρδισαν. Έτσι, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, βγήκε η ετυμηγορία που έλεγε ότι η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ πρέπει να αναγνωρίσει τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, αν οι άνθρωποι είχαν παντρευτεί στο εξωτερικό.

Ωστόσο, περίπου την εποχή που βγήκε η ταινία, η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ αποφάσισε να ασκήσει έφεση κατά αυτής της ετυμηγορίας, οπότε το όλο θέμα ήταν στον αέρα. Και τελικά τον Νοέμβριο βγήκε η τελική ετυμηγορία που έλεγε ότι ναι, η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ θα πρέπει να αναγνωρίσει τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Η ταινία βγήκε αυτή την εποχή, οπότε πολύς κόσμος συμμετείχε στη συζήτηση.

Αλλά ακόμα δεν έχουν αναγνωρίσει το γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου ως χώρα.

Δεν υπάρχει γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου στο Χονγκ Κονγκ. Και παρόλο που το δικαστήριο είπε ότι η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ πρέπει να δημιουργήσει ένα νομικό πλαίσιο για να το αντιμετωπίσει, μέχρι στιγμής η κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα.

Είναι κάποια στιγμή που αρχίζεις και σκέφτεσαι ότι έχουμε φτάσει σε ορισμένα ορόσημα προόδου ως κοινωνία και λες… ΟΚ, να προχωρήσουμε σε άλλα πράγματα. Αλλά βλέπεις ότι εξακολουθούν να υπάρχουν χώρες που θεωρούμε μέρος του προοδευτικού κόσμου και εξακολουθούν να μην αναγνωρίζουν τέτοια βασικά πράγματα. Και μετά έχουμε την εκλογή του Τραμπ που από την πρώτη μέρα αρχίζει να καταργεί δικαιώματα.

Ναι. Ναι, ακριβώς. Αυτό ακριβώς είναι. Μέχρι ενός σημείου, νιώθαμε ότι ο κόσμος έχει αλλάξει. Αισθανθήκαμε ότι όλοι είναι πολύ πιο προοδευτικοί. Αλλά στην πραγματικότητα, όταν προκύπτει κάτι, τότε το απογυμνώνεις και συνειδητοποιείς ότι αυτή η αποδοχή είναι πραγματικά μόνο επιφανειακή και η βαθύτερη προσωπικότητα βγαίνει προς τα έξω και τότε αυτό αντανακλά. Είναι όντως αρκετά τρομακτικό. Η πλειονότητα των ανθρώπων εξακολουθεί να έχει μια πολύ παλιά, παραδοσιακή άποψη.

Ως ενστικτώδες συναίσθημα, γύρω σου, γύρω μας, τι αισθάνεσαι; Αισθάνεσαι ότι οι άνθρωποι γενικά έχουν γίνει πιο δεκτικοί στα δικαιώματα και την αποδοχή των ομοφυλόφιλων ατόμων;

Το να αποδέχεσαι τους γκέι είναι ένα πράγμα. Ότι, ξέρεις, δεν πας να τους χτυπάς ας πούμε. Αλλά είναι και το να τους αποδέχεσαι με την έννοια ότι έχουν το ίδιο δικαίωμα με σένα, ίσα δικαιώματα με σένα. Είναι διαφορετικό πράγμα. Κάποιος μπορεί γενικά να πει «εντάξει, δεν με νοιάζει, είναι μια χαρά. Δύο άνθρωποι που παντρεύονται ή δύο άνθρωποι που κρατιούνται χέρι-χέρι μαζί, δεν με πειράζει, είμαι χαλαρός». Αλλά μετά όταν αρχίζεις να σκέφτεσαι, α, στην πραγματικότητα, έχουν και αυτοί τα ίδια δικαιώματα. Έχουν και αυτό. Έχουν κι εκείνο. Τότε πολλοί άνθρωποι αρχίζουν να σκέφτονται, γιατί να το έχουν κι αυτό;

Ήταν αυτή η σκέψη μέρος του λόγου για να γυρίσεις την ταινία; Ήταν αντίδραση σε μια ιστορία ή σε κάτι συγκεκριμένο;

Το 2020, πήγα σε μια ομιλία σχετικά με τα κληρονομικά δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ στο Χονγκ Κονγκ. Κατά τη διάρκεια εκείνης της ομιλίας, ο ομιλητής ανέφερε μερικές περιπτώσεις, που έμοιαζαν πολύ με την ιστορία της ταινίας “Όλα θα πάνε καλά”. Έτσι τον ρώτησα αν μπορούσα να πάρω συνέντευξη από κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους που εμπλέκονται στις υποθέσεις.

Τους πήρα συνέντευξη και μέσα από την έρευνά μου και μιλώντας μαζί τους και ακούγοντας τους αγώνες τους, κατέληξα στην ιδέα να γράψω αυτή την ιστορία. Οπότε βασίζεται στην έρευνα ανθρώπων που έχουν παρόμοιες καταστάσεις ή βίωσαν παρόμοιες καταστάσεις.

Ποια ήταν η κύρια πρόκληση κατά την ανάπτυξη αυτής της αρχικής ιδέας σε αυτή την ταινία, σε αυτή την ιδιαίτερα λεπτή ταινία, όπου όλα κατά κάποιον τρόπο πηγάζουν από μια κατάσταση που υπάρχει αθόρυβα στην ατμόσφαιρα, στο παρασκήνιο;

Δυστυχώς, από τις γυναίκες από τις οποίες πήρα συνέντευξη, υπάρχουν τρεις περιπτώσεις που τα μέλη της οικογένειας στράφηκαν εναντίον τους πολύ γρήγορα. Και πολύ πιο άσχημα και σκληρά σε μια περίπτωση. Ουσιαστικά μετακόμισαν στο σπίτι της και άλλαξαν την κλειδαριά ώστε να μην μπορεί να μπει μέσα. Δεν ήθελα πραγματικά να το βάλω αυτό στο σενάριο γιατί τότε αμέσως το κοινό θα αισθανθεί ότι ότι τα μέλη αυτής της οικογένειας είναι μοχθηροί, άσχημοι, φρικτοί άνθρωποι.

Τότε το κοινό δεν θα ταυτιζόταν μαζί τους επειδή θα σκεφτεί: Είναι τόσο διαφορετικοί από εμένα. Είναι πολύ κακοί. Εγώ είμαι πολύ πιο καλός άνθρωπος. Γι’αυτό ήθελα να το αλλάξω, έτσι ώστε τα μέλη της οικογένειας να είναι πολύ πιο αναγνωρίσιμα. Και να έχουμε και κάποια συμπάθεια γι’ αυτούς. Έτσι, λοιπόν, το κοινό θα είναι σε θέση να αναρωτηθεί και να πει: Αν μπορώ να ταυτιστώ με αυτά τα μέλη της οικογένειας, αν μπορώ να καταλάβω γιατί χρειάζονται αυτό το διαμέρισμα, εξακολουθώ να αισθάνομαι ότι η Άντζι πρέπει να έχει αυτό το διαμέρισμα; Θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα να ζει εκεί;

Νομίζω ότι γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι καλύτερα να το κάνουμε πιο διακριτικό. Και τα μέλη της οικογένειας να είναι λίγο πιο κατανοητά. Διαφορετικά, όπως σε ορισμένες από τις περιπτώσεις που πήρα συνέντευξη, αυτά τα μέλη της οικογένειας, αν τα αναπαριστούσα βάσει της πραγματικότητας, θα έμοιαζε περιέργως πολύ περισσότερο με σαπουνόπερα.

Ήθελα επίσης να ρωτήσω κάτι για το Χονγκ Κονγκ σε σχέση με το ότι η ταινία περιστρέφεται γύρω από ένα σπίτι, ένα διαμέρισμα, έναν φυσικό χώρο. Καθώς παρακολουθούσα την ταινία, σκεφτόμουν τα Chungking Mansions, αυτούς τους πραγματικά στενούς χώρους με τόσους πολλούς ανθρώπους να ζουν εκεί μαζί. Όποτε σκέφτομαι το Χονγκ Κονγκ, σκέφτομαι αυτούς τους χώρους.

Βρήκα λοιπόν πολύ ενδιαφέρον το πώς το όλο θέμα συνδέεται επίσης με έναν ζωτικό χώρο, αν και μεγαλύτερο. Ποια είναι η σημασία αυτών των χώρων στο Χονγκ Κονγκ και γιατί είναι σημαντική στην ιστορία, με τον τρόπο που αναπτύσσεται σε αυτούς;

Εκτός από το θέμα των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ, η ταινία θέτει επίσης το ερώτημα του ποια είναι η έννοια της οικογένειας. Η οικογένεια αφορά μόνο τις συγγένειες εξ αίματος ή είναι κάποιος που σε στηρίζει και είναι μαζί σου για μεγάλο χρονικό διάστημα; Μέρος λοιπόν της αναπαράστασης της οικογένειας είναι η κατοικία στο σπίτι όπου ζεις.

Επομένως, για την ταινία, ήθελα επίσης να απεικονίσω τις διαφορετικές σχέσεις, τους διαφορετικούς όρους της οικογένειας και επίσης τα διαφορετικά σπίτια. Πώς είναι τα σπίτια τους και πού μένουν; Επίσης, σε κάποιο βαθμό αντικατοπτρίζουν την τάξη στην οποία ανήκεις. Ποια είναι η κοινωνική δομή και πού βρίσκεσαι στην κοινωνική κλίμακα. Νομίζω λοιπόν ότι όλα αυτά αντικατοπτρίζονται στο χώρο σπιτιού.

Επειδή στο Χονγκ Κονγκ υπάρχει τόσο σοβαρή έλλειψη χώρων και η τιμή της κατοικίας είναι τόσο υψηλή, για τη νέα γενιά είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσει το δικό της σπίτι, τη δική της οικογένεια, και ως εκ τούτου πολλές από τις νεότερες γενιές, αφού παντρευτούν, πρέπει να μετακομίσουν και να ζήσουν με τους γονείς τους. Αυτό δημιουργεί μεγάλη ένταση στη σχέση μεταξύ των συζύγων και των γονέων τους. Και κατ’επέκταση, μες στους ίδιους τους γάμους τους. Υπάρχει λοιπόν αυτή η πολύ τεταμένη κατάσταση.

Αυτό ήθελα να δημιουργήσω κι εγώ. Όπου όλοι βρίσκονται σε μια πολύ τεταμένη κατάσταση όταν υπάρχει έλλειψη σπιτιού, έλλειψη χώρων στέγασης, έλλειψη άνετων χώρων διαβίωσης. Πώς αυτό θα επηρεάσει και τις δικές μας οικογενειακές ζωές. Αν παρατηρήσεις στην ταινία, τα πάντα στοιβάζονται μαζί. Ακόμα και όταν πεθαίνεις, σε βάζουν σε ένα κολουμβάριο, όπου τα πάντα τοποθετούνται σε αυτό το μικρό κουτί, σαν ταχυδρομική θυρίδα.

Ακόμα και με τα κτίρια, φροντίσαμε ώστε σε όλα τα πλάνα να μοιάζουν ελαφρώς με το κολουμβάριο, όπου όλα είναι στοιβαγμένα μαζί. Ακόμα και τα αυτοκίνητα δεν ήταν παρκαρισμένα όπως στα περισσότερα μέρη, που είναι ένας μεγάλος ενιαίος χώρος. αλλά τα αυτοκίνητα στοιβάζονται και περιστρέφονται. Όλα γίνονται σε μια κάθετη κίνηση για να αντικατοπτρίσουν την έλλειψη χώρων στο Χονγκ Κονγκ – και το πώς οι άνθρωποι στοιβάζονται μεταξύ τους.

Info:

Η ταινία “Όλα Θα Πάνε Καλά” (All Shall Be Well) κυκλοφορεί στις αίθουσες από την One from the Heart.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα