Ο σκηνοθέτης Μπρέιντι Κορμπέ με το βραβείο Σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Βενετίας. Joel C Ryan/Invision/AP

ΜΠΡΕΙΝΤΙ ΚΟΡΜΠΕ: ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΟΣΚΑΡ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ BRUTALIST ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΟ NEWS 24/7

Το δημιουργικό δίδυμο Μπρέιντι Κορμπέ και Μόνα Φάστβολντ πίσω από το μεγάλο φετινό οσκαρικό φαβορί The Brutalist, εξηγεί στο Magazine την εμμονή τους με την λογοτεχνία, την Ιστορία, και την κατάρριψη του αμερικάνικου μύθου.

Στα 36 του χρόνια με το The Brutalist, ο Μπρέιντι Κορμπέ θυμίζει κάτι από το πώς γίνονταν τα πράγματα πίσω στα ‘70s, τότε που το κινηματογραφικό σύστημα δεν φοβόταν τα μεγαλεπίβολα σκηνοθετικά οράματα.

Το Brutalist είναι ένα τέτοιο έργο. Που δεν φοβάται να φανεί ως μεγαλειώδες με μια βαθιά ειλικρίνεια, σε μια εποχή που μάλλον προτιμά την ειρωνεία από τη διανόηση. Ο Κορμπέ εμπνέεται από τη λογοτεχνία, έχει εμμονή με την Ιστορία, και δημιουργεί μια ταινία 3μιση ωρών που παίρνει εξαρχής στα σοβαρά τόσο τον εαυτό της, όσο και τον θεατή.

Και… είναι αναμφίβολα ο σκηνοθέτης της χρονιάς.

Κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στη Βενετία, και πριν λίγες μέρες πήρε και τη Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας. Είναι φυσικά υποψήφιος και για το αντίστοιχο Όσκαρ – και το μεγάλο φαβορί.

Ο Κορμπέ ξεκίνησε ως ηθοποιός, ένας καρατερίστας του αμερικάνικου σινεμά που έχει παίξει από επεισόδια του 24 μέχρι το αγγλόφωνο ριμέικ του Funny Games του Χάνεκε. Πριν μια δεκαετία δοκίμασε τις δυνάμεις του στη σκηνοθεσία, σε συνεργασία στο σενάριο σε όλη αυτή την πορεία με την σύντροφό του (και επίσης σκηνοθέτη) Μόνα Φάστβολντ.

Ο Κορμπέ κι η Φάστβολντ έγραψαν μαζί το Η Γέννηση Ενός Ηγέτη του 2015 (μια σπουδή πάνω στη γέννηση του φασισμού, με προέλευση Σαρτρ) και το Vox Lux του 2017 (ποπ και βία σε ένα πακέτο, με τη Νάταλι Πόρτμαν ως μια ποπ σταρ που έγινε γνωστή ως έφηβη επιζήσασα μιας σχολικής επίθεσης), τα οποία σκηνοθέτησε ο Κορμπέ. Έργα φεστιβαλικής φήμης, φιλόδοξα, αμφιλεγόμενα, διχαστικά.

Με το Brutalist όμως, το δημιουργικό δίδυμο μοιάζει να ξεπερνά τα αυστηρά φεστιβαλικά σύνορα – και να το καταφέρνει μάλιστα με ένα μεταναστευτικό δράμα εποχής, 3μιση ωρών! Το οποίο συνολικά χρειάστηκε 7 χρόνια για να γίνει πραγματικότητα.

Η ταινία ακολουθεί τον ούγγρο αρχιτέκτονα Λάζλο Τοθ (Έιντριεν Μπρόντι) στην Αμερική μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, όπου δουλεύει προσπαθώντας να φέρει μαζί την οικογένειά του που έμεινε πίσω. Εκεί γνωρίζεται με έναν βιομήχανο (Γκάι Πιρς, φοβερός) ο οποίος του αναθέτει ένα μνημειώδες έργο. Τα όρια αποδοχής και εκμετάλλευσης, ζητήματα ταξικά και καλλιτεχνικά στον απόηχο του Πολέμου, η αξία ενός έργου δημιουργίας και το ποιος ελέγχει τελικά την κληρονομιά του – είναι μερικά μόνο από τα θέματα που διαπραγματεύεται το φιλμ, ανάμεσα σε καθηλωτικό δράμα, σπουδαία καλλιτεχνική διεύθυνση, οικογενειακές έριδες, ακόμα και χιούμορ και τρόμο.

Συν τοις άλλοις, τo Brutalist είναι αυτή τη στιγμή υποψήφιο συνολικά για 10 Όσκαρ, ανάμεσά τους Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας (για τον Κορμπέ) και Σεναρίου (για τον Κορμπέ και την Φάστβολντ). Είχαμε λοιπόν πάρα πολλά να πούμε με το δημιουργικό δίδυμο Μπρέιντι Κορμπέ και Μόνα Φάστβολντ. Αυτά είναι όσα συζητήσαμε σε δύο διαφορετικές συνεντεύξεις που κάναμε μαζί τους.

Ο Μπρέιντι Κορμπέ κι η Μόνα Φάστβολντ στο Λονδίνο για την πρεμιέρα του Brutalist τον Ιανουάριο του '25. AP Photo/Kirsty Wigglesworth

Το Brutalist είναι ένα ταξίδι όπου ο Λάζλο μετακινείται από έναν κόσμο σε έναν άλλον. Πώς φανταζόμασταν αυτό το ταξίδι εξαρχής;

Μόνα Φάστβολντ: Ο Μπρέιντι ήρθε σε μένα και μου είπε, θέλω να πω μια ιστορία για έναν αρχιτέκτονα και τη σχέση του με έναν επενδυτή. Θέλω να εξερευνήσω τη μπρουταλιστική αρχιτεκτονική. Και από εκεί και πέρα, κάναμε πολλή έρευνα και περάσαμε πολύ χρόνο για να βρούμε την ιστορία. Αλλά ξέραμε από πολύ νωρίς ότι θέλαμε αυτή η ιστορία να καλύπτει μια ολόκληρη ζωή. Και νομίζω ότι πήραμε από νωρίς την απόφαση να αφήσουμε την ιστορία να είναι όσο μεγάλη θέλαμε και να μην περιορίσουμε τους εαυτούς μας σκεπτόμενοι το τι θα μπορούσαμε ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε κατά την εκτέλεση ενός τόσο φιλόδοξου σεναρίου.

Πώς προέκυψε η ιδέα να συμπεριλάβετε ένα προγραμματισμένο διάλειμμα;

Μόνα Φάστβολντ: Απλά αισθανθήκαμε ότι αυτό το διάλειμμα ήταν καλό από την άποψη της αφήγησης. Μου αρέσει η ιδέα ότι όλοι στο κοινό κοιτάζουν για ώρα την εικόνα του γάμου. Και μου άρεσε επίσης η ιδέα να δώσουμε στους ανθρώπους μια στιγμή να επεξεργαστούν τα πάντα και στη συνέχεια να επιστρέψουν στο δεύτερο μέρος – ή να μην επιστρέψουν αν δεν τους άρεσε.

«Δεν γίνεται να κάνεις ταινία για τον Αμερικάνικο Μύθο, χωρίς ταυτόχρονα να τον καταρρίπτεις».

Η ταινία διαδραματίζεται στη μεταπολεμική περίοδο, κι όταν ακούμε ανθρώπους να λένε «make America great again», πολλοί από αυτούς εννοούν τη δεκαετία του ’50 φυσικά. Θα λέγατε ότι αυτή η ταινία είναι μια αντίδραση σε αυτό το συναίσθημα;

Μπρέιντι Κορμπέ: Ναι. Ναι, θα το έλεγα. Κοιτάξτε, η ταινία γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ. Μια εντολή του στην Ουάσινγκτον κατά την πρώτη του θητεία, ονομαζόταν «Make Federal Buildings Beautiful again» (Κάντε τα ομοσπονδιακά κτίρια ξανά όμορφα). Η οποία ήταν συγκεκριμένα μια επίθεση στα μπρουταλιστικά σχέδια, που έχουν τα περισσότερα ομοσπονδιακά κτίρια στην Ουάσινγκτον.

Σκέφτηκα ότι αυτό είναι κάπως περίεργο, έτσι δεν είναι; Επειδή οι αρχιτέκτονες του Bauhaus ήταν κυρίως Εβραίοι μετανάστες. Η μπρουταλιστική αρχιτεκτονική ανήκει στους Εβραίους της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης από το Bauhaus. Και είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι αυτός ο αυτοκράτορας φαίνεται να εξυμνεί το νεοκλασικό στυλ του Άλμπερτ Σπέερ. Μάλλον υπάρχει κάποια σύνδεση εκεί. Αυτό είναι λοιπόν εν μέρει κάτι που η ταινία αναλύει.

Ξέρω ότι σας αρέσει να διαβάζετε. Είχατε μια μυθιστορηματική προσέγγιση στο έργο; Και πιστεύετε ότι η ταινία θα μπορούσε να είναι κινηματογραφικό αντίστοιχο αυτού που αποκαλούμε Το Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα;

Μπρέιντι Κορμπέ: Νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς για να το πούμε. Θα δούμε πώς θα αξιολογηθεί η ταινία κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών. Αλλά η μητέρα της Μόνα είναι μυθιστοριογράφος, το ίδιο και η αδελφή της. Εγώ μεγάλωσα δουλεύοντας σε βιβλιοπωλείο και μου αρέσει το διάβασμα. Η λογοτεχνία αποτελεί μεγάλο μέρος της ζωής μας. Και δεν μπορεί παρά να επηρεάζει αυτό που γράφουμε όταν γράφουμε.

Φυσικά υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος και στη συγγραφή ενός σεναρίου. Η συγγραφή ενός σεναρίου είναι πιο κοντά σε ένα αρχικό σχέδιο παρά σε ένα έργο τέχνης από μόνο του. Έτσι, η προσέγγισή μας στη συγγραφή ενός σεναρίου είναι ότι πρέπει να είναι περισσότερο λειτουργικό παρά ποιητικό. Και όμως νομίζω ότι δεν μπορούμε να μην ενδώσουμε σε κάποια από τα πιο λογοτεχνικά μας ένστικτα λόγω του ιστορικού μας υπόβαθρου.

Κι η Μόνα κι εγώ πιστεύουμε ότι το μυθιστόρημα είναι μια πολύ πιο δοκιμασμένη και αληθινή μορφή τέχνης από ό,τι η κινηματογραφική ταινία. Θέλω να πω, ο κινηματογράφος υπάρχει εδώ και λίγο περισσότερο από έναν αιώνα, είναι ακόμα στα σπάργανα. Οπότε βλέπουμε το μυθιστόρημα ως το καλύτερο παράδειγμα των δυνατοτήτων που υπάρχουν για το μέλλον του κινηματογράφου.

Οι κινηματογραφιστές πάντα λάτρευαν να εξετάζουν τα επαγγέλματα ή τις δουλειές ως τρόπους για να μιλήσουν για την αμερικανική ιστορία. Από πολιτικούς μέχρι γκάνγκστερ. Εσείς επιλέξατε την αρχιτεκτονική και τον μπρουταλισμό, πώς προέκυψε αυτό;

«Για εμάς, η καλλιτεχνική εμπειρία και η εμπειρία των μεταναστών ήταν κατά κάποιο τρόπο άρρηκτα συνδεδεμένες.»

Μόνα Φάστβολντ: Και οι δύο μας ενδιαφερόμασταν για τη μπρουταλιστική αρχιτεκτονική. Όλες οι ταινίες μας είναι ιστορικά κομμάτια. Κοιτάμε στο παρελθόν για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε με κάποιο τρόπο το παρόν. Μας ενδιέφερε λοιπόν το πώς η μεταπολεμική ψυχολογία επηρέασε τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική. Έχει πολλές ομοιότητες με την κινηματογραφική δημιουργία, οπότε νομίζω ότι ήταν επίσης ένας τρόπος πρόσβασης σε κάτι αρκετά προσωπικό για εμάς. Και μιλήσαμε έτσι και για το ταξίδι μας λίγο μέσα από την ταινία.

Η ταινία χειρίζεται την ιδέα της δημιουργίας και σε ποιον ανήκει τελικά. Ποιος ελέγχει το νόημα και την αφήγηση γύρω από οτιδήποτε δημιουργείται. Ως καλλιτέχνες οι ίδιοι, είναι αυτό κάτι που είχατε πάντα στο μυαλό σας;

Μπρέιντι Κορμπέ: Φτιάχνοντας μια ταινία, δημιουργείς ένα κομμάτι δημόσιας τέχνης, και το ίδιο φυσικά ισχύει και για ένα κτίριο. Και έτσι η ταινία έχει να κάνει με τα νοήματα που προσδίδουμε σε αυτά τα αντικείμενα. Και το τι προβάλλουν οι θεατές σε ένα έργο σε σχέση με το από πού προέρχεται στην πραγματικότητα. Υπάρχει πάντα μια διαπραγμάτευση μεταξύ αυτών των δύο πραγμάτων. Θα έλεγα λοιπόν ότι είναι μια πτυχή αυτού που μας ενδιέφερε να εξερευνήσουμε.

Αλλά η ταινία καλύπτει πολλά πεδία. Και νομίζω ότι για εμάς, όλα αυτά τα πράγματα είναι πολύ συνδεδεμένα. Η εμπειρία των μεταναστών, η καλλιτεχνική εμπειρία, το γεγονός ότι όταν κυκλοφορείς μια ταινία ή χτίζεις ένα κτίριο υπάρχει συχνά το ένστικτο σε πολύ κόσμο να γκρεμίσει ή να διαλύσει τα πράγματα πριν αφιερώσει χρόνο για να τα μεταβολίσει πλήρως. Και αυτός είναι ο ίδιος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται συχνά οι μετανάστες, ειδικά στην Αμερική, λόγω των άγνωστων παραδόσεών τους.

Έτσι, για εμάς, η καλλιτεχνική εμπειρία και η εμπειρία των μεταναστών ήταν κατά κάποιο τρόπο άρρηκτα συνδεδεμένες. Από εκεί ξεκινήσαμε. Και στη συνέχεια, φυσικά, καλύπτουμε πολύ έδαφος στην πορεία. 3,5 ώρες! Πολύς χώρος.

THE BRUTALIST: ΕΝΑ ΕΠΟΣ ΣΕ ΜΙΚΡΟ ΜΠΑΤΖΕΤ

THE BRUTALIST

Το Brutalist είναι ένα πολύωρο ιστορικό έπος με μεγάλο καστ, τοποθεσίες, χώρους, αρχιτεκτονική – γυρισμένο για ένα μπάτζετ μόλις 10 εκατομμυρίων δολαρίων. Μοιάζει αδιανόητο, αλλά ο Μπρέιντι Κορμπέ εξηγεί το πώς μαζί με την Μόνα Φάστβολντ έχουν καταφέρει αργά και σταθερά να δημιουργήσουν μια βασική ομάδα με αυτό τον σκοπό.

«Συγκεντρώσαμε σιγά σιγά μια πραγματικά εξαιρετική ομάδα την τελευταία δεκαετία. Συνεργαζόμαστε με πολλά από τα ίδια συνεργεία και αρκετούς από τους ίδιους παραγωγούς σε πολλά έργα. Χρειάζεται λίγος χρόνος για να δημιουργηθεί αυτή η υποδομή. Τώρα έχουμε αυτή την εξαιρετική βασική ομάδα, ακόμη και επενδυτές με τους οποίους συνεργαζόμαστε.

Εφόσον είμαστε σε θέση να συνεχίσουμε να κάνουμε ταινίες κάτω των 20 ή ακόμη και των 15 εκατομμυρίων δολαρίων, τότε θα μπορέσουμε να έχουμε την αυτονομία που πραγματικά χρειαζόμαστε για να κάνουμε κάτι τέτοιο».

Πιστεύεις ότι είναι απλά αδύνατο να ζήσει κανείς το αμερικανικό όνειρο; Ότι είναι τουλάχιστον μόνο ένας μύθος που για τους περισσότερους ανθρώπους δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα;

Μπρέιντι Κορμπέ: Είναι απλά στατιστική, σωστά; Ο τρόπος με τον οποίο αυτή η χώρα χωρίζεται ανά τάξη και εισόδημα είναι φυσικά δυσανάλογος. Για μένα, λοιπόν, είναι κάπως αδύνατο να γυρίσω μια ταινία για τον αμερικανικό μύθο, η οποία να μην τον καταρρίπτει ταυτόχρονα.

Η Μόνα είναι Νορβηγίδα και γράψαμε αυτή την ταινία μαζί και ζούμε ανάμεσα σε μια καπιταλιστική χώρα, που είναι ο τόπος μας στη Νέα Υόρκη, και σε μια δημοκρατική σοσιαλιστική χώρα που είναι η Νορβηγία. Αυτό που λέω συχνά στον κόσμο είναι ότι για μένα είναι ευκολότερο να φανταστώ τη ζωή μετά τον θάνατο παρά να φανταστώ τη ζωή μετά τον καπιταλισμό.

Όταν κοιτάζεις μια χώρα όπως η Νορβηγία, η οποία είναι ένα περίφημο ουτοπικό πείραμα, το πετρέλαιο είναι το νούμερο ένα εξαγωγικό προϊόν. Είναι δηλαδή σε μεγάλο βαθμό εις βάρος του υπόλοιπου κόσμου. Αυτό που θέλω να πω λοιπόν είναι ότι όποτε κοιτάζεις κάτω από την επιφάνεια, πάντα βρίσκεις τον καπιταλισμό ακόμη και στα πιο επιτυχημένα κοινωνικά πειράματα.

Αυτό που ίσως είναι πολύ περίπλοκο για πολλούς θεατές σχετικά με τις ταινίες μου είναι ότι συχνά αποτελούν δύο πράγματα ταυτόχρονα. Κι αυτό συμβαίνει επειδή δεν με ενδιαφέρει η προπαγάνδα. Επίσης δεν με ενδιαφέρουν τα κωδικοποιημένα μηνύματα ή το virtue signaling. Με ενδιαφέρει μόνο το χάος της Ιστορίας, με ενδιαφέρει να εκφράσω ένα συναίσθημα για την Ιστορία, όχι να διδάξω ένα μάθημα γι’αυτήν.

Σε όλες τις ταινίες σας υπάρχει αυτή η μεγαλοπρέπεια και η ένταση στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν το παρελθόν μέσα από τον φακό της οικογένειας και μέσα από τον φακό της τέχνης. Τι ξύπνησε αυτό το ενδιαφέρον;

Μπρέιντι Κορμπέ: Ακριβώς όπως με τον κινηματογράφο, που δε θυμάμαι στιγμή της ζωής μου που να μην είναι παρών, έτσι και με τη λογοτεχνία. Μεγάλωσα δουλεύοντας σε ένα βιβλιοπωλείο και μου άρεσε πολύ να διαβάζω από παιδί. Ακόμα και σήμερα, μου είναι πολύ δύσκολο να χαλαρώσω βλέποντας μια ταινία ή ακόμα και κάτι στην τηλεόραση, γιατί ενεργοποιεί κάτι μέσα μου όπου δεν μπορώ να μην αρχίσω να το αξιολογώ ή να το αναλύω. Οπότε συνήθως προτιμώ να διαβάζω τη νύχτα, γιατί είναι ένας τρόπος που μου επιτρέπει πραγματικά να ξεφύγω.

Έτσι, ανέπτυξα μια ιστορική εμμονή μέσα από τη λογοτεχνία που μεγάλωσα διαβάζοντας. Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς όπως ο Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, ο Β.Σ. Νάιπολ, η Ίνγκεμπορ Μπάχμαν, ο Ρόμπερτ Μούζιλ και πολλοί άλλοι. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος τι ήταν αυτό που αιχμαλώτισε τη φιλοσοφική μου περιέργεια, τη φαντασία μου. Αλλά κάτι πολύ νωρίς το έκανε. Και όλες οι ταινίες, ακόμη και οι μικρού μήκους που έκανα όταν ήμουν έφηβος, αφορούσαν την κυκλική φύση του τραύματος και του κληρονομικού τραύματος.

Η κουνιάδα μου είναι κοινωνική ανθρωπολόγος στη Νορβηγία που ασχολείται με μεγάλα τραυματικά γεγονότα σε μικρές κοινότητες. Για παράδειγμα, σε μια εργατική πόλη όπου κάηκε ένα εργοστάσιο και μια ολόκληρη γενιά γυναικών σε ένα χωριό έχασε τους συζύγους της. Αυτό είναι το αντικείμενό της και είναι κάτι που βρίσκω ατελείωτα συναρπαστικό.

Και επίσης, πρόκειται για θέματα που δεν θα πάψουν ποτέ να είναι επίκαιρα. Πράγμα που σημαίνει ότι αν χρειαστεί μια δεκαετία για να γυριστεί μια ταινία, υπάρχει μια πολύ, πολύ μεγάλη πιθανότητα να εξακολουθεί να σας ενδιαφέρει όταν θα έχει πράγματι γίνει πραγματικότητα.

Τεχνικά, η ταινία χρησιμοποιεί εργαλεία και τεχνικές ενός μεγαλειώδους παρελθόντος. Έδειξες μια προθυμία να αγκαλιάσεις αυτές τις παραδόσεις, δίχως φόβο.

Μπρέιντι Κορμπέ: Τα τελευταία 20 χρόνια κινηματογράφου δεν ήταν και τόσο σπουδαία. Δεν ήταν πολύ τολμηρά. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες εξαιρετικές εξαιρέσεις, αλλά είναι πολύ, πολύ λίγες και σπάνιες.

Υπάρχουν συνεχώς εξαιρετικά καλοφτιαγμένες ταινίες, που είναι πολύ συνηθισμένο, αλλά ταινίες που είναι πραγματικά φτιαγμένες για να έχουν διαρκή πολιτιστικό αντίκτυπο ή ταινίες που έχουν πολλά στο μυαλό τους, δεν υπάρχουν τόσες πολλές. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται να τις φτιάξουν – αλλά επειδή η κινηματογραφική βιομηχανία δεν τις υποστηρίζει.

«Με ενδιαφέρει μόνο η ακαταστασία της Ιστορίας. Όχι να διδάξω ένα μάθημα πάνω σε αυτήν.»

Όλοι προσπαθούν συνεχώς να αναλύουν και να αξιολογούν πώς φτάσαμε εδώ. Για μένα είναι πολύ απλό. Με τον ίδιο τρόπο που το Spotify είχε αντίκτυπο στη μουσική βιομηχανία, το streaming άλλαξε εντελώς τις μετρήσεις μας στο box office και ο τρόπος με τον οποίο τα στελέχη στο Χόλιγουντ ανταποκρίθηκαν σε αυτό είναι ότι πρέπει να κάνουμε συνεχώς πιο ασφαλείς επιλογές από ό,τι στο παρελθόν. Γίνεται έτσι φαύλος κύκλος επειδή ο κόσμος δεν πηγαίνει στους κινηματογράφους κι ως εκ τούτου τα ενδιαφέροντα, απαιτητικά έργα δεν υποστηρίζονται από το σύστημα.

Αλλά κι όμως, μόνο τα έργα που είναι πολύ ριζοσπαστικά κάνουν τον κόσμο να σηκωθεί από τον καναπέ του και να πάει στον κινηματογράφο. Η ταινία του Τζόναθαν Γκλέιζερ πέρυσι έβγαλε πάνω από 50 εκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο box office. Κι αυτή είναι μια πολύ ριζοσπαστική ταινία. Ή το Οπενχάιμερ. Είτε αρέσουν στον κόσμο αυτές οι ταινίες είτε όχι, ο πολιτιστικός τους αντίκτυπος είναι αδιαμφισβήτητος.

Άρα είναι σαφές ότι υπάρχει όρεξη για ταινίες που υπόσχονται κάτι πολύ, πολύ κινηματογραφικό. Και ταινίες που τα κεντρικά τους θέματα αφορούν πραγματικά κάτι.

Με ενδιαφέρει πραγματικά η προσέγγισή σας στην Ιστορία. Βλέπουμε μια ταινία όπως το Vox Lux, που έχει τόσα πολλά σύγχρονα στοιχεία, αλλά νιώθουμε σαν να βρήκαμε μια παλιά κρυφή βιογραφία περασμένων δεκαετιών κατά κάποιον τρόπο. Ποιο είναι το ενδιαφέρον σας εκεί, και ως κείμενο αλλά και ως ύφος;

Μπρέιντι Κορμπέ: Ναι, εγώ, δεν είμαι σίγουρος σε ποιο σημείο αυτό έγινε το πιο σημαντικό θέμα για μένα. Από τότε που ήμουν πολύ, πολύ νέος, ένιωθα ότι δεν υπήρχε πιο σημαντικό θέμα. Θα έλεγα ότι το μόνο θέμα που έχει μεγαλύτερη σημασία από την Ιστορία για μένα είναι ίσως η κβαντική φυσική. Και δεν έχω φτάσει ακόμα εκεί. Δεν είναι ο τομέας της ειδικότητάς μου, αλλά το προσπαθώ.

Μόνα Φάστβολντ: Μην μας ρωτάτε γι’ αυτό.

Μπρέιντι Κορμπέ: Σε παρακαλώ. Ναι. Μην το κάνεις. Μη μας ρωτάς γι’αυτό. [γέλια] Όχι ακόμα, όχι ακόμα, όχι ακόμα. Δώσε μας μερικά χρόνια ακόμα.

Μόνα Φάστβολντ: Επτά, μάλλον. [γέλια]

Μπρέιντι Κορμπέ: Αλλά νομίζω ότι όταν δουλεύω πάνω σε μια ταινία και επιλέγω ένα θέμα, είναι σημαντικό να επιλέξω κάτι που ποτέ δεν θα είναι ποτέ μη σχετικό. Ανεξάρτητα από το πότε τελικά θα γυριστεί η ταινία ή πότε τελικά θα κυκλοφορήσει, το θέμα πρέπει να είναι αρκετά πλούσιο, να μπορεί να επιβιώσει και να εξακολουθεί να είναι σημαντικό για τους θεατές.

Νομίζω ότι η αγάπη μου και η γοητεία μου για την Ιστορία προέρχεται από την αγάπη μου για τη λογοτεχνία. Και ενδιαφέρομαι πολύ για το πώς φτάσαμε ως εδώ ως πολιτισμός. Για μένα, είναι ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσουμε ή να αναγνωρίσουμε το παρόν, με κάποια προοπτική που δεν μας παρέχεται σήμερα για τα σύγχρονα ζητήματα.

Μόνα Φάστβολντ: Για να κατανοήσουμε τι σημαίνουν όλα αυτά τώρα. Πώς χρησιμοποιείς σύμβολα και μεταφορές πάνω σε πράγματα που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή, και πώς τα ερμηνεύεις; Δεν ξέρω ακόμα. Αισθάνομαι μπερδεμένη. Έτσι, για εμάς είναι πιο εύκολο να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε πρόσβαση στο παρόν μέσω του παρελθόντος.

Μπρέιντι Κορμπέ: Και γενικά, δεν νομίζω ότι έχουμε ακόμα την προοπτική να το κάνουμε αυτό. Είμαστε μέσα στην ομίχλη πολέμων και στην άνοδο απολυταρχιών σε όλο τον κόσμο. Ακόμα και με το Vox Lux, το βρήκα οριακό όταν γυρίζαμε την ταινία το 2017 να μιλάμε ή να ασχολούμαστε με θέματα του Κολουμπάιν και της 11η Σεπτεμβρίου. Αισθάνομαι ότι 15 με 16 χρόνια απόσταση είναι όσο πιο κοντά θα φτάσω ποτέ.

Σήμερα απαιτείται από εμάς να έχουμε άποψη για πολύ, πολύ περίπλοκα θέματα μέσα σε λίγα λεπτά, κάτι που νομίζω ότι δεν είναι ένας σπουδαίος ή πολύ αποτελεσματικός τρόπος λειτουργίας. Χρειάζομαι χρόνο.

Info:

Η ταινία The Brutalist των Μπρέιντι Κορμπέ και Μόνα Φάστβολντ κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα