Τράπεζες: Γιατί μπαίνουν στο “στόχαστρο” οι ασφάλειες
Διαβάζεται σε 5'![Τράπεζες: Γιατί μπαίνουν στο “στόχαστρο” οι ασφάλειες](https://www.news247.gr/wp-content/uploads/2025/02/trapezes-1-640x426.jpg)
Η ανάγκη για παραγωγή εσόδων από προμήθειες αποτελεί προπομπό για κινήσεις στην ασφαλιστική αγορά όλων των τραπεζών μέσα στο 2025. Τα περιθώρια ανάπτυξης του Bancassurance και οι συνέργειες. Η πορεία του κλάδου τα τελευταία 20 χρόνια.
- 13 Φεβρουαρίου 2025 07:30
Η ταχύτητα με την οποία τρέχουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τράπεζας Πειραιώς και του CVC για εξαγορά του 70% της Εθνικής Ασφαλιστικής αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, την στρατηγική του εγχώριου πιστωτικού συστήματος να διαχειριστεί την συνεχιζόμενη πτώση των επιτοκίων και την ανάγκη ενίσχυσης των εσόδων από προμήθειες.
Όπως άλλωστε έχει τονίζει ο Διευθύνων Σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρίστος Μεγάλου η πρόθεση εξαγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής συνδέεται άμεσα με τη στρατηγική του ομίλου τα έσοδα από προμήθειες να προσεγγίσουν αυτά των ιταλικών τραπεζών –έφερε ως παράδειγμα την Intesa Sanpaolo και τη Unicredit– που αντιπροσωπεύουν το 30% των συνολικών εσόδων.
Μάλιστα όπως επισημαίνουν έμπειρες τραπεζικές πηγές «η κίνηση της Τράπεζας Πειραιώς επιβεβαιώνει τον προσανατολισμό των τραπεζών στην παραγωγή εσόδων από προμήθειες και αποτελεί προπομπό για ανάλογες κινήσεις όλων των τραπεζών μέσα στο 2025, έτσι ώστε να έχουν χτίσει άμυνες στα έσοδά τους από το 2026 και έπειτα». Πόσο μάλλον όταν η Τράπεζα Πειραιώς είναι μακράν καλύτερα τοποθετημένη από τις υπόλοιπες ελληνικές τράπεζες στο συγκεκριμένο κομμάτι και παρά ταύτα επιδιώκει με την απόκτηση της Εθνικής Ασφαλιστικής να διευρύνει το προβάδισμά της στην πολλά υποσχόμενη αγορά του bancassurance.
Τα περιθώρια ανάπτυξης
Σε όλες τις εκθέσεις αναλυτών που βλέπουν τις τελευταίες ημέρες το φως της δημοσιότητας, επισημαίνεται ότι με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ να υποχωρεί από το 4% στο 2% μέχρι τον Σεπτέμβριο, οι τράπεζες θα καταγράψουν σημαντικές απώλειες από τα έσοδα τους. Στο πλαίσιο αυτό, και εκτός από τα αυξημένα έσοδα τόκων από την πιθανή αύξηση των χορηγήσεων, οι τράπεζες σχεδιάζουν να βάλουν τις βάσεις σε τομείς παραγωγής σταθερών εσόδων από προμήθειες τα επόμενα χρόνια, ιδίως στις τραπεζοασφάλειες και στο Asset Management.
Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία οι τραπεζοασφάλειες (bancassurance) στην Ελλάδα αποτελούν το 30% της εγχώριας ασφαλιστικής αγοράς, η οποία αναμένεται να κλείσει το 2024 με παραγωγή ασφαλίστρων στα 5,8 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1,5 δισ. από το bancassurance. Πρόκειται για νούμερα πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τα ισχύοντα στην υπόλοιπη Ευρώπη και ειδικότερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, κάτι που αντικατοπτρίζει τα περιθώρια ανάπτυξης τα οποία υπάρχουν στην Ελλάδα.
Οι αιτίες
Στο σύνολό τους οι αναλυτές του κλάδου με κάθε ευκαιρία τονίζουν ότι η απάντηση των τραπεζών απέναντι στις νέο περιβάλλον που διαμορφώνονται θα πρέπει να είναι η δημιουργία νέων πηγών μακροπρόθεσμης και υγιούς κερδοφορίας, οι οποίες -εκτός των άλλων- θα περιορίζουν τις διακυμάνσεις των κερδών από την εκάστοτε πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Έτσι, αφενός οι τράπεζες καλούνται να αυξήσουν σε σημαντικό βαθμό τις χορηγήσεις τους επιλέγοντας αξιόπιστους πελάτες και αφετέρου να επεκταθούν σε νέες δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η απόκτηση θυγατρικών είτε στο εξωτερικό είτε στον ασφαλιστικό κλάδο.
Επιπρόσθετα, η απόκτηση μιας ασφαλιστικής εταιρείας δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες για την εκμετάλλευση μιας ευρείας σειράς συνεργειών που μπορούν να προκύψουν, όπως για παράδειγμα στον χώρο του asset management, καθώς θα είναι ο τραπεζικός όμιλος αυτός που θα διαχειρίζεται το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο των ασφαλιστικών εταιρειών (π.χ. βλέπε οφέλη για θυγατρικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους χώρους των χρηματιστηριακών εταιρειών και των αμοιβαίων κεφαλαίων).
Το ιστορικό
Έμπειρος τραπεζίτης σχολιάζοντας της τελευταίες εξελίξεις και την επικείμενη εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς υπενθυμίζει ότι μέχρι και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000 όλες οι μεγάλες τράπεζες διέθεταν θυγατρικές στον ασφαλιστικό κλάδο, οι οποίες λειτουργούσαν τόσο μέσα από δικά τους δίκτυα όσο και με τη συμβολή του -υπό ανάπτυξη τότε- bancassurance. Στη συνέχεια, ωστόσο, άρχισε να επικρατεί η άποψη ότι θα ήταν προτιμότερο να πουληθούν οι θυγατρικές ασφαλιστικές σε εξειδικευμένους ομίλους που ήξεραν να κάνουν καλύτερα τη δουλειά» καταλήγει.
Πίσω από την συγκεκριμένη στρατηγική απεμπλοκής από τις ασφαλιστικές θυγατρικές οι τράπεζες είχαν ως στόχο να εισπράξουν τα χρήματα της πώλησης, να συνεχίσουν να καρπώνονται έσοδα προμηθειών από τη δραστηριότητα του bancassurance, χωρίς να αντιμετωπίζουν επιχειρηματικό ρίσκο και φυσικά να βελτιώσουν τους εποπτικούς δείκτες, καθώς οι μετοχές σε μια θυγατρική θα μετατρέπονταν σε μετρητά.
Το αποτέλεσμα ήταν η πώληση αρχικά της Alpha Ασφαλιστικής σε Ελλάδα και Κύπρο (αγοραστές η AXA και το σχήμα της Altius), ακολούθησαν στη συνέχεια οι θυγατρικές της Εμπορικής Τράπεζας στην Groupama και ο κύκλος έκλεισε με τις κυπριακές θυγατρικές της Marfin-Λαϊκής στη γαλλική CNP.
Στη συνέχεια, οι πωλήσεις έλαβαν υποχρεωτικό χαρακτήρα, καθώς η οικονομική κρίση προκάλεσε σοβαρά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας στις τράπεζες, οι οποίες κλήθηκαν να ρευστοποιήσουν το σύνολο σχεδόν των θυγατρικών τους σε Ελλάδα και εξωτερικό. Στο πλαίσιο αυτό, η Eurobank διέθεσε την πλειοψηφία των μετοχών της Eurolife στην καναδική Fairfax, η Τράπεζα Πειραιώς το 30% της Ευρωπαϊκής Πίστης, η Αγροτική Ασφαλιστική πέρασε στην Ergo και η Εθνική Tράπεζα πούλησε το 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής στους Αμερικανούς της CVC.