Κάνε Focus: Ο Νικόλας Λαμπάκης μάς συστήνει μία αφηγήτρια ταινιών

Διαβάζεται σε 15'
Ο Νικόλας Λαμπάκης
Ο Νικόλας Λαμπάκης

Ο Νικόλας Λαμπάκης συστήνεται στο NEWS 24/7 με αφορμή την παράσταση “Αφηγήτρια Ταινιών”  που παρουσιάζεται στο ΠΛΥΦΑ.

Ο Νικόλας Λαμπάκης ανήκει στη νέα γενιά δημιουργών που δίνουν φρέσκια πνοή στο ελληνικό θέατρο. Με σπουδές Νομικής στη Θεσσαλονίκη και Παραστατικών Τεχνών στο Παρίσι, ακολούθησε την κλίση του προς τη σκηνοθεσία και αποφοίτησε από τη Σχολή Σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου το 2022.

Στη συνέντευξή του στο NEWS 24/7, ο νεαρός σκηνοθέτης μιλά για την παράσταση Αφηγήτρια Ταινιών, την προσέγγισή του στη σκηνοθεσία, αλλά και τη σημασία της αφήγησης στη σύγχρονη θεατρική εμπειρία. Στον ρόλο της αφηγήτριας βρίσκουμε τη Νοεμή Βασιλειάδου, μια ηθοποιό με ήδη αξιοσημείωτη πορεία, που πρόσφατα ξεχώρισε στο Οξυγόνο του Γιώργου Κουτλή.

Ένα νέο όνομα στη σκηνοθεσία που αξίζει να προσέξουμε, ένας καλλιτέχνης με φρέσκια οπτική και βαθιά αγάπη για το θέατρο.

Αφηγήτρια Ταινιών- Νικόλας Λαμπάκης
Ο Νικόλας Λαμπάκης

Πώς ξεκίνησαν όλα για τον Νικόλα Λαμπάκη

Συστήσου μας…

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Στις δυτικές συνοικίες, στη Μενεμένη. Με το θέατρο ήρθα σε επαφή πολύ νωρίς, καθώς οι γονείς μου με πήγαιναν σε πολλές παιδικές παραστάσεις αλλά με έπαιρναν κι από νωρίς μαζί τους σε παραστάσεις ενηλίκων, από αυτές που τότε «δεν ήταν για την ηλικία μου». Στα πέντε μου χρόνια με έγραψαν σε ένα Ωδείο. Μουσική Προπαιδεία. Όταν ήρθε η ώρα να επιλέξω ποιο μουσικό όργανο θα μάθω, είπα πως θέλω να παίζω άρπα. Ήταν όμως «ανέφικτο» κι εγώ ήμουν ανένδοτος, «ή άρπα ή τέλος το Ωδείο».

Από τότε ξεκινάει μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε μένα και το «ανέφικτο». Στο δρόμο λοιπόν του εφικτού, ξεκίνησα στα έξι μου να παρακολουθώ μαθήματα στο θεατρικό εργαστήρι ΙΡΙΣ του Δήμου Σταυρούπολης – στο παλιό καπνομάγαζο τότε, που τώρα εδρεύει το Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ – με δασκάλα τη Μαρία Αλβανού. Αργότερα ακολούθησα τη δασκάλα μου στο δικό της θεατρικό εργαστήρι, τις ΝΕΦΕΛΕΣ στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης, που παραμένει ενεργό ακόμα και σήμερα.

Η Μαρία Αλβανού είναι ο πρώτος άνθρωπος που με ενέπνευσε βαθιά, τόσο μέσα από τις δημιουργικές πρακτικές της – παιδί τότε θαύμαζα το πώς, εκκινώντας από ένα κείμενο και το έμψυχο υλικό μιας ομάδας, κατόρθωνε να συνθέσει το μαγικό σύμπαν μια θεατρικής παράστασης – όσο και μέσα από τις παιδαγωγικές αρετές της, τον τρόπο δηλαδή που είχε να μιλάει στις ψυχές των παιδιών. Τη χρονιά που μόλις πέρασε, είχα την απερίγραπτη χαρά και συγκίνηση να σκηνοθετήσω ένα θεατρικό έργο που έγραψε για παιδιά και παρουσιάστηκε σε Δημοτικά Θέατρα της Δυτικής Θεσσαλονίκης, ως δράση πρόληψης που οργανώθηκε από το Κέντρο Πρόληψης Δίκτυο Άλφα με τη συμμετοχή εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και μιας μαθήτριας του εργαστηρίου.

Πρώτη παράσταση θεατρική που θεωρείς πως σε καθόρισε;

Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια παράσταση – ως θεατής – η οποία θα έλεγα ότι με καθόρισε. Εξάλλου, έβλεπα πολλές παραστάσεις από μικρός και οι εικόνες που έχω ως ανάμνηση είναι αρκετά συγκεχυμένες. Ωστόσο, αυτό που ίσως καθόρισε κάτι για μένα ήταν η εμπειρία της πρώτης θεατρικής παράστασης στην οποία συμμετείχα ως μαθητής του θεατρικού εργαστηρίου.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που κρυμμένος πίσω από την κουίντα, κρυφοκοίταζα από μια τρύπα που είχε εκείνο το μαύρο πανί τους ανθρώπους που κάθονταν στο κοινό και είχαν έρθει να δουν την παράστασή μας. Είχα την αίσθηση ότι ετοιμάζομαι να κάνω μία μεγάλη σκανταλιά. Αυτό είναι το πιο απολαυστικό συναίσθημα που μπορώ να ανακαλέσω και μπορώ να πω ότι ακόμη και σήμερα όταν ετοιμάζω μια θεατρική παράσταση απολαμβάνω την ίδια απελευθερωτική αίσθηση της σκανταλιάς.

Ακόμη, απολαμβάνω να χαζεύω τα πρόσωπα των θεατών, βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον το να παρατηρώ στα πρόσωπα των ανθρώπων τις αντιδράσεις τους και να προσπαθώ κάνοντας εικασίες να μαντέψω τι είναι αυτό που σκέφτονται άραγε μια δεδομένη στιγμή ή με τι ακριβώς από αυτό που βλέπουν ή ακούν και αισθάνονται μπορεί να συνδέονται ψυχικά.

Πώς από τη Νομική κατέληξες στη σκηνοθεσία. Πώς προέκυψε αυτή η μετάβαση;

Δεν προέκυψε. Ήταν προσχεδιασμένο το έγκλημα. Τα χρόνια που σπούδαζα στη Νομική του ΑΠΘ πιο συχνά θα με συναντούσες στη βιβλιοθήκη του Τμήματος Θεάτρου ή σε κάποιο θέατρο-χώρο προβών, παρά στη σχολή. Εκείνα τα χρόνια ήμουν σκηνοθέτης μιας ερασιτεχνικής ομάδας – λεγόταν Εξαιρέσεις – όπου είχα την τύχη να με συντροφεύουν καμιά δεκαριά άνθρωποι, οι οποίοι για κάποιον ακατανόητο λόγο, ακολουθούσαν πιστά τις τρέλες και τα οράματα που κατέβαζε το κεφάλι μου.

Έκτοτε αποφάσισα ότι αυτό ήθελα να το κάνω επαγγελματικά και να καταρτιστώ. Γι΄ αυτό το λόγο έφυγα στη Γαλλία, σπούδασα Θέατρο στο πανεπιστήμιο Université Paris VIII και αργότερα Σκηνοθεσία στην Αθήνα, στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Βέβαια, πρέπει να πω ότι και σήμερα βρίσκομαι σε μια μετάβαση – ίσως όχι τόσο ακραία όπως από τη Νομική στο Θέατρο – καθώς είμαι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου του Βόλου. Το μεταπτυχιακό που παρακολουθώ έχει θέμα το παιχνίδι και τα δημιουργικά περιβάλλοντα μάθησης. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το θέατρο στην εκπαίδευση και στην κοινότητα, αλλά και γενικότερα το πώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τις δημιουργικές πρακτικές του θεάτρου πέρα από τη δημιουργία μιας παράστασης.

Πώς επηρέασαν οι σπουδές σου στο Παρίσι την καλλιτεχνική σου ματιά; 

Δεν ήταν μόνο οι σπουδές, αλλά και η ίδια η ζωή – η πρόκληση της επιβίωσης – στο Παρίσι, τα καλλιτεχνικά θεάματα τα οποία παρακολούθησα και οι άνθρωποι που γνώρισα και με επηρέασαν βαθιά. Ειδικά το γεγονός ότι βρέθηκα στο πιο πολυπολιτισμικό πανεπιστήμιο της Γαλλίας και είχα συμφοιτητές και συμφοιτήτριες, καθηγητές και καθηγήτριες από όλα τα μέρη του κόσμου.

Τα μαθήματα που προσέφερε το πανεπιστήμιο απλώνονταν σε πάρα πολλούς κλάδους των παραστατικών τεχνών και υπήρχε μεγάλη ελευθερία απ’ τη δική μας πλευρά στο να επιλέξουμε τα αντικείμενα που μας ενδιαφέρουν. Αυτό που με ενθουσίαζε περισσότερο απ’ όλα ήταν το τσίρκο, καθώς είχα τη δυνατότητα μέσα από το πρόγραμμα της σχολής να παρακολουθώ μαθήματα ακροβατικών και ισορροπίας στην Ακαδημία Fratellini.

Eκεί γνώρισα κάποιους καταπληκτικούς καλλιτέχνες του τσίρκου και είχα την ευκαιρία να συναναστραφώ μαζί τους, απολαμβάνοντας τις αφηγήσεις τους από τις γεμάτες περιπλάνηση ζωές τους. Εξαιρετικά σημαντικές ήταν όμως και οι παραστάσεις που παρακολούθησα. Είδα πράγματα τα οποία δεν έχει κανείς την ευκαιρία να παρακολουθήσει στην Ελλάδα, με εξαίρεση κάποιες παραστάσεις που φιλοξενούνται το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Η πρώτη παράσταση που θυμάμαι πως είδα ήταν το Ligne de Crête της Maguy Marin. Ήταν κάτι το αποκαλυπτικό για μένα τότε το ότι έβλεπα για πρώτη φορά μια παράσταση χωρίς καθόλου λόγια. Μια παράσταση που μόνο μέσα από τα σώματα των ηθοποιών και τη χρήση πληθώρας σκηνικών αντικειμένων αφηγούταν με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο, αλλά και με βιτριολικό χιούμορ, την κατάντια και το τέλμα του δυτικού τρόπου ζωής.

Υπάρχουν καλλιτεχνικά πρότυπα που σε ενέπνευσαν στην πορεία σου ως σκηνοθέτης;

Θα έλεγα ότι υπάρχουν διαχρονικά καλλιτέχνες που με εμπνέουν, που αρκετά συχνά επιστρέφω στο έργο τους και είναι κυρίως κινηματογραφιστές. Η αλήθεια είναι ότι παρόλο που μου αρέσει πολύ να κάνω θέατρο, ως θεατής μου αρέσει περισσότερο να πηγαίνω στο σινεμά. Θα ξεχώριζα οπωσδήποτε τη φιλμογραφία τριών αρκετά ετερόκλητων σκηνοθετών, του Pedro Almodovar, του Ken Loach και του Alejandro Jodorowsky.

Kοινό στοιχείο τους είναι το ότι μέσα από το έργο τους, καθένας υπερασπίζεται διαχρονικά κάτι πάρα πολύ συγκεκριμένο. Μια ορισμένη ιδεολογία, μια ορισμένη θέση για τον κόσμο, μια ορισμένη αισθητική προσέγγιση ή αντίληψη… Βρίσκω πολύ γοητευτικό το να έχει κανείς μία σαφή θέση, ένα προσωπικό αποτύπωμα που υπερασπίζεται διαχρονικά μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία του.

Από καθηγητές που είχα στην σχολή θα μπορούσα να ξεχωρίσω σίγουρα τον Δημήτρη Μαυρίκιο, καθηγητή μας στη σκηνοθεσία, στο πρώτο έτος. Είχε μια αξιοζήλευτη ενέργεια, ένας απίστευτο πάθος για το αντικείμενό του, ακόμη και η διδασκαλία του είχε μέσα της κάτι το καλλιτεχνικό, ήταν ένας δάσκαλος-καλλιτέχνης.

Ακόμη, η συνάντηση με τον Πέτρο Σεβαστίκογλου, καθηγητή μας στο μάθημα του κινηματογράφου και στα τρία χρόνια της σχολής, ήταν ένα ευτύχημα. Εξαιρετικά ευφυής και διορατικός, με καθαρή ματιά, ένας δάσκαλος γεμάτος ευγένεια και υποστηρικτικό πνεύμα. Σπάνιες αρετές, σε μια εποχή που λείπουν πολύ – αυτό που ονομάζουμε – «πρότυπα» ή «προσωπικότητες»…

Θα έλεγα ότι οι περισσότεροι έμπειροι καλλιτέχνες που γνώρισα είτε στη σχολή είτε μετά από αυτήν, κουβαλάνε μια τεράστια ματαίωση και μια αμηχανία απέναντι στο πνεύμα της εποχής μας που αντιμετωπίζει τα πάντα με όρους διαχείρισης κι επικοινωνίας και τείνει να εξαφανίσει το πρότυπο του καλλιτέχνη έναντι του καριερίστα… Αυτό σηκώνει μεγάλη κουβέντα…

Από τις συνεργασίες σου μέχρι σήμερα, ποιες στιγμές ξεχωρίζεις;

Μου είναι αδύνατον να ξεχωρίσω. Εξάλλου για να ξεχωρίσει κανείς, να σταχυολογήσει δηλαδή μέσα από την εμπειρία του, χρειάζεται να κάνει έναν απολογισμό. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο για μένα θα ήταν πολύ πρόωρο και ίσως μάταιο. Μπορώ να πω όμως ότι αυτό που βρίσκω ξεχωριστό, αυτό που κάνει ξεχωριστούς τους συνεργάτες, είναι το πάθος και η εμμονή με τη λεπτομέρεια, η απόλυτη φροντίδα για αυτό που τελικά θα φτάσει στους θεατές. Όπως είπα και προηγουμένως, το να υπερασπίζεται κανείς με όλο του το είναι μια συγκεκριμένη αισθητική, μία θέση, μια ιδέα, χωρίς να τον ενδιαφέρει το κόστος και η μικροπολιτική.

Αφηγήτρια Ταινιών- Νικόλας Λαμπάκης

Η αφηγήτρια ταινιών

Η ιστορία του έργου διαδραματίζεται σ’ ένα ξηρό και άνυδρο τοπίο, στην έρημο Ατακάμα της Χιλής, η ζωή κυλά δύσκολα για τους κατοίκους. Οι περισσότεροι είναι πάμφτωχοι εργάτες στα ορυχεία νίτρου και δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πάνε ούτε στον κινηματογράφο, τη μοναδική δυνατότητα για διασκέδαση που προσφέρει η περιοχή τους. Έτσι, ένα χαρισματικό κορίτσι αναλαμβάνει να παρακολουθεί η ίδια της ταινίες και να τις αφηγείται στη συνέχεια στους συγχωριανούς της. Το σπίτι της μετατρέπεται σε μία ιδιότυπη σκηνή, όπου με θαυμαστή αφηγηματική ικανότητα το κορίτσι ζωντανεύει τις ταινίες. Μέσα από την ιδιόμορφη καλλιτεχνική της ιδιότητα, η μικρή αφηγήτρια ονειρεύεται μια άλλη ζωή, πέρα από τα στενά όρια της κοινωνικής πραγματικότητας που την περιβάλλει. Μέχρι που η έλευση της τηλεόρασης αλλάζει τα πάντα.

Τι σε τράβηξε στο έργο του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ; Πώς αποφάσισες να το μεταφέρεις στο θέατρο;

Ξέρετε, υπάρχουν μερικά κείμενα στα οποία μετά την πρώτη ανάγνωση επιστρέφει κανείς ξανά και ξανά και ξανά. Υπάρχει κάτι εκεί, στα κείμενα αυτά, κάποιο κοίτασμα ψυχικό. Δεν είναι εύκολο πολλές φορές να το εντοπίσεις με την πρώτη, να το δεις καθαρά, να το βάλεις σε λόγια… Είναι κάτι που σου αποκαλύπτεται μέσα στα χρόνια και αυτή είναι η μεγαλύτερη γοητεία του. Πέρα από αυτό όμως, στην Αφηγήτρια Ταινιών, είναι κι άλλα πράγματα.

Ο τόπος και ο χρόνος που διαδραματίζεται η ιστορία – τόσο μακριά από μας αλλά ταυτόχρονα και τόσο κοντά σε μας – αλλά και οι αναφορές στην τέχνη. Στην τέχνη που μιμείται τη ζωή, σε ένα είδος παραστατικής τέχνης κάπου ανάμεσα στο θέατρο, στο σινεμά και στην παράδοση των παραμυθάδων, σε μια τέχνη εμποτισμένη με το λαϊκό στοιχείο…

Το πρόσωπο του έργου που μας αφηγείται τη ζωή του είναι μια λαϊκή αρτίστα. Αυτό για μένα είναι εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο, ο λαϊκός καλλιτέχνης, ένας δημιουργός που εμπνέεται από την κοινότητα, αντλεί υλικό από το ατομικό και το συλλογικό βίωμα, το μετουσιώνει σε τέχνη, σε πολιτιστικό αγαθό, και το επιστρέφει πίσω στους ανθρώπους της κοινότητας.

Είναι μια ενέργεια σε διαρκή ροή. Και φυσικά, η φαντασία… Είναι πολύ σημαντικό μέσα από την αφήγηση μιας ιστορίας να ενεργοποιείται η φαντασία μας – είναι τεράστιο όπλο η φαντασία – και να μεταφερόμαστε για λίγο κάπου αλλού, σε ένα κάπου, σε ένα κάποτε, όπου εκεί μπορούμε να δούμε πραγματικά τη ζωή μας, με μια απόσταση που μας επιτρέπει να σκεφτούμε πιο καθαρά, πιο κριτικά… Η φαντασία είναι το εφαλτήριο για τον οραματισμό μιας προσωπικής, αλλά και μιας κοινωνικής αλλαγής.

Τι μηνύματα επιδιώκεις να περάσεις στο κοινό μέσα από την ιστορία της μικρής αφηγήτριας;

Παρεξηγημένη έννοια το «μήνυμα» στο θέατρο. Πιστεύω πως το μόνο που χρειάζεται να ξέρουν οι δημιουργοί μιας παράστασης είναι το τι ιστορία αφηγούνται και ποια είναι η θέση τους απέναντι σε αυτή. Από κει και πέρα η ίδια η παράσταση λειτουργεί ως ένας ανοιχτός πομπός και το κοινό που έρχεται κάθε φορά στο θέατρο είναι ένας πολυπρόσωπος δέκτης που μεταφράζει και ερμηνεύει – μέσα από το πρίσμα των προσωπικών του βιωμάτων – τα όσα προσλαμβάνει με τις αισθήσεις του ως «μήνυμα». Τα «μηνύματα» αυτά, ωστόσο, δεν πρέπει να χρεώνονται απαραίτητα στον πομπό.

Πώς συνεργάστηκες με τη Νοεμή Βασιλειάδου για να “φέρει στη ζωή” έναν τόσο πολυσύνθετο χαρακτήρα;

Θα έλεγα ότι εστιάσαμε περισσότερο στον «άνθρωπο» που κρύβεται πίσω από τη σκιαγράφηση ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα. Προσπαθήσαμε να καταλάβουμε το τι σκέφτεται και τι νιώθει αυτός ο άνθρωπος, τον τόπο και την εποχή όπου έζησε, τα βιώματα που τον καθόρισαν… Κι όλα αυτά όχι για να δημιουργήσουμε ένα ψυχολογικό πορτρέτο, αλλά με σκοπό να ερευνήσουμε μέσα από την ιστορία αυτού του χαρακτήρα το πώς στέκεται ο άνθρωπος διαχρονικά απέναντι στην ιστορία, τη μικρή και τη μεγάλη Ιστορία.

Στο έργο, η αφηγήτρια ταινιών εκφράζει τη φωνή ενός λαού που ονειρεύεται και παλεύει για αλλαγή. Πώς συνδέεται αυτή η αφήγηση με τη σύγχρονη πραγματικότητα;

Πράγματι, μέσα από την ιστορία της αφηγήτριας ταινιών μπορούμε να δούμε την ιστορία πολλών καθημερινών ανθρώπων, ενός ολόκληρου λαού που ονειρεύτηκε, που οραματίστηκε την αλλαγή και διαψεύστηκε οδυνηρά από την Ιστορία. Σήμερα διανύουμε για τα καλά την εποχή του τέλους των ιδεολογιών κι αυτό είναι από μόνο του μια φοβερή διάψευση για τον άνθρωπο.

Υπάρχει απουσία οράματος, έλλειψη κινήτρου για αγώνα, αδυναμία πίστης σε κάτι άλλο πέρα από αυτό που ζούμε, τα αντανακλαστικά μας και η φαντασία μας είναι απενεργοποιημένα και πολλοί άνθρωποι γύρω μας αισθάνονται μια ορφάνια, μια πολιτική ορφάνια…

Ο χαρακτήρας του έργου μέσα στην απόλυτη μοναξιά και ματαίωση του αφηγηματικού του παρόντος, μοιάζει να υπερασπίζεται έναν κόσμο, έναν σκληρό κόσμο, γεμάτο όμως όνειρα και ζωή. Σήμερα, στον δυτικό κόσμο, μπορεί άραγε κανείς να υπερασπιστεί έναν κόσμο; Κι αν ναι, πώς, ως ανάμνηση ή νοσταλγία; Από που μπορεί να πιαστεί κανείς για να αντιμετωπίσει τις διαψεύσεις του; Και κυρίως, πώς αντιμετωπίζει σήμερα μια κοινωνία την μεγάλη, συλλογική διάψευση, ότι το αύριο δεν μοιάζει να είναι να είναι καλύτερο από το σήμερα;

Πιστεύεις ότι το θέατρο μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο κοινωνικής αλλαγής; Αν ναι, πώς το επιτυγχάνει;

Μπορεί, αλλά όχι το κυρίαρχο μοντέλο του θεάτρου ως κομμάτι της βιομηχανίας του θεάματος. Όχι ένα θέατρο εμπορικό το οποίο ενδιαφέρεται μονάχα για την προβολή και τα sold out – αυτή τη μάστιγα της εποχής – όχι ένα αστικό θέατρο προνομιούχων και κουλτουριάρηδων, όχι ένα θέατρο ευαγών ιδρυμάτων και θεσμών…

Αλλά, ένα ελεύθερο θέατρο χειραφετημένων καλλιτεχνών – και όχι υπαλλήλων – ένα θέατρο λαϊκό, πραγματικά «καθολικά προσβάσιμο», ένα θέατρο συνδεδεμένο με την κοινωνία και τις ανάγκες της. Ακόμη, σημαντικότατο εργαλείο για την κοινωνική αλλαγή αποτελούν οι ίδιες οι δημιουργικές πρακτικές του θεάτρου, έξω από το παραστατικό φαινόμενο καθαυτό.

Με άλλα λόγια, το θέατρο στην εκπαίδευση, το θέατρο στην κοινότητα και γενικότερα κάθε μορφή Εφαρμοσμένου Θέατρου που λειτουργεί ως μέσο κοινωνικών παρεμβάσεων και διαλόγου, προσωπικής έκφρασης κι ενδυνάμωσης, ενίσχυσης της συλλογικότητας και του μαζί.

Υπάρχουν άλλα έργα που ονειρεύεσαι να σκηνοθετήσεις στο μέλλον ή να τα προσαρμόσεις για τη σκηνή;

Υπάρχουν μερικά έργα που έρχονται και ξανάρχονται στο μυαλό μου και μου μπαίνουν ιδέες. Βέβαια, πολλές φορές αυτά που φαντάζομαι και οραματίζομαι φλερτάρουν με το «ανέφικτο», κυρίως αν αναλογιστώ τα πενιχρά οικονομικά μέσα που διαθέτω. Το «ανέφικτο» όμως είναι μια πρόκληση πάντα. Η χαρά της δημιουργίας είναι ζωντανή και το ταξίδι συνεχίζεται.

Ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Λένα Φραγκοπούλου
Σκηνοθεσία – Δραματουργία – Σκηνικά: Νικόλας Λαμπάκης
Κοστούμια: Ουρανία Φραγγέα
Μουσική: Παντελής Πρωτοπαπάς
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης, Χάρης Βασιλόπουλος
Βοηθός σκηνοθεσίας: Σπύρος Μπόσγας
Κατασκευή σκηνικού: Βασίλης Παπαχρήστος, Διονύσης Ασβεστάς
Κατασκευή κοστουμιού: Στεφανία Σταθάκη
Φωτογραφίες: Μαίρη Λεονάρδου
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Μάρθα Κοσκινά
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου Τροχιές (ΑΜΚΕ)

Ερμηνεύει η Νοεμή Βασιλειάδου

INFO

ΠΛΥΦΑ
Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:00
Εισιτήρια: 13€, Μειωμένο 11€ και Ατέλειες 8€ (Ατέλειες μόνο από το ταμείο τη μέρα της παράστασης κι εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις).
Διάρκεια: 70 λεπτά

Από τις 17 Μαρτίου, η Αφηγήτρια Ταινιών θα μεταφερθεί για 8 παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Τ (κάθε Δευτέρα και Τρίτη).

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα